Συνολική ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών επέβαλε το...
Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Θεσσαλονίκης στον σαράντα εννέα ετών άνδρα που καταδικάστηκε, επειδή κρατούσε «φυλακισμένη» για πάνω από 24ωρες στο σπίτι του μία 45χρονη και τη βίαζε επανειλημμένα. Ομόφωνη ήταν η απόφαση του δικαστηρίου για την ενοχή του, χωρίς αναγνώριση ελαφρυντικού, ενώ μετά την ετυμηγορία των δικαστών, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στις φυλακές.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 49χρονος είχε γνωρίσει την παθούσα σε δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης, μέσω του οποίου επικοινωνούσαν επί ενάμισι χρόνο. Τον Μάρτιο του 2017, εκείνη ταξίδεψε από την Αθήνα - όπου διαμένει - στη Θεσσαλονίκη για να τον συναντήσει για πρώτη φορά. Φτάνοντας όμως στο σπίτι του, σύμφωνα με την κατάθεση της ιδίας, τόσο η εμφάνιση του κατηγορούμενου όσο και η εικόνα του σπιτιού στο οποίο διαβιούσε («ρυπαρό», «με συσσωρευμένα αντικείμενα» κι «ένα «πιτ-μπουλ δεμένο στην πόρτα») απείχαν πολύ απ' αυτά που της είχε παρουσιάσει κατά τη διάρκεια της προηγούμενης και επί μακρόν επικοινωνίας τους. Σε αυτές τις συνθήκες, η 45χρονη δεν θέλησε να περάσει μέσα, αλλά παρά την άρνησή της, ο κατηγορούμενος την πίεσε να εισέλθει.
Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε το μαρτύριό της. Ασκώντας σωματική βία και εξαπολύοντας απειλές - όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο - ο δράστης προέβη στον κατ΄ επανάληψη βιασμό της γυναίκας.
Σενάριο από θρίλερ θα μπορούσε να αποτελεί η υπόθεση κατά την εισαγγελέα της έδρας, η οποία στην αγόρευσή της ανέφερε: «Από τις 7 το πρωί έως τις 10 το πρωί της επόμενης μέρας την ξάπλωνε και την έσερνε από το ένα μέρος στο άλλο, παρά την άρνηση που εξέφραζε, αφήνοντάς την χωρίς φαγητό και περιορίζοντας την ελευθερία των κινήσεών της».
Η σαρανταπεντάχρονη, που είναι και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, στην κατάθεσή της στο δικαστήριο, περιέγραψε καρέ-καρέ τα όσα βίωσε. Είπε πως φώναζε αλλά κανείς δεν την άκουγε, πως ένιωθε διαρκή απειλή στην θέα του δεμένου σκύλου και στην σκέψη ότι μπορεί να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά απέναντί της.
Για τον δράστη είπε: «Με χτυπούσε, με τραβούσε από τα μαλλιά, με είχε ώρα ακινητοποιημένη. Έστελνε μηνύματα από το κινητό μου σε γνωστούς μου, έλεγε πως θα με κάνει ρεζίλι κι ότι έχει τραβήξει φωτογραφίες» και συνεχίζει, «Είπε ότι το έκανε γιατί έπρεπε να τιμωρηθώ. Κάλεσε και τον πρώην σύζυγό μου με τον οποίο βρισκόμασταν τότε σε αντιδικία».
Όταν πλέον την άφησε ελεύθερη εκείνη επέστρεψε στην Αθήνα, όπου μετά από ένα 24ωρο και παρά τις αναστολές που είχε, αποφάσισε να απευθυνθεί στη ΓΑΔΑ και να καταγγείλει την φρίκη που έζησε.
Η περιγραφή της συναισθηματικής της κατάστασης είναι σοκαριστική. «Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ήμουν πολύ φοβισμένη, ένιωσα ντροπή, εξαθλίωση και ταπείνωση. Έλεγα μέσα μου «που να το πω; Μην το πεις πουθενά θα γίνεις βούκινο». «Φοβήθηκα για την επιμέλεια του παιδιού μου, μην την χάσω» κατέθεσε χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας τις τύψεις της παθούσας για όσα υπέστη, η εισαγγελέας της έδρας σχολίασε - μεταξύ άλλων - πως πρόκειται για «κατάλοιπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας που κάνουν το θύμα του βιασμού να νιώθει ενοχές για μια γνωριμία, για μια ανθρώπινη σχέση». «Δεν συναίνεσε στο να βιαστεί, στο να στερηθεί την τροφή της […] Τα όσα υπέστη είναι πρωτάκουστα» υπογράμμισε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της, με την οποία και ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου.
