Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Έλληνες πολεμιστές στους Ναπολεόντειους Πολέμους


Οι Κυνηγοί της Ανατολής ήταν ένα από τα εθελοντικά σώματα που συγκρότησε ο Ναπολέων. Ιδρυτής και ψυχή του σώματος υπήρξε ο Έλληνας συνταγματάρχης Παπάζογλου. Ο...  

 
συνταγματάρχης του Γαλλικού Στρατού Νικόλαος Παπάζογλου αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και πιο αινιγματικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.

Το πραγματικό του όνομα είναι άγνωστο. Η καταγωγή της οικογένειάς του από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας του προσέδωσε το επώνυμο Τσεσμελής. Επειδή όμως ο Νικόλαος ήταν γιος ιερέα, οι Τούρκοι τον ονόμασαν Παπάζογλου. Κάποτε ήταν γνωστός και με το όνομα Χατζηνικόλας, ενώ ο Ναπολέων τον ονόμαζε Παπαδόπουλο ή απλά Colonel Nicolas. Γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1758.

Η οικογένειά του ήταν αρκετά εύπορη και ο πατήρ Σταμάτιος Τσεσμελής ήταν και εφοπλιστής. Ο Νικόλαος άρχισε να ταξιδεύει από πολύ μικρή ηλικία. Το 1779 βρέθηκε στην Πελοπόννησο και εντάχθηκε στην υπηρεσία των Τούρκων, οι οποίοι τότε πολεμούσαν τους Τουρκαλβανούς που είχαν στασιάσει στο Μοριά. Κατόπιν ο Νικόλαος συμμετείχε στην εκστρατεία των Τούρκων κατά των Μαμελούκων της Αιγύπτου το 1785.

Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τον Μαμελούκο Οσμάν μπέη και τον φυλάκισαν στην Κωνσταντινούπολη. Στο πλοίο το οποίο μετέφερε τον Οσμάν στην Πόλη βρισκόταν και ο Νικόλαος, ο οποίος σύναψε φιλική σχέση με τον κρατούμενο, τον οποίο τελικά απελευθέρωσε μια νύχτα από τη φυλακή και, μαζί με άλλους Μαμελούκους κρατουμένους, τον έβαλε σε ένα καΐκι με το οποίο έπλευσε στην Αίγυπτο. Ως ανταμοιβή, ο Μαμελούκος κυβερνήτης της Αιγύπτου, Μουράτ μπέης, τον ονόμασε ναύαρχο και του ανέθεσε τη διοίκηση του στόλου του.

Αμέσως ο Νικόλαος προσέλαβε στην υπηρεσία του άλλους 300 Έλληνες, Αιγυπτιώτες κατά κύριο λόγο. Όλα όμως έμελλε να αλλάξουν όταν το 1798 οι Γάλλοι, υπό τον Ναπολέοντα, εισέβαλαν στην Αίγυπτο. Ο Παπάζογλου συμμετείχε, επικεφαλής στολίσκου 10 κανονιοφόρων, στην περίφημη Μάχη των Πυραμίδων. Εκεί συγκρούστηκε με το γαλλικό στολίσκο του Νείλου, υπό τον υποναύαρχο Περέ, ο οποίος διέθετε τρεις κανονιοφόρους, ένα σεμπέκι και μια γαλίοτα.

Την ώρα που ο στρατός του Ναπολέοντα διέλυε τους Μαμελούκους στην ξηρά, επί του ποταμού οι Γάλλοι έχαναν τη μάχη. Οι άντρες του Παπάζογλου εκτέλεσαν ρεσάλτο και κατέλαβαν δύο γαλλικά σκάφη. Ο Περέ όμως ενισχύθηκε με τμήματα από την ξηρά και με αντιρεσάλτο ανακατέλαβε τα πλοία του. Τελικά όμως ο γενναίος Έλληνας αναγκάστηκε να διακόψει την επαφή, μετά τη συντριβή της στρατιάς των Μαμελούκων.

Οι Αιγύπτιοι ναύτες του, όμως, επειδή πανικοβλήθηκαν μετά και την κατάληψη από τους Γάλλους των παρόχθιων πυροβολείων, πυρπόλησαν τα πλοία τους και ρίχτηκαν στον ποταμό. Ο Παπάζογλου τότε διήλθε το Νείλο και κατέφυγε στο χωριό Μπουλάκ.

