Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

Η έννοια του έθνους και η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού


Στην αρχαία Ελλάδα, η λέξη «ἔθνος» σήμαινε γενικώς το σύνολο, την ομάδα, και είχε πολλές εφαρμογές στον καθημερινό λόγο

Aπό το βιβλίο “ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός” του Ιωάννη Σαρρή, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2022 από τις Εκδόσεις Ζήτρος (2ο μέρος κεφαλαίου ΙΒ΄, σελ.277-298).

Στην...  


 

αρχαία Ελλάδα, η λέξη «ἔθνος» σήμαινε γενικώς το σύνολο, την ομάδα, και είχε πολλές εφαρμογές στον καθημερινό λόγο. Γλωσσολογικά, ανάγεται στο έτυμον «εθ-», εκ του οποίου προέρχονται επίσης οι λέξεις ἔθος και έθιμο [1801], που περιγράφουν εκφάνσεις της κοινής παραδόσεως μίας συλλογικότητος. Στην Ιλιάδα του Ομήρου μπορούμε να διαπιστώσουμε την απόδοση του όρου σε διάφορα σύνολα: «ἔθνος ἑταίρων», «ἔθνος πεζῶν», «ἔθνος Ἀχαιῶν», «ἔθνος ὀρνίθων» κ.τ.λ.

Οι μεταγενέστεροι κλασικοί συγγραφείς συνέδεσαν την λέξη «ἔθνος» με την έννοια του λαού. Ο Ηρόδοτος ομιλεί για το «Μηδικὸν ἔθνος» (Ἱστορίαι 1.101.1), ενώ ο Πλάτων για «ἔθνη βάρβαρα» (Κριτίας 109α). Εν τούτοις, ενίοτε γινόταν διάκριση μεταξύ των διαφορετικών ἐθνῶν των Ἑλλήνων. Ο Πλάτων αναφέρεται εις «τὸ Θετταλῶν τ’ αὖ πενεστικὸν ἔθνος» (Νόμοι 6.776). Ο Ξενοφών γράφει ότι οι Έλληνες μισθοφόροι του Κύρου οργανώνοντο και έστηναν γιορτές ανά «ἔθνη»-φυλές: «ἐν δὲ ταύταις πρῶτον μὲν τοῖς θεοῖς ἔθυσαν, καὶ πομπὰς ἐποίησαν κατὰ ἔθνος ἕκαστοι τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀγῶνας γυμνικούς.» (Κύρου Ἀνάβασις 5.5.5) [1802]. Ο δε Θουκυδίδης (Ἱστορίαι 1.3.2) αναφέρει ότι διάφορα «ἔθνη» (εδώ υπό την έννοια των φύλων/ πληθυσμών κοινής καταγωγής), και κυρίως οι Πελασγοί, έδιναν το όνομά τους στα μέρη όπου κατοικούσαν και πως η λέξη «Ἕλληνες» χρησιμοποιήθηκε ως αυτοπροσδιορισμός πρώτα από τους υιούς του -μυθικού υιού του Δευκαλίωνος- Έλληνος, ύστερα από τους κατοίκους γειτονικών πόλεων που τους καλούσαν σε βοήθεια και τελικά από τους κατοίκους ολόκληρης της χώρας, δηλαδή της γεωγραφικής εκτάσεως που απεκλήθη Ἑλλάς: «δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη, κατὰ ἔθνη δὲ ἄλλα τε καὶ τὸ Πελασγικὸν ἐπὶ πλεῖστον ἀφ᾽ ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσθαι, Ἕλληνος δὲ καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ ἐν τῇ Φθιώτιδι ἰσχυσάντων, καὶ ἐπαγομένων αὐτοὺς ἐπ᾽ ὠφελίᾳ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις, καθ᾽ ἑκάστους μὲν ἤδη τῇ ὁμιλίᾳ μᾶλλον καλεῖσθαι Ἕλληνας, οὐ μέντοι πολλοῦ γε χρόνου καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι.» [1803]

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι κατά την αρχαιότητα η λέξη ἔθνος δήλωνε τοπικά σύνολα ανθρώπων, τουτέστιν φυλές και πληθυσμούς πόλεων, οι οποίες έως και την κλασική εποχή ήσαν φυλετικώς διαρθρωμένες. Επί παραδείγματι,στην γεννήτορα του κλασικισμού Αθήνα του Περικλέους, σύμφωνα με τον νόμο του Αριστοφώντος, πολίτης-οπλίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα εθεωρείτο μόνον όστις είχε και μητέρα Αθηναία και πατέρα Αθηναίο πολίτη [1804]. Συγχρόνως, άπαντα τα εν Ελλάδι φύλα -που σε κάθε περίπτωση πρέπει να θεωρούνται συγγενή μεταξύ των- ανήκαν στο «Ἑλληνικόν», στην ευρύτερη πολιτισμική οντότητα του Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός συναπαρτιζόταν από πολλά «ἔθνη»-φύλα εκπροσωπούμενα πολιτικώς υπό αυτονόμων και αλληλοσυγκρουομένων πόλεων-κρατών. Ωστόσο, όλοι οι Έλληνες είχαν συνείδηση του κοινού πολιτισμού τους, της κοινής γλώσσης και της κοινής θρησκείας των. Στον πανελλήνιο και ιερό θεσμό των Ολυμπιακών αγώνων, προσήρχοντο Έλληνες αθλητές από κάθε γωνιά του ελληνισμού, από την Μακεδονία έως τις ευρωπαϊκές αποικίες, ενώ οι μεταξύ ελληνικών πόλεων πόλεμοι έπαυαν κατά την διάρκεια της διεξαγωγής των [1805].

Τον 5ο αιώνα π.Χ.,ο Ηρόδοτος όταν όρισε βέλτιστα τον Ελληνισμό μίλησε για το ὅμαιμον, το ὁμόγλωσσον, τα ὁμότροπα ἤθεα και τους κοινούς ναούς των θεών που μοιράζονται οι Έλληνες. Ουσιαστικά, περιέγραψε τις συνιστώσες αυτού που εμείς οι νεοέλληνες σήμερα αποκαλούμε έθνος, δηλαδή έναν λαό με ύπαρξη και επίγνωση των παραπάνω συνεκτικών παραγόντων (ή τουλάχιστον ορισμένων). Στην νέα ελληνική γλώσσα, όπως εξελίχθηκε μετά την Γαλλική Επανάσταση και την θέσμιση του ελλαδικού βασιλείου, η λέξη «έθνος» υπέστη ένα σημασιολογικό δάνειο από την γαλλική λέξη nation, η οποία -καίτοι περικλείει σε έναν ποικίλο βαθμό τοιούτους συνεκτικούς παράγοντες- αναφέρεται κυρίως στην πολιτική συνείδηση ενός λαού. Η λέξη nation συναντάται με παραπλήσια σημασία και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως η αγγλική και προέρχεται από την λατινική λέξη «natio», που κυριολεκτικώς σημαίνει γέννηση [1806].


Στην μετά Γαλλικής Επαναστάσεως Νεωτερικότητα, ωστόσο, το nation απέκτησε μία ευρύτερη πολιτική έννοια στενά συνδεδεμένη με το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Διαφωτισμού [1807]. Κατά συνέπεια, η κοινή καταγωγή και η κοινή ιστορική παράδοση ερμηνεύονται αφηρημένα από πολλούς νεωτερικούς και αμφισβητούνται ή χαρακτηρίζονται απλά εποικοδομήματα του κοινωνικού φαντασιακού από μετανεωτερικούς στοχαστές. Υπό την δική τους μοντέρνα οπτική, έθνος συνιστούν όλοι οι άνθρωποι που διαβιούν σε ένα κράτος και έχουν δώσει τυπικώς ή ατύπως νομική συναίνεσή στην εκπροσώπησή τους από ένα πολιτικό σύνταγμα και μία κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτισμικής, φυλετικής ή θρησκευτικής καταβολής. Στον 20ο αιώνα, όποιος μουσουλμάνος Αφρικανός μετανάστευε στην Γαλλία και τηρούσε τους νόμους της εθεωρείτο και εξακολουθεί να θεωρείται -και μάλιστα μετά μείζονος αντιρατσιστικής εντάσεως- Γάλλος (βλ. civic nationalism). Οι ρίζες του είναι αδιάφορες για το «έθνος-κράτος» της σύγχρονης Γαλλίας. Στον αντίποδα, ο εμφορούμενος υπό ιδεαλιστικών και ρομαντικών ιδεών γερμανικός εθνικισμός του 19ου αιώνος ενείχε έναν φυλετισμό (βλ. ethnic nationalism), του οποίου οι κατοπινές ακραίες εκφάνσεις -μαζί με την προπαγάνδα των πολιτικών αντιπάλων του- προσέδωσαν στην λέξη racism/ rassismus την σύγχρονη μισανθρωπιστική σημασία της. Ακόμη και στον εθνικισμό της Αγγλίας του κλασικού φιλελευθερισμού, μπορούμε να εντοπίσουμε ιδιαίτερα στοιχεία εγχωρίου εμπειρισμού και πουριτανισμού.

Τα νεωτερικά έθνη της Δύσεως, λοιπόν, μολονότι σήμερον αποσυντίθενται με τον ίδιο τρόπο, εξαρχής είχαν κάποιες -ίσως ελάσσονες- διαφορές μεταξύ τους. Όλα τους, όμως, ταυτίσθηκαν λίγο ή πολύ με το γεωγραφικά εντοπισμένο κράτος τους. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι αυτά τα έθνη σχηματίσθηκαν ως ομοιογενείς κοινότητες με συνείδηση μοναδικότητος την περίοδο αναδύσεως των κρατών. Το γεγονός ότι Γερμανοί, Γάλλοι και Άγγλοι είναι ξεχωριστοί λαοί, το γεγονός ότι το Βέλγιο δεν ανήκει στην Ολλανδία ή την Γαλλία και το γεγονός ότι υφίστανται το Μονακό και το Λιχτενστάϊν ως αυτόνομα κρατίδια οφείλονται σε τυχαίους γάμους μεταξύ των βασιλικών οικογενειών του μεσαίωνος. Έκαστος ευγενής μαζί με το φέουδο κληρονομούσε και την περιεχόμενη σε αυτό κοινότητα, που συνεκροτείτο κυρίως υπό δουλοπαροίκων. Οι Γάλλοι-Φράγκοι δεν αισθάνονται απόγονοι των αρχαίων Γαλατών και, μετά βίας, νιώθουν με τους Φράγκους του Καρλομάγνου περίπου την ίδια σύνδεση που νιώθουν και οι Γερμανοί. Οι υιοί και επίγονοι του Καρλομάγνου έτυχε να διαιρέσουν την αυτοκρατορία του κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να σχηματισθεί μία Γαλλία, μία Λοθαριγγία-Βουργουνδία, ολίγα βορειοιταλικά και πολλά γερμανικά κράτη [1808]. Πριν από αιώνες, οι λαοί αυτών των περιοχών ομιλούσαν περίπου την ίδια γλώσσα, ήσαν φυλετικώς συγγενείς και είχαν ως ανώτατη θρησκευτική -και ενίοτε πολιτική- κεφαλή τον πάπα Ρώμης. Στο πέρας των αιώνων, κάποιες κοινότητες διαφοροποιήθηκαν εθνολογικά χωρίς να αποκτήσουν ένα δικό τους αυτόνομο κράτος και ευρέθησαν προσωρινώς εγκλωβισμένες σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες, όπως οι -κατά πολύ αρχαιότεροί τους- Έλληνες εγκλωβισμένοι στο οθωμανικό ντοβλέτι. Η κοινή αποστολή τόσο του φιλελευθέρου όσο και του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνος ενέκειτο στην διάλυση των εναπομεινασών παραδοσιακών αυτοκρατοριών και στην οργάνωση των υποκειμένων λαών τους σε ξεχωριστά κράτη. Τοιουτοτρόπως, συνδυάσθηκε με κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, όπως η κατίσχυση της αστικής τάξεως και η μεταστροφή της αγροτικής οικονομίας σε βιομηχανική. Οι μαρξιστές θεωρούν ότι η ανάδυση των εθνών απετέλεσε ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα της μεταβάσεως από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό [1809]. Παρά ταύτα, η εφεύρεση της σημαινούσης λέξεως «έθνος» (nation) δεν αποκλείει την προΰπαρξη της σημαινομένης έννοιας του έθνους, έστω σε διαφορετικούς πολιτισμούς.Και ο Νεύτων μόλις τον 17ο αιώνα ανεκάλυψε την δύναμη της βαρύτητος. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι σύγχρονοί του Κινέζοι ή οι παππούδες του αιωρούντο αντιβαρυτικά.

Αρκετοί δυτικοτραφείς διανοητές της συγχρόνου Ελλάδος, όντες αγκυλωμένοι με τα ερμηνευτικά εργαλεία μίας συγκεκριμένης ιδεολογίας, μίας συγκεκριμένης εποχής, ενός συγκεκριμένου και ξένου προς την ελληνική παράδοση πολιτισμού, αποπειρώνται να περιγράψουν με όρους νεωτερικού δυτικού εθνικισμού και την περίπτωση του Ελληνισμού. Λέγουν, φερ’ ειπείν, πως το «ελληνικό έθνος» επινοήθηκε κι αυτό τον 19ο αιώνα. Τέτοιοι ισχυρισμοί συνιστούν φρικτά αποτελέσματα φρικτών μεθοδολογικών σφαλμάτων. Οι Έλληνες ιστορικά δεν διήλθαν τις άνωθεν φάσεις και το άγχος ορισμένων νεωτεριστών να επιβάλουν εσπευσμένα στους Έλληνες αυτές τις φάσεις δεν γνωρίζει ιστορικό προηγούμενο επιτυχίας. Το ίδιο ισχύει, ενδεχομένως, και για άλλους λαούς της μεταβυζαντινής ακτινοβολίας (π.χ. Σλάβους), οι οποίοι θεωρούνται εξίσου πολιτισμικά καθυστερημένοι από τους δυτικούς, διότι απλούστατα δεν μοιράζονται την κοσμοαντίληψή τους. Η Ελλάς δεν ανήκει στην Δύση· απλώς ένα μέρος της Δύσεως ανήκει στην Ελλάδα.

Εάν υφίστανται μικρές διαφορές ανάμεσα σε ταυτοχρόνους εθνικισμούς του δυτικού πολιτισμού, τότε θα υφίστανται μεγάλες διαφορές μεταξύ εκείνων και εθνικισμών άλλων πολιτισμών, άλλων εποχών. Ένας σημερινός Γερμανός πιθανόν να μην αντιλαμβάνεται το έθνος του όπως ακριβώς το αντιλαμβανόταν ο προπάππος του. Αμφοτέρων οι αντιλήψεις διαφέρουν από αυτό που πιστεύει ένας Ινδός ή ένας Κινέζος για το δικό του έθνος. Η έννοια του έθνους κάθε φορά σχετίζεται και με πολιτισμικές και με θρησκευτικές μεταβλητές. Το Ισλάμ, επί παραδείγματι, δεν γνωρίζει έθνη. Όλοι οι μουσουλμάνοι ανεξαρτήτως καταγωγής, εφόσον εκφράζουν την ίδια συναίνεση (ιτζμά, إجماع ) ως προς την ανάγκη υποταγής στον Αλλάχ (ισλάμ, اَ إ لِْ إ سلََ مُ ), μπορούν να γίνουν υπήκοοι του ισλαμικού χαλιφάτου ως ένας ενιαίος λαός (ούμα, أمة ) [1810], όπως συνέβαινε αντιστοίχως με τους Χριστιανούς στην πρωτοβυζαντινή αυτοκρατορία, μολονότι στον ελλαδικό χώρο συνυπήρχε παραλλήλως και ποικίλως προσλαμβανόμενη η έννοια του (εθνοτικού) γένους. Γι’ αυτόν τον λόγο, τα δεχόμενα δυτική επιρροή νεώτερα εθνικιστικά κινήματα της Μέσης Ανατολής (κεμαλισμός, μπααθισμός) έχουν κοσμική ατζέντα και αμέσως ή εμμέσως εναντιώνονται στο ισλάμ [1811]. Κατά τους μέσους χρόνους, στην πίστη ερειδόταν και η ιουδαϊκή κοινότητα, εκ της οποίας στην Νεωτερικότητα ανεδύθη με αμφιλεγομένους τρόπους ο σιωνιστικός εθνικισμός. Στο σημερινό Ισραήλ, παρότι συναντάται περιστασιακός ρατσισμός, δεν υπάρχει φυλετική ομοιογένεια, καθόσον οι ξανθοί Εβραίοι συμβιούν με τους μελαμψοτέρους. Αυτό βέβαια δεν μας οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα για τους αρχαίους Εβραίους. Ο νέος και ο αρχαίος εβραϊσμός διαφέρουν ριζικά ακόμη και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Ας επανέλθουμε τώρα στην αρχαία χρήση της λέξεως ἔθνος. Στην υπό των «Ἑβδομήκοντα» μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, οι άπιστοι λαοί που περιέβαλλαν τους Ιουδαίους αποκαλούνται «ἔθνη». Ως εκ τούτου, στην χριστιανική και πρωτοβυζαντινή γραμματεία, η λέξη «ἐθνικός» σημαίνει τον ειδωλολάτρη και δεν σχετίζεται με γένος ή καταγωγή, όπως εξ άλλου και η λέξη «ἕλλην» [1812]. Στην πραγματικότητα, η ελληνιστική εποχή στην οποία γράφηκε η μετάφραση μπορεί να παρομοιασθεί με την δυτική νεωτερικότητα ως προς τον αφηρημένο ορισμό των εθνών. Στην προσολώνεια και ομηρική Ελλάδα, οι κοινωνίες ήσαν φυλετικώς και φεουδαρχικώς, τολμώ να προσθέσω, διαρθρωμένες. Οι ρυθμιστές της αγροτικής οικονομίας ήσαν οι οίκοι των ευγενών, ήγουν οι πυρήνες των κατοπινών πολισμάτων. Οι πρωταγωνιστές των δημοφιλεστέρων επών προήρχοντο από κραταιά γένη και ενίοτε δήλωναν απόγονοι θεών και ηρώων. Υπολείμματα αυτού του αρχαϊκού φυλετισμού βλέπουμε στην προηγουμένως αναφερθείσα αθηναϊκή νομοθεσία για τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων και πολύ περισσότερο στους θεσμούς της αριστοκρατικής Σπάρτης. Ωστόσο, τα ρεύματα των αποικιστών, η ανάπτυξη του μεσογειακού εμπορίου και η διάδοση του νομίσματος επέφεραν στον αρχαίο κόσμο το πολιτισμικό ανάλογο της δυτικής καπιταλιστικής μεταβάσεως, ήτοι τον κοσμοπολιτισμό και σε δεύτερο χρόνο τον υλισμό. Καθώς οι δεσμοί με την πατρογονική γη εγένοντο λιγότερο ιεροί, η έννοια του Ελληνισμού απέκτησε έναν ευρύτερο πολιτισμικό χαρακτήρα. Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι γνήσιοι Έλληνες της Ελλάδος ευρέθησαν επιστάτες σε χώρες μακρινές, που ενσωμάτωσαν σε ικανοποιητικό βαθμό τον πολιτισμό τους, με αποτέλεσμα οι ελληνόφωνοι «ἑλληνίζοντες» να γίνουν πολλαπλάσιοι των «γνησίων» εκείνων Ελλήνων. Αργότερα, καθώς οι Ρωμαίοι διεξήγαγαν μία πολιτική παγκοσμιοποίηση στους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, η έννοια του γένους έγινε λιγότερο σημαντική για την συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Το 212 μ.Χ., ο Καρακάλλας με διάταγμά του (Constitutio Antoniniana) ανεγνώρισε όλους τους ελευθέρους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως Ρωμαίους πολίτες [1813].

Η μερική απαξίωση του γένους συνετελέσθη παράλληλα με την κατίσχυση της θρησκείας ως κυριάρχου παράγοντος κοινωνικής συνοχής, όπως συνέβη αργότερα στο ισλάμ. Υπήρχαν και πρωτύτερες του Χριστιανισμού οικουμενικές θρησκείες που βασίσθηκαν στον συγκρητισμό, όπως ο Μιθραϊσμός και ο «Ελληνισμός», δηλαδή η μπολιασμένη με ανατολίτικες δοξασίες «δωδεκαθεϊστική» θρησκεία, που λάτρευε τον «Δία-Άμμωνα Ρα» και άλλες σύνθετες θεότητες. Απλώς ο Χριστιανισμός είχε συντριπτική αποδοχή από τις λαϊκές μάζες και, με την βοήθεια του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία του μεταμορφωμένου ρωμαϊκού κράτους. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, λοιπόν, «Ἕλλην» χαρακτηριζόταν οιοσδήποτε παγανιστής και ειδωλολάτρης στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους.

Όπως όμως ανελύσαμε στην αρχή του κεφαλαίου, η αρχική εθνοτική σημασία της λέξεως «Ἕλλην» προοδευτικώς αποκατεστάθη. Στην χιλιετή ιστορία του Βυζαντίου, η αρχαία εννοιολογική εξέλιξη του όρου αντεστράφη. Αρχικώς είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, έπειτα πολιτισμικό και στο τέλος ολιστικά εθνοτικό, συμπεριλαμβάνοντα και την έννοια του γένους, όπως στην εποχή του Ηροδότου. Τοιαύτη συναρπαστική συνειδησιακή παλιννόστησις ενδεικνύει την αδιάλειπτο συνέχεια του Ελληνισμού σε βάθος χιλιετιών.

Παραμένει όντως αδιάλειπτος επί τόσες χιλιετίες ο Ελληνισμός και το ελληνικό έθνος μας αποτελεί ιστορική συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων; Βάσει της αριστοτελικής λογικής και της μεθόδου της για την ανάδειξη σχέσεων ισοδυναμίας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, μπορούμε να απαντήσουμε πως ναι, αποτελεί, εάν πρώτα αποδείξουμε: α) ότι υπήρχε τότε και τώρα και στο ενδιάμεσο ελληνικό έθνος / συλλογικότητα συνειδητοποιημένων Ελλήνων, β) ότι οι τότε και οι τώρα Έλληνες δίνουν στην έννοια του έθνους/ συλλογικότητος τον ίδιο ορισμό, γ) ότι το περιεχόμενο και οι προϋποθέσεις αυτού του ορισμού δεν έπαυσαν να ισχύουν από τότε έως τώρα και δ) ότι κάθε γενεά Ελλήνων είχε επίγνωση της συνεχείας της περασμένης και, εν γένει, της ελληνικής καταγωγής της.

Μέχρι στιγμής, έχουμε δείξει ότι υπήρχαν αυτοαποκαλούμενοι Έλληνες και στην αρχαιότητα και στους μέσους χρόνους και στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση του 1821. Επιπλέον, έχουμε δείξει ότι οι Έλληνες καθεμίας περιόδου θεωρούσαν εαυτούς απογόνους και συνεχιστές των Ελλήνων απασών των προηγουμένων περιόδων. Μερικοί αναθεωτητές αντιτείνουν σε αυτό το σημείο ότι οι περί Ελλήνων αναφορές στο ύστερο Βυζάντιο εξεπορεύοντο από λογίους αναζητούντες απεγνωσμένα μία νέα ταυτότητα και όχι από την συνείδηση των απλών «Ρωμιών». Ωστόσο, τα μέχρι τούδε διασεσωσμένα δημώδη έργα της λαϊκής παραδόσεως για τον «Αλέξανδρο και την γοργόνα» τους διαψεύδουν [1814], όπως και οι πολλές καταγραφές αρχαίων ονομάτων (Λεωνίδας, Μιλτιάδης, Οδυσσέας κ.τ.λ.)την περίοδο 1453-1821 [1815]. Προτού περάσουμε στο κάπως συνθετότερο ζήτημα του ορισμού του έθνους, οφείλουμε να ρίξουμε λίγο φως και στις αντιλήψεις πλησιεστέρων στο παρόν σπουδαίων Ελλήνων, των οποίων τις καρδιές εξακολουθεί να θερμαίνει η φλόγα του Ελληνισμού, παρά την ανεπάρκεια του υπερκειμένου των αθηνοκεντρικού προτεκτοράτου. Θα περιορισθούμε εις ολίγα πλην όμως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

Τον 19ο αιώνα, οι ρομαντικοί συγγραφείς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και Σπυρίδων Ζαμπέλιος κατέβαλλαν φιλότιμες προσπάθειες για να αποδείξουν την αδιάρρηκτη συνέχεια του Ελληνισμού από την αρχαιότητα έως το Βυζάντιο και την εποχή τους. Ωστόσο, μεταγενέστεροι εθνομηδενιστές μαρξιστές επετέθησαν στο έργο τους, θεωρούντες το προπαγανδιστική απόπειρα με πολιτικό σκοπό την σύνδεση του νέου εθνοτικού μορφώματος, που προέκυψε μετά το 1821, με την αρχαιότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, θα παραθέσουμε ακολούθως δηλώσεις εθνικής αυτογνωσίας από προσωπικότητες του αριστερού και του λεγομένου «κεντρώου δημοκρατικού χώρου».

Το 1907, ο ιδεολογικώς άχρωμος -ή κατ’ άλλους πολύχρωμος- Κωστής Παλαμάς, στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», εξέτεινε το ελληνικό γένος μέσα στον χρόνο, αισθανόμενος το παρελθόν του και προαισθανόμενος το μέλλον του, με τους εξής στίχους:

«Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε, δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θὰ ‘ρθοῦνε, θὰ περάσουν. Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.» [1816]

Το 1944, ο -μετέπειτα τιμηθείς με βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας- Γιώργος Σεφέρης, έγραψε στις «Δοκιμές» του:

«Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πώς, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε, και τραγουδάμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε στην Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας. Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωποι του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό καθώς πιστεύω, η σύγχρονη μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση. Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού;» [1817]

Ένας έτερος μεγάλος ποιητής, σαφώς αριστερών πεποιθήσεων αυτήν την φορά, ο Γιάννης Ρίτσος, έγραψε στην «Ρωμιοσύνη» του:

«Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια» [1818]

Την δεκαετία του 1960, στο έργο του «Αφορισμοί και διαλογισμοί», ο ευπατρίδης νομικός και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, έγραψε:

«Να διαιρέσωμε την ελληνική ιστορία σε περιόδους. Η πρώτη από τους προϊστορικούς χρόνους ως τη μάχη της Χαιρώνειας είναι η περίοδος της ελληνικής πόλεως. Ακολουθεί η περίοδος του ελληνιστικού κόσμου. Την επεκτείνουμε ως την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν πια σχηματίζεται μια τρίτη περίοδος, του ελληνοχριστιανικού πνευματικού κόσμου, που αυτή φθάνει ως στο τέλος του 13ου αιώνα. Από την βασιλεία πάλι των τελευταίων Παλαιολόγων μπορούμε να μιλήσωμε για μιαν ελληνοχριστιανική εθνότητα, που διαμορφώνεται όμως σε καθαρά ελληνικό έθνος μόνο στους χρόνους της Επανάστασης του ‘ 21. Θέλω με αυτά να τονίσω πως ο έλληνας έγινε εθνότητα αργά, όταν και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Στην αρχή το κυρίαρχο νόημα ήταν η πόλις, ύστερα ήταν ο ελληνιστικός κόσμος, πρώτα ως πολιτιστική ενότητα και ύστερα ως ελληνοχριστιανική πολιτικο-θρησκευτική ενότητα. Είναι η εποχή που εκκολάπτονταν το νόημα του έθνους, αλλά με ταύτιση του έθνους προς την ορθόδοξη εκκλησία. Μόνο μετά την Επανάσταση επεκράτησε γυμνό και απλό το νόημα του έθνους. Του έθνους, όχι του κράτους. Σε αυτή την τελευταία φάση εφθάσαμε, όταν το έθνος το συρρίκνωσε μια κακή μοίρα στα όρια του Κράτους.» [1819]

Ο μεγάλος φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας Κωνσταντίνος Δημαράς, σε δοκίμιό του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό εν έτει 1977, έγραψε:

«Πάντως και της λαϊκής παράδοσης και της καλλιεργημένης παιδείας τα μνημεία όσα διασώθηκαν είναι αρκετά για να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την διπλή αυτήν αλήθεια: ο μεταγενέστερος ελληνισμός δεν απέβαλε την συνείδηση των δεσμών του με τους αρχαίους, η οποία εκδηλώνεται, στον μεν λαό με μύθους, στους δε λογίους με κατηγορηματικές βεβαιώσεις.» [1820]

Εν κατακλείδι, θα επισημάνουμε δύο προσωπικότητες κομμουνιστικής καταβολής, αλλά με σπουδαία συμβολή στην νεοελληνική ιστοριογραφία. Ο εις εξ αυτών είναι ο Γιώργος Καραμπελιάς (1946-…), ένας συγγραφέας που με την επί δεκαετίες εκδοτική εκστρατεία του έχει φωτίσει όσο λίγοι την ρωμαίικη παράδοση και την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους, ίσως κατά έναν πολιτικώς εργαλειακό τρόπο αλλά πάντως επισταμένα. Ο έτερος αριστερός είναι ο βυζαντινολόγος Νίκος Σβορώνος (1911-1989), ο οποίος έχει αφιερώσει τουλάχιστον τρία έργα στην απόδειξη του ελληνικού χαρακτήρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας και, κατ’ επέκταση, της ιστορικής διαχρονίας του Ελληνισμού, τα οποία εξεδόθησαν μετά τον θάνατό του [«Το Ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού»-Πόλις 2004, «Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας»-Θεμέλιο 1999, «Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας»-Θεμέλιο 1999].

Στην «Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού», ο Σβορώνος αναφέρει: «Δεν χρειάζεται βαθύτερη μελέτη της ελληνικής ιστορίας για να διαπιστωθεί ότι ο Ελληνισμός από την πρώτη του ιστορική εμφάνιση και σε όλη την ιστορία του αποτέλεσε πάντα αυτοτελή κοινότητα και ξεχώριζε με σαφήνεια τον εαυτό του από τα σύνολα που τον περιέβαλλαν, ακόμα και σε στιγμές που μαζί με άλλους λαούς ανήκε ως κυρίαρχο ή ως υποτεταγμένο στοιχείο σε πλατύτερες πολιτικές ή πολιτιστικές ενότητες: μέσα στον ελληνιστικό κόσμο, ή στη Ρωμαϊκή, στη Βυζαντινή ή την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκείνο που πρέπει να ξεχωριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια είναι τα συνδετικά στοιχεία της κοινότητας αυτής, όσα ο ίδιος ο Ελληνισμός προέβαλλε ως τέτοια σε κάθε στιγμή της ιστορίας του, και όσα, πραγματικά, αντικειμενικά, έπαιξαν τον συνδετικό αυτό ρόλο.» [1821]

Τώρα ας υπεισέλθουμε στο ζήτημα του ορισμού του έθνους, εξετάζοντας την ενδεχόμενη διαχρονία των συνδετικών αυτών στοιχείων που αναφέρει ο Σβορώνος. Αναζητώντας έναν αρχαίο ορισμό πλήρη, σαφή και με κριτήρια εν πολλοίς αποδεκτά έως και τους πιο προσφάτους αιώνες, που θα μας επιτρέψει να ορίσουμε τυπικώς ένα σημείο εκκινήσεως της αυτογνωσίας των Ελλήνων σε επίπεδο συλλογικής ταυτότητος, υποχρεούμεθα να ανατρέξωμε στην ενότητα 144 του Θ΄ Βιβλίου (Οὐρανία) των Ἱστοριῶν του Ηροδότου.

Σε αυτό το κείμενο του 5ου αιώνος π.Χ., αναφέρεται πως οι Αθηναίοι διαβεβαίωσαν τους Λακεδαιμονίους ότι δεν υπάρχει στον κόσμο τόσο χρυσάφι ούτε τόσο όμορφη και γόνιμη χώρα, που θα τα δέχονταν ως αντάλλαγμα για τον μηδισμό και την υποδούλωση της Ελλάδος. Πολλά και μεγάλα τους χώριζαν από αυτήν την σκέψη. Τα αγάλματα και οι ναοί των θεών, που ερειπώθηκαν και επιτάσσουν εκδίκηση. Το «Ἑλληνικόν», ένας κόσμος στου οποίου τις φλέβες κυλά το ίδιο αίμα και ο οποίος ομιλεί την ίδια γλώσσα, έχει κοινούς λατρευτικούς τόπους και συνήθειες ίδιες και απαράλλακτες. Οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να προδώσουν όλα αυτά:

«ἀτὰρ αἰσχρῶς γε οἴκατε, ἐξεπιστάμενοι τὸ Ἀθηναίων φρόνημα ἀρρωδῆσαι, ὅτι οὔτε χρυσός ἐστι γῆς οὐδαμόθι τοσοῦτος οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα, τὰ ἡμεῖς δεξάμενοι ἐθέλοιμεν ἂν μηδίσαντες καταδουλῶσαι τὴν Ἑλλάδα. Πολλά τε γὰρ καὶ μεγάλα ἐστὶ τὰ διακωλύοντα ταῦτα μὴ ποιέειν μηδ᾽ ἢν ἐθέλωμεν, πρῶτα μὲν καὶ μέγιστα τῶν θεῶν τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ οἰκήματα ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα, τοῖσι ἡμέας ἀναγκαίως ἔχει τιμωρέειν ἐς τὰ μέγιστα μᾶλλον ἤ περ ὁμολογέειν τῷ ταῦτα ἐργασαμένῳ, αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι.» [1822]

Ο Ηρόδοτος, επομένως, μέσα από τα λόγια των Αθηναίων ορίζει την ελληνική ταυτότητα, αποδίδοντας στην συλλογικότητα των Ελλήνων τέσσερεις ιδιότητες: το «ὅμαιμον», το «ὁμόγλωσσον», την κοινή θρησκεία (κοινά ιδρύματα θεών) και τα ομότροπα ήθη. Στον αυστηρό ορισμό του Ηροδότου, οι μετανεωτερικοί αρνητές της έννοιας της φυλής αντιπαρατάσσουν ένα εδάφιο από τον Πανηγυρικό του Ισοκράτους, όπου Έλληνας χαρακτηρίζεται ο μετέχων στην ελληνική παιδεία: «καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας […] μετέχοντας». Εγείρονται ένιες ενστάσεις στην ερμηνεία αυτής της προτάσεως, καθότι ως ημέτερη εκπαίδευση εδώ μπορεί να εννοείται συγκεκριμένα η αθηναϊκή. Ωστόσο, η πρόταση αυτή, όπως συνήθως παρουσιάζεται, είναι ούτως ή άλλως σχεδόν σωστή και πάντως ελλιπής. Η σωστή και ολοκληρωμένη πρόταση που απαντάται στον Πανηγυρικό (§50), είναι η εξής: «καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας» [1823]. Σε άλλο σημείο του Πανηγυρικού (§24), ο Ισοκράτης διευκρινίζει ότι οι Έλληνες ήσαν αυτόχθονες και όχι μιγάδες από προσμείξεις άλλων εθνών: «ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ᾽ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ᾽ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ᾽ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν ὥστ᾽ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες καὶ τῶν ὀνομάτων τοῖς αὐτοῖς οἷσπερ τοὺς οἰκειοτάτους τὴν πόλιν ἔχοντες προσειπεῖν.» [1824] Ας μην λησμονούμε ότι ο Έλλην Ισοκράτης διεκινούσε συνεχώς τέτοιους προπαγανδιστικούς λόγους μεταξύ Μακεδόνων και Αθηναίων, θέλοντας να προωθήσει το όραμά του για την πολιτική ενοποίηση απάντων των Ελλήνων. Οι Μακεδόνες Φίλιππος Β΄ και Αλέξανδρος Γ΄ επρόκειτο να εισακούσουν και να εκπληρώσουν την πανελλήνια ιδέα του.

Εν πάση περιπτώσει, απ’ όσους ορισμούς μπορούμε να εντοπίσουμε στις πρωτογενείς πηγές, αυτός του Ηροδότου κρίνεται ως ο αυστηρότερος, διότι εμπεριέχει σε μία περίοδο τις περισσότερες (4) προϋποθέσεις, ώστε να αποκαλείται κάποιος Έλλην. Επιπλέον, αυτές οι προϋποθέσεις, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβανόμαστε λεξιλογικά, συμπίπτουν λίγο ή πολύ με προϋποθέσεις περί έθνους ορισμών νεωτέρων ιδεολογιών, ιδίως με του ορισμού του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνος [1825], ασχέτως εάν οι δυτικοί ρομαντικοί προσέδιδαν σε αυτές τις προϋποθέσεις ένα ολότελα διαφορετικό μεταφυσικό υπόβαθρο. Είναι οι προϋποθέσεις που απεδέχθησαν και οι δικοί μας Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος. Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτές τις προϋποθέσεις μία προς μία, στην διάσταση του ιστορικού συνεχούς.

Ὅμαιμον

Στον 21ο αιώνα, το «κοινό αίμα» και η φυλετική καταγωγή αποτελούν περιθωριοποιημένες και αμφιλεγόμενες έννοιες, αν όχι βιαίως αμφισβητούμενες από τους μετανεωτερικούς αποδομητές. Η σύνδεσή τους με το πολιτικό πρόταγμα της, ηττημένης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας και του δολοφονικού ολοκληρωτισμού της έχει υποβοηθήσει την μετανεωτερική αποδόμηση. Παρά ταύτα, η διερεύνηση της βιολογικής καταγωγής δεν αποτελεί αντικείμενο ούτε της κριτικής θεωρίας ούτε της κοινωνιολογίας ούτε της φιλολογίας ούτε της ιστοριογραφίας. Είναι αντικείμενο ερεύνης αποκλειστικώς της βιολογίας και, ειδικότερα, της φυσικής ανθρωπολογίας και πλέον της γενετικής επιστήμης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αρμόδιοι επιστήμονες δεν πιέζονται ασφυκτικώς από οργανωμένους εκπροσώπους των προαναφερθέντων ασχέτων χώρων (βλ. την ελέω «πολιτικής ορθότητος» αντικατάσταση της λέξεως «φυλή»-race από τον -επί τη ουσία ταυτόσημα χρησιμοποιούμενο- όρο «πληθυσμιακή ομάδα»-ethnic group). Παρ’ όλες τις τρικλοποδιές και τις πολιτικές πιέσεις, η επιστημονική αλήθεια έχει ήδη τεκμηριωθεί και μάλιστα πλειότερο πειστικά από την εποχή των πρωτογόνων κρανιομετρήσεων.

Από την ανακάλυψη του DNA (δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος) το 1953 έως την πλήρη αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου του το 2003, οι γνώσεις μας για το γενετικό υλικό του ανθρώπου, τις λειτουργίες και τον τρόπο μεταβιβάσεώς του έχουν πολλαπλασιασθεί, συμπληρώνοντας την θεωρία της μενδελικής κληρονομικότητος γονιδίων που μεσουρανούσε από τον 19ο αιώνα και καταρρίπτοντας την θεωρία του Jean-Baptiste de la Marck περί επικτήτων βιολογικών χαρακτηριστικών. Ο άνθρωπος, όπως και πας ζων οργανισμός, δεν γεννάται ωσεί άγραφος πίνακας, καθότι φέρει από την στιγμή της συλλήψεώς του στον πυρήνα των κυττάρων του χρωμοσωμάτια DNA. Τα μισά τα παραλαμβάνει από το ωάριο της μητρός του και τα άλλα μισά από το σπερματοζωάριο του πατρός του. Όπως μας φανερώνει η νεότευκτη επιστήμη της επιγενετικής, η έκφραση του DNA είναι πολυπαραγοντική και εξαρτάται και από ερεθίσματα του περιβάλλοντος, αλλά παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγγενώς προδιατεθειμένη. Το DNA υποδιαιρείται σε λειτουργικές μονάδες, τα γονίδια, έκαστο εκ των οποίων περιέχει τις πληροφορίες για μία συγκεκριμένη λειτουργία του οργανισμού, η οποία επιτελείται από πρωτεΐνες που συντίθενται εκ της μεταφράσεως του DNA. Τα δομικά συστατικά του DNA είναι μόλις τέσσερα νουκλεοτίδια, που ανασυνδυαζόμενα σε διαφορετικές αλληλουχίες συγκροτούν διαφορετικές πληροφορίες [1826].

Οι πληροφορίες αυτές καθορίζουν τον εμβρυολογικό και ανατομικό σχηματισμό του οργανισμού, την αναπαραγωγή κάθε κατηγορίας κυττάρων του, τις βιοχημικές διεργασίες του και σχεδόν όλες τις βιολογικές λειτουργίες του. Συνεπώς, το γενετικό υλικό δεν καθορίζει μόνο την εξωτερική εμφάνιση του οργανισμού, διότι αυτή δεν συνιστά την μόνη βιολογική λειτουργία του. Εφόσον και η εγκεφαλική δραστηριότητα καθορίζεται από την γονιδιακή έκφραση, τότε και ορισμένα πνευματικά χαρακτηριστικά πρέπει να είναι κληρονομήσιμα. Πράγματι, οι τελευταίες γενετικές έρευνες έχουν δείξει ότι ο δείκτης κληρονομησιμότητος (heritability rate, που εκφράζει τον βαθμό ταυτίσεως μεταξύ γονοτυπικής προδιαθέσεως και φαινοτυπικής εκδηλώσεως) της σχιζοφρένειας ανέρχεται στο 79% [1827], ενώ της γενικής νοημοσύνης -ως συνισταμένης επιμέρους νοητικών λειτουργιών- έως και σε 60-80% [1828]. Είναι εξαιρετικά πιθανό τοιαύτη γονιδιακή προδιάθεση (και όχι αφοριστική εξάρτηση) να υφίσταται και σε άλλα ψυχολογικά και μη χαρακτηριστικά. Εάν αυτό ισχύει, τότε είναι λογικό ένας πληθυσμός συγγενών ανθρώπων, με κοινούς προγόνους και άρα κοινά γονίδια, να εμφανίζει κοινούς φαινοτύπους, όχι μόνον στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά και σε ορισμένα πεδία σκέψεως και συμπεριφοράς, να έχει δηλαδή ως σύνολο μία ψυχολογική συνισταμένη, έναν a priori νοητικό προσανατολισμό. Σύμφωνα με το μοντέλο του γενετικού πολυπαραγοντισμού, όμως, αυτός ο προσανατολισμός πρέπει να μην είναι απολύτως δεσμευτικός και να επηρεάζεται σε κάποιο βαθμό και από εξωγενετικούς παράγοντες, όπως το φυσικό περιβάλλον και η κοινωνική νοοτροπία (την οποία, βεβαίως, θα αλληλοκαθόριζε).

Τον 19ο αιώνα, οι Gustave Le Bon και Jacob Burckhardt είχαν πραγματευθεί την έννοια της φυλετικής λαϊκής ψυχής που ξεχώριζε κάθε φυλή-έθνος. Έτσι ερμήνευσαν την μεθοδικότητα και την πειθαρχία των βορειοευρωπαίων, την ευρηματικότητα και την ελευθεριακότητα των νοτιοευρωπαίων κ.τ.λ. Στην πραγματικότητα, ετούτοι είχαν επηρεασθεί από το μεταφυσικό και, εθνικοποιημένο αυτήν την φορά, εγελιανό Geist («Πνεύμα») που είχε διαποτίσει το έργο ρομαντικών ιδεαλιστών, όπως του Γερμανού εθνικιστού Johann Gottfried von Herder. Η ιδέα της «φυλετικής ψυχής», παρά το γεγονός ότι η πρόσληψή της είχε πολύνεκρη ιστορική έκβαση, δεν μπορεί να καταδικασθεί αυτή καθ’ εαυτήν, αφού αποτελεί μία υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία όψη της πολυδιάστατης πραγματικότητος του «έθνους».

Πέραν όμως της θεωρίας, τί εργαλεία παρέχει η σύγχρονη γενετική στην φυσική ανθρωπολογία για την μελέτη και ταξινόμηση των ανθρωπίνων φυλών ή, αν προτιμάτε, των «πληθυσμιακών ομάδων»; Παρέχει τα εργαλεία για την εξακρίβωση και την σύγκριση απλοτύπων, δηλαδή εναλλακτικών αλληλουχιών για ένα συγκεκριμένο γονίδιο, που οργανώνονται σε απλο-ομάδες μαζί με γειτονικά γονίδια του ιδίου χρωμοσώματος. Για την κατηγοριοποίηση ανθρωπίνων πληθυσμών, συγκεκριμένα, συγκρίνονται πολύ καλά μελετημένοι απλότυποι, όπως αυτοί του Μείζονος Συστήματος Ιστοσυμβατότητος (HLA) και των ομάδων αίματος (ΑΒ0) και επίσης τα γονίδια των μιτοχονδρίων, που κληρονομούνται μόνον από την μητέρα. Εάν η επικρατούσα τιμή/ μέσος όρος των απλοτύπων ενός πληθυσμού συμπίπτει με αυτήν ενός άλλου πληθυσμού, τότε οι δύο πληθυσμοί έχουν κοινούς προγόνους όντες συγγενείς. Εάν όχι, τότε οι πρόγονοί τους διέφεραν. Καίτοι τα αποτελέσματα τέτοιων μελετών ενίοτε δέχονται κριτική δεδομένου ότι αφορούν ένα ελάχιστο κλάσμα του συνολικού γονιδιώματος, συνιστούν μία ισχυρή ένδειξη γενετικής προελεύσεως, εφόσον ουδεμία εξήγηση θα εδέχοντο εάν εξέλιπε η συνθήκη αυτής της προελεύσεως. Η γενετική διερεύνηση δεν περιορίζεται μόνον σε ζώντες πληθυσμούς. Τέτοια σύγκριση μπορεί να γίνει και μεταξύ του DNA ενός ζώντος πληθυσμού και του DNA από οστικά υπολείμματα ενός αρχαίου, ούτως ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχει μεταξύ των γενετική σύνδεση.

Ας δούμε τώρα τί έχουν αποκαλύψει οι γενετικές (και όχι αναρμόδιες τύπου Φαλλμεράϋερ) έρευνες για την γονιδιακή σχέση των συγχρόνων Ελλήνων με τους αρχαίους. Ο καθηγητής γενετικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, στα βιβλία του («Η Γενετική Ιστορία της Ελλάδας»-Κυριακίδη 2013, «Η Γενετική Καταγωγή των Ελλήνων»-Κυριακίδη 2016 και «Γενετική Ιστορία των Ελλήνων»-Κυριακίδη 2020), προβαίνει σε μία εκτενή ανασκόπηση -δικών του και όχι μόνον- ερευνών για την γενετική καταγωγή των Ελλήνων και άλλων ομόρων λαών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι νεώτεροι Έλληνες φέρουν σε πολύ υψηλά ποσοστά ίδιο DNA με αυτό των Μυκηναίων και των Ελλήνων της κλασικής αρχαιότητος και επίσης παραπλήσιο με συγχρόνων πληθυσμών της Ιταλίας και της Ανατολίας.

Έρευνα των J. Novembre, T. Johnson, K. Bryc, et al, δημοσιευθείσα στο Nature το 2008, έχει αποκαλύψει μεγάλη ταύτιση στο DNA κατοίκων της Ελλάδος και της λεγομένης «Magna Graecia», στην νότιο Ιταλία, υποδηλώνουσα τους κοινούς (αρχαίους Έλληνες) προγόνους αμφοτέρων [1829]. Έναν χρόνο αργότερα, μία δημοσιευθείσα στο European Journal of Human Genetics έρευνα των C. Di Gaetano, N. Cerutti, F. Crobu et al, έδειξε ότι η συμβολή των ελληνικών γονιδίων στην γενετική δεξαμενή της Σικελίας, δηλαδή σε εκείνο το ελάχιστο ποσοστό του DNA που διαφοροποιείται κατά τόπους μεταξύ των homo sapiens, ανέρχεται σε 37%, ενώ των βορειοαφρικανικών μόλις σε 6% [1830]. Μία άλλη έρευνα των R. King, J. Di Cristofaro, Α. Κουβάτση, et al, δημοσιευθείσα στο BMC Evolutionary Biology το 2011, έχει αποδείξει το γενετικό αποτύπωμα των αρχαίων Ελλήνων αποικιστών στην Προβηγκία και την Κορσική, στην νότιο Γαλλία (το 17% των Υ-χρωμοσωμάτων στην Προβηγκία έχει αρχαϊκή ελληνική προέλευση) [1831].

Στον παρόντα χώρο και χρόνο, η διερεύνηση της προελεύσεως ή της τυχόν αυτοχθονίας των «πρώτων Ελλήνων» κρίνεται παρακινδυνευμένη, αλλά αυτό δεν θα παρακωλύσει την περαιτέρω παράθεση των υφισταμένων ερευνών. Σύμφωνα με όρους αρχαιογενετικής και την θεωρία της καθόδου των (χαρακτηριζομένων από πολλούς ως «αρίων») Yamnaya από την ευρασιατική στέπα βορείως του Καυκάσου, την 3η χιλιετία π.Χ., οι W. Haak, Ι. Λαζαρίδης, N. Patterson, et al διενήργησαν μία έρευνα δημοσιευθείσα στο Nature το 2015, η οποία δεικνύει πως οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται κατά 80% από «αυτόχθονες» πληθυσμούς κυρίως πρωίμων νεολιθικών (LBK_EN) και δευτερευόντως Ευρωπαίων κυνηγών-συλλεκτών (western hunter-gatherer) και προσεγγιστικά κατά 20% από τους κατελθόντες Yamnaya [1832]. Οι σύγχρονοι πληθυσμοί της βορείου Ευρώπης φέρουν μεγαλύτερο ποσοστό γενετικής καταβολής από τους Yamnaya, το οποίο αγγίζει περίπου το 55% στην περίπτωση των Νορβηγών. Τοιουτοτρόπως, καταδεικνύεται ότι οι σύγχρονοι Έλληνες διατηρούν σε μεγάλο βαθμό το γενετικό προφίλ των προϊστορικών κατοίκων της Ελλάδος. Παρόμοια αναλογία μεταξύ των τριών γενετικών καταβολών παρουσιάζουν και άλλοι νοτιοευρωπαϊκοί πληθυσμοί, όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας.



Το 2017, οι Ι. Λαζαρίδης, A. Mittnik, N. Patterson […], S. Pfrengle, Γ. Σταματογιαννόπουλος, et al, δημοσίευσαν στο Nature μία σπουδαία μελέτη με τίτλο «Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans». Σε αυτήν την έρευνα, συνέκριναν το DNA από 10 Μινωίτες Κρήτες (2900-1700 π.Χ.), 4 κατοίκους των Μυκηνών (1700-1200 π.Χ.) και 5 τυχαίους κατοίκους της Ελλάδος και της Ανατολίας (5400-1340 π.Χ.) με το ήδη αρχειοθετημένο DNA άλλων 334 αρχαίων ανθρώπων απ’ όλον τον κόσμο, καθώς και με το DNA 30 συγχρόνων Ελλήνων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε πολύ μεγάλη συγγένεια αφενός των Μυκηναίων με τους Μινωίτες και άλλους αγροτικούς πληθυσμούς Ελλάδος-Ανατολίας και, αφετέρου, των Μυκηναίων με τους συγχρόνους Έλληνες. Οι Νεοέλληνες είχαν σχεδόν την ίδια αναλογία απλοομάδων με αυτήν του Αγαμέμνονος και του Οδυσσέως, με μόνες μικροδιαφορές από μέρους των Νεοελλήνων μία ελάχιστη υστέρηση σε γονίδια αγροτικών πληθυσμών της Ανατολίας και μία ελάχιστη προσθήκη γονιδίων μετέπειτα μεταναστευσάντων πληθυσμών [1833].

Εις πείσμα των μετανεωτερικών αποδομητών, ο βαθμός γενετικής ταυτίσεως των σημερινών Ελλήνων με τους αρχαιοτάτους προγόνους των είναι, πράγματι, εντυπωσιακός. Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες όλων των εποχών έχουν βαπτισθεί στους ίδιους ποταμούς αίματος, από κάθε άποψη, συνεχόμενοι μεταξύ των και γονιδιακώς. Όμως, τα παιδιά του Οδυσσέως δεν μετέβησαν δια χρονομηχανής στην νέα Ελλάδα. Μεσολάβησαν πολλές, κοσμογονικές εξελίξεις. Ο ίδιος λαός που ύψωσε τα μεγαλιθικά μνημεία των Μυκηνών διαιρέθηκε, αντιστάθηκε με ομοψυχία απέναντι στους Πέρσες, ενώθηκε υπό τον Αλέξανδρο και εξεπολίτισε μαζί του την Οικουμένη, εξελλήνισε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ασπάσθηκε μαζικά τον Χριστιανισμό, λησμονώντας -έως ενός σημείου- την παλαιά θρησκεία του. Ήταν ο ίδιος λαός που, με συνείδηση της ιστορίας του, συνεκρότησε επί μία και πλέον χιλιετία τον πληθυσμιακό πυρήνα της χριστιανικής αυτοκρατορίας, υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς και τελικώς ανέτρεψε και αυτούς και την ισλαμική αυτοκρατορία τους.

Οι μετανεωτερικοί αποδομητές, αριστεροί τε και φιλελεύθεροι, εγείρουν ζηλότυπες αντιδράσεις, επικαλούμενοι τις μεταναστεύσεις λαών, την κάθοδο των Σλάβων και τις καταναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών εξαιτίας αυτοκρατορικών εδίκτων. Πιστεύουν ότι όλα αυτά, που όντως συνέβησαν σε κάποιον βαθμό, αποτελούν αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις για την ανυπέρθετη μετάλλαξη του ελληνικού γένους, την οποία σήμερα λαχταρούν ανοικτά ή έμμεσα. Όπως είδαμε, η επιστήμη τους διαψεύδει και σε αυτόν και σε άλλους τομείς (βλ. την θεωρία των περί κοινωνικού φύλου, που πρεσβεύει αυθαίρετα ότι ο άνθρωπος γεννάται ψυχολογικά άφυλος). Όμως, αντί να συνετισθούν, επιτίθενται και κατά της επιστήμης, τολμώντες από καιρού εις καιρόν να την συμπεριλάβουν στην κατηγορία των «κοινωνικών κατασκευασμάτων».

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι έχουν σημειωθεί αρκετές μετακινήσεις πληθυσμών στον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο, ιδίως κατά την βυζαντινή επιστασία τους, όπως συνακόλουθα γλωσσολογικά δάνεια και αντιδάνεια. Παρά ταύτα, τα επιστημονικώς αδιάψευστα αποτελέσματα των γενετικών ερευνών ενδεικνύουν ότι οι εκάστοτε διερχόμενοι είτε ήσαν φυλετικώς συγγενείς με τους ημεδαπούς και προοδευτικώς απερροφήθησαν, είτε δεν επεμείχθησαν εκτενώς μετ’ αυτών και προοδευτικώς εξέλιπαν, είτε ήσαν απλώς ολιγάριθμοι και εν γένει, παρά τις όποιες επιμέρους επιμειξίες, ανήμποροι να επηρεάσουν αποφασιστικά την γενετική δεξαμενή του ελληνικού πληθυσμού. Η γενετική επιστήμη δεν αφήνει περιθώριο για τέταρτο ενδεχόμενο.

Ὁμόγλωσσον

Το γεγονός ότι εγώ παραθέτω αυτούσιες πρωτογενείς βυζαντινές πηγές και μάλιστα αττικίζουσες, καθώς και εδάφια του Ευαγγελίου ηλικίας σχεδόν δύο χιλιετιών και εσείς, ως Νεοέλληνες αναγνώστες, μπορείτε να κατανοήσετε αυτό που πρέπει, συνιστά μία θεαματική απόδειξη του «ὁμογλώσσου» μεταξύ ημών και των αρχαίων προγόνων μας. Η σχέση ακόμη και της κουτσουρεμένης, μονοτονικής και «μαλλιαρής» δημοτικής νεοελληνικής γλώσσης του 21ου αιώνος με τα ελληνικά του Ξενοφώντος πλησιάζει δραματικά περισσότερο την ταύτιση απ’ ότι η σχέση των συγχρόνων αγγλικών με τα αγγλικά του Shakespeare (του 16ου αιώνος) [1834]. Πρόκειται περί εντυπωσιακού γεγονότος, το οποίο οφείλεται εν πολλοίς στα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού, που είναι γραμμένα στην κοινή ελληνιστική και επιβιώνουν επί δύο χιλιετίες ανόθευτα. Αμέτρητες γενεές επί γενεών έχουν γαλουχηθεί με την «Κυριακὴ προσευχή», το «Σύμβολον τῆς Πίστεως» και άλλες προσευχές που έχουν συντηρήσει την κοινή ελληνιστική, όπως τα Ομηρικά έπη συντηρούσαν στην προ Χριστού εποχή την ιωνική διάλεκτο με αιολικά και μυκηναϊκά στοιχεία. Στην πραγματικότητα, τα Ομηρικά έπη συντρόφευσαν αμέτρητες γενεές παίδων και στο Βυζάντιο, το οποίο σε περιόδους πολιτιστικής «αναγεννήσεως» κατέστη μήτρα του -γλωσσολογικού και παιδαγωγικού- (νεο)κλασικισμού. Σπανίως ευρίσκονται βυζαντινές πηγές γραμμένες στην καθομιλούμενη γλώσσα, που πρέπει να ήταν κάτι ανάμεσα στην δημοτική νεοελληνική και στην κοινή ελληνιστική [1835]. Στις περισσότερες περιόδους, οι λόγιοι συνηγωνίζοντο μεταξύ των για το ποίου τα κείμενα θα ήσαν πλησιέστερα στην αττική γλώσσα του Θουκυδίδου [1836]. Αυτή η τάση «καθαρευούσης» συνόδευσε τα κείμενα των Ελλήνων λογοτεχνών έως -κατά προσέγγιση- τις αρχές του 20ου αιώνος. Η αυθεντική καθομιλούμενη γλώσσα απαντάται στην λογοτεχνική κοινοκτημοσύνη της λαϊκής παραδόσεως, ήτοι σε ανωνύμου εμπνευστού δημώδη ποιήματα, έπη (βλ. τον Διγενή Ακρίτη) και τραγούδια της επαρχίας, που μετελαμπαδεύοντο εμπλουτιζόμενα από γενεά σε γενεά.

Ακόμη και «λησμονημένες» λέξεις της γλώσσης του Ομήρου ενυπάρχουν κατά τρόπον οργανικό στα νέα ελληνικά. Ορίστε μερικά παραδείγματα: Χθών (γη)=> καταχθόνιος. Ἄρουρα (γη)=> αρουραίος. Ἄκορο (αγρός)=> αγρός. Ὄμβρος (βροχή)=> όμβρια ύδατα, ομπρέλα. Αὐδή (φωνή)=> άναυδος. Αἴθω (καίω)=> Αιθιοπία. Αἴθω (φωτίζω)=> αίθουσα. Λώπη (ένδυμα)=> λωποδύτης. Χρώς (επιδερμίδα)=> χρώμα. Κορέω-ῶ (καθαρίζω)=> επίκουρος, νεωκόρος.

Από πληροφορικής πλευράς, η ελληνική γλώσσα, δια της σαφηνείας και της διακριτικής της ικανότητος, μπορεί να αποτυπώνει ακριβώς πολλές πληροφορίες-έννοιες εντός ολίγων λέξεων. Ωσαύτως, οι περισσότερες σύνθετες λέξεις της υποκρύπτουν κάποια ιστορική ετυμολογία με βαθύ φιλοσοφικό υπόβαθρο. Φερ’ ειπείν, η λέξη «ἄνθρωπος», τουλάχιστον κατά μία (αμφισβητούμενη) εκδοχή, αναλύεται στο «άνω» και το «θρώσκω» και υποδηλώνει αυτόν που αναπηδά ή βλέπει προς τα πάνω, άρα αυτόν που τείνει να πλησιάσει τον ουρανό και αναζητά, κατ’ επέκταση, το επέκεινα [1837]. Η λέξη «ἐνθουσιασμός» αναλύεται στο «εν» και το «θεός» και συσχετίζει την ψυχική ζωτικότητα με το θείο [1838]. Η ελληνική είναι γλώσσα έμμετρη, αρμονική και μουσική. Επάνω στην ελληνική βασίσθηκε η λατινική κι επάνω στην λατινική οι πλείστες γλώσσες του δυτικού κόσμου. Ως επακόλουθον, οι εξειδικευμένες ορολογίες πολλών συγχρόνων επιστημών απαρτίζονται από παράγωγα ελληνικών λέξεων.

Ο νομπελούχος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης δήλωσε για την ελληνική γλώσσα:

«Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Το να λέει ο Έλληνας ποιητής, ακόμα και σήμερα, ο ουρανός, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη, ο άνεμος, όπως το έλεγαν η Σαπφώ και ο Αρχίλοχος, δεν είναι μικρό πράγμα. Είναι πολύ σπουδαίο. Επικοινωνούμε κάθε στιγμή μιλώντας με τις ρίζες που βρίσκονται εκεί. Στα Αρχαία.» [1839]

Σε κάθε περίπτωση, η βυζαντινή γραμματεία αποτελεί μία ατελεύτητη πλην όμως υποτιμημένη πηγή ελληνικών, που εσωκλείει τα πλείστα στάδια εξελίξεως της ελληνικής γλώσσης.

Θρησκεία (Ὁμόθρησκον)

Εκ πρώτης όψεως, η θρησκευτική διαφορά μεταξύ ημών και των αρχαίων Ελλήνων φαίνεται να διαρρηγνύει την «κατά Ηρόδοτον» ιστορική μας συνέχεια. Όμως αυτή είναι μία ιδιαιτέρως επιφανειακή ανάγνωση της θρησκειολογίας. Καταρχάς, ας διευκρινίσουμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπήρχε μία σχετική θρησκευτική ομοιογένεια, υπήρχαν τα «κοινά ιδρύματα θεών» και προ Χριστού και ιδίως μετά Χριστόν. Μένει να διαπιστώσουμε εάν το πνεύμα που διαπνέει το χριστιανικό θρησκεύεσθαι προϋπήρχε έστω ως άωρος σπόρος και στην εποχή του ελληνικού πολυθεϊσμού.

Ήδη από τον 4ο αιώνα, οι ευρυμαθέστατοι και γνώστες της κλασικής παιδείας Τρεις Ιεράρχες -Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός- και άλλοι πεφωτισμένοι άγιοι όπως ο Γρηγόριος Νύσσης ήσαν άνθρωποι ανοικτών πνευματικών οριζόντων και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γεφυροποιοί συνδέσαντες την ελληνική σοφία με την χριστιανική παράδοση. Ειδικότερα, ο Μέγας Βασίλειος πίστευε ότι οι Χριστιανοί οφείλουν να αντλούν προσεκτικά κάθε τι ηθικό και ωφέλιμο από την κλασική και όχι μόνον παιδεία, όπως οι μέλισσες συλλέγουν την καλλίτερη γύρη από κάθε ανθισμένο λέλουδο για την παρασκευή μέλιτος [1771]. Μεταξύ αρχαιοελληνικών και χριστιανικών κειμένων, υφίσταται μία διαλεκτική σχέση που καθίσταται εμφανής στην φιλοσοφική ορολογία της χριστιανικής δογματικής, καθόσον όροι όπως ο «Λόγος», η «οὐσία» και η «ὑπόστασις» είχαν μονοπωλήσει το ενδιαφέρον και αρχαιοτέρων πραγματειών, σε διαφορετικά ασφαλώς πλαίσια. Επιπλέον, ένα μέρος της χριστιανικής ηθικής ενυπάρχει λογικά διατυπωμένο και σε έργα ορισμένων αρχαίων. Αυτήν την σχέση την ανέδειξε ο εκκλησιαστικός πατέρας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ.) στο έργο «Στρωματεῖς», αφότου ο Ιουστίνος Καισαρείας (100-165), χρησιμοποιώντας τον στωικό όρο του «Σπερματικοῦ Λόγου», είχε εξηγήσει πώς οι αρχαίοι σοφοί επέτυχαν μία μερική και ατελή ανεύρεση της αλήθειας του Θεού [1772]. Μεταγενέστεροι εκκλησιαστικοί πατέρες όπως ο Μέγας Φώτιος και ο Αρέθας Καισαρείας ηγάπησαν την ελληνική προχριστιανική φιλοσοφία.

Ο ερευνητής Brian Muraresku, για τις ανάγκες βιβλιογραφικής στοιχειοθετήσεως του έργου του «The Immortality Key» (Macmillan 2020), ταξείδευσε έως το Άγιον Όρος. Εκεί, λοιπόν, εντυπωσιάσθηκε από την εξής επιγραφή στον τοίχο ενός μοναστηριού: «Εάν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις» [1840]. Στην πραγματικότητα, αυτή η ρήση σημαίνει ότι εάν το κοσμικό θέλημα του ανθρώπου για γήινες δόξες «πεθάνει» στην γήινη ζωή, τότε θα τον περιμένει αιώνια μακαριότητα μετά την κοίμησή του [1841]. Υποδηλώνει, επίσης, ότι ο παράδεισος ή η απώλεια είναι καταστάσεις που μπορούν να αρχίσουν να βιώνονται και από αυτήν την επίγεια ζωή. Φωτεινά παραδείγματα για την πρώτη κατάσταση αποτελούν οι κεχαριτωμένοι βίοι Αγίων, ενώ για την δεύτερη οι μυριάδες ανθρώπων περιχαρακωμένων στην δυστυχία ή την κακία τους. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα προσωπικό και όχι καθολικά αποδείξιμο βίωμα.

Ο Muraresku, ως εξωτερικός παρατηρητής-θρησκειολόγος, τολμά να ισχυρισθεί ότι η ρίζα του «προθανατίου θανάτου» ανευρίσκεται στην αρχαία Ελλάδα. Οι κλασικοί Έλληνες, καίτοι ορθολογιστές και γεννήτορες πλήθους επιστημών, απεδέχοντο την έννοια του μυστηρίου ως εξατομικευμένου βιώματος. Το σημαντικότερο θρησκευτικό δρώμενο της αρχαιότητος ήταν τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα ιερότερα όλων κατά τον Πλάτωνα, στα οποία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο συμμετέχων δεν μάθαινε αλλά πάθαινε και βίωνε [1842]. Βίωνε το ταξείδι της Περσεφόνης στον κάτω κόσμο και την επιστροφή της, που συμβολίζει την αναγέννηση της φύσεως. Με το βίωμα του κυκλικού σχήματος θανάτου-επανόδου, εξασφαλιζόταν η μεταθανάτιος ζωή. Στην Ορθοδοξία, το μυστικό βίωμα συμπεριλαμβάνει μέθεξη στις ενέργειες του Θεού και αποσκοπεί ξεκάθαρα στην ανάσταση και την αιωνιότητα, διότι, σε αντίθεση με την Περσεφόνη, ο Χριστός κατεπάτησε και νίκησε τον Άδη. Εύλογα δύναται να διερωτηθεί κανείς εάν ομοειδή βιωματικά στοιχεία συναντώνται και σε άλλες θρησκείες. Στον σχολαστικό ρωμαιοκαθολικισμό, πάντως, δεν συναντώνται, διότι εκεί το βίωμα απορρίπτεται ενώπιον της νοησιαρχίας. Εν προκειμένω, ο Muraresku αποδίδει -τουλάχιστον τα αρχαία- βιώματα σε υποβολές από χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Όπως όμως θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο, η Ορθόδοξη εμπειρία δεν έχει καμία ανάγκη από ψυχεδελικά.

Υφίστανται σαφώς και μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ του αρχαιοελληνικού θρησκεύεσθαι και των λατρευτικών πρακτικών του Χριστιανισμού. Ο προαναφερθείς Muraresku έχει παραλληλίσει ακόμη και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας με πρακτικές διονυσιακών μυστηρίων. Σε αυτό το μυστήριο, όμως, τα υλικά συστατικά μετουσιώνονται κατά τον τρόπο της υπάρξεώς των σε Σώμα και Αίμα του σαρκωθέντος Λόγου προς χαρίτωσιν του πιστού και, συνεπώς, όπως θα δούμε και στο επόμενο κεφάλαιο, προκρίνεται μία οντολογία διαφορετική της παγανιστικής, η οποία συμπεριελάμβανε μία κανονιστική, εν μέρει σαμανιστική σχέση δούναι και λαβείν μεταξύ πιστού και λατρευομένου θεού/δαίμονος. Εν τούτοις, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ορισμένα (κατά Carl Jung) αρχέτυπα του συλλογικού ασυνειδήτου των Ελλήνων έχουν επιβιώσει. Στον ελληνικό νου, το σύμβολο της Προμάχου Αθηνάς, στην οποία κάθε πόλη απέδιδε διαφορετική ιδιότητα και προσωνυμία, αντικατεστάθη από την Υπέρμαχο Θεοτόκο, την «Αγία Σκέπη», που σε κάθε γωνιά της προστατευομένης Της Ελλάδος τιμάται από έναν ιδιαίτερο ναό, δεχόμενη την αντίστοιχη προσωνυμία [1843]. Η επίκληση των ναυτικών στον Ποσειδώνα αντικατεστάθη από την προσευχή στον Άγιο Νικόλαο. Η επίκληση των αμπελουργών στον Διόνυσο αντικατεστάθη από την προσευχή στον Άγιο Τρύφωνα. Το σύμβολον του άρματος του παντεπόπτη Ηλίου αντικατεστάθη από την πύρινη άμαξα του προφήτη Ηλία, ο οποίος εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας. Εμφανείς ομοιότητες διαπιστώνονται και μέσα από την αρχιτεκτονική σύγκριση αρχαίων και χριστιανικών ναών. Η πρωτοβυζαντινή Βασιλική ουσιαστικά ήταν μία στοά, ήγουν ένας ανεστραμμένος αρχαιοελληνικός ναός, όπου οι κίονες δεν περιέβαλλαν εξωτερικά το λατρευτικό δώμα/ σήκο αλλά εσωκλείοντο στο εσωτερικό του [1844].

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η Ορθοδοξία δεν αποτελεί συνέχεια του αρχαίου πολυθεϊσμού και ουδέν σχετικό συμπέρασμα δύναται να εξαχθεί εκ των άνωθεν. Ωστόσο, τα άνωθεν στοιχεία ενδεικνύουν ότι την Ορθοδοξία την ασπάσθηκε οργανικά και στην συνέχεια την προώθησε στον υπόλοιπο κόσμο ο ίδιος λαός που προηγουμένως αναζητούσε την μεταθανάτια ζωή στην Ελευσίνα. Όπως έγραψε ο Γεννάδιος Σχολάριος τον 15ο αιώνα: «Οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφώτεροι ἐν τῷ καιρῷ τοῦ ἀποστολικοῦ, μᾶλλον δὲ οὐρανίου κηρύγματος, αὐτοὶ πρῶτοι τὴν πλάνην κατανενοηκότες τῆς συντρόφου αὐτοῖς δόξης ἐν τῷ φωτὶ τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας χριστιανοὶ γεγόνασι» [1845]. Αυτός ο ελληνικός λαός, στην προ Χριστού εποχή, δεν είχε μία και μόνον, ενιαία «δωδεκαθεϊστική» θρησκεία. Κάθε πόλη λάτρευε τον δικό της γνωστό θεό ή τοπικές θεότητες. Η Αθήνα την Αθηνά, το Άργος τον Περσέα, η Σαμοθράκη τους Καβείρους κ.τ.λ. Εάν συγκρίνουμε διαφορετικές λατρευτικές πρακτικές, π.χ. την απολλώνια και την διονυσιακή, θα διαπιστώσουμε την αντιπαράθεση έως και αντιδιαμετρικών κοσμοθεωριών. Παρά ταύτα, μεταξύ των φιλοσοφούντων πρυτάνευε κατά κανόνα η πίστη σε έναν υπέρτατο θεό, είτε ομιλούμε περί του συμπαντικού Λόγου των προσωκρατικών είτε περί του πρώτου κινούντος ακινήτου του Αριστοτέλους. Ας μην ξεχνούμε ότι το 50 μ.Χ., ο Απόστολος Παύλος φανέρωσε στους Αθηναίους την πρόθεσή του να κηρύξει για εκείνον τον αόριστο «άγνωστο θεό», προς τιμήν του οποίου είχαν ανεγείρει βωμούς [1846].

Στην Νεωτερικότητα, αρκετοί νεοπαγανιστές ή απλοί χριστιανομάχοι έχουν ισχυρισθεί ότι ο Χριστιανισμός επεβλήθη στην Ελλάδα δια της βίας Ρωμαίων/ Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι εξαπέλυαν διωγμούς κατά των «εθνικών» πολυθεϊστών. Τοιαύτες δηλώσεις συγκροτούν ως επί το πλείστον συγκεχυμένη προπαγάνδα. Φυσικά, υπήρξαν καταγεγραμμένες εντάσεις μεταξύ παγανιστών και χριστιανών, που ξεκίνησαν από τότε που παγανιστές Ρωμαίοι πετούσαν τους χριστιανούς κατά χιλιάδες στα πεινασμένα λιοντάρια του Κολοσσαίου. Και κατοπινές εντάσεις, μεταξύ αμφοτέρως φανατισμένων όχλων, που είχαν ως αποτέλεσμα τον άδικο χαμό ανθρώπων όπως της φιλοσόφου Υπατίας, της οποίας οι δολοφόνοι, ηθικώς, ημάρτησαν διπλά ενώπιον του Χριστού, διότι ημάρτησαν επικαλούμενοι το όνομά Του, όπως και οι λεγόμενοι «σταυροφόροι» αργότερα. Παρά τις επιμέρους αιματοχυσίες, οι πρώτοι Χριστιανοί αυτοκράτορες ούτε θέλησαν ούτε είχαν πολιτική ανάγκη να σκοτώσουν μαζικά τους ολίγους εναπομείναντες εθνικούς. Μερικοί επικαλούνται ως παράδειγμα την σφαγή πολλών χιλιάδων Θεσσαλονικέων το 390, ύστερα από τοπική εξέγερση, την οποία και καταλογίζουν στον ζηλωτή χριστιανό αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Λίαν σπανίως ομολογούν ότι εκείνη η εξέγερση αφενός δεν είχε θρησκευτικό εφαλτήριο και αφετέρου οδήγησε στον αφορισμό του Θεοδοσίου από τον θαρραλέο επίσκοπο Μεδιολάνου Άγιο Αμβρόσιο [1847]. Εις ό,τι αφορά τα πολιτιστικά μνημεία της αρχαίας θρησκείας, παρά τα διατάγματα Γρατιανού και Θεοδοσίου που επέτασσαν την διατήρηση αρχαίων ναών και αγαλμάτων ως μνημείων κοσμικής τέχνης αλλά όχι θρησκευτικής λατρείας [1848] (αν και αργότερα ο δεύτερος προέκρινε την στοχευμένη καταστροφή συγκεκριμένων κτισμάτων), διάφοροι κατσαπλιάδες και φανατισμένοι βάνδαλοι ισοπέδωσαν κάποιους ναούς και αγάλματα. Ταυτοχρόνως, άλλοι ναοί μετετράπησαν σε χριστιανικές εκκλησίες και τα πρώην ιερά αγάλματά των μετεφέρθησαν στην Κωνσταντινούπολη για τον καλλωπισμό πλατειών και δημοσίων χώρων (μία τακτική που είχε εγκαινιάσει νωρίτερα ο Μέγας Κωνσταντίνος).

Στην πραγματικότητα, η πίστη των ποσοστιαίως ολίγων «εθνικών» δύσκολα μπορεί να ταυτισθεί με την μεταφυσική π.χ. του Ηρακλείτου. Ετούτοι ασπάζοντο ένα συγκρητιστικό μείγμα από διάφορες θεότητες και δοξασίες του αρχαίου -ελληνικού και μη- κόσμου. Για «ελληνιστές» όπως ο Λιβάνιος και ο Ιουλιανός, ο Ζευς ήταν το ίδιο πράγμα με τον Άμμων Ρα, ο Απόλλων το ίδιο πράγμα με τον Ώρο και ο Ερμής το ίδιο πράγμα με τον Τωθ [1849]. Πλάι σ’ αυτούς, λάτρευαν τον Όσιρι-Άπι (Σέραπι) και την επίσης Αιγυπτία Ίσιδα, την Κυβέλη από την Φρυγία, την Αστάρτη και την Αναία από την Συρία κ.τ.λ. Η περίοδος που διεδέχθη την ρωμαϊκή προσάρτηση του ελληνιστικού κόσμου ήταν πολιτικώς ασταθέστατη, πολιτισμικώς μετέωρη και κοινωνικώς ανυπόφορη. Οι λαοί της αυτοκρατορίας λαχταρούσαν την απόσβεση της υπαρξιακής των αγωνίας μέσα από νέες καλλιτεχνικές νόρμες, νέες φιλοσοφικές σχολές και νέες θρησκείες. Η δραματική εξάπλωση και αποδοχή του Χριστιανισμού από πλατιές μάζες απλών ανθρώπων, παρά την αρχική πολεμική των εξουσιαστών σε αυτήν, εξηγείται μόνον από το γεγονός ότι η Ανάστασις του Χριστού καταπράυνε αυτήν την αγωνία. Και ο ελληνικός πολιτισμός λειτούργησε ως όχημα για αυτήν την καταπράϋνση. Το Ευαγγέλιο εγράφη στην ελληνιστική κοινή. Οι πρώτες συμπαγείς κοινότητες Χριστιανών άνθισαν σε ελληνόφωνες περιοχές της ανατολικής αυτοκρατορίας. Η πλειονότης των εκκλησιαστικών πατέρων μετεχειρίσθη την ελληνική και συγκεκριμένα λέξεις και όρους της ελληνικής φιλοσοφίας. Τον 4ο αιώνα, ο Ευσέβιος Καισαρείας έγραψε στην Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή του, επαναλαμβάνοντας τον ελληνο-ιουδαίο Φίλωνα Αλεξανδρέα: «μόνη γὰρ ἡ Ἑλλὰς ἀψευδῶς ἀνθρωπογονεῖ ‘φυτὸν οὐράνιον’ καὶ βλάστημα θεῖον ἠκριβωμένον, λογισμὸν ἀποτίκτουσα οἰκειούμενον ἐπιστήμῃ» [1850]. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (12:20-23) αναφέρει πως όταν οι μαθητές Φίλιππος και Ανδρέας ανεκοίνωσαν στον Ιησού Χριστό την επιθυμία μερικών Ελλήνων προσηλύτων να Τον ιδούν και να μιλήσουν μαζί Του, ο Ιησούς ανεφώνησε: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Και πράγματι, το γένος των Ελλήνων εδόξασε τον Υιό.

Ομότροπα ήθη (Ὁμότροπον)

Τα όσα ήδη κατεγράφησαν σκιαγραφούν την διηνεκή παράδοση του Ελληνισμού ανά τους αιώνες και τις χιλιετίες. Ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) είναι ευρύτερα γνωστός για την συστηματική καταγραφή της λαογραφίας της ελληνικής επαρχίας και, πιθανότατα, ο σπουδαιότερος Έλλην ερευνητής του είδους. Τα βιβλία του αποκαλύπτουν την αδιάλειπτη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού από αρχαιοτάτων ετών, στην δημώδη ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια και τις παροιμίες, στην λαϊκή τέχνη, στις γιορτές, στα παραδοσιακά επαγγέλματα, στους θρύλους και τις δεισιδαιμονίες. Για την ολοκλήρωση του παρόντος κεφαλαίου, θα επισημάνουμε ολίγα ακόμη αρχέγονα έθιμα που επεβίωσαν έως τις ημέρες μας.

Το αρχαίο μέλος, κατόπιν μίας μακραιώνου βυζαντινής μορφοποιήσεως, έχει διοχετευθεί σε δημοτικά και νησιώτικα τραγούδια, όπως και τα αρχέγονα μέτρα στην δημοτική μας ποίηση. Στους παραδοσιακούς χορούς, οι συμμετέχοντες σχηματίζουν έναν κύκλο πιάνοντας τα χέρια των διπλανών τους και κοιτώντας κατάματα τους απέναντι. Πλείστα αρχαία αγγεία διασώζουν τέτοιες σκηνές. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, ο χορός Γέρανος αποτελεί παραλλαγή του αρχαίου χορού του Θησέως ή αλλιώς χορού του Λαβυρίνθου [1851]. Ο ποντιακός χορός Σέρρα αποτελεί μετεξέλιξη του αρχαιοτάτου Πυρριχίου χορού, τον οποίον είχαν μνημονεύσει ο Όμηρος και ο Ξενοφών [1852]. Ο ποντιακός χορός Κοτσάρι φέρει στοιχεία αρχαίων βακχικών χορών. Ο θρακικός χορός «Τραπανιστός Στις Τρεις» (μπαϊντούσκα) είναι ένας εξίσου παλαιός χορός, που συναντάται και στα υπόλοιπα βυζαντινογενή Βαλκάνια.


Τα ανοιξιάτικα κάλαντα των χελιδονισμάτων, που άδονται την 1η Μαρτίου σε όλην την ελληνική επαρχία, απηχούν αρχαία παιδικά τραγούδια για την υποδοχή των ανοιξιάτικων χελιδονιών. Τα Χοιροσφάγια, μία βακχική θυσία χοίρου προς τον Διόνυσο, διεξάγονται μέχρι σήμερα ως κοσμική εορτή σε διάφορα νησιά των Κυκλάδων [1853]. Τα χριστιανικά έθιμα της Βασιλόπιτας και του Χριστοψώμου ενθυμίζουν αρχαίες προσφορές αγροτικών προϊόντων σε παγανιστικές εορτές, όπως τα Θαργήλια και τα Θαλύσια. Ωστόσο, στις ημέρες μας επιζούν και ατόφια παγανιστικά έθιμα που δεν εκχριστιανίσθηκαν καθόλου. Η σφαγή ενός κόκορα ή παρεμφερούς ζώου κατά την θεμελίωση μίας οικίας παρατηρείται ακόμη σε διάφορα χωριά ανά την Ελλάδα, όπως και οι βακχικής καταβολής μεταμφιέσεις σε διάφορα καρναβάλια της Αποκριάς και του μεσοδιαστήματος μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων. Τα φαλλικά δρώμενα του Τυρνάβου, οι κάπως σεμνότεροι «μωμόγεροι» των Ποντίων, τα «μπαμπούγερα» στην βόρειο Ελλάδα και τα Αναστενάρια της Θράκης, με την πυροβασία και τις ζωοθυσίες τους [1854], συνιστούν θεαματικά κατάλοιπα διονυσιακών τελετών.

Κατόπιν όλων αυτών, ο αναγνώστης δύναται να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα περί της εθνολογικής συνεχείας των Ελλήνων. Προφανώς, οι νεώτεροι Έλληνες δεν ταυτίζονται με τους αρχαίους. Άλλως τε, κανένα παιδί δεν μπορεί να είναι βιολογικός κλώνος του πατρός του και κανένας γέροντας δεν διατηρεί την όψη της νιότης του. Το έθνος είναι ένας ιστορικός οργανισμός που, όπως ένας βιολογικός οργανισμός, δεν μένει άθικτος από το αδυσώπητο άγγιγμα του χρόνου. Ωστόσο, το ταυτοτικό Εγώ αυτού του οργανισμού παραμένει ως έχει, εφόσον είναι ψυχικά υγιής, ενόσω η συνείδησή του ωριμάζει, συλλέγουσα διαρκώς νέες εμπειρίες. Ο μεγάλος Βρετανός ιστορικός Arnold Toynbee (1889-1975), στο βιβλίο του «The Greeks and Their Heritages», διαπιστώνει ως εξωτερικός παρατηρητής ότι ο πολιτισμός των Νεοελλήνων έφερε στοιχεία και της κλασικής αρχαιότητος και βυζαντινά. Δήλωσε, επιπροσθέτως, ότι οι Έλληνες, οι Εβραίοι και οι Κινέζοι είναι οι λαοί με τις περισσότερες πολιτισμικές παραστάσεις και, ως εκ τούτου, την μεγαλύτερη ιστορική μνήμη [1855]. Ένας τέτοιος ιστορικός οργανισμός δύναται να αποφύγει την γεροντική αμνησία. Και να αναγεννηθεί, ενδεχομένως…