Η υπόθεση της αγοράς των αμερικανικών μαχητικών F-16 από την Τουρκία, εξελίσσεται σε σοβαρή διπλωματική σύγκρουση μεταξύ του Ταγίπ Ερντογάν, της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και του Κογκρέσου, το οποίο...
από την εποχή της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ έχει πετύχει να αναβαθμίσει το ρόλο του και στην εξωτερική και στην αμυντική πολιτική της χώρας, όπως και στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών.
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ
ΠΗΓΗ: HELLAS JOURNAL
Οι βουλευτές και οι γερουσιαστές, ιδιαίτερα οι πρόεδροι των σημαντικών Επιτροπών, δεν είναι πλέον οι «νεροκουβαλητές» των κομμάτων τους. Μερικοί έχουν εξελιχθεί σε «ακτιβιστές», υπό την έννοια ότι όταν διαφωνούν με το Λευκό Οίκο αν και ανήκουν στο Δημοκρατικό Κόμμα, θα το πουν δημόσια και θα προσπαθήσουν να αλλάξουν και τη θέση της αμερικανικής κυβέρνησης. Το Φθινόπωρο του 2021, η Τουρκία έκανε μία πολύ επιθετική κίνηση ζητώντας επίσημα την αγορά 40 αεροσκαφών F-16 και την αναβάθμιση άλλων 80, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι καθηλωμένα σε στρατιωτικά αεροδρόμια.
Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε αν υπήρξε συνεννόηση με την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ή έκανε το αίτημα για να δικαιολογήσει κάποια απόφαση της για την αγορά ρωσικών πολεμικών αεροπλάνων, καθώς συζητείται στην Άγκυρα η σταδιακή απεμπλοκή από το δυτικό πολεμικό υλικό. Βλέπετε, ο Ερντογάν έχει λάβει τις αποφάσεις του και μόνο οι Αμερικανοί και οι λοιποί Δυτικοί ακόμα «ονειρεύονται» την επιστροφή του στο νατοϊκό «μαντρί».
Το τουρκικό αίτημα, λοιπόν, έφτασε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ με παράλληλη ενημέρωση του Πενταγώνου, το οποίο -αν και πέρασαν τόσοι μήνες- συνεχίζει να το …μελετά. Αυτό δεν σημαίνει ότι ΔΕΝ συμφωνεί. Επειδή το κλίμα στο Κογκρέσο συνεχίζει να είναι έντονα αντιτουρκικό, η κυβέρνηση του κ. Μπάιντεν ξεκίνησε το «μασάζ» βουλευτών και γερουσιαστών, και δυστυχώς για την ίδια συνεργάζεται με φιλότουρκους νομοθέτες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ντροπής πράγματα, αλλά γίνονται και συμβαίνουν και στις καλύτερες …«οικογένειες».
Λόγω αυτού του unfair παρασκηνίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνάντησε την οργή του γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντεζ, όπως και άλλων νομοθετών. Αλλά αυτός που μετρούσε πάνω απ’ όλα ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας. Βλέπετε, ο κ. Μενέντεζ έχει το δικαίωμα να καταθέσει βέτο στις πωλήσεις αμερικανικού οπλισμού, για πολλούς λόγους. Ο ίδιος ξεκινά από το σεβασμό της Δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όταν πρόκειται για αυταρχικά καθεστώτα, όπως αυτά της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας, μπαίνουν στο «πιάτο» και άλλα θέματα: Π.χ. πόσο καλοί σύμμαχοι της Αμερικής είναι και αν εξυπηρετούν τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα.
Ο γερουσιαστής έχει δημόσια υπογραμμίσει την εναντίωση του και στην Άγκυρα και στο Ριάντ και για ένα άλλο σοβαρότατο λόγο: ότι και ο Ερντογάν και ο πρίγκηπας διάδοχος συνεργάζονται με τον μεγαλύτερο εχθρό της Αμερικής, τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Τι σημαίνει αυτό; Ότι για τον κ. Μενέντεζ ΔΕΝ δικαιούνται ούτε μία αμερικανική βίδα, πόσο μάλλον πολεμικά αεροπλάνα, πυραύλους και άλλο υλικό.
Οπότε η σύγκρουση είναι μεταξύ του Δημοκρατικού Μενέντεζ και της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Μπάιντεν. Και σε αυτό το σκηνικό, ο Λευκός Οίκος θα αντιμετωπίσει ένα γερουσιαστή, που είναι πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων, ο οποίος διαθέτει βέτο. Τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα και δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία για τη συνέχεια. Ο κ. Μενέντεζ επέλεξε να…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