Ο Ναπολέων, όμως, γνωρίζοντας τη δράση του και μαθαίνοντας ότι ένας Έλληνας ήταν ο διοικητής του αντιπάλου στολίσκου, έστειλε αγγελιαφόρο και τον κάλεσε. Του ζήτησε να αναλάβει την ηγεσία του γαλλικού στολίσκου του Νείλου, και ο Παπάζογλου δέχθηκε. Σύντομα όμως ο Ναπολέων αποφάσισε να συγκροτήσει τρεις λόχους Ελλήνων, έναν στο Κάιρο, έναν στη Δαμιέτη και έναν στη Ροζέτα.

Κάθε λόχος θα διέθετε 100 άντρες, και αποστολή του θα ήταν η ασφάλεια των γαλλικών γραμμών συγκοινωνιών. Με διαταγή του Ναπολέοντα, η διοίκηση του Λόχου Καΐρου ανατέθηκε στον Παπάζογλου. Έτσι ο Έλληνας της θάλασσας «πήρε μετάταξη» για το πεζικό.

Σύντομα πάντως ο Παπάζογλου είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω του πολλούς περισσότερους Έλληνες από τους 300 που απαιτούνταν για την επάνδρωση των λόχων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι ελληνικοί λόχοι ασφαλείας από πολύ νωρίς έδωσαν δείγματα της αξίας και του θάρρους των αντρών τους.

Ο Παπάζογλου και οι άντρες του συμμετείχαν σε πολλές συγκρούσεις κατά των Μαμελούκων και των Τούρκων (μάχη Αμπουκίρ), και διακρίθηκαν για το θάρρος και την αντοχή τους. Έτσι έπαψαν να θεωρούνται βοηθητικοί και ανέλαβαν καθήκοντα κανονικού πεζικού. Ο Ναπολέων μάλιστα προήγαγε τον Παπάζογλου σε ταγματάρχη, ο οποίος, μετά την αποχώρηση του πρώτου από την Αίγυπτο, τέθηκε υπό τις διαταγές του στρατηγού Κλεμπέρ.

Τότε όμως ξέσπασε η εξέγερση των Μαμελούκων. Ο Γαλλικός Στρατός βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως με τη βοήθεια και των Ελλήνων να επικρατήσει.

Οι τρεις ελληνικοί λόχοι πολέμησαν ηρωικά, ιδίως στη μάχη του Καΐρου. Τότε ο Κλεμπέρ αναγνώρισε την αξία τους, συγκροτώντας την Ελληνική Λεγεώνα, με διοικητή τον, συνταγματάρχη πια, Παπάζογλου.

Παράλληλα, οι Γάλλοι συγκρότησαν μια ακόμα λεγεώνα, την Κοπτική, στην οποία κατατάχτηκαν χριστιανοί Αιγύπτιοι και Αιγυπτιώτες, ακόμα και Έλληνες. Οι δύο αυτές λεγεώνες είχαν εξαρχής κοινή ιστορία, και το 1802 τελικά συγχωνεύθηκαν, σχηματίζοντας το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής.



Στο μεταξύ, η Ελληνική Λεγεώνα αριθμούσε πλέον 1.500 άντρες. Η Ειρήνη της Αμιένης, το 1802, έθεσε τέρμα στη γαλλική κατοχή της Αιγύπτου. Έτσι και τα δύο σώματα μεταφέρθηκαν στη Γαλλία, σε μεγάλο βαθμό συρρικνωμένα, αφού πολλοί άντρες δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Στη Μασσαλία έγινε η συγχώνευσή τους σε Σύνταγμα τους ενός τάγματος, με διοικητή τον Παπάζογλου και υποδιοικητή τον Γαβριήλ Σιδέριο.

Το τάγμα διέθετε ένα λόχο επίλεκτων καραμπινιέρων, ένα λόχο σκοπευτών και έξι λόχους ακροβολιστών. Αργότερα σχηματίστηκαν άλλοι δύο λόχοι. Το Σύνταγμα όμως είχε καταδικαστεί σε αδράνεια, αναλαμβάνοντας έως το 1806 καθήκοντα φρουράς στη Μασσαλία και την Τουλόν.

Μοιραία η αδράνεια οδηγούσε σε πτώση του ηθικού και σε λιποταξίες. Το 1806 πάντως οι Κυνηγοί της Ανατολής διατέθηκαν στη νεοσχηματιζόμενη Στρατιά της Δαλματίας, σκοπός της οποίας ήταν η κατάληψη της ομώνυμης περιοχής. Ενταγμένοι στη μεραρχία του στρατηγού Μολιτόρ, οι Κυνηγοί ενεπλάκησαν σε άγριες μάχες κατά των Ρώσων, των Κροατών και των Μαυροβούνιων, γύρω από τη Ραγούζα, επιχειρώντας να άρουν την πολιορκία της πόλης.

