Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Μέθεξη τάχα ή μέθη;



Μέθεξη τάχα ή μέθη;

(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Είναι αλλιώτικη η αίσθηση!

Σίγουρα κι η μυρωδιά, εκ του μύρου η λέξη, αλλιώτικη!
Είναι που εδώ και χίλιους τόσους χρόνους, σε τούτο τον όμορφο χώρο,
αγιάζεται η Ιστορία, κι οι συνοδοιπορούντες...  


 

στα δύσβατα μονοπάτια της, μικρός χώρος το αρχαίο καθολικό της Ξενοφώντος, μικρός μα, και κατά πώς λέει ο Ελύτης, μικρός και μέγας!


Μικρός , καμμιά τριακοσαριά συναχτήκαμε χτές βράδυ, μέσα κι έξω απ' την εκκλησιά , χίλιοι καλοί χωράνε , αποφθέγγεται εκ καθέδρας ο σοφός Λαός,

μικρός και μέγας, σκεφτόμουν, καθώς λογάριαζα όλους τούτους οι οποίοι τους περασμένους αιώνες, πόσοι παριππεύοντες τους αιώνες, πρίν από εμάς τους της χτεσινής αγρυπνίας, πόσοι στην χιλιετία που συμπληρώθηκε προηγήθηκαν υμνωδούντες,

χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες , σίγουρα εκατοντάδες χιλιάδες,

σύναξη τρανή ,

σύναξη της ρωμέικης διαχρονίας,

από τους χρόνους

του νίκας φέροντος τω όντι Νικηφόρου του Φωκά και Ιωάννου του Τσιμισκή,

απ' τους καιρούς που διαφέντευε την οικουμένη ο τρανός Βασίλειος ο Β' της Ρωμηοσύνης το καύχημα ,

έτσι που καθώς αναμετρούσα στο φέγγος των κεριών καλογέρους και πιστούς, δεσποτάδες κι αυτοκράτορες, ηγουμένους κι ασκητάδες, σουλτάνους και πασάδες, βοεβόδες και ηγεμόνες, ταπεινούς ρεσπέρηδες και κεχαγιάδες, καπεταναίους κι αρμενάκια, αγίους κι αμαρτωλούς,

άκουσα τον παπά ευχόμενο απ' το ιερό

να στσυροκοπιέται

'δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών",

κι ένιωσα ,

αλλιώτικη η αίσθηση, κατανυκτική κι η μυρωδιά,

κι ένιωσα πρώτη φορά τη ζωή μου το βάρος τούτων των λέξεων

καθώς στη στενωσιά του χώρου,

μα στη μεγαλωσύνη του χρόνου,

αισθάνθηκα την παρουσία όλων τούτων

των Πατέρων ημών,

που πέτρα την πέτρα θεμέλιωσαν πρίν χίλιους χρόνους το μοναστήρι,

κυριολεκτικά παρά θίν' αλός, καταπώς ο Όμηρος διατύπωσε,

που ξύλο το ξύλο, πλάκα την πλάκα ανίδρυσαν τόπο καταφυγής κι άσκησης,

πάνω στις αμμουδιές του Ομήρου , όπως κατέγραψε ο Οδυσσέας του Αιγαίου,

στις αμμούδες του Σιγγιτικού κόλπου,

κι οι μνήμες ζωντανές του Ηρόδοτου και του Ξέρξη, κι οι περιγραφές του Θουκυδίδη και οι επιδρομές του Βρασίδα,

την παρουσία όλων αυτών

που σε χρόνους δόξας και θριάμβου,

σε εποχές ματωμένων πολέμων κι ήττας και ταπείνωσης και πικρής σκλαβιάς,

σύναξαν κώδικες και περγαμηνές, χειρόγραφα και βιβλία έντυπα,

την γλώσσα θεραπεύοντες την Ελληνίδα, κι ο Νικόδημος ο Αγιορείτης μαζί κι ο Αγάπιος ο Λάνδος ο Κρής, κι οι αφανείς που με μεράκι καλλιγράφησαν και διέσωσαν τα αρχαιοπαράδοτα φθαρμένα, που ωράισαν τις επιφάνειες την θεοφάνεια δεικνύοντες, οι μαίστορες , ο Μανουήλ ο Πανσέληνος και ο Θεοφάνης ο Κρητικός κι ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά, κι οι μελωδοί πάλιν που έψαλλαν το μέλος που παρέλαβαν και σε κορυφώσεις έφτασαν της Τέχνης,
την ωραιότητα θεραπεύοντες,

