Η παρουσία της Βούλας Χαριλάου στην ταινία είναι συγκλονιστική, καθώς υπάρχουν σκηνές που σου κόβουν το αίμα ακόμη και σήμερα
Ήταν 1961, όταν...
ο Ερρίκος Ανδρέου αποφάσισε να κάνει μια καινοτομία στα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα. Και να μπει σε μονοπάτια άγνωστα για την ιστορία της ελληνικής μεγάλης οθόνης. Ο 23χρονος τότε νεαρός σκηνοθέτης τόλμησε να γυρίσει ένα χιτσκοκικό θρίλερ, την ταινία «Ο Εφιάλτης».
Ο Ερρίκος Ανδρέου που είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στην Νότια Αφρική και στη Ρώμη, παίρνοντας μαθήματα στο Centro Sperimentale di Cinematografia και βλέποντας πέρα από το Hitchcock («Vertigo», «Psycho» και άλλα ιταλικά θρίλερ της εποχής, του Mario Bava ή του Riccardo Freda, προτείνει στους έλληνες παραγωγούς μία ταινία εντελώς έξω από τα καθιερωμένα.
Και έτσι δημιουργείται μια άρτια δομημένη ταινία θρίλερ από όλες τις πλευρές, σκηνοθετικά, φωτογραφικά και μοντάζ με την υπογραφή του Αριστείδη Καρύδη – Fucks, την υπέροχη υποβλητική μουσική του Μίμη Πλέσσα και τις ξεχωριστές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Κεντρικός χαρακτήρας στην ταινία είναι η φοβερή και τρομερή Άννα Μαργκό, την οποία υποδύεται η εξαιρετική Βούλα Χαριλάου, στο σημαντικότερο ρόλο μιας καριέρας της.
Δίπλα της ο ζεν πρεμιέ της εποχής, Μιχάλης Νικολινάκος, που υποδύεται τον δικηγόρο Τώνη Καρζή. Σε δεύτερους ρόλους ο Σταύρος Ξενίδης, ο Ζαννίνο, η Κατερίνα Γώγου και η εντυπωσιακή Ντέπη Μαρτίνη, Β’ Σταρ Ελλάς του 1955, που ενσαρκώνει το alter ego της Άννας Μαργκό, την Εύη Λινάρδου.
Ο Ερρίκος Ανδρέου που είχε μεγαλώσει και σπουδάσει στην Νότια Αφρική και στη Ρώμη, παίρνοντας μαθήματα στο Centro Sperimentale di Cinematografia και βλέποντας πέρα από το Hitchcock («Vertigo», «Psycho» και άλλα ιταλικά θρίλερ της εποχής, του Mario Bava ή του Riccardo Freda, προτείνει στους έλληνες παραγωγούς μία ταινία εντελώς έξω από τα καθιερωμένα.
Και έτσι δημιουργείται μια άρτια δομημένη ταινία θρίλερ από όλες τις πλευρές, σκηνοθετικά, φωτογραφικά και μοντάζ με την υπογραφή του Αριστείδη Καρύδη – Fucks, την υπέροχη υποβλητική μουσική του Μίμη Πλέσσα και τις ξεχωριστές ερμηνείες των ηθοποιών του.
Κεντρικός χαρακτήρας στην ταινία είναι η φοβερή και τρομερή Άννα Μαργκό, την οποία υποδύεται η εξαιρετική Βούλα Χαριλάου, στο σημαντικότερο ρόλο μιας καριέρας της.
Δίπλα της ο ζεν πρεμιέ της εποχής, Μιχάλης Νικολινάκος, που υποδύεται τον δικηγόρο Τώνη Καρζή. Σε δεύτερους ρόλους ο Σταύρος Ξενίδης, ο Ζαννίνο, η Κατερίνα Γώγου και η εντυπωσιακή Ντέπη Μαρτίνη, Β’ Σταρ Ελλάς του 1955, που ενσαρκώνει το alter ego της Άννας Μαργκό, την Εύη Λινάρδου.
Η πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας και τα γυρίσματα στην Πλάκα
Η πιο τρομακτική σκηνή δεν είναι μία από τις φονικές με το ψαλίδι, αλλά όταν ακούγεται η φωνή της διχασμένης Μαργκό στο τηλέφωνο να λέει «Με λένε Εύη Λινάρδου» και να γελάει, ενώ πέφτουν αστραπές. Παράλληλα το βλέμμα της σε στιγμές της ταινίας είναι αληθινά αποτρόπαιο, ενώ ο εγκλωβισμός της σε μιαν άλλη ταυτότητα έχει κινηματογραφηθεί με ακραίο συμβολισμό και αποφασιστικότητα. Ο καθρέφτης από την άλλη, ως μέσο επικοινωνίας με το «άλλο εγώ» της, είναι εύρημα καθηλωτικό. Ιδίως, όταν μέσα σε αυτόν απεικονίζονται άλλα πρόσωπα.
