Ένα πλούσιο αφιέρωμα στους Βλάχους της Ελλάδας, τη ζωή και την καθημερινότητά τους φιλοξενεί η εφημερίδα Guardian.
Για εκατοντάδες χρόνια οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια μεταφέρουν τα ζώα σε ορεινούς βοσκότοπους για τους καλοκαιρινούς μήνες. Όμως...
ο αριθμός τους μειώνεται καθώς η επίπονη ύπαρξή τους απειλείται από το αυξανόμενο κόστος ζωής και την έλλειψη κρατικής υποστήριξης.
«Κάθε άνοιξη στους θεσσαλικούς κάμπους της κεντρικής Ελλάδας, στη σκιά των βουνών, γίνεται μια αρχαία και ιερή μετανάστευση ανθρώπων και αιγοπροβάτων» αναφέρει μεταξύ άλλων το δημοσίευμα.
Η οικογένεια προέρχεται από τους Βλάχους, νομάδες κτηνοτρόφους που υπάρχουν στην ελληνική και βαλκανική περιοχή εδώ και εκατοντάδες χρόνια και κάνουν την εποχιακή μετακίνηση των ζώων από το ένα βοσκότοπο στο άλλο.
«Κάθε άνοιξη στους θεσσαλικούς κάμπους της κεντρικής Ελλάδας, στη σκιά των βουνών, γίνεται μια αρχαία και ιερή μετανάστευση ανθρώπων και αιγοπροβάτων» αναφέρει μεταξύ άλλων το δημοσίευμα.
Η οικογένεια προέρχεται από τους Βλάχους, νομάδες κτηνοτρόφους που υπάρχουν στην ελληνική και βαλκανική περιοχή εδώ και εκατοντάδες χρόνια και κάνουν την εποχιακή μετακίνηση των ζώων από το ένα βοσκότοπο στο άλλο.
Αυτή η νομαδική και ιστορική ύπαρξη, ωστόσο, κινδυνεύει, καθώς αγρότες και κτηνοτρόφοι χρειάζονται απεγνωσμένα περισσότερη κρατική υποστήριξη, ενώ απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις για την αναβάθμιση των ορεινών δρόμων που χρησιμοποιούν για τη μεταφορά του γάλακτος.
Το 1925 υπήρχαν περίπου 13.700 οικογένειες κτηνοτρόφων (σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε από έναν γεωργικό επιθεωρητή εκείνης της χρονιάς), τώρα σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, υπάρχουν μόνο λίγο περισσότερα από 3.000 κοπάδια και ένας μικρός αριθμός οικογενειών που τα μεταφέρουν με βάση την παράδοση της εποχικής μετακίνησης μεταξύ πεδινών και ορεινών βοσκοτόπων με τα πόδια, αναφέρει το δημοσίευμα.
Παρά τις αυξανόμενες δυσκολίες και τη συρρίκνωση της κοινότητας, ο Κώστας Παπασταύρου που επικαλείται η εφημερίδα δεν μπορεί να φανταστεί άλλη ζωή. «Δεν είναι εύκολο για μένα και την οικογένειά μου να χωρίσουμε από το κοπάδι μας: οι κατσίκες είναι μέρος της ζωής μας, μέρος της οικογένειάς μας», λέει. «Κοιμόμαστε δίπλα τους και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα». Αλλά χωρίς κυβερνητική παρέμβαση δεν φαντάζεται πώς θα μπορούσε ο γιος του να ακολουθήσει τα βήματά του.
Ο Κώστας είναι επίσης πολύ περήφανος για την πλούσια ιστορία των Βλάχων, συμμετέχοντας στους χορούς, τη μουσική και τα πανηγύρια που γίνονται στα ορεινά χωριά, καθώς και στους παραδοσιακούς γάμους και βαπτίσεις. «Οι Βλάχοι ήταν πάντα φιλόξενοι και γενναιόδωροι», λέει, και είναι αποφασισμένος να παραδώσει αυτό το πνεύμα στα παιδιά του.
Η γνώση, η κατανόηση και η βαθιά αγάπη για τη γη που περνάει από γενιά σε γενιά είναι κάτι που μπορεί τελικά να τελειώσει μαζί του, αν δεν γίνει τίποτα για να σωθεί ένας βιοπορισμός που υπάρχει εδώ και αιώνες στα βουνά και τις πεδιάδες της Ελλάδας. «Δεν ξέρω αν θα διατηρηθεί μετά τη γενιά μας», λέει ο Κώστας. «Μάλλον είμαστε οι τελευταίοι».
Το 1925 υπήρχαν περίπου 13.700 οικογένειες κτηνοτρόφων (σύμφωνα με μια μελέτη που έγινε από έναν γεωργικό επιθεωρητή εκείνης της χρονιάς), τώρα σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, υπάρχουν μόνο λίγο περισσότερα από 3.000 κοπάδια και ένας μικρός αριθμός οικογενειών που τα μεταφέρουν με βάση την παράδοση της εποχικής μετακίνησης μεταξύ πεδινών και ορεινών βοσκοτόπων με τα πόδια, αναφέρει το δημοσίευμα.
Παρά τις αυξανόμενες δυσκολίες και τη συρρίκνωση της κοινότητας, ο Κώστας Παπασταύρου που επικαλείται η εφημερίδα δεν μπορεί να φανταστεί άλλη ζωή. «Δεν είναι εύκολο για μένα και την οικογένειά μου να χωρίσουμε από το κοπάδι μας: οι κατσίκες είναι μέρος της ζωής μας, μέρος της οικογένειάς μας», λέει. «Κοιμόμαστε δίπλα τους και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα». Αλλά χωρίς κυβερνητική παρέμβαση δεν φαντάζεται πώς θα μπορούσε ο γιος του να ακολουθήσει τα βήματά του.
Ο Κώστας είναι επίσης πολύ περήφανος για την πλούσια ιστορία των Βλάχων, συμμετέχοντας στους χορούς, τη μουσική και τα πανηγύρια που γίνονται στα ορεινά χωριά, καθώς και στους παραδοσιακούς γάμους και βαπτίσεις. «Οι Βλάχοι ήταν πάντα φιλόξενοι και γενναιόδωροι», λέει, και είναι αποφασισμένος να παραδώσει αυτό το πνεύμα στα παιδιά του.
Η γνώση, η κατανόηση και η βαθιά αγάπη για τη γη που περνάει από γενιά σε γενιά είναι κάτι που μπορεί τελικά να τελειώσει μαζί του, αν δεν γίνει τίποτα για να σωθεί ένας βιοπορισμός που υπάρχει εδώ και αιώνες στα βουνά και τις πεδιάδες της Ελλάδας. «Δεν ξέρω αν θα διατηρηθεί μετά τη γενιά μας», λέει ο Κώστας. «Μάλλον είμαστε οι τελευταίοι».