Αναδημοσίευση από το Σύλλογο Λιτοχωριτών Θεσσαλονίκης.
«Πικράν ελάβομεν πείραν και υπέστημεν τα βάρη τής από της γεννετείρας γης απομακρύνσεως μετά την ατυχή εν Ολύμπω τελευταίαν επανάστασιν˙ η 3η Μαρτίου του 1878 υπήρξε διά το Λυτόχωρον όσον μεγάλη και ιστορική, τοσούτον αποφράς και κακοδαίμων ημέρα˙ αντί ελυθερίας και αναστάσεως, ήν προεκήρυξαν οι εξελθόντες τότε ελευθερωταί, δεν εβράδυνε να ενθρονισθή και αύθις ζυγός βαρύς εκεί, ένθα αείποτε ο βίος παρέμεινεν ελεύθερος, και...
να επικαθήση κατάπτωσις και δυστυχία εκεί, ένθα η φιλοπονία και το φιλοπρόοδον των κατοίκων απετέλουν εν τη σμικρότητι του πλούτου και τη εξασκήσει της εγχωρίου βιομηχανίας τοιαύτην την κοινωνίαν, ώστε και οι ευτυχήσαντες τότε να επισκεφθώσι την μικράν αλλ’ ανθηροτάτην ταύτην κωμόπολιν, απεκάλεσαν αυτήν φυσικόν προμαχώνα και του Ολύμπου Νεάπολιν.
Βράζων από θυμού από στιγμής εις στιγμήν ανέμενε την κατάλληλον ημέραν εν Κατερίνη ο Ασσάφ Πασσάς, ίνα επιτεθή κατά του δυστυχούς Λυτοχώρου και μεταφέρη εκεί την πανωλεθρίαν και ενσπείρη τον φόβον, εν ώ οι της ελευθερίας πρόμαχοι και των καλών προστάται διεπληκτίζοντο περί την Τόχοβαν και περί όνου σκιάς εμάχοντο, αποχαιρετήσαντες το Λυτόχωρον και εγκαταλείψαντες αυτό εις την τύχην του˙ καλοί τινες μόνον νέοι και οι εναπομείναντες εγχώριοι οπλίται συνεσπειρώθησαν περί τα κατασκευασθέντα προχώματα και μετά καρτερίας ανέμενον τον επικείμενον κίνδυνον˙ αλλ’ ο Ασσάφ Πασσάς μαθών παρά των κατασκόπων αυτού τα γενόμενα και ηγούμενος εξακισχιλίων δεδοκιμασμένων μαχητών πεζών και ενός λόχου ιππικού φοβερών Κιρκασίων, οίτινες είχον καταστή μάστιξ και αληθής ερήμωσις εις τον τόπον από δεκαετίας περίπου, ήλαυνεν από Κατερίνης ως εις μάχην και φθάσας προ του σκιερού δένδρου του Πετσάβα, εις ημισείας περίπου ώρας από Λυτοχώρου απόστασιν, έστη και διήρεσεν όλον τον στρατόν του εις τρεις μεγάλας πτέρυγας, χωρούσας καθ’ όλην την πεδιάδα του Ξηροκάμπου φαλαγγηδόν˙ αυτός δε μετά των Κιρκασίων και του αποτελούντος το κέντρον στρατού εβάδισεν ευθύ προς το Λυτόχωρον, πέμψας προς τους εν τοις προμαχώσιν οπλίτας ιππέα σημαιοφόρον φέροντα εν τη λευκή σημαία προτάσεις υποχωρήσεως, εις ήν απήντησαν διά βολής ισχυράς πυροβόλου καταρρίψαντος νεκρόν τον κομιστήν της αισχράς εκείνης προτάσεως. Αι δύο πτέρυγες είχον ήδη καταλάβει τους υπερκειμένους λόφους και καταφθάσει εις το ωρισμένον αυταίς τέρμα. Η Στενούρα και η Τούμπα της γεφύρας Μίλιου κατελήφθησαν υπό της αγρίας του Ασσάφ στρατιάς˙ ολόκληρος κανονοστοιχία ετοποθετήθη προ του μεγαλοπρεπούς πανοράματος της κωμοπόλεως και απέναντι της βορειοανατολικής πλευράς κατά την θέσιν «Κατούνια», ως κατά την νοτίαν άκραν κατά την συνοικίαν Δεσπότη.
