Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Σα λήσταρχος, βγαλμένος απ' αρχαία ζουγραφιά ...



(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Ψιλοχιόνιζε, τίναξαμε τα πανωφόρια, και μπήκαμε στο χαμηλοτάβανο καφενέ που είχε τον μεγαλοπρεπή τίτλο "Καφενείο ο Αητός", αρχαίο... 


 

κτίριο, καταντικρύς της Πατριαρχικής Μονής Προδρόμου, χάνι το πάλαι πάνω στον παλιό δρόμο που από τας Σέρρας όδευε, μέσα από την φοβερή χαράδρα που κόβει στα δυό το Μενοίκιο, γιοφύρια καμαρωτά ομορφοπετρόχτιστα πάνω από το αέναο ρέμα του ποταμού, κι ακολουθώντας πότε τη μιά πότε την άλλη όχθη ανηφόριζε κι έφτανε στη Βροντού, που ήταν χωριό με φημισμένους μαστόρους και παλιά παράδοση αργυροχοίας αξιώσεων, ασημοκάντηλα κι ασημοεπενδύσεις ανάγλυφες ευαγγελίων, αγιοπότηρα και ξαπτέρυγα, μα και πόρπες περίτεχνες και σκουλαρίκια πλουμιστά και δαχτυλίδια αρχοντικά κι ύστερα ανοιγόταν προς το Νευροκόπι, έδρα Μητροπόλεως τότε και τα νύν, ψιλοχιόνιζε κι είχαν ξυλιάσει τα χέρια μας κι είχαν παγώσει τα πρόσωπά μας απ' τον βοριά που χούγιαζε χιμώντας μέσα στα στενά περάσματα της απόκρημνης χαράδρας, αργοπορήσαμε , κοντά δυό ώρες ανάβαση, τουλάχιστον ο μπάρμπα Γιάννης θα 'χε αναμμένη την ξυλόσομπα, Δόξα τω Θεώ, αναμμένη ήταν, καλώς ήρθατε παλικάρια, λίγες κουβέντες πάντα, σταράτες, ο μπαρμπα Γιάννης ο Αητός, αρχαίος άνθρωπος, τον έβλεπες και θαρρούσες πώς έβλεπες μορφή βγαλμένη από τις παλαιικές ζουγραφιές, σαν ξεπεσμένος ληστής στο λημέρι του, χαρακωμένο από βαθιές ρυτίδες το πρόσωπό του, σαν μετανοημένος φονιάς, που κρύφτηκε σε τούτο τον έρημο τόπο, απέναντι απ' την καστρόπορτα του Προδρόμου, σαν αναμαλλιασμένος ερημίτης, πιό λιτός κι απ' τους καλόγερους, αφού χουχουλιάσαμε στη θερμάστρα, θαλπωρή και μυρουδιά καμμένου ξύλου, αφού συνήλθαμε λίγο λίγο από το κρύο, καθίσαμε, δυό τραπέζια όλα κι όλα, ψάθινες φθαρμένες οι καρέκλες, παλιά χειροτεχνία τούτη της ψάθας, ο γύφτος που τότες τις μαστόρεψε ποιός ξέρει άν ζεί, στη γωνιά μιά σκούπα, μα ασκούπιστος ο καφενές κι ο μπαρμπα Γιάννης, πολλώ ημερών αξύριστος, θα πιείτε ούζο παιδιά μου, ρωτά, θα πιούμε, τον ξανακοιτάζω , είναι πάνω από ογδόντα πέντε, δεν του λείπει τρίχα απ' το κεφάλι, ασημένια και μαλλιά και γένια, κεφάλι σαν από ρωμέικο ψηφιδωτό που δείχνει τον Ποσειδώνα, πρόσωπο αγιοτικό σαν από το πινέλο του Αστραπά στην Περίβλεπτο στην Αχρίδα, ναί μπαρμπα Γιάννη, να πιούμε ένα ούζο να στηλωθεί η ψυχή μας, παγώσαμε με τον χιονιά , μας βρήκε κόντρα καθώς ανεβαίναμε, κάτι σιγομουρμούρισε, ξαναγύρισε, έφερε ένα μπουκάλι σερριώτικο ούζο και τα ποτήρια, μόνοι να σερβίρεστε, πιείτε όσο μπορείτε, έχετε και γυρισμό, προειδοποίησε, δυναμώνει όξω το χιόνι, το στρώνει για καλά, μεζέ έχεις κάτι, τόλμησε να ψελλίσει ένας της παρέας, δεν γύρισε να κοιτάξει, ούζο ζητήσατε, θα βρούμε κάνα κρεμμύδι καλογερικό γιά μεζέ, συνήρθαμε σιγά σιγά απ' το κρύγιο, η πείνα τώρα μετά την ορειβασία μας θέριζε, ζεστάθηκαν τα σωθικά μας από το ούζο, χαλάρωσε η ομήγυρη, ο παππούς τρία τέσσερα ξερά κρομμύδια έβαλε πάνω στο τραπέζι, ο Κώστας σηκώθηκε και πήρε ένα μαχαίρι και δυό πιάτα, ενώ κόβαμε τα κρομμύδια, δυό φούχτες ελιές παστωμένες στο αλάτι έβγαλε από ένα τσουβάλι που κείτονταν στην άκρη, φετινές είναι, προδρομινές πρόσθεσε, ευλογία του Καθηγουμένου, κρητικός τω γένει ο Καθηγούμενος, Ναξιώτης ο καφετζής, θαλασσινή σύναξη στα βουνά, σαν τον Πρόφητη Ηλία μ' ένα κουπί στην πλάτη, κατά την λαική αφήγηση, πιάσαν τα βουνά και τα όρη, πίκριζαν το λίγο λίγο οι ελιές, παννόστιμες, κι ένα ξεραμένο καρβέλι ανέσυρε αργότερα, ύστερα από ώρα, από το σκωληκόβρωτο ξύλινο ντουλάπι, επιφωνητά επιδοκιμασίας, α ! μπαρμπα Γιάννη, ευχαριστούμε, ευτυχείς όπως οι Εβραίοι στην έρημο όταν έπεσε εξ ουρανού το μάννα, μα δεν κοβόταν το ψωμί, κατάξερο, το κόψαμε, μα δεν μασιόταν το ψωμί, απλώσαμε την σιδερένια μασιά πάνω στην ξυλόσομπα το καψαλίσαμε, ωραίο ψωμί χειροποίητο ήταν, μοναστηριακό, λίγο λαδάκι προσθέσαμε, βρέθηκε σ' ένα τενεκεδένιο κάνιστρο, λίγο χοντρό αλάτι και ρίγανη, ο γέρο νησιώτης, ο πατριώτης Νικοδήμου του Αγιορείτου, ικανοποιημένος πιά από την πολυτέλεια του σερβιρίσματος, τράβηξε μιά καρέκλα απ' την άλλη γωνιά, ήταν πολυφθαρμένη η ψάθα τόσο που αναρωτιόσουν που κάθεται, και προστέθηκε στην νεανική παρέα, την έγνοια είχε πλέον μόνον γιά ξύλα στην σόμπα , κουτσούρια από γέρο πρίνο έκαιγε κι η συζήτηση φούντωσε κι από χιόνι στο χάνι κι από τον Γούμενο στον Γεννάδιο, κι απ' τις ελιές και το λάδι στ' αμπέλια και το κρασί, κι από Μοναστήρι στα Σέρρας, κι απ' την παιδεία στην πολιτική, σηκώθηκε μιά στιγμή, σαν να τού 'ρθε επιφοίτηση, την χαιρόταν την παρέα, σηκώθηκε και λέει, μιά κονσέρβα καλαμάρι έχω παιδιά, σπανιόλικο, κραυγές ενθουσιασμού, ο μπαρμπα Γιάννης μπαίνει στην πίσω κάμαρα, σαν τον Ζήκο στην αποθήκη του μπακάλικου, καθυστερεί, βγαίνει με μιά κονσέρβα κυλινδρική, κόκκινη σκούρη η ετικέττα, ένας αναλαμβάνει με το μαχαίρι να την ανοίξει, σ' ένα μικρό κατσαρολάκι λίγο να ζεσταθεί μαζί το νεροζούμι, λίγο λάδι κι αλάτι, ο μεζές έγινε προκλητικά πολυτελής, α! μπαρμπα Γιάννη, σαν τους αρχαίους ληστές που ζουγράφιζε ο κυρ Φώτης ο Κόντογλους, ίσιος, λιτός, απέριττος, λιγόλογος, στο χάνι του Προδρόμου που κατέρρεε απ' την παλαιικότητα κι ανακαινίζεται τα νύν, την θαλπωρή της ξυλόσομπας ανακαλώ, την ντομπροσύνη του χαρακτήρα σου, νηστευτής σαν τον Άη Γιάννη όξω απ' την πόρτα του, μορφή απ' αυτές που χάθηκαν, πρόσωπο άλλων καιρών που στερηθήκαμε, τω όντι στερηθήκαμε τόσο πού αισθάνεται κανείς έκδηλα ότι φυραίνει ο τόπος, κι ο λογαριασμός, ποιός λογαρισσμός, πόσα οφείλουμε, πού να ξέρω 'γώ, μορφωμένα παιδιά είστε, νογάτε, νυχτώνει σιγά σιγά, έχετε το νού σας, α! μπαρμπα Γιάννη, Μακρυγιάννη, της ολιγάρκειας ο πλουτών, ο εν ολίγοις αναπαυόμενος, βγήκαμε γιά τα Σέρρας, απομεσήμερο, ήλιο δεν είδαμε ολημερίς, το είχε στρώσει γιά καλά, χιόνι παντού, ασπρότη παντού, λευκασμένες οι κατάκρημνες πλαγιές του Μενοίκιου, χιονοστόλιστα τα λιόδενδρα, χιονοστεφανωμένοι οι τρούλοι κι το καμπαναριό, σπίνοι προδίδονται απ' το κόκκινο του λαιμού στην άκρη του ρυακιού, τα λάχανα και λίγα πράσσα στον κήπο χαμηλά χιονοντυθήκαν, κοτσύφια στον κισσό κρυμμένα ψάχνουν σπόρους, το βράδυ θά 'χει παγωνιά, έρωτας ζωής στα χιόνια, μάγεμα η φύσι κι όνειρο σε ομορφιά και χάρι, υποτονθόρισα με τον ποιητή αντάμα!

Κι ύστερα πάλιν, καθώς αναμετρώ και ξαναμετρώ τα γύρω και τα πέριξ, μέσα στη σκόνη και το θόρυβο, στη γκριζότη και την κίτς λάμψη της καθημερινότητάς μας, ανθρώπους σεμνούς και απλούς διακρίνω, μορφές ποιότητας που αληθεύουν, πρόσωπα που νοιάζονται γιά την ομορφιά του κόσμου, γιά την ωραιότητα τ' ανθρώπου, ως χαρίεν άνθρωπος, κι η θειά μου η Κυριακούλα, ασπρομαντηλούσα με την μαμούκα της και στα εννενήντα πέντε, σχολιάζοντας με απλότητα διαπίστωνε, ημείς, παιδέλι μ', είμαστε πρ'τ'νοί αθρώπ', ήγουν πρωτινοί άνθρωποι, αρχαίοι, και τα σουσούμια μας πρωτ'νά είναι, μα η καλωσύνη δεν χάθηκε και δεν θα χαθεί ποτές στον κόσμο αυτούνο!


Μπαρμπα Γιάννη, ένα ούζο ακόμη της ανθρωπιάς, σήμερα που ο γέρο βοριάς φυσά γενναία κατεβαίνοντας την αγριωπή χαράδρα απ' το Νευροκόπι κι ανασκάλεψε τις στάχτες της ξυλόσομπάς σου και θύμησες όμορφες σκόρπισε, γιά να σου πούμε το Θεός σχωρέσει σοι !

Υγιαίνετε, αδέρφια, ιδιαίτερα τούτες τις μέρες της χειμέριας σύγχυσης, έχοντας κατά νούν ότι κι η πολιτική κι η δημοκρατία δεν χάθηκε και δεν θα χαθεί ποτές μαζί με την ανθρωπιά!