Οι Κυνηγοί αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας και κατόρθωσαν να διασπάσουν πρώτοι τις εχθρικές θέσεις, ανοίγοντας διάδρομο επικοινωνίας με την πολιορκημένη στην πόλη μεραρχία του στρατηγού Λοριστόν.

Ο Παπάζογλου δεν ήταν παρών στην επιχείρηση αυτή, καθώς είχε λάβει άδεια να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη για τη ρύθμιση προσωπικών του υποθέσεων και δεν είχε προλάβει να επιστρέψει. Ο υποδιοικητής του όμως Γαβριήλ Σιδέριος τον αντικατέστησε επάξια, κερδίζοντας μαζί με τους λοχαγούς Ν. Κυριάκο από την Ιωνία, Ιω. Χαργλοή από το Κάιρο και Ματθαίο Σαμοθράκη από την Τήνο, το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής «διά την εξαιρετική διαγωγή του γενναίου αυτού τάγματος κατά την εν Ραγούζη μάχη». Στο μεταξύ αφίχθη και ο Παπάζογλου και ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση.

Αμέσως συναντήθηκε με τον Γάλλο στρατάρχη Μαρμόν, διοικητή της Δαλματίας, και του ζήτησε να επιτρέψει τη διενέργεια στρατολογίας στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενος τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν τότε Γαλλία και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, την ίδια εποχή και στην ίδια περιοχή δρούσε και ένας άλλος Έλληνας, στην υπηρεσία όμως των Ρώσων, ο στρατηγός Εμμανουήλ Παπαδόπουλος. Αυτός είχε κατορθώσει να προσεταιριστεί τους περισσότερους Έλληνες. Ευτυχώς στις μάχες που διεξήχθησαν το 1807 γύρω από τη Ραγούζα, οι Έλληνες των δύο αντιμαχομένων στρατοπέδων δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι.

Ο Μαρμόν αποφάσισε να αποστείλει τον Παπάζογλου στα Ιωάννινα, στον Αλή Πασά, ο οποίος παρουσιαζόταν ως φίλος της Γαλλίας. Ο Παπάζογλου ήταν επικεφαλής γαλλικής εκπαιδευτικής αποστολής, που είχε ως στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού του Αλή, για την από κοινού αντιμετώπιση των Ρώσων. Ο δαιμόνιος Αλή ανέθεσε τότε στον Έλληνα την άμυνα της Πρέβεζας και τη διοίκηση των πολιορκητικών δυνάμεων της Λευκάδας.

Αυτή τη φορά ο Παπάζογλου θα έπρεπε να πολεμήσει με Έλληνες, αφού τη Λευκάδα υπεράσπιζαν οι ελληνικές δυνάμεις της Επτανήσου Πολιτείας υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Αναγνωσταρά, τον Νικοτσάρα, τους Πετμεζάδες και πολλούς άλλους.

Ευτυχώς, η Ειρήνη του Τιλσίτ, που υπέγραψε ο Ναπολέων με τον τσάρο Αλέξανδρο, απέτρεψε το ενδεχόμενο του αλληλοσκοτωμού των Ελλήνων για ξένα συμφέροντα. Μετά την υπογραφή της ειρήνης, και ο Αλή μετέβαλε την πολιτική του, αφού τώρα πια τα Επτάνησα είχαν επιδικαστεί στη Γαλλία, και δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταλάβει ο ίδιος. Ο Παπάζογλου λοιπόν αποχώρησε από τα Ιωάννινα με όλη τη γαλλική αποστολή και επέστρεψε στη Ραγούζα και την ενεργό δράση, μαχόμενος με τους Κυνηγούς του τους Δαλαματούς. Το 1809 ο Ναπολέων διέταξε τη μεταστάθμευση των Κυνηγών στην Κέρκυρα.

Κατά τη μεταφορά όμως 20 άντρες, επιβαίνοντας σε λέμβο, συνελήφθησαν από τα βρετανικά πολεμικά που περιπολούσαν στην περιοχή. Στην Κέρκυρα έγινε λόγος για συγχώνευση των αποδεκατισμένων Κυνηγών με το Σύνταγμα των Σουλιωτών και με το Επτανησιακό Τάγμα. Τελικά όμως αποφασίστηκε να μεταφερθούν οι Κυνηγοί στην Αγκόνα της Ιταλίας.