Τοιαύτην προετοιμάσας την έφοδον διέταξε την πρόοδον ο των Τούρκων αρχηγός˙ αλλά δεν επτοήθησαν εναντίον τοσούτου όγκου να εξέλθωσιν οι ευάριθμοι, αλλ’ απέλπιδες πλέον αγωνισταί˙ εκένωσαν πάντες τα όπλα των και ηνάγκασαν τον Ασσάφ να σταματήση προ του οχυρού λόφου της Αγ. Μαρίνης, της Ασπρόης, και της εκτενούς σειράς των προμαχώνων εν τη απέναντι αυτής τοποθεσία «αι Σκάλαι». Πολλούς είδε προ των ομμάτων του πεσόντας, ούς εθέρισε το καρυοφύλλι και η καραβίνα των ολίγων σταυραετών. Εφαντάσθη προς στιγμήν, ότι είχε τους εν τη Πλεύνη, ως ελέγετο, και γενικήν διέταξε την έφοδον˙ η θέσις ήτο τω όντι οχυρά και στρατηγικωτάτη, απροσπέλαστος δε τοις εχθροίς, εάν η άμυνα εξησφαλίζετο ουχί εις τας χείρας και τα στήθη των υπερτριάκοντα μαχητών, αλλά εις την πατριωτικήν φροντίδα και εργασίαν εκείνων, οίτινες συμβούλια επί συμβουλίοις μακράν του Λυτοχώρου ποιούντες, περιέμειναν ουχί το σύνθημα της κατά Τοχόβης επιθέσεως, αλλά την μεγάλην λαμπάδα της εκατόμβης του Λυτοχώρου, ήτις ουρανομήκης εν μέσαις νύκταις αυτούς μεν εφώτιζε ατίμως φεύγοντας, εις δε τα εν τω Βύθω και ανά τον Όλυμπον διεσπαρμένα γυναικόπαιδα προεδήλου την επελθούσαν καταστροφήν και την μέλλουσαν διασποράν και τον καταναγκαστικόν των κατοίκων εκπατρισμόν.
Το Λυτόχωρον εκαίετο ήδη, οι ναοί εβεβηλούντο και διηρπάζοντο, αι οικίαι κατεκρημνίζοντο και απετεφρούντο, το παν απερημούτο! Οι ελευθερωταί ώχοντο ήδη, αντί άλλων εαυτούς ελευθερώσαντες από των της μάχης και του πολέμου δεινών, και την προς τας Αθήνας τραπέντες διά του χειμερινού εκείνου περιπάτου, του ευλογημένου και ενθουσιαστικού, του εξασφαλίσαντος αυτοίς την άνεσιν και το περίβλεπτον και πολυπόθητον μέλλον˙ αλλ’ οι δυστυχείς Λυτοχωρίται μόνοι μείναντες, και αυτοί έτι οι αποτελέσαντες το μαχιμώτερον του ανταρτικού στρατού μέρος, ουδαμόθεν δ’ ελπίζοντες σωτηρίαν και μη δυνάμενοι ν’ αντιστώσιν ούτε προς την δριμύτητα του χειμώνος ούτε προς τας λοιπάς πολλαπλάς υστερήσεις και κακουχίας, άνευ τινος ελπίδος ηναγκάσθησαν να κατέλθωσιν υπό όρους εις τας εστίας˙ πλην φευ! Εις κοπετούς και εις θρήνους εξερράγησαν, ιδόντες την παρασπόνδησιν των υπό τον Ασσάφ Πασσά και την επισυμβάσαν πανωλεθρίαν˙ η Devastation της εν Θεσσαλονίκη ορμούσης Αγγλικής μοίρας, Γαλλικόν τι θωρηκτόν, εις ά προσετέθη κατ’ ανάγκην και η οθωμανική φρεγάτα Adrienè μετεβίβασαν τας φευγούσας οικογενείας εις Θεσσαλονίκην, ένθα εγκατεστάθησαν μέχρι της εξομαλύνσεως των Ανατολικών πραγμάτων, μεθ’ ήν και πάλιν ήρξαντο επανακάμπτοντες και ανοικοδομούντες τας πυρποληθείσας οικίας των και τροποποιούντες διά της φιλοπονίας και εργασίας τα αναγκαιούντα αυτοίς προς συντήρησιν και αυτοζωΐαν.
