Ο ήλιος ακόμα δεν έχει καλοβγεί, όταν τον φέρνουν. Στρατιώτες μπροστά να κοιτάνε με υποψία τα στενώματα, άλλοι στρατιώτες μ’ έφ’ όπλου λόγχη, αξιωματικοί να δίνουν τον τόνο στο βάδισμα κι ο κύκλος άδειος, και μέσα στον κύκλο ο καπετάνιος. Δύο δεσμοφύλακες, θεριά ως εκεί πάνω, τον κρατούν από τους ώμους και τον σπρώχνουν. Πίσω πάλι, όλη θαρρείς η Τουρκία να συνοδεύει τον Έναν…
Ο Κώττας περπατάει με μεγάλες δρασκελιές. Τα σχισμένα, ματωμένα χείλια του χαμογελούν. Τι τον νοιάζει τώρα εκείνον για τις διαταγές που δίνονται, τι τον νοιάζει για το σκοινί που βάζουν στο λαιμό του; Ποιος ακούει τον εισαγγελέα που διαβάζει την καταδικαστική απόφαση, ποιόν ρωτάνε: «Έχεις τίποτα να πεις;»
Τούτη την ώρα ο Κώττας χαϊδεύει τα κεφάλια των παιδιών του, μπαίνει στο σπίτι του, παίρνει την Ζωή στην αγκαλιά του, χορεύει μαζί της, βγαίνει στο χαγιάτι, βλέπει απέναντι στο Πράσινο, ακούει το ποτάμι, καμαρώνει τα κάστανα που έχουν σχεδόν γίνει μέσα στο καύκαλό τους, κουνάει το χέρι στους συντοπίτες του, πηγαίνει στο Ανταρκτικό κρατώντας στην χούφτα του ένα νόμισμα. Βρίσκει εκεί τον Βασίλη, τον Παπαδημήτρη, όλα τα παλικάρια του και ανεβαίνουν μαζί ως τις λίμνες. Οι καλαμιές τρεμουλιάζουν, το νερό είναι φουσκωμένο, ο Αγιος Αχίλλειος αντιστέκεται έρημος, μοναχός στο τόσο νερό. «Ματοβαμμένες λίμνες μου», ψελλίζει κι είναι όλος ευτυχία που τις αντίκρισε πάλι.
Λοιπόν καπετάνιο, θες τίποτα; Ανυπόμονη είναι η φωνή.
Τότε συνέρχεται ο Κώττας. Τα μάτια του αστράφτουν στ’ αυγινό φως κι οι πληγές του τώρα, θαρρείς και χάθηκαν. Κι η φωνή του που την ξέραν τα φαράγγια των Κορεστίων και οι Πρέσπες, βουερή σαν όλους μαζί τους αγέρηδες να’ χε μέσα της τάραξε το κοιμισμένο Μοναστήρι.
-ΝΤΑ ΖΙΒΙ ΓΚΕΡΤΣΙΑ! (Ζήτω η Ελλάδα), φωνάζει ο Μακεδονομάχος στην ντοπιολαλιά!
Και δίνει ένα σάλτο το λιοντάρι, κλοτσάει το σκαμνί που πάταγε, τρεμοπαίζει τρομαγμένο το σκοινί, τσιτώνεται το σκοινί, μπαίνει βαθιά στην στεγνή σάρκα το σκοινί, το κορμί ταλαντεύεται βίαια, το βάρος μεγαλώνει, κρατάει για λίγο το κόκαλο στον τράχηλο, δεν αντέχει άλλο το κόκαλο, ανατριχιαστικά σπάει, τα μάτια βγαλμένα άπ’ τις κόγχες τους, αγριεμένα, κοιτούν ακόμη προς τις λατρευτές λίμνες. Ο αγέρας, που για μια στιγμή σταμάτησε, θέλησε να νανουρίσει το παλικάρι. Αλαφρά, μη το ξυπνήσει, το λίκνισε. Κι ο ήλιος ήρθε τρυφερά και τον ασπάστηκε στο στόμα.
Έτσι ξεψύχησε ο λεβέντης Καπετάν Κώττας, αυτός που, εδώ ψηλά στα Κορέστια, από τις Πρέσπες ως την Αλμωπία, έγινε εικόνισμα πλάι στην Παναγιά και γι’ αυτόν ανάβει το καντήλι η Μακεδονία, αυτόν στον οποίο υποκλίνεται ο Μακεδονικός Ελληνισμός.
πηγή: Ελλήνων Μνήμες