ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΗΝΑ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ
Η κραυγή «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!» ακούγονταν από τους μουσουλμάνους της Τουρκίας και Συρίας...
κάθε φορά που ανασύρονταν ζωντανοί συνάνθρωποι μας από τα συντρίμμια των πρόσφατων καταστρεπτικών σεισμών. Οι εκ θαύματος δασωθέντες ήταν ελάχιστοι σχετικά με τις χιλιάδες εκείνων που βρήκαν φρικτό θάνατο κάτω από τις τσιμεντένιες πλάκες των καταρρευσάντων κτιρίων. Κατά την ανάρσυση των νεκρών επικρατούσε θρήνος ,καθώς ο Αλλάχ δεν έκανε για αυτούς το θαύμα του. Κάποιοι μάλιστα θα ήταν εξοργισμένοι εναντίον του.
Το ίδιο πάντως συμβαίνει και με τους πιστούς των άλλων μεγάλων θρησκειών, όπως του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι στις δύσκολες καταστάσεις πολέμων, ασθενειών ή φυσικών καταστροφών εναποθέτουν τις ελπίδες επιβιώσεως των στον δικό τους Θεό. «Έχει ο Θεός!», «Ο Θεός είναι μεγάλος!» αναφωνούν οι δεινοπαθούντες πιστοί, ψέλνοντας το «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών»[Ψαλ.76]
Ο Θεός κατά την χριστιανική διδασκαλία είναι παντοδύναμος, πανάγαθος, πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Πως συμβιβάζονται όμως οι ιδιότητες αυτές του Θεού, ο οποίος «τα πάντα εν σοφία εποίησεν» με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο; Είναι το αναπάντητο ερώτημα του φιλοσοφικού και θεολογικού προβλήματος της θεοδικίας[Leibniz]. Γιατί ο Θεός σιωπά μπρός στους φονικούς τυφώνες, τους ισοπεδωτικούς σεισμούς και αιματηρούς πολέμους, που αφανίζουν εν ριπή οφθαλμού εκατομμύρια αθώων πλασμάτων του; Οι συνήθεις απαντήσεις ,που όμως δεν ικανοποιούν τους πολλούς των πονεμένων, είναι: «Άγνωστοι [ανεξιχνίαστοι] αι βουλαί [τα σχέδια] του Υψίστου», ή ότι «πρόκειται για δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός προς βελτίωση του ανθρώπου» .
Στην τραγικότητα του αβάστακτου ψυχικού πόνου ο άνθρωπος απογοητεύεται και διερωτάται: Άραγε υπάρχει Θεός ή «απέθανε», όπως διακήρυξε ο Νίτσε; Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Χριστός που επισφράγισε τη διδασκαλία Του με τον Σταυρικό του θάνατο: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε,αλλά θαρσείτε εγώ νενίκητα τον κόσμον» [Ιω16.13]. Η ενδυνάμωση της πίστης , η υπομονή, η προσευχή και η ελπίδα στον παθόντα και αναστάντα Χριστό είναι το μόνο βάλσαμο που μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο και την θλίψη που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος.
Το ίδιο πάντως συμβαίνει και με τους πιστούς των άλλων μεγάλων θρησκειών, όπως του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού, οι οποίοι στις δύσκολες καταστάσεις πολέμων, ασθενειών ή φυσικών καταστροφών εναποθέτουν τις ελπίδες επιβιώσεως των στον δικό τους Θεό. «Έχει ο Θεός!», «Ο Θεός είναι μεγάλος!» αναφωνούν οι δεινοπαθούντες πιστοί, ψέλνοντας το «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών»[Ψαλ.76]
Ο Θεός κατά την χριστιανική διδασκαλία είναι παντοδύναμος, πανάγαθος, πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Πως συμβιβάζονται όμως οι ιδιότητες αυτές του Θεού, ο οποίος «τα πάντα εν σοφία εποίησεν» με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο; Είναι το αναπάντητο ερώτημα του φιλοσοφικού και θεολογικού προβλήματος της θεοδικίας[Leibniz]. Γιατί ο Θεός σιωπά μπρός στους φονικούς τυφώνες, τους ισοπεδωτικούς σεισμούς και αιματηρούς πολέμους, που αφανίζουν εν ριπή οφθαλμού εκατομμύρια αθώων πλασμάτων του; Οι συνήθεις απαντήσεις ,που όμως δεν ικανοποιούν τους πολλούς των πονεμένων, είναι: «Άγνωστοι [ανεξιχνίαστοι] αι βουλαί [τα σχέδια] του Υψίστου», ή ότι «πρόκειται για δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός προς βελτίωση του ανθρώπου» .
Στην τραγικότητα του αβάστακτου ψυχικού πόνου ο άνθρωπος απογοητεύεται και διερωτάται: Άραγε υπάρχει Θεός ή «απέθανε», όπως διακήρυξε ο Νίτσε; Την απάντηση δίνει ο ίδιος ο Χριστός που επισφράγισε τη διδασκαλία Του με τον Σταυρικό του θάνατο: «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε,αλλά θαρσείτε εγώ νενίκητα τον κόσμον» [Ιω16.13]. Η ενδυνάμωση της πίστης , η υπομονή, η προσευχή και η ελπίδα στον παθόντα και αναστάντα Χριστό είναι το μόνο βάλσαμο που μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο και την θλίψη που βιώνει ο σημερινός άνθρωπος.