Και πάλι κατά τη μεταφορά πολλά πλοιάρια συνελήφθησαν από τους Βρετανούς. Στο μεταξύ, ο Παπάζογλου δεν συνόδευσε το τάγμα, αλλά διατάχθηκε από τον Μαρμόν να αναλάβει την υπεράσπιση της Πάργας που απειλούνταν από τον Αλή, ο οποίος είχε συμμαχήσει τώρα με τους Βρετανούς.

Ο Παπάζογλου, επικεφαλής ενός αποσπάσματος του 7ου Ιταλικού Συντάγματος Γραμμής, 400 περίπου Σουλιωτών και Ηπειρωτών, ενός λόχου Παργίων πολιτοφυλάκων και 70 περίπου Δαλματών, με 34 πυροβόλα, ανέλαβε την άμυνα της πόλης. Το 1813, όταν όλα φαινόταν να έχουν χαθεί για τον Ναπολέοντα, ο Αλή έκανε την κίνησή του: έστειλε το γιο του Μουχτάρ επικεφαλής 6.000 Αλβανών να καταλάβει την Πάργα. Οι Αλβανοί κατέλαβαν πρώτα την πολίχνη Αγυιά, την οποία και κατέστρεψαν, σφάζοντας τους κατοίκους. Κατόπιν κατασκεύασαν οχυρώματα και άρχισαν συστηματική πολιορκία, με τη βοήθεια και του στολίσκου του Ζεκεριάμ Μπέη.

Ωστόσο ο Παπάζογλου αντιστάθηκε υποδειγματικά και απέκρουσε όλες τις επιθέσεις των Αλβανών. Τελικά, παρέδωσε την πόλη στους Βρετανούς στις 22 Μαρτίου 1814, έξι σχεδόν μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, και οι τελευταίοι παρέδωσαν την Πάργα στον Αλή! Μετά από αυτό, ο Παπάζογλου επέστρεψε στη Μασσαλία και ενώθηκε με ό,τι είχε απομείνει από το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής. Στο μεταξύ, το καθεστώς του Ναπολέοντα είχε καταρρεύσει, και οι επανενθρονισθέντες Βουρβόνοι διέλυσαν όλα τα ξένα στρατιωτικά σώματα. Ο Παπάζογλου πέθανε το 1819, πάμπτωχος.

Έλληνες στο Βρετανικό και το Ναπολιτάνικο Στρατό

Οι Βρετανοί, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων συγκρότησαν πολλά σώματα ξένων, υπηκόων ή μη του στέμματος. Τουλάχιστον σε πέντε από αυτά υπηρέτησαν και Έλληνες. Το ένα ήταν το Ελεύθερο Σώμα Καλαβρίας, δυνάμεως 400 αντρών, που συγκροτήθηκε το 1809 και περιλάμβανε στις τάξεις τους κυρίως Ιταλούς, αλλά και Έλληνες της νότιας Ιταλίας. Αργότερα, η δύναμη του αυξήθηκε και έφτασε τους 500 περίπου άντρες.

Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις τάξεις του Ναπολιτάνικου Στρατού, και συγκεκριμένα από το περίφημο Βασιλικό Μακεδονικό Σύνταγμα Πεζικού, το τάγμα των Μακεδόνων Κυνηγών και το Αλβανικό Τάγμα, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν βορειοηπειρωτικό, αφού η πλειοψηφία των αντρών του προερχόταν από τη Χειμάρρα. Το Μακεδονικό Σύνταγμα προήλθε από το Σύνταγμα Χειμαρριώτων του Ενετικού Στρατού.

Συγκροτήθηκε το 1734-’35. Το 1754, το Σύνταγμα διέθετε ένα λόχο γρεναδιέρων και δύο τάγματα, το καθένα με έξι λόχους γραμμής. Πρώτος διοικητής του ήταν ο Χειμαρριώτης Στρατής Γκίκας, τον οποίο διαδέχθηκε ο Κεφαλλονίτης Γεώργιος Χωραφάς. Το Βασιλικό Μακεδονικό Σύνταγμα συμμετείχε στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1740-’48), και συγκεκριμένα στη μάχη του Βελέτρι, στην οποία και διακρίθηκε. Αργότερα πολέμησε κατά των πειρατών της Μπαρμπαριάς.

Έλαβε επίσης μέρος στους Ναπολεόντειους Πολέμους, μετά τους οποίους διαλύθηκε. Άντρες αυτών των μονάδων λοιπόν κατέφυγαν το 1806 στη Σικελία, μαζί με τον βασιλιά των Δύο Σικελιών, ο οποίος έχασε το βασίλειό του από τους Γάλλους. Μόνο η Σικελία του απέμεινε, την οποία και διατήρησε με τη βοήθεια των Βρετανών.