που κράτησαν πεισματικά αναμμένο το καντήλι της Παναγιάς της Οδηγήτριας, ακοίμητο , κι άς μην είχαν λάδι γιά το φαγί,

και την φλόγα άσβεστη της ποιότητας στην ρωμέικη ακατάβλητη ψυχή,


Α! τι σύναξη διαχρονίας, "Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών" , σ' ένα αρχαίο μοναστήρι Αγιονορείτικο, που κτίτορες αυτοκράτορες της Ρωμηοσύνης μνημονεύει, άχρι του νύν , μεθυσμένοι απ' την άλλη αίσθηση, ανάκατα παρόντες κι απόντες, ζώντες κι εκλιπόντες, ανθρώποι κι αγγέλοι, μεθυσμένοι μεταμεσονύκτια καθώς ο αυγερινός ζυγιαζόταν στον ουρανό και κόντευε τα ξημέρωμα, ασκητές κι αμαρτωλοί, άγιοι κι υποκριτές, ζαλισμένοι απ' την κατάνυξη, σε μέθεξη άλλης τάξης από την μεγαλωσύνη του μικρού του χώρου κι αμή απ' την ευρύτητα των χρόνων και των ουρανών που διηγούνται, τον φλοίσβο που η νοτιά φέρνει στα πόδια του Ξενοφώντος απολαμβάνοντες, να κι η σκούνα του καπετάν Βισβίκη ερχόμενη από την Πόλη που αποβιβάζει τον κυρ Μανώλη του Παππά γιά τον μεγάλο ξεσηκωμό, τον φλοίσβο που σαν ισοκράτημα συνοδεύει τον χορό στον Πολυέλαιο , ήχος πρώτος, κι ύστερα ο στίχος, προτρεπτικός "επί τον μηρόν σου περίζωσε την ρομφαία σου, Δυνατέ ",
καθηλώνει κι αναζητά το μάτι, της ψυχής τάχα ή της συγκίνησης, τον εισερχόμενο στο Καθολικό Δυνατό , βασιλιά μήπως ή αυτοκράτορα, στρατηλάτη γή πολέμαρχο, περιζωσμένο επί τον μηρόν την ρομφαία , αυτός ο Ναός ο αρχαίος, ο μικρός ο μέγας, μιά νυχτιά που ανοίξαν οι ουρανοί , μιά βραδιά , μιά ολονυκτία που σάν να φώτισε το στερέωμα, κι ο γαλαξίας αντάμα, μέχρι το πρωί, όταν με το Αναστάσιμο "Του λίθου σφραγισθέντος", Αλεξίου οιακοστρόφου καθηγουμενεύοντος, ξαναβγήκαμε στην αυλή με τις μανταρινιές και τις πορτοκαλιές, όπου τα πορτοκαλομαντάρινα αρχίζουν να παίρνουν το χρώμα της ωριμότητας, "είχα φυτέψει μιά πορτοκαλιά, αχ! Μαργαρίτα μαγιοπούλα" ξαναβγήκαμε στην αυλή με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, της εμπειρίας ναυβάτες, αρμενιστές της ιστορίας, της μουσικής και της θεολογίας, της ζουγραφίας και του κάλλους, αποβιβαζόμαστε στον αυλόγυρο του μοναστηριού, αντιδωρήσαντες, μεθυσμένοι αλλιώς απ' την ολονυκτία, σαν εκείνους τους ναυτικούς που μετά από πολυήμεροι παραμονή σε τρικυσμένη θάλασσα όταν πατήσουν στην στεριά ζαλίζονται, τους κουνά ακόμη το κύμα !


Μέθεξη άραγε
τοις των Αγίων Πατέρων ημών
ή μήπως
πανηγυρική μέθη στην παρέα τους ;

Τον καλόν οίνον πάντως τετήρηκαν
έως άρτι!

Αλλιώτικη στα σίγουρα η αίσθηση
κι η μυρωδιά, η οσμή,
οσμή πολυκαιρισμένης ευωδίας,
σαν το παλιό καλό κρασί στο ξύλινο βαρέλι .

Περάστε γιά το κέρασμα!