Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

12 Δεκεμβρίου 1990: Η αιματοβαμμένη εξέγερση του Αλύκου στην Βόρειο Ήπειρο


Αποφράδα ημέρα η σημερινή για τον ελληνισμό της Αλβανίας, καθώς συμπληρώνονται είκοσι έξι χρόνια από την εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων ομογενών του χωριού Αλύκο, ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα, από τις δυνάμεις ασφαλείας του καταρρέοντος κομμουνιστικού καθεστώτος. 

Η... 


 

αντίδραση του ελληνικού στοιχείου υπήρξε άμεση: εκατοντάδες μειονοτικοί της περιοχής συγκρότησαν αυθόρμητα μαχητική διαδήλωση, μεταφέροντας στα γύρω χωριά τα φέρετρα με τα σκοτωμένα παιδιά, ξεσηκώνοντας τους συντοπίτες τους εναντίον του καθεστώτος. Η γενίκευση της σύγκρουσης, που θα εξελισσόταν σε μακελειό, αποφεύχθηκε την ύστατη στιγμή. 

Ήταν ξημερώματα της 12ης Δεκεμβρίου του 1990, όταν τέσσερις νέοι από το χωριό Αλύκος, που απέχει λίγα χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι Θύμιος Μάσιος, Βαγγέλης Μήτρος, Θανάσης Κώτσης και Αηδόνης Ράφτης, αποφάσισαν να διαφύγουν κρυφά στην Ελλάδα, διασχίζοντας την αυστηρά φρουρούμενη και θωρακισμένη με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ακόμα, μεθόριο. Τους αντιλαμβάνονται όμως οι φρουροί και τους πυροβολούν. Πέφτουν και οι τέσσερις νεκροί.

 Η θλιβερή είδηση φτάνει στο χωριό, προκαλώντας θρήνο και αγανάκτηση. Οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία και περίπου διακόσιοι εξ αυτών ξεκινούν για τα σύνορα που απέχουν έξι ώρες πεζή. 

Στη διαδρομή, αγανακτισμένοι, καταστρέφουν ή “απαλλοτριώνουν” κρατικά αυτοκίνητα ακόμα και τρακτέρ, ωστόσο ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις τους μπλοκάρουν σε μια γέφυρα ώστε να μην φτάσουν στον τόπο της δολοφονίας και τα σύνορα.

Το πρωί της επομένης, όταν τα πτώματα μεταφέρθηκαν στο χωριό, συνέβη κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, που ακόμα όλα “τα ‘σκιαζε η φοβέρα”: τρεις χιλιάδες άνθρωποι του Αλύκου και των γύρω χωριών, κρατώντας τα φέρετρα των παιδιών και φωνάζοντας συνθήματα, όπως “κάτω η δικτατορία”, “Ραμίζ Αλία δολοφόνε” κ.ά, συγκρότησαν πορεία προς την πόλη των Αγίων Σαράντα. Φοβούμενο εξάπλωση της εξέγερσης, εάν οι διαδηλωτές έφταναν στους Αγίους Σαράντα, πόλη με ισχυρό ελληνικό στοιχείο, το καθεστώς ανάπτυξε στρατό, αστυνομία και άρματα μάχης στην διαδρομή στο ύψος των στενών της Γκιάστας. 

Ακολούθησε “μάχη” με τους εξαγριωμένους ομογενείς να πετροβολούν τις δυνάμεις του καθεστώτος και τις τελευταίες να απαντούν με πραγματικά πυρά, τραυματίζοντας σοβαρά έναν μειονοτικό. Ενώπιον του κινδύνου να εξελιχθεί η πορεία σε αιματοκύλισμα, οι ομογενείς υποχώρησαν και επέστρεψαν στα χωριά τους. 

Μετά την πτώση του καθεστώτος στην πλατεία του Αλύκου ανεγέρθηκε ανδριάντας στη μνήμη των τεσσάρων ομογενών αλλά και εις ανάμνηση της ηρωικής εξέγερσης των Ελλήνων κάτοικων εναντίον του βάρβαρου καθεστώτος.

 Ε.Κ.