Αλλά ξένοι και εν ξένη ζώντες, ως εκ της δυστυχίας δε οι πολλοί μη δυνάμενοι ν’ αναπτύξωσι τας σχέσεις των και να ανακουφισθώσιν, εις μόνην την θέαν του χιονοσκεπούς Ολύμπου επανεπαύοντο, ευρίσκοντες ποιάν τινα παρηγορίαν. Ο Όλυμπος, υπερηφάνως αντιμετωπίζων τον Άθω και την Χαλκιδικήν, συγκοινωνεί διά τετραώρου περίπου πλου μετά της Θεσσαλονίκης, όταν εξ ουρίου τα του Θερμαϊκού Κόλπου διαπερώντα πλοία πλέωσιν. Το πλείστον των κατοίκων περί την ναυτιλίαν ασχολούμενον, πολλάκις ηναγκάζετο να παραλαμβάνη πολλάς των οικογενειών και μεταφέρη εις Λυτόχωρον προς επίσκεψιν του φιλτάτου της πατρίδος εδάφους, εν ή εγεννήθησαν και έζησαν˙ αλλά βραχεία ήτο η εν τοις ερειπίοις διαμονή αυτών και επανήρχοντο διά της αυτής οδού εις Θεσσαλονίκην, ένθα οι μεν άνδρες κατεγίνοντο εις τα ίδια αυτών έργα, αι δε γυναίκες ασχολούμεναι εκ των ενόντων εις κατασκευήν των απολύτως αναγκαίων επίπλων και ενδυμάτων, συνήρχοντο κατά την παραλίαν, ήν έτι μάλλον επίκραινον διά των δακρύων, προερχομένων εκ της μεγάλης αυτών νοσταλγίας, ένεκα της οποίας πολλοί προώρως επεσκέφθησαν τα νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης, ως τελευταίαν κατοικίαν των, και προσεπάθουν να αλληλοπαραμυθώνται ψάλλουσαι ομού και εν τάξει τα εγχώρια άσματα, εν οίς εμφαίνεται η εις τα πάτρια εμμονή, η των ηθών αγνότης και η προς την γεννέτειραν χώραν αφοσίωσις, ως δείκνυται και εκ των επομένων˙
(Της ξενιτιάς)
Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι
τρεις και πέντε.
Βουλιούμαι να ξενιτευθώ, στα ξένα να πααίνω.
Όσα βουνά κι αν πέρασα, όλα τα παραγγέλω:
Βουνά μ’ να μη χιονίσητε, κάμποι μην παχνισθήτε.
Ωσού να πάνω και ναρθώ και πίσω να γυρίσω,
βρίσκω τα χιόνια στα βουνά, τα κρούσταλλα
στους κάμπους
Μ’ εγέλασεν η ξενιχτιά, με γέλασαν τα ξένα,
και πιάσα ξέναις αδερφαίς, ξέναις και παραμάναις.
Ξένοι μου πλέν’ τα ρούχα μου, ξένοι και τα
σκουτχιά μου.
Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν
τρεις και πέντε.
Κι΄από της πέντε κ’ εμπροστά τα ρίχνουν στο σοκάκι.
Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε και τα
σκουτχιά σου,
σύρε πίσω στον τόπο σου και πίσω στη δουλειά σου.
Έχεις μάνα π’ σε καρτερεί, ‘δερφαίς που παντυχαίνουν.
Ανάθεμά σε ξενιτχιά, με το ζακόνι πώχεις,
πλειότερα είνε τα ντέρτχια σου, πέρι τα διάφορά σου.
Τα παλλικάρια τα καλά, παράκαιρα γυρίζουν,
τα τρώγ’ η λέρα το κορμί και τα φλωριά τη μέση.
Γιατ΄ αγαπούν ταις έμορφαις κι’ αυταίς
ταις μαυρομάταις.
(Της αγάπης)
Η αγάπη θέλει φρόνησι, θέλει ταπεινωσύνη.
Όταν διαβαίνης με πολλοί, κάμε πως δεν με βλέπεις,
κι όταν διαβαίνης μοναχός, στάσου κουβέντιασέ με.
Πώς είσ’ αγάπη μ’, πώς περνάς; Στέκα και φίλησέ με.
