Θεσσαλονίκη, 23 Αυγούστου 1940
Το καφενείο «Τριανόν», είναι το εντευκτήριο των αργόσχολων νέων κι η Ακαδημία των ανέργων επιστημόνων. Το τάβλι, η πιο φτηνή απασχόλησή τους. Μ’ ένα διφραγκάκι, αγκαζάρεις μια καρέκλα με θέα προς τον Θερμαϊκό και τον μεγαλόπρεπο Όλυμπο. Κουνάς τα ζάρια σ’ απανωτές παρτίδες, χτυπάς τα πούλια μ’ όλη σου τη δύναμη, για να εκδικηθείς την κακή σου μοίρα, και δίνεις μια «μούντζα» στη μέρα που δεν ήταν καλύτερη από εκείνη που πέρασε, κι ούτε φαίνεται ν’ αλλάξει κι αυριανή...
-Εδώ είσαι, Λευτέρη; Σε έψαχνε ένας χωροφύλακας.
Όλη η θορυβώδης παρέα, μεμιάς, βουβάθηκε. Κάνω πως, δεν δίνω σημασία κι αρπάζω τα ζάρια σαν να μη συνέβη τίποτα, όμως, μαντεύω γιατί με ζητούν. Εδώ και καιρό ψιθυρίζεται επιστράτευση.
-Ίσως, να μην είναι σοβαρό, Λευτέρη, διακόπτει ο Μανούσης. Μπορεί να σε καλούν, για να αλλάξουν το απολυτήριό σου, όπως γίνεται, τώρα τελευταία, με τους έφεδρους αξ/κούς...
-Δεν είναι τίποτε, παιδιά. Και πέρυσι, μας κάλεσαν να φρουρήσουμε τα σύνορα για τον κίνδυνο μη μας επιτεθεί η Ιταλία. Τότε, δεν τόλμησαν. Φαίνεται, πάλι κοκκορεύονται..
Έριξα άγκυρα στο δωμάτιό μου, με τη σκέψη πως ο χωροφύλακας θα με αναζητήσει κι εκεί. Ξάπλωσα ντυμένος για να είμαι σε επιφυλακή. Ρεμβάζω και ζω, υποθετικές σκηνές πολέμου.
Ήμουν 6-7 χρόνων, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα από τους Τούρκους. Μεγάλωσα στα χαρακώματα, με τους Ρώσους Κοζάκους, μαζί με πολλά άλλα παιδιά. Τρώγαμε από το καζάνι των Κοζάκων. Δεν θέλαμε να φύγουμε από κοντά τους. Ίσως γιατί, μας παίζανε και μας περιποιότανε, χωρίς να μας μαλώνουν, όπως οι δικοί μας, στο σπίτι. Ίσως και γιατί, μας άρεσε το «νταβαντούρι» και ο κρότος των κανονιών, έχοντας άγνοια του κινδύνου… Μήπως, ο πετροπόλεμος, δεν ήταν το αγαπημένο μας ομαδικό παιχνίδι? Λίγα μέτρα πιο πέρα, τα Ρωσικά κανόνια, κάθε πρωί, στέλνανε μερικές εκατοντάδες οβίδες, στα τουρκικά χαρακώματα. Οι Τούρκοι, δεν είχαν κανόνια ν’ απαντήσουν στους Ρώσους. Λίγοι τυφεκιοφόροι, νηστικοί και κουρελήδες, οχυρωμένοι στο Μοναστήρι του Αγιαννιού, στο Κουσπιδί. Οι πυροβολαρχίες των Ρώσων, ξερνούσαν το καυτό ατσάλι τους, μέσα από τα χωράφια της Λιβεράς, χωρίς καμία κάλυψη. Τι είχαν, να φοβηθούν; Τους γκράδες των πεινασμένων Τούρκων, από απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων;…
Με τις θύμησες αυτές, πετάχτηκα να γυρέψω τον χωροφύλακα. Ανυπομονώ. Ρωτώ τον Γ΄ Αστυνομικό, τρέχω στο Ε΄ Τμήμα, μα κανείς, δεν μπορεί να με πληροφορήσει...
Νωρίς το πρωί ξαναπήγα στο Τμήμα Γενικής Ασφαλείας. Καλούμαι να παρουσιαστώ το ταχύτερο στη Βεύη, κωμόπολη ανάμεσα στο Αμύνταιο και τη Φλώρινα. Άλλοτε, «Μπάνιτσα». Στην περυσινή τοπική επιστράτευση πάλι εκεί υπηρέτησα ως Υπασπιστής της Οροφυλακής. Οι κάτοικοι, είναι βουλγαρόφωνοι, και βουλγαρίζουν και στην ουσία. Δεν θέλουν, ή δεν κατορθώνουν – δεν το ξέρω – να μάθουν ελληνικά. Θεωρούν τιμή τους, να λένε πως, δεν ξέρουν ελληνικά.
Το κείμενο της τηλεγραφικής πρόσκλησης, λέει: «Ειδοποιήσατε αυτόθι έφεδρον ανθυπολοχαγόν Ελευθεριάδην Ελευθέριον, παρουσιασθή ταχύτερον Βεύην». -Διοικητής 8ου Κέντρου Επιστρατεύσεως - Ν. Παπαδόπουλος..."