Eιδικά στο Μπουρνάζι του Δήμου Περιστερίου κυριαρχούν εικόνες βιβλικής καταστροφής μετά την υπερχείλιση παραπόταμου...
του Κηφισού στη γέφυρα του Αγίου Φανουρίου. Αλλόφρονες κάτοικοι περιφέρονται εδώ κι εκεί, όπως τους βρήκε μέσα στη νύχτα η καταιγίδα, ημίγυμνοι, φορώντας πιτζάμες ή νυχτικιές, ενώ κάποιοι κρατούν πρόχειρες τσάντες ή μπόγους με ό,τι κατάφεραν να διασώσουν μέσα στον πανικό.
Η πρόσφατη καταστροφή στο Μάτι με τον τριψήφιο αριθμό θυμάτων δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό στη νεότερη ελληνική ιστορία, αλλά απλώς έναν ακόμα αιματοβαμμένο κρίκο στη μακρά αλυσίδα της νεοελληνικής ανευθυνότητας.
Η χειμωνιάτικη τραγωδία που θα διαβάσετε παρακάτω έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την καλοκαιρινή στο Μάτι και ας έχουν περάσει από τότε πάνω από 57 χρόνια: κρατική αμέλεια, κακοτεχνίες, ανθρώπινη παρέμβαση και, πάνω απ’ όλα, παντελής απουσία ανάληψης ευθύνης.
Οπως και σήμερα, έτσι και παλαιότερα, για την -εκάστοτε- κυβέρνηση οι ευθύνες των τραγωδιών αποδίδονται στα «ακραία φαινόμενα», στα ίδια τα θύματα που δεν πρόσεχαν, στους προηγούμενους που κυβερνούσαν, μέχρι και σε… πυρηνικές δοκιμές, όπως θα δείτε παρακάτω, αλλά ποτέ στους κυβερνώντες τις ημέρες της τραγωδίας, αφού η εναντίον τους κριτική θεωρείται «φθηνή λαϊκιστική αντιπολίτευση»…
Είναι ξημερώματα Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1961 και σε όλη την Αττική πνέουν σφοδροί άνεμοι με μέτρια βροχόπτωση. Στα τηλεφωνικά κέντρα της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας υπάρχει η συνήθης επιφυλακή σε ημέρες κακοκαιρίας, αλλά κανένα καταγεγραμμένο περιστατικό. Ανάμεσα 3-6 τα ξημερώματα η βροχή γίνεται καταιγίδα και τα, εναπομείναντα, αλλά παρατημένα, ποτάμια της Αθήνας -Κηφισός και Ιλισσός- δεν μπορούν να διαχειριστούν τον τεράστιο όγκο της βροχής.
Αρχικά φουσκώνουν και εν συνεχεία ξεχειλίζουν στη δυτική πλευρά της πρωτεύουσας. Οι κάτοικοι σε Περιστέρι, Νίκαια, Ρέντη, Μοσχάτο και Πειραιά ξυπνούν έντρομοι μέσα στη νύχτα ακούγοντας αρχικά ένα βουητό, ενώ, όταν βγαίνουν από τα σπίτια τους, βλέπουν τους δρόμους να έχουν μεταβληθεί σε ορμητικούς χειμάρρους που παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους. Πλέον, τα τηλεφωνικά κέντρα σε Πυροσβεστική και Αστυνομία μπλοκάρουν από πανικόβλητους πολίτες που μιλούν για αγνοούμενους και για κατεστραμμένα σπίτια.
Η εικόνα της καταστροφής αποκαλύπτεται με το πρώτο φως της ημέρας. Η αρχική κυβερνητική ανακοίνωση μιλάει για «σοβαρό αριθμό θυμάτων τα οποία, καταληφθέντα εν ύπνω, επνίγησαν εκ των αιφνιδίως υψωθέντων υδάτων, τα οποία παρέσυραν ή κατέκλυσαν τα μη ανθεκτικά μονώροφα οικήματα».
Οι πληροφορίες αναφέρουν 39 νεκρούς, 8 αγνοούμενους, εκατοντάδες τραυματίες, 2.951 άστεγους, 279 ολοσχερώς κατεστραμμένα σπίτια και 588 με σοβαρές ζημιές. Πριν στεγνώσει το μελάνι της κυβερνητικής ανακοίνωσης, μόνο ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών ανακοινώνει πάνω από 100 τραυματίες, ενώ το υπουργείο Πρόνοιας ανεβάζει τους άστεγους σε 4.500, 1.000 εκ των οποίων βρίσκονται μόνο στον Πειραιά.
Ειδικά στο Μπουρνάζι του Δήμου Περιστερίου κυριαρχούν εικόνες βιβλικής καταστροφής μετά την υπερχείλιση παραπόταμου του Κηφισού στη γέφυρα του Αγίου Φανουρίου. Αλλόφρονες κάτοικοι περιφέρονται εδώ κι εκεί, όπως τους βρήκε μέσα στη νύχτα η καταιγίδα, ημίγυμνοι, φορώντας πιτζάμες ή νυχτικιές, ενώ κάποιοι κρατούν πρόχειρες τσάντες ή μπόγους με ό,τι κατάφεραν να διασώσουν μέσα στον πανικό. Οταν δεν θρηνούν την απώλεια κάποιου δικού τους ή δεν αναζητούν κάποιον χαμένο, στο πρόσωπό τους είναι ζωγραφισμένος ο τρόμος των εφιαλτικών στιγμών που έζησαν. Τριακόσιοι από αυτούς συγκεντρώνονται στο 10ο Δημοτικό Σχολείο Μπουρναζίου, άλλοι μένουν μέσα σε εκκλησίες, ενώ διακόσια παιδιά της περιοχής πηγαίνουν, προληπτικά, σε νοσοκομεία.
Στους εξαφανισμένους από λάσπη δρόμους επιδιώκουν να κινηθούν ασθενοφόρα που μεταφέρουν νεκρούς και τραυματίες, πεζοί που προσπαθούν να προσανατολιστούν ώστε να βρουν το σπίτι τους κάτω από τα νερά που έχουν σκεπάσει τα πάντα, και αντλίες της Πυροσβεστικής που επιχειρούν την απάντληση υδάτων από σπίτια. Η περιοχή κατοικείται από φτωχούς εργάτες που έχουν έρθει πρόσφατα από την επαρχία, αγόρασαν οικόπεδα με δόσεις και έκτισαν κάποια πρόχειρα σπίτια. Βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που πρώτα πουλιούνται τα οικόπεδα, μετά φτιάχνονται τα πλινθόκτιστα ή αυθαίρετα σπίτια, και πάνω σε αυτή τη δημιουργημένη πραγματικότητα κατασκευάζονται οι δρόμοι…
Οι μαρτυρίες των κατοίκων στους δημοσιογράφους που καταφθάνουν στην περιοχή αποτελούν μνημείο φρίκης. Κάποιος ουρλιάζει με ακατάληπτες λέξεις: «Να μας πούνε τι θα κάνουμε. Τι θέλω εγώ εδώ; Η γυναίκα και το παιδί μου είναι στο νοσοκομείο. Σπίτι δεν έχω. Ολα μου τα πήρε το ρέμα. Αυτά τα ρουχαλάκια που φοράω μου τα έδωσε η Αστυνομία. Τι θέλω εγώ εδώ;». Αλλος άκουγε τη γειτόνισσά του να του φωνάζει βοήθεια: «Πνίγομαι Γιώργη, βοήθα με!». Μετά φώναζε στον άνδρα της: «Πνίγομαι Περικλή!».
«Ειρήνη, κρατήσου από το δέντρο», της φώναζε αυτός. Το ρέμα τούς είχε χωρίσει και αυτός δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Και να του φωνάζει πάλι: «Συγχώρεσέ με Περικλή, πεθαίνω»… Την επόμενη ημέρα η Ειρήνη βρίσκεται νεκρή, πολύ μακριά, μαζί με τη ηλικιωμένη μητέρα της, ενώ ο Περικλής σώζεται, αλλά χάνει τα λογικά του. «Το πρωί της Δευτέρας τον πήραν με το ασθενοφόρο. Τρελό»…
Ολοι στην περιοχή μιλούν για μια επταμελή οικογένεια που ξεκληρίζεται όταν τα κτισμένο με τούβλα σπίτι τους παρασύρεται από τον ορμητικό χείμαρρο. Λίγο παρακάτω ένας δεκαπεντάχρονος, που βρίσκεται μισοπεθαμένος σε κάποιο οικόπεδο, τυλίγεται σε μια κουβέρτα από τους περιοίκους, τον βάζουν σε ένα καφενείο, αλλά φεύγει από τη ζωή μόλις φτάνει το ασθενοφόρο.
Παρόμοιες εικόνες χάους υπάρχουν και σε άλλες περιοχές δυτικά του Κηφισού. Στον Πειραιά θάλασσα και στεριά γίνονται ένα, προκαλώντας απώλειες ανθρώπινων ζωών και τεράστιες ζημιές σε κτίρια και εγκαταστάσεις. Το ίδιο σε Μοσχάτο, Νίκαια και Ρέντη, όπου η στάθμη του νερού ξεπερνά τα τρία μέτρα, δημιουργώντας μια τεράστια λιμνοθάλασσα, στην οποία οι κάτοικοι είτε παραμένουν στις ταράτσες των σπιτιών τους είτε μετακινούνται με αυτοσχέδιες βάρκες.
Ο τελικός αριθμός των ανθρώπινων θυμάτων και των υλικών καταστροφών δεν είναι σαφής, μιας και αυτός χάνεται μέσα στις λάσπες. Το βέβαιο είναι ότι, όπως και σήμερα, ουδείς εκ των αρμόδιων φορέων φαίνεται να φταίει. Η Αστυνομία δηλώνει αιφνιδιασμένη από την έκταση της τραγωδίας, ενώ ο υπουργός Συγκοινωνιών κ. Γκίκας λέει ότι το αποχετευτικό δίκτυο λειτούργησε κανονικά, αποδίδοντας την καταστροφή στο μέγεθος της νεροποντής.
Διαφωνία υπάρχει ακόμα και στον ορισμό του φυσικού φαινομένου. Η κυβερνητική ανακοίνωση μιλάει περί «καταιγίδος ασυνήθους σφοδρότητος», η Μετεωρολογική Υπηρεσία του υπουργείου Αεροπορίας τη χαρακτηρίζει «κυκλώνα που είχε να εμφανιστεί από το 1935», ενώ από τη Μετεωρολογική Υπηρεσία Αεροδρομίου Ελληνικού χαρακτηρίζεται «εντατική κακοκαιρία με έντονα φαινόμενα», αλλά αποκλείει χαρακτηρισμούς όπως «κυκλώνας» και «τυφώνας».
Η πρόσφατη καταστροφή στο Μάτι με τον τριψήφιο αριθμό θυμάτων δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό στη νεότερη ελληνική ιστορία, αλλά απλώς έναν ακόμα αιματοβαμμένο κρίκο στη μακρά αλυσίδα της νεοελληνικής ανευθυνότητας.
Η χειμωνιάτικη τραγωδία που θα διαβάσετε παρακάτω έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την καλοκαιρινή στο Μάτι και ας έχουν περάσει από τότε πάνω από 57 χρόνια: κρατική αμέλεια, κακοτεχνίες, ανθρώπινη παρέμβαση και, πάνω απ’ όλα, παντελής απουσία ανάληψης ευθύνης.
Οπως και σήμερα, έτσι και παλαιότερα, για την -εκάστοτε- κυβέρνηση οι ευθύνες των τραγωδιών αποδίδονται στα «ακραία φαινόμενα», στα ίδια τα θύματα που δεν πρόσεχαν, στους προηγούμενους που κυβερνούσαν, μέχρι και σε… πυρηνικές δοκιμές, όπως θα δείτε παρακάτω, αλλά ποτέ στους κυβερνώντες τις ημέρες της τραγωδίας, αφού η εναντίον τους κριτική θεωρείται «φθηνή λαϊκιστική αντιπολίτευση»…
Είναι ξημερώματα Δευτέρας 6 Νοεμβρίου 1961 και σε όλη την Αττική πνέουν σφοδροί άνεμοι με μέτρια βροχόπτωση. Στα τηλεφωνικά κέντρα της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας υπάρχει η συνήθης επιφυλακή σε ημέρες κακοκαιρίας, αλλά κανένα καταγεγραμμένο περιστατικό. Ανάμεσα 3-6 τα ξημερώματα η βροχή γίνεται καταιγίδα και τα, εναπομείναντα, αλλά παρατημένα, ποτάμια της Αθήνας -Κηφισός και Ιλισσός- δεν μπορούν να διαχειριστούν τον τεράστιο όγκο της βροχής.
Αρχικά φουσκώνουν και εν συνεχεία ξεχειλίζουν στη δυτική πλευρά της πρωτεύουσας. Οι κάτοικοι σε Περιστέρι, Νίκαια, Ρέντη, Μοσχάτο και Πειραιά ξυπνούν έντρομοι μέσα στη νύχτα ακούγοντας αρχικά ένα βουητό, ενώ, όταν βγαίνουν από τα σπίτια τους, βλέπουν τους δρόμους να έχουν μεταβληθεί σε ορμητικούς χειμάρρους που παρασέρνουν τα πάντα στο διάβα τους. Πλέον, τα τηλεφωνικά κέντρα σε Πυροσβεστική και Αστυνομία μπλοκάρουν από πανικόβλητους πολίτες που μιλούν για αγνοούμενους και για κατεστραμμένα σπίτια.
Η εικόνα της καταστροφής αποκαλύπτεται με το πρώτο φως της ημέρας. Η αρχική κυβερνητική ανακοίνωση μιλάει για «σοβαρό αριθμό θυμάτων τα οποία, καταληφθέντα εν ύπνω, επνίγησαν εκ των αιφνιδίως υψωθέντων υδάτων, τα οποία παρέσυραν ή κατέκλυσαν τα μη ανθεκτικά μονώροφα οικήματα».
Οι πληροφορίες αναφέρουν 39 νεκρούς, 8 αγνοούμενους, εκατοντάδες τραυματίες, 2.951 άστεγους, 279 ολοσχερώς κατεστραμμένα σπίτια και 588 με σοβαρές ζημιές. Πριν στεγνώσει το μελάνι της κυβερνητικής ανακοίνωσης, μόνο ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών ανακοινώνει πάνω από 100 τραυματίες, ενώ το υπουργείο Πρόνοιας ανεβάζει τους άστεγους σε 4.500, 1.000 εκ των οποίων βρίσκονται μόνο στον Πειραιά.
Ειδικά στο Μπουρνάζι του Δήμου Περιστερίου κυριαρχούν εικόνες βιβλικής καταστροφής μετά την υπερχείλιση παραπόταμου του Κηφισού στη γέφυρα του Αγίου Φανουρίου. Αλλόφρονες κάτοικοι περιφέρονται εδώ κι εκεί, όπως τους βρήκε μέσα στη νύχτα η καταιγίδα, ημίγυμνοι, φορώντας πιτζάμες ή νυχτικιές, ενώ κάποιοι κρατούν πρόχειρες τσάντες ή μπόγους με ό,τι κατάφεραν να διασώσουν μέσα στον πανικό. Οταν δεν θρηνούν την απώλεια κάποιου δικού τους ή δεν αναζητούν κάποιον χαμένο, στο πρόσωπό τους είναι ζωγραφισμένος ο τρόμος των εφιαλτικών στιγμών που έζησαν. Τριακόσιοι από αυτούς συγκεντρώνονται στο 10ο Δημοτικό Σχολείο Μπουρναζίου, άλλοι μένουν μέσα σε εκκλησίες, ενώ διακόσια παιδιά της περιοχής πηγαίνουν, προληπτικά, σε νοσοκομεία.
Στους εξαφανισμένους από λάσπη δρόμους επιδιώκουν να κινηθούν ασθενοφόρα που μεταφέρουν νεκρούς και τραυματίες, πεζοί που προσπαθούν να προσανατολιστούν ώστε να βρουν το σπίτι τους κάτω από τα νερά που έχουν σκεπάσει τα πάντα, και αντλίες της Πυροσβεστικής που επιχειρούν την απάντληση υδάτων από σπίτια. Η περιοχή κατοικείται από φτωχούς εργάτες που έχουν έρθει πρόσφατα από την επαρχία, αγόρασαν οικόπεδα με δόσεις και έκτισαν κάποια πρόχειρα σπίτια. Βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που πρώτα πουλιούνται τα οικόπεδα, μετά φτιάχνονται τα πλινθόκτιστα ή αυθαίρετα σπίτια, και πάνω σε αυτή τη δημιουργημένη πραγματικότητα κατασκευάζονται οι δρόμοι…
Οι μαρτυρίες των κατοίκων στους δημοσιογράφους που καταφθάνουν στην περιοχή αποτελούν μνημείο φρίκης. Κάποιος ουρλιάζει με ακατάληπτες λέξεις: «Να μας πούνε τι θα κάνουμε. Τι θέλω εγώ εδώ; Η γυναίκα και το παιδί μου είναι στο νοσοκομείο. Σπίτι δεν έχω. Ολα μου τα πήρε το ρέμα. Αυτά τα ρουχαλάκια που φοράω μου τα έδωσε η Αστυνομία. Τι θέλω εγώ εδώ;». Αλλος άκουγε τη γειτόνισσά του να του φωνάζει βοήθεια: «Πνίγομαι Γιώργη, βοήθα με!». Μετά φώναζε στον άνδρα της: «Πνίγομαι Περικλή!».
«Ειρήνη, κρατήσου από το δέντρο», της φώναζε αυτός. Το ρέμα τούς είχε χωρίσει και αυτός δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Και να του φωνάζει πάλι: «Συγχώρεσέ με Περικλή, πεθαίνω»… Την επόμενη ημέρα η Ειρήνη βρίσκεται νεκρή, πολύ μακριά, μαζί με τη ηλικιωμένη μητέρα της, ενώ ο Περικλής σώζεται, αλλά χάνει τα λογικά του. «Το πρωί της Δευτέρας τον πήραν με το ασθενοφόρο. Τρελό»…
Ολοι στην περιοχή μιλούν για μια επταμελή οικογένεια που ξεκληρίζεται όταν τα κτισμένο με τούβλα σπίτι τους παρασύρεται από τον ορμητικό χείμαρρο. Λίγο παρακάτω ένας δεκαπεντάχρονος, που βρίσκεται μισοπεθαμένος σε κάποιο οικόπεδο, τυλίγεται σε μια κουβέρτα από τους περιοίκους, τον βάζουν σε ένα καφενείο, αλλά φεύγει από τη ζωή μόλις φτάνει το ασθενοφόρο.
Παρόμοιες εικόνες χάους υπάρχουν και σε άλλες περιοχές δυτικά του Κηφισού. Στον Πειραιά θάλασσα και στεριά γίνονται ένα, προκαλώντας απώλειες ανθρώπινων ζωών και τεράστιες ζημιές σε κτίρια και εγκαταστάσεις. Το ίδιο σε Μοσχάτο, Νίκαια και Ρέντη, όπου η στάθμη του νερού ξεπερνά τα τρία μέτρα, δημιουργώντας μια τεράστια λιμνοθάλασσα, στην οποία οι κάτοικοι είτε παραμένουν στις ταράτσες των σπιτιών τους είτε μετακινούνται με αυτοσχέδιες βάρκες.
Ο τελικός αριθμός των ανθρώπινων θυμάτων και των υλικών καταστροφών δεν είναι σαφής, μιας και αυτός χάνεται μέσα στις λάσπες. Το βέβαιο είναι ότι, όπως και σήμερα, ουδείς εκ των αρμόδιων φορέων φαίνεται να φταίει. Η Αστυνομία δηλώνει αιφνιδιασμένη από την έκταση της τραγωδίας, ενώ ο υπουργός Συγκοινωνιών κ. Γκίκας λέει ότι το αποχετευτικό δίκτυο λειτούργησε κανονικά, αποδίδοντας την καταστροφή στο μέγεθος της νεροποντής.
Διαφωνία υπάρχει ακόμα και στον ορισμό του φυσικού φαινομένου. Η κυβερνητική ανακοίνωση μιλάει περί «καταιγίδος ασυνήθους σφοδρότητος», η Μετεωρολογική Υπηρεσία του υπουργείου Αεροπορίας τη χαρακτηρίζει «κυκλώνα που είχε να εμφανιστεί από το 1935», ενώ από τη Μετεωρολογική Υπηρεσία Αεροδρομίου Ελληνικού χαρακτηρίζεται «εντατική κακοκαιρία με έντονα φαινόμενα», αλλά αποκλείει χαρακτηρισμούς όπως «κυκλώνας» και «τυφώνας».