Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Τον καλλικέλαδον...


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Κακοτράχαλος τόπος!

Ριζιμιά χαράκια, βράχοι κατακόρυφοι ως τα συθέμελα της γής, βράχοι μολυβένιοι από καταβολής κόσμου, βράχοι γίγαντες που ξεκινούν...  


 

απ' τα δυό χιλιάδες τριάντα τρία μέτρα της κορυφής κι ακάθεκτοι χάνονται στα άπατα βαθυγάλανα νερά του Αιγαίου, βράχοι γρανιτένιοι που όμως θρυματίζονται εκεί όπου οι απ' αιώνος νεροσυρμές κατέρχονται ορμητικές, πολύβουες, ισχυρές από τις καταιγίδες που ξεσπούν στον Άθωνα, που αγέρωχος, υψίκορμος, επιβλητικός εφορά τα πέλαγα , την θάλασσα την μεγάλη και ευρύχωρη όπου πλοία διαπορεύονται, ένθα δράκων εμπαίζων αυτήν, ούτος ο δράκων ο βυθίζων τον υπερήφανο στόλο του Μεγάλου Βασιλέως των Περσών, ο συντρίβων αυτόν με το τίναγμα του ουριαίου πτερυγίου του στις απόκρημνες ακτές του Άθωνα, βράχοι που καθώς θρυματίζονται , ταπεινούμενοι από τις αέναες ροές των υδάτων άμα τε και των αιώνων, αφήνουν τόπο διέλευσης, στενωπούς, γιά πεζοπόρους αναβάτες ασκητές και γιά τους επίμονους προσεκτικούς ημιόνους στα επικίνδυνα μονοπάτια που οδηγούν από το λιμανάκι της Σκήτης της Αγίας Άννης στα ενδότερα της αγιονορείτικης ερήμου , αφού εάν το Όρος , Άγιον κέκληται , η έρημος αυτού ως Άγια των Αγίων νοείται, κι εμείς, άλλοι πεζοπορούντες κι άλλοι επί ημιόνων, την αρχαία δύσβατη ατραπό ακολουθούντες ανηφορίζαμε γιά τα ασκηταριά όπου τοις ολίγοις και εκλετοίς δέδοται, όταν , το μουλάρι στη ράχη του οποίου αμέριμνος καθόμουν ανέπτυξε ταχύτητα .

Είχα καθίσει , άπειρος κι άμαθος, είχα καθίσει πάνω στα σαμάρι εσφαλμένα, έχοντας τα πόδια μου προς την έξω πλευρά, πρός την πλευρά του γκρεμνού κι όχι προς την πλευρά του βουνού, κι έτσι όταν το σκούρο καφετί μουλάρι άρχισε να τριποδίζει βιαστικά στον κατήφορο που υπήρξε μπροστά μας, όταν το ευλογημένο ζώο αντιλήφθηκε την αμηχανία και την απόλυτη έλλειψη εμπειρίας του αναβάτη του άρχισε να αυξάνη ταχύτητα και σε λίγο να τρέχη στα επικίνδυνα μονοπάτια δεν είχα καμμιά άλλη απολύτως επιλογή παρά να προσπαθήσω να γσντζωθώ πάνω του, να προσπαθήσω όσο κι άν αυτό ήταν δύσκολο, πάρα πολύ δύσκολο να επιχειρήσω να κρατηθώ πάνω στο σαμάρι του γιά να μην με ξεφορτωθεί από τον επικινδυνοδέστατο καλπασμό του σε τούτο τον βραχότοπο όπου μόνον πουρνάρια , μόνον αγκάθια και ταπεινά αγριόχορτα βρίσκουν λίγο χώμα γιά να γαντζωθούν στα γκρέμνα, αφού η άλλη δυνατότητα , η επιλογή δηλαδή ενός γρήγορου πηδήματος από το μουλάρι γιά να προσγειωθώ στους βράχους στις αγκαθιές και να γλυτώσω δεν υπήρχε , καθώς εάν πηδούσα πρός την πλευρά του γκρεμνού θα κομματιαζόμουν από το ύψος των τριακοσίων και πλέον μέτρων στο κενό που έχασκε μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας και έσκυβα, και γραπώθηκα από τις εξοχές του σαμαριού , κι έσκυβα σε μιά προσπάθεια να γίνω ένα με το σώμα του αφηνιασμένου ζώου, γσντζωνόμουν ενστικτωδώς πάνω του κι η μούλα έτρεχε, κι έστριβε απότομα και ξανάστριβε μονοκόματα κι έτρεχε μανιωδώς στην κατωφέρεια και της φώναζαν οι αγωγιάτες κι έτρεχαν ξωπίσω μου απεγνωσμένα να την πιάσουν, ποιά να πιάσουν, και της φώναζαν οι καλόγεροι να σταματήσει και σταυροκοπιόντουσαν "Παναγία μου, το πιαδί", υψώνοντας ικεσία

κι εκείνη αφήνιαζε πιότερο, κι άφριζε περισσότερο, κι ακάθεκτη πηδούσε τριποδίζοντας με βιαιότητα τους βράχους, βράχους και πρίνους που τους ήξερε από τα πολύχρονα καθημερινά δρομολόγιά του από τον αρσανά στ' ασκηταριά, και κινδύνεψα θανάσιμα και μιά και δυό και τρείς να αποχωριστώ το σαμάρι , να εκτιναχθώ από την πλάτη του αγριεμένου ζώου και να κατρακυλήσω στο χάος του γκρεμνού απ' όπου θα με μάζευαν στα σίγουρα κομμάτια!