Βαλαντωμένη μου καρδιά και πικραμένο χείλι
βολαίς με κάμεις και γελώ, βολαίς με κάμεις και κλαίγω
βολαίς με κάμεις και τραγουδώ, βολαίς με βαλαντώνεις.
Κι όποιος ακούε’ πως τραγουδώ, θαρρεί πίκρα δεν έχω.
Μα ‘γω έχω πίκρα στην καρδιά, φαρμάκι έχω στα χείλη.
Σε ποιον να ‘πω τον πόνο μου, το ντέρτι της καρδιάς μου;
Για να το ‘πω τη μάνα, εγώ μάνα δεν έχω.
Για να το ‘πω τον κύρη μου, εγώ κύρην δεν έχω.
Για να το ‘πω τα’ αδέρφχιά μου, εγώ ‘δέρφχια δεν έχω.
Να ‘πω το Γέρο Έλυμπο, χορτάρ’ δεν θα φυτρώση.
Και το χορτάρι που θα ‘βγη, θα εύγη μαραμένο.
Όσαις μανάδες θα το φαν, ποτέ παιδιά δεν κάμουν.
Να τό τρωγε κι η μάνα μου, μην είχε κάμ’ κ’ εμένα.
Κι αν μέ ‘καμε, τί μ’ ήθελε, κι αν μ’ έχη τί με θέλει;
Μάνα μου, όταν με γέννησες, ένα καλό δεν είδα.
Πικρά με καταράσθηκες, πικρά φαρμακωμένα.
Ολήμερα στα βάσανα, ολήμερα στα ντέρτχια.
Και την αγάπη π’ αγαπώ, κι’ αυτή με παρατάει.
Δεν έχω στάνη να σταθώ, μέρος για ν’ ακουμπήσω.
Ήδη μετά τον καθορισμόν του ελληνοτουρκικού ζητήματος, οι κάτοικοι ήρξαντο και αύθις να εγκαθίστανται εις την πάτριον χώραν, ανοικοδομούντες τας εστίας των και επαναφέροντες την προτέραν λαμπρότητα εις την κατερειπωθείσαν και από ανθηράς εις νεκρόπολιν μεταβληθείσαν κωμόπολιν Λυτοχώρου.
Α. Λασπόπουλος
**
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το ανωτέρω κείμενο είναι αρχικά δημοσιευμένο στο εβδομαδιαίο περιοδικό “ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ”, Αριθμός 4/19-12-1882, έτος Β’, τόμος τέταρτος, «Εκδιδόμενον υπό Αλεξάνδρου Ι. Ολυμπίου. Εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, εν Αθήναις». Κάθε τεύχος του περιοδικού είχε 16 σελίδες, διαστάσεων 29 X 21 εκατοστά και το παρόν κείμενο είναι δημοσιευμένο στις σελίδες 59 – 61.
Συγγραφέας είναι μια αξιόλογη φυσιογνωμία, μια μεγάλη προσωπικότητα του Λιτοχώρου, ο λόγιος και Λυκειάρχης Αθανάσιος Λασπόπουλος (1858 – 1945). Μεγάλο το εθνικό και πνευματικό ανάστημά του, με ξεχωριστή συμμετοχή στους αγώνες για τη Μακεδονία. Στο παρόν μικρό πόνημα δεν μπορεί να γίνει αναφορά στη ζωή και τη δράση του και στο πλούσιο συγγραφικό και λογοτεχνικό έργο του.
Ο Αθανάσιος Λασπόπουλος ήταν εκ των πρωταγωνιστών της επανάστασης του Ολύμπου και της Μακεδονίας το 1878. Έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση, εκ του σύνεγγυς παρακολούθησε τα γεγονότα και συνεπώς το άρθρο του έχει ιστορική αξία λόγω της αυθεντικότητας και της βιωματικής μαρτυρίας. Καταγράφοντας ο Λασπόπουλος το 1882 τη συνεισφορά του Λιτοχώρου στην επανάσταση του 1878, ποτίζει με την πένα του το δένδρο της ελευθερίας για να ανθίσει στη χώρα των Μακεδόνων.
Αξιοπρόσεκτη είναι η μικρή ανθολογία δημοτικών τραγουδιών του Λιτοχώρου.
(Επιμέλεια Σωτήρη Μασταγγά – αναδημοσίευση από το Σύλλογο Λιτοχωριτών Θεσσαλονίκης)
Νέα αναδημοσίευση του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου