Επί 8 ολόκληρους μήνες ο 40χρονος εκλιπαρούσε να βρεθεί ο δολοφόνος του πατέρα του μέσα από την εκπομπή του MEGA. Τώρα, ο ίδιος άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ποινική δίωξη για την ανθρωποκτονία του 75χρονου πατέρα του, από πρόθεση και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Το χρονικό
Στις 14 Ιουνίου, ο άτυχος λιμενεργάτης εντοπίζεται από τον γιο του νεκρός στο πάτωμα, δεμένος πισθάγκωνα με κορδόνια, ενώ στον λαιμό του είχε θηλιά από χοντρό σκοινί. Ειδοποιεί την αστυνομία και ζητά τη βοήθεια της Αγγελικής Νικολούλη για να βρεθεί ο δολοφόνος.
Ωστόσο, μήνες μετά, υλικό από κάμερες ασφαλείας αλλά και η άρση που έγινε στο κινητό του τηλέφωνο, φαίνεται ότι ήταν τα στοιχεία που τον «έκαψαν».
Από την πρώτη στιγμή μάλιστα που αποκαλύφθηκε το άγριο έγκλημα, ο 40χρονος κατηγορούσε τις Αρχές για ολιγωρία.
Οι έρευνες των αστυνομικών της Ασφάλειας Ρόδου φαίνεται πως έχουν καταλήξει στο συμπέρασμά ότι ο 40χρονος έπαιζε θέατρο, κατάφερε να «σκηνοθετήσει» με λεπτομέρειες την πράξη του, να συγκαλύψει στοιχεία σε βάρος του και να παραπλανήσει συγγενείς και φίλους.
Οι Αρχές εκτιμούν ότι το κίνητρο της δολοφονίας ήταν οικονομικό και ότι ο γιος φέρεται να σκότωσε τον πατέρα του, όταν εκείνος αρνήθηκε να του δώσει χρήματα που είχε στο σπίτι, χρήματα τα οποία μετά το άγριο έγκλημα δεν εντοπίστηκαν ποτέ.
Έτσι, σε βάρος του Βαγγέλη Κουλιανού ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση του 75χρονου πατέρα του Γιώργου Καρυώτη τον περασμένο Ιούνιο στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου.
«Με κατηγόρησαν για χίλια δυο πράγματα»
Επιμένοντας στην αθωότητά του και στην ολιγωρία των Αρχών στη Ρόδο, ο 40χρονος μίλησε αποκλειστικά στο MEGA.
«Όταν βρήκα τον πατέρα μου στις 14 Ιουνίου, είχα σταματήσει έξω από το σπίτι. Ακριβώς στη μεσοτοιχία που βρισκόμαστε, μένει κάποια … γειτόνισσά μας. Εκείνη την στιγμή ήταν μαζί με τον … και με φώναξε η κοπέλα αυτή για να πάω να πάρω κάποιο πριόνι, μου ζήτησε ένα πριόνι από τον πατέρα μου, να πάω στη μεσοτοιχία για να κόψω κάποιο δέντρο επειδή έμπαιναν τα μυγάκια της κοπέλας μέσα.
»Σήμερα με κάλεσαν από την ασφάλεια (…) και κατέβηκα μαζί με την αδερφή μου στο αστυνομικό τμήμα και μας έδωσε κάποιο χαρτί.
»Με κήρυξαν ποινικά διώξιμα, ότι εγώ έκανα δηλαδή το έγκλημα. Στις 14 Ιουνίου ξεκίνησε το μαρτύριό μου εμένα, με κατηγόρησαν ότι σκότωσα τον πατέρα μου», είπε εμφανώς συγκινημένος.
«Με κατηγόρησαν για χίλια δυο πράγματα. Ασκήθηκε ποινική δίωξη αλλά δεν τους άρεσαν αυτά που τους έλεγα εγώ. Για να σας δώσω μια πλήρη εικόνα πώς με κατηγόρησαν εμένα, με κατηγόρησαν ότι 12 Ιουνίου και 14 που βρήκα τον πατέρα μου νεκρό, με πιάνει η κάμερα που έμπαινα από τον Άη Γιάννη μέσα. Στις 13 Ιουνίου, δε με πιάνει καθόλου η κάμερα, που είχα μπει μέσα στον πατέρα μου και η ώρα ήταν γύρω στις 15.00 με 15.30 και είχα κάτσει μέχρι τις 17.30.
»Ήταν ζωντανός και μάλιστα το είχα αράξει το μηχανάκι μου έξω από το σπίτι, εκεί στην αυλή, μπαίνω μέσα, φώναζα μπαμπά, βγήκε έξω, φορούσε τις πυτζαμούλες του, μου έκανε με το χέρι ‘έλα μέσα’, μπήκα μέσα, μου έβαλε μια πορτοκαλάδα ήπια και καθόμασταν και συζητούσαμε για χίλια δυο πράγματα (…) και με κατηγόρησαν οι κύριοι ότι καθόμουν και μιλούσα με τον νεκρό τρεις ώρες. Τα σχεδίασες όλα τέλεια για να μη σε βρούμε τόσο καιρό. Εγώ; Εγώ ήμουν αυτός που έβγαινα στην Αγγελική Νικολούλη και έλεγα για το θέμα μου.
»Τώρα, βρίσκομαι αυτήν την στιγμή, σε πλεκτάνη. Οι συγκεκριμένοι τρεις αστυνομικοί προσπαθούν εις βάρος μου γιατί δεν έχουν βρει κάτι χειροπιαστό. Εγώ είχα; Πει ότι έχασαν πολύτιμο χρόνο και δε με άκουγε κανένας. Ασχολιόντουσαν μόνο με εμένα, γιατί ασχολήθηκαν με εμένα; Τους έδωσα πάρα πολλά στοιχεία που δεν τα αξιοποίησαν. Τους έδωσα κάποιες υποψίες που είχα στο μυαλό μου για κάποια άτομα».