Το πλοίο του εξαφανίζεται και στοιχειώνει μετέπειτα τις θάλασσες περιπλανώμενο αιωνίως
Ολόκληρη η ναυτιλιακή Ιστορία είναι γεμάτη από πλοία που έφευγαν για μακρινούς προορισμούς και που ποτέ δεν έφταναν εκεί, ηττημένα από τα τρομερά στοιχεία της Φύσης. Κάποια από αυτά, σύμφωνα με...
το θρύλο, δεν στέριωσαν στα αβυσσαλέα νεκροταφεία που αποτελούσαν οι βυθοί των ωκεανών, αλλά συνέχισαν να διασχίζουν τις θάλασσες, στοιχειώνοντας τα πελάγη. Ο Ιπτάμενος Ολλανδός αποτελεί ζωντανό κομμάτι αυτού του στόλου – φάντασμα.
Για περισσότερα από εκατό χρόνια, ο θρύλος του Ιπτάμενου Ολλανδού «στοιχειώνει» τις συζητήσεις των ευρωπαίων ναυτικών. Πολλοί ήταν οι ναυτικοί εκείνοι που ορκίζονταν σε ότι πιο ιερό είχαν ότι ήταν μάρτυρες μιας ακόμα εμφάνισης του πλοίου φάντασμα. Ο πιο διάσημος ανάμεσά τους ήταν ο νεαρός δούκας του Γιορκ, ο μελλοντικός βασιλιάς George V της Αγγλίας.
Ο δούκας, δεκατριών χρονών τότε, ταξίδευε ως σημαιοφόρος της Royal Navy με το πλοίο Bacchante, το οποίο πραγματοποιούσε το γύρο του Κόσμου. Τη νύχτα της 11ης Ιουλίου 1881, το πλοίο βρισκόταν στα ανοιχτά των αυστραλιανών ακτών. Ένα αμυδρό φως εμφανίζεται από το πουθενά στο σκοτάδι, 200 περίπου μέτρα από το πλοίο, και μαζί μ’ αυτό ξεπροβάλλει ανά πλοίο περιτριγυρισμένο από μια τρομακτική κοκκινωπή αύρα, και “κόβει” το δρόμο στο πλοίο της Royal Navy. Τα κατάρτια του πλοίου – φάντασμα διακρίνονται πεντακάθαρα κάτω από αυτό το παράξενο φωσφορούχο φως.
Κάποιοι από το πλήρωμα τρέχουν στην πρύμνη για να δουν στα ανοιχτά το φαινόμενο που όμοιό του δεν έχουν ξαναδεί, αλλά το πλοίο εξαφανίζεται στο σκοτάδι το ίδιο μυστήρια όπως και εμφανίσθηκε. Ο δούκας του Γιορκ, όπως και δώδεκα άλλα μέλη του πληρώματος, παρατηρούν αποσβολωμένοι το θέαμα. Ο μελλοντικός βασιλιάς George V είναι πεπεισμένος πως μόλις είδε τον θρυλικό Ιπτάμενο Ολλανδό, παρά του ότι ο τύπος του πλοίου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τη ίδια νύχτα, λέγεται, ο ναύτης που αντελήφθη πρώτος το πλοίο – φάντασμα έπεσε από ένα κατάρτι και σκοτώθηκε. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο ναύαρχος του πλοίου πεθαίνει. Για κάποιους, τα δραματικά αυτά γεγονότα συνδέονται με την περίεργη εμφάνιση του πλοίου, την οποία κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει.
Ο θρύλος του πλοίου – φάντασμα που βρισκόταν υπό τη διοίκηση ενός “ιπτάμενου Ολλανδού” ξεκινά τον 17ο αιώνα, χωρίς όμως να υπάρχει πάνω σ’ αυτό πλήρης συμφωνία απόψεων. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη άποψη, το αφεντικό του πλοίου -ο Ολλανδός – είναι ένας καπετάνιος με το όνομα Barent Fokke, ο οποίος ζει στο Άμστερνταμ γύρω στο 1650. Οι θυμοί και οι πομπές του είναι γνωστοί σε όλους τους ναυτικούς, και το πλοίο του είναι εκ μακρόν το πιο γρήγορο απ’ όλα. Μπορεί να κάνει την απόσταση Άμστερνταμ – Μπατάβια σε τρεις μόλις μήνες, εκπληκτικό κατόρθωμα για την εποχή, κατόρθωμα ακατόρθωτο αν -σύμφωνα με πολλούς- δεν επέμβει ο ίδιος ο Διάβολος.