Η δύσκολη διαδρομή της ταινίας στην εγχώρια αγορά και το βραβείο στην Ινδία
Ο «Εφιάλτης» πέρασε στα ψιλά στη 2η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, στη Θεσσαλονίκη, το 1961, παίρνοντας μόνο το βραβείο «Β Γυναικείου Ρόλου», για τη «μητέρα» Αθηνά Μιχαηλίδου. Το ίδιο συνέβη και στα ταμεία, καθώς ήταν 25η σε εισπράξεις, στις αίθουσες πρώτης προβολής Αθηνών, Πειραιώς και Προαστίων, με μόλις 26.526 εισιτήρια. Στο εξωτερικό όμως προκάλεσε μεγαλύτερο ντόρο, λαμβάνοντας το «Ειδικό βραβείο τιμητικής διακρίσεως», στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Νέου Δελχί, ένα μήνα αργότερα.
Ο Μάριος Πλωρίτης είχε γράψει στην εφημερίδα «Ελευθερία», τον Μαϊο του 1962: «Δε μπορεί παρά να μας χαροποιεί η επιτυχία ενός νεαρώτατου Έλληνα σκηνοθέτη που, στην πρώτη κιόλας ταινία του, κατάφερε να δημιουργήση αυτή την τόσο ολισθηρή για πολλούς “ατμόσφαιρα” – το Α και το Ω δηλαδή του αστυνομικού φιλμ».
Ο Μάριος Πλωρίτης είχε γράψει στην εφημερίδα «Ελευθερία», τον Μαϊο του 1962: «Δε μπορεί παρά να μας χαροποιεί η επιτυχία ενός νεαρώτατου Έλληνα σκηνοθέτη που, στην πρώτη κιόλας ταινία του, κατάφερε να δημιουργήση αυτή την τόσο ολισθηρή για πολλούς “ατμόσφαιρα” – το Α και το Ω δηλαδή του αστυνομικού φιλμ».
Το στόρι
Η Μαργκό είναι μια πλούσια κληρονόμος, η οποία έχει ψυχρανθεί με την οικογένεια της για τα κληρονομικά και όταν δέχεται ένα παράξενο τηλεφώνημα, καλεί αμέσως τον δικηγόρο της για να του πει ότι απειλείται από την παλιά της φίλη Εύη Λινάρδου.
Όσο ο δικηγόρος ψάχνει την υπόθεση και συγκεντρώνει στοιχεία ο αδελφός της Άννας και πρώην σύζυγος της Εύης, δολοφονείται και τότε δίπλα στο μυστήριο μπαίνει για τα καλά το στοιχείο του τρόμου. Ακολουθεί μια σειρά από φόνους, όπου εμφανίζεται μόνο η σκιά του δολοφόνου και χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο ένα ψαλίδι.
Το φινάλε της ταινίας που είναι αρκετά εντυπωσιακό βλέπουμε ότι η Άννα Μαργκό είναι μια ψυχασθενής, διχασμένη προσωπικότητα, που οικειοποιήθηκε την ταυτότητα της αντίζηλου της, Εύης Λινάρδου, και σκότωνε για να τιμωρήσει όλους τους ανθρώπους που την έκαναν από μικρή να υποφέρει.
Η ταινία μπορεί να άργησε να βρει τους θαυμαστές της, αλλά όταν συνέβη απέκτησε το κοινό που την αποθέωσε.
Όσο ο δικηγόρος ψάχνει την υπόθεση και συγκεντρώνει στοιχεία ο αδελφός της Άννας και πρώην σύζυγος της Εύης, δολοφονείται και τότε δίπλα στο μυστήριο μπαίνει για τα καλά το στοιχείο του τρόμου. Ακολουθεί μια σειρά από φόνους, όπου εμφανίζεται μόνο η σκιά του δολοφόνου και χρησιμοποιεί ως φονικό όπλο ένα ψαλίδι.
Το φινάλε της ταινίας που είναι αρκετά εντυπωσιακό βλέπουμε ότι η Άννα Μαργκό είναι μια ψυχασθενής, διχασμένη προσωπικότητα, που οικειοποιήθηκε την ταυτότητα της αντίζηλου της, Εύης Λινάρδου, και σκότωνε για να τιμωρήσει όλους τους ανθρώπους που την έκαναν από μικρή να υποφέρει.
Η ταινία μπορεί να άργησε να βρει τους θαυμαστές της, αλλά όταν συνέβη απέκτησε το κοινό που την αποθέωσε.