Ίσιαξε ευτυχώς το μονοπάτι!

Τα δευτερόλεπτα αιώνες!

Κι άρχισε να μειώνει την δαιμονική του ταχύτητα, φτάναμε στη σκήτη, φτάναμε στην καλύβη, φτάναμε στον στάβλο του, δρομέως μεν αλλά με συνεχώς μειούμενη την ταχύτητα, φτάσαμε, μπήκε στον αυλόγυρο , σταμάτησε , είχα γλυτώσει απ' του χάρου τα δόντια , πήδηξα στο χώμα, μούσκεμα στον ιδρώτα, κάτωχρος, αλαφιασμένος, με κομμένη την λαλιά και τα χέρια μελανιασμένα απ' το σφίξιμο !

Όταν συνήλθα αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός γίγαντα, ενός αγαθού γίγαντα που με κοίταζε μ' ένα γαλήνιο πρόσωπο, μ' ένα φωτεινό χαμόγελο και μου απηύθυνε τον λόγο :

Καλωσήρθες! Η Παναγία σε σκέπασε να μην πάθεις κακό ! Έλα να πιείς ένα ποτήρι νερό, μιά ρακή να συνέλθεις!

Έφτασαν σιγά - σιγά και τα άλλα ζώα, έφτασε κι ο πατέρας μου , που ανήμπορος να βοηθήσει , είχε παρακολουθήσει πανιασμένος την ξέφρενη διαδρομή μου καβάλα στο μουλάρι και του είχε κοπεί η χολή απ' τον κίνδυνο που διέτρεξα!

Κι άρχισαν το ξεφόρτωμα των ξυλογλύπτων επίπλων και την συναρμολόγησή τους ως εικονοστασίων γιά τον ναίσκο της καλύβης των Δανιηλαίων!
 


Πάνε πενήντα περίπου χρόνοι από τότες και σήμερα με πρόλαβε πρωί πρωί η είδηση της εκδημίας αυτού του γίγαντα, του αγαθού γίγαντα της αγιονορείτικης ερήμου, αμή και γίγαντα της πατρώας εκκλησιαστικής μουσικής, και άρχοντα του αναλογίου, της καλλικελάδου αηδόνος των Κατουνακίων, της φιλερήμου αηδόνος του Άθωνος, που ωράιζε με λιγυρές μολπές τις αγρυπνίες και τις πανηγύρεις του Όρους , συν τοις λοιποίς της περίφημης συνοδείας των Δανιηλαίων , πενήντα χρόνια πάνε περίπου από τότε που με πήρε απ' το χέρι να μου ξιστορήσει το συναξάρι του Γέροντά του του Δανιήλ, που πρίν από λίγους χρόνους αγιοκατατάχτηκε Πατριαρχική προτάσει και Συνοδική αποφάσει, κι ύστερα να μου εξυφάνει τα της φιλίας του Γέροντα με τον κυρ Αλέξανδρο της Σκιάθου, τον δεύτερο, τον Μωραιτίδη λέω, αυτόν που μας κληροδότησε την ομορφιά των διηγημάτων του τόμου "Με του βορηά τα κύματα " και ως μοναχός Ανδρόνικος εκοιμήθη, να με φιλέψει ύστερα μιά μικρή ευώδη ντομάτα από τις λίγες του μικρού κηπαρίου, να ξεδιπλώσει στα μάτια μου το Βόρειο Αιγαίο που ασήμιζε στο μεσημεριανό φώς κι απλωνόταν όσο πάει το μάτι κι αντικρύς μέσα στα μαλάματα τα θαλασσινά αναδύονταν, στα μαβιά βαμμένες, δεξιά οι Βόρειες Σποράδες η Γιούρα κι η Ψαθούρα, το Πιπέρι, η Περιστέρα κι η Κυρά Παναγιά και πιό πίσω μακρύτερα η Αλόνησος κι η Σκόπελος κι η Σκιάθος κι αριστερά η ανεμόεσσα Λήμνος κι ο ταπεινός Άη Στράτης .

Ο Γέρο Δανιήλ, η φιλόξενη αγκαλιά των παιδικών μου χρόνων, η φιλέρημος αηδών της Αθωνικής ερήμου, τη ταπεινώσει τα υψηλά διώκων, έψαλλε εβδομήντα και πλέον συναπτούς χρόνους με το απαράμιλλο ήθος του και τ' αγιορείτικο αρχαίο ύφος της υμνωδίας , έψαλλε το " Άξιον εστί ως αληθώς " κι η Παναγία έσκυβε κι έτεινεν ούς απ' ουρανού να ευφρανθεί ακούγοντάς τον, και τη πτωχεία τα πλούσια βιώσας , τούτος ο ανοιχτόκαρδος άρχοντας της φιλοξενίας, τον Προφήτη Δαβίδ μιμούμενος , βίωνε την σαφήνεια του ψαλμικού στίχου ως αυτοδέσμευσης

" Ψαλλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω ",

και τα νύν , εκλήθη να συνεχίσει άδων γλυκόλαλα εν ουρανίαις μοναίς, συν Αρχαγγέλοις κι Αγγέλοις !

Εν Χώρα Ζώντων , Παππούλη μου καλλικέλαδε αμή και πολυφίλητε,

ευχαίς της Χώρας του Αχωρήτου!