Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

 Χιονοπαγίδες ...


(Του Μάρκου Μπόλαρη)

Χιόνιζε και στο μικρό κουζινάκι η ξυλόσομπα μπουμπούνιζε, το τσαγιερό άχνισε, το βουνίσιο τσάι, μαζεμένο απ' τα λιβάδια... 


 

του Μενοίκιου στα τέλη του Ιούνη, σερβιρίστηκε, λίγο μέλι, μιά καψαλισμένη φέτα με λίγο βούτυρο, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος, καλή καρδιά γιά να ζεσταίνεται ο τόπος, το χιόνι δυνάμωνε, φόρα μου λέει του σκουφί σου, τα γάντια σου, κασκόλ και πανωφόρι, πάμε στον μπαξέ, τώρα που έκλεισε ο καιρός, τώρα ... !

Το σπίτι μέχρι το ύψος το ορόφου ήταν πετρόχτιστο, στο ισόγειο ένας μικρός σταύλος, γιά δυό βόδια γιά ένα γαιδουράκι, μιά αποθήκη, ένα κρασοβάρελο, τσουβαλάκια επιμελώς τοποθετημένα, φασόλια και ρεβύθια, φακές και κουκιά, κρεμμύδια και σκόρδα, από τα ζαρζαβάτια του μπαξέ καλοκαιρινή σοδειά, ένας γαζοτενεκές λάδι, δυό κιούπια τουρσί λάχανο και άγουρες ντομάτες, ένα μικρότερο αγγειό με ελιές, οι προμήθειες ενός φτωχού μπαξεβάνη γιά τον χειμώνα, στον μπαξέ λίγα λάχανα ακόμη απόμειναν, χιονόμπαλες λές μοιάζαν, τα 'χε μαράνει η πάχνη, καιρό - καιρό τα λάχανα, καιρό τα παραπούλια, λέει θυμόσοφα ο λαός, λίγα ξέμειναν και τα κουνουπίδια, τα πράσσα πρασινοκίτρινα και το σπανάκι, και ο όροφος της μικρής οικίας καμωμένος από τσατμά, ευτελής κατασκευή με πλέγματα ξύλου, με πηλό αναμειγμένο με τρίχα κατσικίσια, πηλό που γεμίζει τα κενά των ξύλινων πλεγμάτων, σοβά μέσα κι έξω που καλύπτει τις ατέλειες, ελαφρές κατασκευές μα υγιεινές, ανθρώπινες, αντισεισμικές, δημιουργούν χώρους δροσερούς το θέρος, ζεστούς το χειμώνα, ένα σαλονάκι, δυό κρεβατοκάμαρες κι ένα κουζινάκι, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος, καλή καρδιά, ένα χαμόγελο να ζεσταίνει ο τόπος, πλούσιος λένε οι παλιοί δεν είναι αυτός που έχει πολλά αλλ' αυτός που δεν χρειάζεται τίποτε, μάστορης ο κυρ Γιώργος, μάστορης ξυλουργός, 'πιδέξιος επιπλοποιός, περιζήτητος μιά φορά κι ένα καιρό, μα τώρα στα δύσκολα βρέθηκε, ο αδερφός του είχε υποχωρήσει τον καιρό του εμφυλίου με τις μονάδες του ηττημένου Δημοκρατικού Στρατού στην Βουλγαρία, στα δύσκολα μετά τον εμφύλιο βρέθηκε, ποιός να αναθέσει δουλειά , να του φιλοτεχνήσει μιά τραπεζαρία, μιά κρυσταλιέρα, ένα μπουφέ, ποιός ν' αναθέσει σ' ένα μάστορη που ο αδερφός του είναι στο παραπέτασμα, άντε να ζήσεις οικογένεια και να αναθρέψεις παιδιά όταν σε κυνηγάει στο καταπόδι η Ασφάλεια, ρωτούσα κι εγώ, τι είναι μαστροΓιώργο το παραπέτασμα, θα σου πώ μου έλεγε, αλλά κάθε φορά το ανέβαλλε και δεν μου έλεγε, δεν είχε σημασία που τούτος ο ομορφάντρας, άντρακλας στο ένα ενενήντα έβγαζε ζουμί άμα έσφιγγε στις χέρες του την πέτρα, είχε πολεμήσει στα οχυρά του Μπέλλες αποκρούωντας τις γερμανικές ναζιστικές φάλαγγες, δεν είχε σημασία που είχε πολεμήσει στα οχυρά ενώ τα στούκας έκαιγαν βομβαρδίζοντας το βουνό, ποιός από τους αστούς να αναθέσει εργασία στον καλύτερο επιπλοποιό της πόλης αφού ο αδερφόςτου είχε περάσει στο παραπέτασμα, δεν παραπονέθηκε ποτές του, το χιόνι δυνάμωνε, είχα φορέσει το ομορφοπλεγμένο σκουφί μου, γάντια, κασκόλ, πανωφόρι και τον ακολούθησα στην κήπο, όπου η αγαπημένη του σκυλίτσα , η άσπρη με κανελλί και καφεδιές βούλες στο δέρμα της, η έξυπνη Σπίθα, κυνηγόσκυλο, λαγόσκυλο που το ζήλευαν οι άλλοι αβτζήδες της γειτονιάς μας στο Αραμπατζή μαχαλά, πίσω από το Τζιντζιρλί Τζαμί, το κυνήγι, λαγός γή περδίκι, δεν έλειπε τις 'πίσημες μέρες από το τραπέζι του, και μου έδειξε πώς στήνουν, μέσα στο χιονιά που μαίνεται, τις παγίδες γιά να πιάσουν τις καρδερίνες και τους σπίνους, στα γρήγορα καταμεσής του κήπου έστησε ένα κλουβί, ένα ξυλαράκι κρατούσε στον αέρα την μιά του πλευρά ώστε να επιτρέπει σ' ένα πουλάκι να κινηθεί και να χωρέσει κάτω από το κλουβί γιά να τσιμπολογήσει τους σπόρους του σταριού, που σκόρπισε κάτω από το κλουβί κι όταν η καρδερίνα τρύπωνε από κάτω, τότε, κρυμμένος αυτός και πίσω του εγώ, πίσω είμαστε από την αρχαία μουριά της αυλής, αυτής που σκίαζε το καλοκαίρι όλο τον τόπο , μα τώρα απλωμένα σε στάση δέησης τα κλαριά της, χιονισμένα, εικόνα έκστασης ζωγραφίζουν, δίπλα στο δροσερό πηγάδι της αυλής, και τότε τραβούσε τον σπάγγο με τον οποίο ήταν δεμένο το ελαφρύ ξυλαράκι, κι αυτό υποχωρούσε, το κλουβί έπεφτε κι απέκλειε την έξοδο της πεινασμένης καρδερίνας ή του ξεπαγιασμένου κοκκινολαίμη κάτω απ' το κλουβί , κι ένα-ένα τα ωδικά πτερωτά πλούτιζαν την συλλογή του μερακλή μαστρο Γιώργου, πτερωτά που ανταγωνιζόντουσαν καλλικέλαδα να ωραίζουν την γειτονιά, μαζέψαμε τα χιονισμένα σύνεργα και σπεύσαμε γιά το σπίτι , κοκκινισμένη η μύτη, κάτασπρο απ' τις χιονονιφάδες το σκουφί μου, παραμονές του Άγιου Χαραλάμπη, κάτασπρος μακρυγένης χιονάτος κι αυτός ο γέρο μικρασιάτης, οι λαχανοντολμάδες είχαν ευωδιάσει, το μεσημεριανό ήταν έτοιμο, πλούσιος τω όντι ο εν ολίγω αναπαυόμενος , κι ένας χιονιάς ακάθεκτος επιμελούνταν να ομορφαίνει τον τόπο, μέσα η ξυλομασίνα μπουμπούνιζε, η Ασφάλεια περίφροντις νοιάζονταν γιά την Εθνική καθαρότητα, οι αστοί απέφευγαν τον μπελά που θα τους δημιουργούσε μιά άστοχη παραγγελία στον επιπλοποιό, κι οι δικοί μου, συνοδοιπόροι, πεισματάρηδες, νησιώτες, βενιζελικοί , την φιλία τιμούσαν, μ' ένα ποτήρι μπρούσκο κρασί συνόδευσαν τους λαχανοντολμάδες με αυγολέμονο! 


Κι ο χιονιάς αγρίευε ...

κι ο τόπος χιονοστολίζονταν.

Στην υγειά σας !