ΕΙΝΑΙ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1904 ΚΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΧΑΝΕΙ ΕΝΑΝ ΛΑΜΠΡΟ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΑΛΛΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΕΝΑΝ ΗΡΩΑ ΣΥΜΒΟΛΟ!
Το σώμα του Παύλου Μελά, αποτελούμενο από 50 Μακεδονομάχους που βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των Βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό...
Στάτιστα, για να ξεκουράσει τους άνδρες του.
Στις αντιρρήσεις γι΄αυτό το σταθμο του φίλου και υπαρχηγού του Νίκου Πύρζα, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: “Ειναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον”.
Αυτή η απόφαση του θα είναι γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι από κομιτατζή για την εκεί παρουσία τους επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά – “στη μέση μέ πηρε, παιδιά” - Κι ενώ τρέχουν να βοηθήσουν, μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα - “Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη καί νά τούς πης ότι τό καθήκον μου έκαμα”. Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων.
Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε “πονώ” πότε “σκοτωστε με” και πότε τα ονόματα των παιδιών του “Μίκη, Ζωή”. Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη “πονώ” αφήνει την τελευταία του πνοή. Είναι 13 Οκτωβρίου του 1904...