Το Ελεύθερο Σώμα Καλαβρίας θεωρούνταν από τους Βρετανούς το καλύτερο ελαφρύ Σύνταγμα της Μεσογείου. Οι άντρες του πολέμησαν γενναία. Το 1810 μάλιστα 316 από αυτούς συμπολέμησαν με το 1ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του Βρετανικού Στρατού στη μάχη της Λευκάδας. Στη μέγιστη ακμή του, το 1813, το Σώμα έφτασε να αριθμεί περίπου 1.500 άντρες, οργανωμένους σε 15 λόχους ακροβολιστών.

Από αυτούς, οι έξι λόχοι πολεμούσαν στην Ισπανία, έξι στάθμευαν στα Επτάνησα και τρεις στη Σικελία. Δύο λόχοι του συμμετείχαν στην επιχείρηση κατάληψης της Τεργέστης, τον Οκτώβριο του 1813. Τον Απρίλιο του 1814 οι μαχόμενοι στην Ισπανία λόχοι επέστρεψαν και, μαζί με τους υπολοίπους, συμμετείχαν στην απελευθέρωση της Ιταλίας απο τους Γάλλους. Στις 16 Απριλίου, το Ελεύθερο Σώμα Καλαβρίας, πάλι μαζί με το 1ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού, συμμετείχε στην κατάληψη της Γένουας. Τ

ο Σώμα διαλύθηκε το καλοκαίρι του 1814. Ένα άλλο βρετανικό τμήμα, στο οποίο πιθανόν συμμετείχαν Έλληνες, ήταν το Σύνταγμα Ντίλον. Το Σύνταγμα αποτελούσε από μόνο του μια μικρογραφία της Λεγεώνας των Ξένων, συγκροτούμενο από άντρες 22 διαφορετικών εθνικοτήτων. Πολέμησε στην Ισπανία κυρίως και διαλύθηκε το 1815. Ένα επίσης Σώμα στο οποίο υπηρέτησαν Έλληνες, αυτό με την πλέον παράξενη ιστορία, ήταν το Σύνταγμα Φρομπέργκ. Συγκροτήθηκε το 1804 στη Μάλτα από τον κόμη ντε Φρομπέργκ, έναν βασιλόφρονα Γάλλο αξιωματικό. Οι άντρες του ήταν Έλληνες (230 περίπου), Γερμανοί και Ελβετοί. Οι Έλληνες όμως είχαν εξαπατηθεί. Για να καταταγούν τους είχαν υποσχεθεί ότι θα έμεναν στην Ελλάδα και θα δρούσαν στα Βαλκάνια.

Έτσι, στις 4 Απριλίου 1807, 200 Έλληνες στασίασαν απαιτώντας την επιστροφή τους στην πατρίδα. Τελικά όλοι, εκτός από 20, παραδόθηκαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Οι 20 πρωτεργάτες της στάσης σκοτώθηκαν όλοι πολεμώντας. Έλληνες όμως υπήρχαν και στο Σύνταγμα Βάτεβιλ, ένα ελβετικό σύνταγμα στην υπηρεσία των Βρετανών, το οποίο πολέμησε στην Αίγυπτο και την Ιταλία, όπου και διακρίθηκε ιδιαίτερα. Και αυτό το Σύνταγμα ήταν επίσης «πολυεθνικό», αποτελούμενο από 231 Γερμανούς, 156 Ελβετούς, 120 Ιταλούς, 40 Γάλλους, 39 Έλληνες, 238 Ανατολικοευρωπαίους και 10 Ολλανδούς.

Έλληνες πιθανώς υπηρέτησαν και στο Σικελικό Τάγμα Ελαφρού Πεζικού του Βρετανικού Στρατού. Τα πιο ονομαστά πάντως ελληνικά σώματα υπό βρετανική διοίκηση ήταν το 1ο και 2ο Greek Light Infantry και το Σύνταγμα Εθελοντών Επτανησίων. Το τελευταίο ήταν το ισχυρότερο από όλα τα ελληνικά σώματα, φθάνοντας το 1810 να αριθμεί 4.000 άντρες. Οι περισσότεροι από αυτούς πέρασαν στην Ελλάδα με το ξέσπασμα της Επανάστασης του ’21 και πολέμησαν αρχικά στη μάχη του Λάλα. Πολλοί κατατάχτηκαν αργότερα στα τακτικά σώματα.

Το 1ο Greek Light Infantry Regiment (1ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού) συγκροτήθηκε επίσης στα Επτάνησα το 1810. Σε αυτό κατατάχτηκαν πολλοί Σουλιώτες και Μοραΐτες, οι οποίοι είχαν βρει καταφύγιο εκεί, διωγμένοι από τους Τούρκους.