Έτσι, όταν το πλοίο του εξαφανίζεται μια μέρα στη θάλασσα, γεννιέται ένας θρύλος που το θέλει να διασχίζει στους αιώνες τις θάλασσες, καταραμένο γιατί διέπραξε συμφωνία με το Διάβολο. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, ο καπετάνιος του καταραμένου πλοίου λεγόταν Van der Staten και τιμωρήθηκε να περιπλανιέται αιωνίως στις θάλασσες γιατί σάλπαρε για τα ανοιχτά μια Μεγάλη Παρασκευή.
Van der Decken
Πάντως, ο πιο διαδεδομένος θρύλος είναι εκείνος που μας μιλά για έναν καπετάνιο με το όνομα Van der Decken. Με το πλοίο του κατευθύνεται από την Ολλανδία προς τις ανατολικές Ινδίες, όταν πέφτει σε μια βίαιη καταιγίδα στα ανοιχτά του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Υπερβολικά σίγουρος στο ταλέντο που έχει να οδηγεί τα πλοία και παρά τις προτροπές του πληρώματος, ο Van der Decken προκαλεί με υπεροψία τον Παντοδύναμο να βυθίσει το πλοίο αν είναι ικανός. Το πλοίο τη γλιτώνει, αλλά ο καπετάνιος, για τιμωρία που βλαστήμησε τον Παντοδύναμο, καταδικάζεται από Εκείνον να περιφέρεται αιωνίως στις θάλασσες…
Η ιστορία πλανάται προφορικά για αιώνες μέχρι που ο γερμανός ποιητής Χάϊνριχ Χάϊνε, φτιάχνει στα 1830 μια γραπτή ιστορία. Εκεί, ο περιπλανώμενος ναυτικός ελευθερώνεται από την κατάρα μέσω της αγάπης μιας γυναίκας που δέχεται να πεθάνει για να του επιτρέψει να βρει την ειρήνη. Το πλοίο του με τα κόκκινα πανιά το καταπίνουν για πάντα τα κύματα του αρχιπελάγους.
Ο διάσημος γερμανός συνθέτης Ρίτσαρντ Βάγκνερ θα εμπνευστεί από το κείμενο του Χάϊνε και θα συνθέσει στα 1843 την όπερά του “Το πλοίο φάντασμα”.
Αναπαράσταση από την πρεμιέρα της όπερας
Το 1887, το πλήρωμα του αμερικάνικου πλοίου Orion, κατευθυνόμενο από το Σαν Φρανσίσκο στην Κίνα, παρατηρεί στα ανοιχτά μπροστά του ένα παλιό τρικάταρτο ιστιοφόρο που φωτίζεται από ένα παράξενο άσπρο φως. Για μια στιγμή το ιστιοφόρο πλησιάζει για να εξαφανιστεί ξαφνικά τη στιγμή που οι ακτίνες του φεγγαριού σκεπάζονται από σύννεφα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι τα πανιά του είναι ορθάνοιχτα, τη στιγμή μάλιστα που φυσά ένας πολύ βίαιος άνεμος.
Το 1939, ένα παρόμοιο ιστιοφόρο γίνεται αντιληπτό από την ξηρά από μια εκατοστή ανθρώπων που βρίσκονται σε μια ακτή της Νότιας Αφρικής, στα νοτιοανατολικά του ακρωτηρίου. Το ιστιοφόρο που έχει πάντα τα πανιά του ορθάνοιχτα διασχίζει τη θάλασσα με μεγάλη ταχύτητα, παραδέρνεται μέσα σε μια δυνατή τρικυμία, πότε βυθίζεται και πότε ξαναφαίνεται, τη στιγμή που δεν υπάρχει η παραμικρή πνοή ανέμου, για να εξαφανιστεί μυστηριωδώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανθρώπων της παραλίας.
Το πλοίο φάντασμα με τα τρία κατάρτια θα θεαθεί ακόμα μια φορά στα 1942, κι έκτοτε σπανίως θα αναφερθεί κανείς με σιγουριά σε κάποια περίεργη εμφάνιση. Η εποχή των μοντέρνων πλοίων φαίνεται να έχει καταφέρει ένα μοιραίο χτύπημα στο θρύλο, όπως άλλωστε και σε έναν κάποιον ρομαντισμό για τις ιστορίες της θάλασσας…
Πέρα από το θρύλο, δύσκολα θα βρει κανείς στοιχεία που να πιστοποιούν την ύπαρξη πλοίων – φαντασμάτων. Θα μπορούσε κάποιος να κάνει λόγο για αντανάκλαση μέσα στο χρόνο. Για γεγονότα δηλαδή που συνυπάρχουν στο χώρο. Το πλοίο φάντασμα, θα μπορούσε άνετα να μην είναι κάθε φορά το ίδιο και το αυτό, αλλά κάποια διαφορετικά ανά περίπτωση ιστιοφόρα μιας συγκεκριμένης εποχής, των οποίων η αντανάκλαση γινόταν ορατή σε κάποια μεταγενέστερη εποχή. Εκείνο δηλαδή που έβλεπαν οι θαλασσοπόροι ήταν το πλοίο όπως ακριβώς υπήρχε και κινούνταν στη θάλασσα της εποχής του, και όχι στη θάλασσα μέσα στην οποία έπλεαν οι ίδιοι. Αν κάποιος δηλαδή βρισκόταν πάνω στο πλοίο φάντασμα, δε θα ήταν ικανός να δει το μεταγενέστερο πλοίο, εκείνο δηλαδή του οποίοι οι ναυτικοί το κοιτούσαν έκπληκτοι!
