Ο δεύτερος σταθμάρχης της Λάρισας Γιώργος Ζήντρος μιλά στα «ΝΕΑ» για το μοιραίο βράδυ που πέρασε με τον συλληφθέντα, τα λάθη που έγιναν και τους φίλους που έχασε.
Στις 4 τα ξημερώματα της Τετάρτης 1 Μαρτίου αστυνομικοί έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας και ζήτησαν από τον σταθμάρχη που εκτελούσε τη βάρδια να τους ακολουθήσει. «Δεν του πέρασαν χειροπέδες. Του είπαν μόνο ότι πρέπει να πάει μαζί τους στο τμήμα για κατάθεση». Ο δεύτερος σταθμάρχης της Λάρισας Γιώργος Ζήντρος πέρασε όλο το μοιραίο βράδυ με τον συλληφθέντα. Από την ώρα που η αμαξοστοιχία INTERCITY 62 αναχώρησε γεμάτη από τη Λάρισα μέχρι τη στιγμή της σύλληψης.
«Για πέντε ώρες μετά το συμβάν δεν είπε τίποτα. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο χωρίς να μιλάει. Ηταν σοκαρισμένος. Τα είχε χαμένα. Νομίζω πως δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, ούτε τι θα ακολουθούσε» περιγράφει στα «ΝΕΑ» και συνεχίζει: «Ούτε εγώ μίλησα. Κανένας δεν του μίλησε. Τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν λόγια. Τι να του έλεγα; Εγώ, όμως, είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή τι θα ακολουθούσε…».
Ο Γιώργος είναι 30 χρόνια στη δουλειά, έχει δει χιλιάδες τρένα να περνούν, το λάθος, όμως, όπως λέει, γίνεται μία φορά. «Κάπου μετά τα μεσάνυχτα, όταν είδαμε στην τηλεόραση να βγαίνουν από τα βαγόνια οι πρώτοι νεκροί, ο συνάδελφός μου μονολόγησε χαμηλόφωνα “Τι έκανα τώρα”. Πρέπει να ήταν η μοναδική φράση που ψέλλισε όλη τη νύχτα. Πρέπει να ήταν η στιγμή που άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί».
«Συνωμότησε το σύμπαν»
«Εκείνο το βράδυ όλο το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει το κακό. Ο σταθμάρχης ξέχασε να γυρίσει το κλειδί. Το ξέχασε! Εκανε λάθος. Επρεπε να έχει το κλειδί ευθεία και το είχε διαγώνια. Το κλειδί είναι ηλεκτρονικό, αλλά δεν γυρίζει μόνο του, χρειάζεται ανθρώπινο χέρι. Εκανε, λοιπόν, ο σταθμάρχης το λάθος και δεν το διόρθωσε κανένας. Ο συγχωρεμένος ο Γιώργος, ο μηχανοδηγός, δεν αναρωτήθηκε “γιατί πάμε ανάποδα”, οι ελεγκτές δεν αναρωτήθηκαν “γιατί το τρένο πηγαίνει ανάποδα”. Δεν είχαν καμία υποχρέωση και καμία ευθύνη… Αν κάποιος είχε αναρωτηθεί γιατί το τρένο πηγαίνει ανάποδα, το λάθος θα είχε διορθωθεί, θα είχε γυρίσει πίσω. Ακόμα και ο κλειδούχος – που επίσης δεν έχει καμία ευθύνη – αν ήταν δίπλα του θα μπορούσε να τον διορθώσει. Ο κλειδούχος είναι ο βοηθός του σταθμάρχη που γυρίζει τις αιχμές όταν αυτές δεν δουλεύουν ηλεκτρονικά, δένει τα βαγόνια, κάνει τις εξωτερικές δουλειές» διευκρινίζει ο έμπειρος σταθμάρχης.
Ηταν παλιά αχθοφόρος
«Για πέντε ώρες μετά το συμβάν δεν είπε τίποτα. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο χωρίς να μιλάει. Ηταν σοκαρισμένος. Τα είχε χαμένα. Νομίζω πως δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, ούτε τι θα ακολουθούσε» περιγράφει στα «ΝΕΑ» και συνεχίζει: «Ούτε εγώ μίλησα. Κανένας δεν του μίλησε. Τέτοιες στιγμές δεν υπάρχουν λόγια. Τι να του έλεγα; Εγώ, όμως, είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή τι θα ακολουθούσε…».
Ο Γιώργος είναι 30 χρόνια στη δουλειά, έχει δει χιλιάδες τρένα να περνούν, το λάθος, όμως, όπως λέει, γίνεται μία φορά. «Κάπου μετά τα μεσάνυχτα, όταν είδαμε στην τηλεόραση να βγαίνουν από τα βαγόνια οι πρώτοι νεκροί, ο συνάδελφός μου μονολόγησε χαμηλόφωνα “Τι έκανα τώρα”. Πρέπει να ήταν η μοναδική φράση που ψέλλισε όλη τη νύχτα. Πρέπει να ήταν η στιγμή που άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί».
«Συνωμότησε το σύμπαν»
«Εκείνο το βράδυ όλο το σύμπαν συνωμότησε για να γίνει το κακό. Ο σταθμάρχης ξέχασε να γυρίσει το κλειδί. Το ξέχασε! Εκανε λάθος. Επρεπε να έχει το κλειδί ευθεία και το είχε διαγώνια. Το κλειδί είναι ηλεκτρονικό, αλλά δεν γυρίζει μόνο του, χρειάζεται ανθρώπινο χέρι. Εκανε, λοιπόν, ο σταθμάρχης το λάθος και δεν το διόρθωσε κανένας. Ο συγχωρεμένος ο Γιώργος, ο μηχανοδηγός, δεν αναρωτήθηκε “γιατί πάμε ανάποδα”, οι ελεγκτές δεν αναρωτήθηκαν “γιατί το τρένο πηγαίνει ανάποδα”. Δεν είχαν καμία υποχρέωση και καμία ευθύνη… Αν κάποιος είχε αναρωτηθεί γιατί το τρένο πηγαίνει ανάποδα, το λάθος θα είχε διορθωθεί, θα είχε γυρίσει πίσω. Ακόμα και ο κλειδούχος – που επίσης δεν έχει καμία ευθύνη – αν ήταν δίπλα του θα μπορούσε να τον διορθώσει. Ο κλειδούχος είναι ο βοηθός του σταθμάρχη που γυρίζει τις αιχμές όταν αυτές δεν δουλεύουν ηλεκτρονικά, δένει τα βαγόνια, κάνει τις εξωτερικές δουλειές» διευκρινίζει ο έμπειρος σταθμάρχης.
Ηταν παλιά αχθοφόρος
«Ο Βασίλης (σ.σ. ο σταθμάρχης που συνελήφθη) μπορεί να ήταν 60 ετών, ήταν όμως καινούργιος σταθμάρχης» λέει ο Γιώργος προσθέτοντας πως είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση κατόπιν επίταξης. «Ηταν παλιά αχθοφόρος, κουβαλούσε αποσκευές και τις φόρτωνε στα τρένα. Το 2010 πήγε στο υπουργείο Παιδείας ως διοικητικός και επέστρεψε στον ΟΣΕ πριν από περίπου έναν χρόνο ως σταθμάρχης. Εκανε έξι μήνες εκπαίδευση, τρεις μήνες θεωρία και τρεις μήνες πρακτική. Παρά την ηλικία του, είχε όρεξη να μάθει και ήταν προσεκτικός. Ηταν καλός άνθρωπος, οικογενειάρχης. Η γυναίκα του είναι δασκάλα, έχει και μια κόρη» σημειώνει ο άνθρωπος που πέρασε μαζί του το βράδυ της τραγωδίας.
Από εκείνο το βράδυ, παραδέχεται ο Γιώργος, φοβάται να ανοίξει την τηλεόρασλη του. Στη μοιραία σύγκρουση έχασε και δικούς του ανθρώπους – πέντε μηχανοδηγούς και πέντε ελεγκτές, όλοι τους έμπειροι στη δουλειά. Ενας εξ αυτών, μάλιστα, ήταν έτοιμος να βγει στη σύνταξη το αμέσως επόμενο διάστημα. «Ο Γιώργος ο Κουτσούμπας ήταν οδηγός “κάτσε καλά”. Επαγγελματίας από τους λίγους. Θα έβγαινε στη σύνταξη ο άνθρωπος. Πολύ σοβαρός μηχανοδηγός και φίλος πολλά χρόνια. Μου κάνει εντύπωση που αυτός ο άνθρωπος δεν αντέδρασε, δεν αναρωτήθηκε “γιατί πάμε ανάποδα”».
Μεταξύ των δημοσιευμάτων και των τηλεοπτικών μεταδόσεων, σπεύδει να διευκρινίσει, πολλά πράγματα δεν μεταφέρονται ακριβώς όπως είναι. «Πολλά από όσα άκουσα έχουν ειπωθεί μετά το συμβάν ή δεν έχουν καταγραφεί. Για παράδειγμα, δεν επιβεβαιώνεται να έχει ειπωθεί η περιβόητη φράση “Πάμε και όπου βγει”, ενώ οι τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν ο σταθμάρχης και ο μηχανοδηγός, όπως προκύπτει από το καταγραφικό, ήταν “Γεια σου Βασίλη, καλό βράδυ”».
Μη καταγεγραμμένοι επιβάτες
Ο Γιώργος μετά το τραγικό δυστύχημα διστάζει να επιστρέψει στα καθήκοντά του. «Εάν φοβόμαστε εμείς, φανταστείτε πώς θα νιώθουν οι νεότεροι συνάδελφοι» λέει, γνωρίζοντας καλά ότι για ένα διάστημα και οι επιβάτες θα αποφεύγουν το ταξίδι με το τρένο εξαιτίας του συλλογικού σοκ. «Αν η σύγκρουση γινόταν μέσα στο τούνελ, δεν θα είχε γλιτώσει κανένας» σκέφτεται, ενώ εικάζει ότι πολλοί είναι και οι μη καταγεγραμμένοι επιβάτες, αφού, μετά τις 10 το βράδυ, όταν τα εκδοτήρια κλείνουν, πολλοί επιβάτες μπαίνουν στο τρένο χωρίς εισιτήρια και περιμένουν τον ελεγκτή για να τους κόψει αυτός. «Εκείνο το βράδυ, για παράδειγμα, από τα Παλαιοφάρσαλα είχαν επιβιβαστεί το βράδυ αρκετοί επιβάτες» θυμάται.
Καταλήγοντας, λέει ότι το μυαλό του πηγαίνει συχνά στον συνάδελφό του. Την επομένη του δυστυχήματος, εξάλλου, επιχείρησε να τον δει στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατείται μαζί με άλλους συναδέλφους του. Οι φρουροί, ωστόσο, δεν τους το επέτρεψαν.
Από εκείνο το βράδυ, παραδέχεται ο Γιώργος, φοβάται να ανοίξει την τηλεόρασλη του. Στη μοιραία σύγκρουση έχασε και δικούς του ανθρώπους – πέντε μηχανοδηγούς και πέντε ελεγκτές, όλοι τους έμπειροι στη δουλειά. Ενας εξ αυτών, μάλιστα, ήταν έτοιμος να βγει στη σύνταξη το αμέσως επόμενο διάστημα. «Ο Γιώργος ο Κουτσούμπας ήταν οδηγός “κάτσε καλά”. Επαγγελματίας από τους λίγους. Θα έβγαινε στη σύνταξη ο άνθρωπος. Πολύ σοβαρός μηχανοδηγός και φίλος πολλά χρόνια. Μου κάνει εντύπωση που αυτός ο άνθρωπος δεν αντέδρασε, δεν αναρωτήθηκε “γιατί πάμε ανάποδα”».
Μεταξύ των δημοσιευμάτων και των τηλεοπτικών μεταδόσεων, σπεύδει να διευκρινίσει, πολλά πράγματα δεν μεταφέρονται ακριβώς όπως είναι. «Πολλά από όσα άκουσα έχουν ειπωθεί μετά το συμβάν ή δεν έχουν καταγραφεί. Για παράδειγμα, δεν επιβεβαιώνεται να έχει ειπωθεί η περιβόητη φράση “Πάμε και όπου βγει”, ενώ οι τελευταίες κουβέντες που αντάλλαξαν ο σταθμάρχης και ο μηχανοδηγός, όπως προκύπτει από το καταγραφικό, ήταν “Γεια σου Βασίλη, καλό βράδυ”».
Μη καταγεγραμμένοι επιβάτες
Ο Γιώργος μετά το τραγικό δυστύχημα διστάζει να επιστρέψει στα καθήκοντά του. «Εάν φοβόμαστε εμείς, φανταστείτε πώς θα νιώθουν οι νεότεροι συνάδελφοι» λέει, γνωρίζοντας καλά ότι για ένα διάστημα και οι επιβάτες θα αποφεύγουν το ταξίδι με το τρένο εξαιτίας του συλλογικού σοκ. «Αν η σύγκρουση γινόταν μέσα στο τούνελ, δεν θα είχε γλιτώσει κανένας» σκέφτεται, ενώ εικάζει ότι πολλοί είναι και οι μη καταγεγραμμένοι επιβάτες, αφού, μετά τις 10 το βράδυ, όταν τα εκδοτήρια κλείνουν, πολλοί επιβάτες μπαίνουν στο τρένο χωρίς εισιτήρια και περιμένουν τον ελεγκτή για να τους κόψει αυτός. «Εκείνο το βράδυ, για παράδειγμα, από τα Παλαιοφάρσαλα είχαν επιβιβαστεί το βράδυ αρκετοί επιβάτες» θυμάται.
Καταλήγοντας, λέει ότι το μυαλό του πηγαίνει συχνά στον συνάδελφό του. Την επομένη του δυστυχήματος, εξάλλου, επιχείρησε να τον δει στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατείται μαζί με άλλους συναδέλφους του. Οι φρουροί, ωστόσο, δεν τους το επέτρεψαν.