Οι περισσότεροι άντρες ήταν εμπειροπόλεμοι αρματολοί και κλέφτες. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατατάχτηκε ως αξιωματικός και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη. Τα ελληνικά Συντάγματα Ελαφρού Πεζικού, 1ο και 2ο, ήταν μοναδικά γιατί ήταν ακραιφνώς ελληνικά, με Έλληνες αξιωματικούς. Σε κάθε σύνταγμα, υπηρετούσαν ελάχιστοι Βρετανοί. Το 1ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού είχε συνταγματάρχη τον Βρετανό Ρόμπερτ Όσβαλντ και είχε φτάσει να αριθμεί 1.129 άντρες. Έδρασε τη μάχη της Λευκάδας το 1810, στο Μαυροβούνιο, τη Σικελία, τη Νεάπολη, τη Σπέτσια και τη Γένουα. Για τη δράση του τιμήθηκε με τον τίτλο «Duke of York own 1st Greek Light».

Το 2ο Ελληνικό Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού συγκροτήθηκε το 1813 από τον Βρετανό στρατηγό Ρίτσαρντ Τσορτς, γνωστό από τη δράση του στην Επανάσταση του ’21. Το Σύνταγμα είχε δύναμη 500 περίπου αντρών. Πολέμησε στους Παξούς το 1814 και διαλύθηκε το ίδιο έτος. Και τα δύο ελληνικά συντάγματα ήταν οργανωμένα βάσει του βρετανικού συστήματος.

Το 1ο διέθετε 10 κεντρικούς λόχους, ένα λόχο ακροβολιστών και ένα λόχο σκοπευτών. Οι άντρες του τελευταίου, αντί για μουσκέτο, έφεραν το περίφημο βρετανικό τυφέκιο ραβδωτής κάννης Μπέικερ. Η συγκρότηση του 2ου δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Οι άντρες του όμως αποτέλεσαν τον πυρήνα του ελληνικού Επαναστατικού Στρατού, λίγα χρόνια αργότερα.

Έλληνες στην υπηρεσία της Ρωσίας

Έλληνες στρατιώτες εντάχθηκαν στο Ρωσικό Στρατό ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Η παρουσία τους όμως έγινε πιο αισθητή από τότε που η Ρωσία άρχισε να παρεμβαίνει στα ελληνικά πράγματα, προβαλλόμενη ως προστάτιδα των ορθοδόξων πληθυσμών. Ο πλέον διάσημος Έλληνας πολεμιστής στην υπηρεσία των Ρώσων δεν ήταν άλλος από τον Λάμπρο Κατσώνη.

Ο Λάμπρος Κατσώνης εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες πολεμιστές όλων των εποχών. Ήταν ο άντρας ο οποίος, αψηφώντας δύο αυτοκρατορίες της εποχής, πολέμησε μόνος εναντίον των Οθωμανών. Γεννήθηκε το 1752 στη Λειβαδιά της Βοιωτίας. Ήταν 17 ετών μόνο όταν κατηγορήθηκε για το φόνο κάποιου Τούρκου.

Έτσι, για να σώσει τη ζωή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του και να καταφύγει στη Ζάκυνθο. Από εκεί πέρασε στο Λιβόρνο, κέντρο τότε των ρωσικών ναυτικών προπαρασκευών, εν όψει του νέου Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Ο Λάμπρος δεν έχασε φυσικά καιρό και αμέσως κατατάχθηκε στις ρωσικές Ένοπλες Δυνάμεις με τις οποίες συμμετείχε στις επιχειρήσεις των ετών 1770-’74 κατά των Τούρκων.

Η δράση του αυτή αποτέλεσε πραγματικό σχολείο για αυτόν, και τον βοήθησε να εξοικειωθεί με το υγρό στοιχείο. Μετά το πέρας του πολέμου, ο Λάμπρος, μαζί με άλλους 3.000 Έλληνες, ακολούθησε τους Ρώσους και έφτασε στην Κριμαία. Εκεί κατατάχτηκε στο «Ελληνικό Τάγμα της Μπαλακλάβας». Αυτό το τάγμα «Κυνηγών» (ελαφρού πεζικού ακροβολιστών) αποτελούνταν αποκλειστικά από Έλληνες, για αυτό ονομαζόταν και «Ελληνικό Τάγμα».