Κι αυτό διότι το παρελθόν έχει υπάρξει, το μέλλον όμως όχι. Για να το καταλάβουμε καλύτερα να αναφέρουμε το παράδειγμα μιας θερμικής φωτογραφικής μηχανής όπως εκείνης που λέγεται πως κατασκευάσθηκε πριν από χρόνια σε εργαστήριο των ΗΠΑ, και η οποία μπορεί να φωτογραφήσει το κοντινό παρελθόν: αν φωτογραφήσουμε με μια συνηθισμένη φωτογραφική μηχανή ένα χώρο όπου βρισκόταν πριν από μισή ώρα ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο και τώρα είναι άδειος, θα πάρουμε εμφανίζοντας τη φωτογραφία μας τον άδειο χώρο που φωτογραφήσαμε. Είναι λογικό. Αν όμως φωτογραφήσουμε το χώρο με μια υπερευαίσθητη θερμική φωτογραφική μηχανή, εκείνο που θα πάρουμε θα είναι μια αμυδρή αλλά συγκροτημένη εικόνα από το αυτοκίνητο που υπήρξε εκεί πριν από μισή ώρα! Κι αυτό γιατί το όχημα είχε θερμότητα η οποία παρέμεινε στο χώρο για λίγο ακόμα χρόνο. Φωτογραφίζουμε δηλαδή το παρόν και βλέπουμε το παρελθόν!
Ωστόσο, στις θρυλικές επαναλαμβανόμενες εμφανίσεις του Ιπτάμενου Ολλανδού υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά, όπως καιρικές συνθήκες, που δεν επιτρέπουν τον αντικατοπτρισμό: τοπική ομίχλη, μια αίσθηση σκοταδιού… Ο αντικατοπτρισμός θέλει συνήθως πεντακάθαρες καιρικές συνθήκες. Αυτό δείχνει ότι ίσως και να μην επρόκειτο περί αντικατοπτρισμού. Σίγουρα, η διαστολή του χρόνου έχει κάποια σχέση με τις εμφανίσεις των πλοίων – φαντασμάτων. Είναι πολύ πιθανό κάποιες τραγωδίες, κάποια βίαια πάθη, να άφησαν σημάδια στο χώρο και να δημιούργησαν ένα μαγνητικό πεδίο σε υποατομικό επίπεδο. Είναι ενδεχομένως κι αυτοί με τον τρόπο τους κάποιοι αντικατοπτρισμοί του παρελθόντος.
Το 1928, μια ομάδα γάλλων κινηματογραφιστών, βρέθηκε στο Μαρόκο μπροστά σε ένα εκπληκτικό θέαμα: είδαν ψηλά στον ουρανό ένα στόλο πλοίων με ανοιχτά πανιά να ταξιδεύει από τον Ατλαντικό προς το εσωτερικό της Σαχάρας. Ο στόλος πέρασε αργά στον ουρανό και χάθηκε στην έρημο. Τα πλοία φαίνονταν πάρα πολύ παλιά. Είχαν πανιά και παράξενα φλάμπουρα στα κατάρτια τους. Όταν οι φωτογράφοι συμβουλεύτηκαν ιστορικές πηγές, διαπίστωσαν ότι τα πλοία που είδαν έμοιαζαν με εκείνα που χρησιμοποιούσαν η Ισπανία και η Πορτογαλία για υπερατλαντικά ταξίδια στο 14ο αιώνα. Σύμφωνα με τα πορτογαλικά και τα ισπανικά αρχεία, οι σημαίες ήταν του ισπανικού και πορτογαλικού ναυτικού αλλά υπήρχε και ένα τούρκικο πλοίο. Ερευνώντας για την περίπτωση του τελευταίου, βρήκαν ότι μόνο μια φορά, στο 14ο αιώνα, οι ενωμένοι στόλοι της Ισπανίας και Πορτογαλίας συνόδευσαν ένα τούρκικο πλοίο στον Ατλαντικό…