Στην απολογία του, ο 49χρονος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. «Ήρθε με τη δική της βούληση. Δεν υπήρξε σεξουαλική επαφή. Με κατήγγειλε για εκδικητικούς λόγους, επειδή θα έχανε την επιμέλεια του παιδιού της» ανέφερε, μεταξύ άλλων. «Δεν την ακούμπησα, ούτε μια γρατζουνιά δεν της προκάλεσα» συμπλήρωσε, χωρίς όμως να μπορέσει να δώσει εξηγήσεις για τα ευρήματα της ιατροδικαστικής έκθεσης που έκαναν λόγο για μώλωπες, δαγκωματιές κ.ά. σε διάφορα σημεία του σώματος.
Το δικαστήριο τον έκρινε τελικά ομόφωνα ένοχο για βιασμό, παράνομη κατακράτηση και παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ενώ αποφάσισε η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε το μαρτύριό της. Ασκώντας σωματική βία και εξαπολύοντας απειλές - όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο - ο δράστης προέβη στον κατ΄ επανάληψη βιασμό της γυναίκας.
Σενάριο από θρίλερ θα μπορούσε να αποτελεί η υπόθεση κατά την εισαγγελέα της έδρας, η οποία στην αγόρευσή της ανέφερε: «Από τις 7 το πρωί έως τις 10 το πρωί της επόμενης μέρας την ξάπλωνε και την έσερνε από το ένα μέρος στο άλλο, παρά την άρνηση που εξέφραζε, αφήνοντάς την χωρίς φαγητό και περιορίζοντας την ελευθερία των κινήσεών της».
Η σαρανταπεντάχρονη, που είναι και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού, στην κατάθεσή της στο δικαστήριο, περιέγραψε καρέ-καρέ τα όσα βίωσε. Είπε πως φώναζε αλλά κανείς δεν την άκουγε, πως ένιωθε διαρκή απειλή στην θέα του δεμένου σκύλου και στην σκέψη ότι μπορεί να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά απέναντί της.
Για τον δράστη είπε: «Με χτυπούσε, με τραβούσε από τα μαλλιά, με είχε ώρα ακινητοποιημένη. Έστελνε μηνύματα από το κινητό μου σε γνωστούς μου, έλεγε πως θα με κάνει ρεζίλι κι ότι έχει τραβήξει φωτογραφίες» και συνεχίζει, «Είπε ότι το έκανε γιατί έπρεπε να τιμωρηθώ. Κάλεσε και τον πρώην σύζυγό μου με τον οποίο βρισκόμασταν τότε σε αντιδικία».
Όταν πλέον την άφησε ελεύθερη εκείνη επέστρεψε στην Αθήνα, όπου μετά από ένα 24ωρο και παρά τις αναστολές που είχε, αποφάσισε να απευθυνθεί στη ΓΑΔΑ και να καταγγείλει την φρίκη που έζησε.
Η περιγραφή της συναισθηματικής της κατάστασης είναι σοκαριστική. «Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ήμουν πολύ φοβισμένη, ένιωσα ντροπή, εξαθλίωση και ταπείνωση. Έλεγα μέσα μου «που να το πω; Μην το πεις πουθενά θα γίνεις βούκινο». «Φοβήθηκα για την επιμέλεια του παιδιού μου, μην την χάσω» κατέθεσε χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας τις τύψεις της παθούσας για όσα υπέστη, η εισαγγελέας της έδρας σχολίασε - μεταξύ άλλων - πως πρόκειται για «κατάλοιπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας που κάνουν το θύμα του βιασμού να νιώθει ενοχές για μια γνωριμία, για μια ανθρώπινη σχέση». «Δεν συναίνεσε στο να βιαστεί, στο να στερηθεί την τροφή της […] Τα όσα υπέστη είναι πρωτάκουστα» υπογράμμισε η εισαγγελέας στην αγόρευσή της, με την οποία και ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου.
Στην απολογία του, ο 49χρονος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. «Ήρθε με τη δική της βούληση. Δεν υπήρξε σεξουαλική επαφή. Με κατήγγειλε για εκδικητικούς λόγους, επειδή θα έχανε την επιμέλεια του παιδιού της» ανέφερε, μεταξύ άλλων. «Δεν την ακούμπησα, ούτε μια γρατζουνιά δεν της προκάλεσα» συμπλήρωσε, χωρίς όμως να μπορέσει να δώσει εξηγήσεις για τα ευρήματα της ιατροδικαστικής έκθεσης που έκαναν λόγο για μώλωπες, δαγκωματιές κ.ά. σε διάφορα σημεία του σώματος.
Το δικαστήριο τον έκρινε τελικά ομόφωνα ένοχο για βιασμό, παράνομη κατακράτηση και παραβίαση προσωπικών δεδομένων, ενώ αποφάσισε η έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη.