Την Πρωτοχρονιά μάθαμε ότι έφυγε από τη ζωή ο μπαρμπα - Μήτσος από τον Πλαταμώνα! Πριν τρεις μήνες περίπου. Αρχές Οκτωβρίου μας είπανε.
Αργήσαμε, δεν τον χαιρετήσαμε!
Τον γνωρίσαμε τυχαία μια Κυριακή που επισκεφθήκαμε τον Πλαταμώνα. Περπατούσαμε με την οικογένειά μου στην...
παραλία του χωριού. Με τα τέσσερα παιδιά μας.
Καθόταν σ ένα παγκάκι με την χαρακτηριστική τραγιάσκα του και κοιτούσε τη θάλασσα. Φώναξε το μικρότερο παιδί μας, χωρίς να μας γνωρίζει, και το ρώτησε πως το λένε, τι τάξη πηγαίνει και αν είναι καλός μαθητής. Το συμβούλεψε να ακούει τους γονείς και να σέβεται τους δασκάλους. Έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε χαρτζιλίκι να κεράσει παγωτό τα αδέλφια του.
Από τότε τον συναντούσαμε τυχαία στην παραλία. Μιλούσαμε για λίγο και κάθε φορά φεύγαμε σοφότεροι. Κάποια φορά μας πρότεινε να μας κάνει το τραπέζι. Δεχθήκαμε με χαρά και εκείνο το γεύμα μας έμεινε αξέχαστο.
Μας μιλούσε για τη ζωή που είναι δύσκολη αλλά αξίζει να παλεύεις, για την οικογένεια που πρέπει να έχει πολλά παιδιά, για την πατρίδα που πρέπει να αγαπάμε και να μην την ξεπουλάμε. "Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος" μας έλεγε.
Αν δεν είστε σίγουροι για την αλήθεια, έλεγε στα παιδιά μας, να μην μιλάτε.
Πολλές φορές επιδιώκαμε να τον συναντήσουμε και να ακούσουμε τα λόγια του, γεμάτα εμπειρία και καλοσύνη. Τα μάτια του ήταν μικρά και διαπεραστικά, το βλέμμα του πολλές φορές αυστηρό αλλά είχε καρδιά μικρού παιδιού. Ευλογημένη η οικογένειά του που τον έζησε και τον χάρηκε τόσα χρόνια!
Μας έλεγε: "έχω καιρό να στείλω χαρτζιλίκι στα παλικάρια". Παλικάρια ήταν οι Γιατροί του Κόσμου. Τους έστελνε συχνά χρήματα, σχεδόν κάθε μήνα.
Ο ίδιος ζούσε ασκητικά. Βοηθούσε, συμβούλευε, πολλές φορές ένιωθε πληγωμένος αλλά ήταν περήφανος και κιμπάρης, δεν το έβαζε κάτω.
Από τότε που τον γνωρίσαμε λέγαμε: "πάμε στον Πλαταμώνα που έχει τον Κυρ Μήτσο". Για τα παιδιά μας ήταν ο παππούς!
Ήταν Άνθρωπος!
Θα μας λείψεις μπαρμπα-Μήτσο!! Καλό Παράδεισο!
Χ.Π.