Σχηματίστηκε το 1775 κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου και έλαβε το βάπτισμα του πυρός στις μάχες γύρω από το Αζόφ εναντίον των Τούρκων και των Τατάρων συμμάχων τους, με πρώτο διοικητή τον Μανιάτη Στέφανο Μαυρομιχάλη. Ο ίδιος ο Κατσώνης διακρίθηκε ιδιαίτερα στις εκεί μάχες και προήχθη σε αξιωματικό. Μετά το πέρας του πολέμου κατά των Τούρκων, το Τάγμα, ενταγμένο σε μια ρωσική στρατιά υπό τον Ποτέμκιν, στάλθηκε στον Καύκασο, όπου έδρασε κατά των Περσών.

Ο Κατσώνης και πάλι διακρίθηκε και προήχθη σε λοχαγό επ’ ανδραγαθία, από τον ίδιο τον Ποτέμκιν. Κατόπιν, και εν όψει της έκρηξης του νέου Ρωσοτουρκικού Πολέμου, ο Κατσώνης στάλθηκε στην Ιταλία και κατόπιν στην Ελλάδα, όπου ανέπτυξε, ως γνωστόν, δράση ως ναυμάχος. Το Ελληνικό Τάγμα των Κυνηγών της Μπαλακλάβα όμως συνέχισε να υπηρετεί στο Ρωσικό Στρατό. Το 1779 αναδιοργανώθηκε και ονομάστηκε Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού.

Η δύναμή του τότε έφτανε τους 850 άντρες. Το 1784 το Σώμα μεταφέρθηκε στην Μπαλακλάβα, και το 1796 έλαβε το όνομα «Ελληνικόν Τάγμα Πεζικού Μπαλακλάβας». Έλαβε ενεργό μέρος στους Ναπολεόντειους Πολέμους, στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806-’12, του 1828-’29, αλλά και στον Κριμαϊκό Πόλεμο, μαζί με την Ελληνική Ορθόδοξον Λεγεώνα. Το Τάγμα διαλύθηκε το 1859.



Το 1795 όμως οι Ρώσοι συγκρότησαν και ένα ακόμα ελληνικό τάγμα, αυτό της Οδησσού, το οποίο διαλύθηκε το 1797, αλλά επανιδρύθηκε το 1803 με την ονομασία «Ελληνικόν Τάγμα Πεζικού Οδησσού». Ήταν συγκροτημένο όπως και τα κοινά ρωσικά τάγματα, διαθέτοντας τέσσερις λόχους των 120-150 αντρών. Το Τάγμα έλαβε επίσης μέρος στους Ναπολεόντειους Πολέμους και στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1806-’12, και διαλύθηκε το 1819.

Ένα ακόμα ελληνικό τμήμα που έδρασε υπό τη σημαία της Ρωσίας ήταν και το Ελληνικόν Σώμα, που συγκροτήθηκε το 1806 με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου και έδρασε στη σημερινή Ρουμανία. Το Σώμα επανδρώθηκε από Έλληνες εθελοντές, σκοπός των οποίων ήταν, σύμφωνα με προκήρυξη που εξέδωσαν, η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Έμβλημα του Σώματος αποτελούσε η Πρόμαχος Αθηνά με τον ροπαλοφόρο Ηρακλή.

Η δύναμη του Σώματος έφτασε τους 1.500 άντρες, τους οποίους ο συνταγματάρχης του, Νικόλαος Πάγκαλος, οργάνωσε σε τέσσερα ελαφρά τάγματα (λεγεώνες) και σε μία «λεγεώνα» ελαφρών ιππέων. Στις υπομονάδες αυτές ο Πάγκαλος έδωσε τα ονόματα «Ολυμπιακή», «Θεσσαλική», «Σπαρτιατική», «Θρακική», και «Μακεδονική». Το ελληνικό Σώμα πολέμησε γενναία και διακρίθηκε στις επιχειρήσεις.

Οι Ρώσοι όμως το διέλυσαν το 1808, λόγω της προσκόλλησής του σε εθνικοαπελευθερωτικά ιδεώδη. Το 1806 ξέσπασε νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος. Ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν κατέπλευσε τότε στη Μεσόγειο και επιχείρησε να ξεσηκώσει τους Έλληνες.

Δεν το κατόρθωσε όμως και περιορίστηκε στη συγκρότηση δύο ελληνικών ταγμάτων στα Επτάνησα, στο πρώτο ελεύθερο τμήμα ελληνικής γης, την Ιόνιον Πολιτεία, για τη συγκρότηση της οποίας βοήθησε αφάνταστα ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Στο μεταξύ οι Γάλλοι ξεσήκωσαν τον Αλή Πασά κατά της Ιονίου Πολιτείας, η οποία βρισκόταν υπό την «προστασία» της Μ. Βρετανίας. Οι Τουρκαλβανοί του Αλή λεηλάτησαν την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα, αλλά αποκρούστηκαν στη Λευκάδα, την άμυνα της οποίας διηύθυνε ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Μετά τη νίκη στη Λευκάδα πολλοί οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα επέστρεψαν στη Ρούμελη και ενώθηκαν με τους κλεφταρματολούς Κατσαντώνη και Σουκιώτη, καθώς και με τον οπλαρχηγό Κίτσο Μπότσαρη. Την ίδια περίπου εποχή ο περίφημος αρματολός Νικοτσάρας αποφάσισε να συγκροτήσει και πολεμικό στόλο. Με ορμητήριο τον Πλαταμώνα, συγκρότησε πειρατικό στόλο με τον οποίο τρομοκρατούσε τους Τούρκους.

Φρόντισε μάλιστα να διαδώσει ότι δεν πολεμά κατά του σουλτάνου αλλά κατά του τυραννικού Αλή. Πιεζόμενος όμως από τους εχθρούς, ο Νικοτσάρας δέχτηκε την παράτολμη πρόταση των Ρώσων να κινηθεί από την Κατερίνη στη Μολδοβλαχία (!) Στις 23 Ιουλίου 1806, με 550 άντρες ο Νικοτσάρας άρχισε την πορεία του προς τη σημερινή Ρουμανία. Μετά από σειρά μαχών, έφτασε στο Νευροκόπι.

Από εκεί, καταδιωκόμενος από 15.000 Τούρκους, στράφηκε ξανά προς το Νότο και βρήκε καταφύγιο στο Άγιο Όρος. Κατόπιν, πέρασε με 180 άντρες του στη Σκόπελο. Η Ειρήνη του Τιλσίτ, το 1807, έθεσε τέρμα στον Γαλλορωσικό Πόλεμο, στον οποίο είχαν συμμετάσχει και οι Έλληνες. Ένα άλλο ελληνικό σώμα που συγκρότησαν οι Ρώσοι –στα Επτάνησα το 1805– ήταν και η Λεγεών Ελαφρών Τυφεκιοφόρων. Και το Σώμα αυτό ήταν βραχύβιο.

Τέλος, 200 περίπου Έλληνες εκπαιδεύτηκαν ως αξιωματικοί στη Στρατιωτική Ακαδημία Ομοδόξων, που είχε ιδρύσει η Μ. Αικατερίνη και λειτούργησε από το 1775 έως το 1796. Έλληνες αξιωματικοί στελέχωσαν μονάδες του Ρωσικού Στρατού. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του ’21 πολλοί από αυτούς ήρθαν αρχικά στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, μαζί με τον Α. Υψηλάντη, στρατηγό επίσης του Ρωσικού Στρατού και υπασπιστή του τσάρου Αλεξάνδρου, βοηθώντας στη συγκρότηση του Ιερού Λόχου και του τακτικού ιππικού και πυροβολικού. Μετά την αποτυχία της εκεί εξέγερσης, οι επιζώντες κατέβηκαν στην Ελλάδα και οι περισσότεροι από αυτούς κατατάχτηκαν στα τακτικά σώματα, του Δ. Υψηλάντη, του Ροδίου και του Φαβιέρου.

Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση των αδελφών Αλεξάνδρου και Δημήτριου Υψηλάντη. Καταγόμενοι από ονομαστή οικογένεια Φαναριωτών και βοεβόδων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, οι αδελφοί Υψηλάντη κατέφυγαν στη Ρωσία με την έναρξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου το 1806. Και οι δύο σπούδασαν στη ρωσική στρατιωτική ακαδημία και τοποθετήθηκαν ως αξιωματικοί στο Ρωσικό Στρατό.

Ο Αλέξανδρος έγινε επιτελής του Τσάρου και πολέμησε κατά του Ναπολέοντα το 1812 –’14. Έχασε μάλιστα το δεξί του χέρι στη μάχη της Δρέσδης (κατ’ άλλους, στη μάχη του Μπάουτσεν) το 1813. Προήχθη σε στρατηγό και τιμήθηκε με τον τίτλο του Πρίγκιπα της Ρωσίας. Αποκηρύχτηκε από τον τσάρο όταν ανέλαβε την ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης στη Μολδοβλαχία.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφτασε στο βαθμό του λοχαγού του Ρωσικού Στρατού. Κατόπιν ήρθε στην Ελλάδα και πολέμησε στην Επανάσταση.