Ψήφος κυριολεκτικά σημαίνει το μικρό λειασμένο λιθάρι και κατ’ επέκταση κάθε μέσο που χρησιμοποιείται από τις συντεταγμένες πολιτείες, προκειμένου να δηλώσει ο πολίτης - ψηφοφόρος τη βούλησή του, στο πλαίσιο μιας εκλογικής διαδικασίας. Στη χώρας μας, ως μέσα ψηφοφορίας έχουν χρησιμοποιηθεί το ψηφοδέλτιο και το σφαιρίδιο.
Το...
ψηφοδέλτιο εισήχθη με την έλευση των Βαυαρών του Όθωνα το 1833 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας. Ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα τον εκλεκτό του υποψήφιο. Νωρίτερα, επικρατούσε η προφορική και φανερή ψηφοφορία στις συνελεύσεις των δημοτών. Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο καταργήθηκε με το Σύνταγμα του 1864, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες ήταν αναλφάβητοι και συνεπώς εύκολα χειραγωγούμενοι από τους κομματάρχες.
Ως μέσο ψηφοφορίας εισήχθη το σφαιρίδιο (μικρός μολυβένιος βώλος), ύστερα από εισήγηση των Επτανησίων βουλευτών, με τη δικαιολογητική βάση ότι ήταν το «καταλληλότερο εις τα αναπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον». Η ψηφοφορία δια σφαιριδίου εφαρμοζόταν στο Ιόνιο κράτος και είχε τις ρίζες της στην περίοδο της Ενετοκρατίας. Η συνταγματική κατοχύρωση της διά σφαιριδίων ψηφοφορίας είχε σκοπό τη διασφάλιση της μυστικότητας, του «απορρήτου της ψήφου», μετά την εμπειρία των νόθων εκλογών της Οθωνικής περιόδου, κατά τις οποίες χρησιμοποιούνταν ψηφοδέλτια.
Οι πρώτες εθνικές εκλογές με σφαιρίδιο έγιναν το 1865 (14-17 Μαΐου), με νικητή τον μεσσήνιο πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Σε αδρές γραμμές, η ψηφοφορία με σφαιρίδιο γινόταν ως εξής: Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι και οι υποψήφιοι. Η κάλπη κάθε υποψηφίου, κατασκευασμένη από λευκοσίδηρο (τσίγκο), ήταν χωρισμένη εσωτερικά σε δύο μέρη, τα οποία εξωτερικά ξεχώριζαν από το διαφορετικό χρώμα τους. Το δεξιό μέρος ήταν λευκό και έγραφε ΝΑΙ και το αριστερό μαύρο και έγραφε ΟΧΙ. Επάνω στην κάλπη υπήρχε κολλημένος ένας σωλήνας υπό γωνία, ο οποίος κατέληγε σε στρογγυλή οπή.
Ο ψηφοφόρος έπαιρνε από το σφαιροδότη ένα μολυβένιο σφαιρίδιο, σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ότι κρατά μόνο ένα σφαιρίδιο και στη συνέχεια πλησίαζε την κάλπη, έβαζε το χέρι του μέσα στην οπή του σωλήνα και έριχνε το σφαιρίδιο στο χώρισμα που αντιστοιχούσε στο «ναι» ή το «όχι». Το «ναι» αντιστοιχούσε στην θετική ψήφο και το «όχι» στην αρνητική. Δηλαδή, ο εκλογέας που ήθελε να καταψηφίσει ένα υποψήφιο έριχνε το σφαιρίδιο στο τμήμα της κάλπης που είχε μαύρο χρώμα, εξ ου και οι εκφράσεις «τον μαύρισαν» ή «θα φάει ή έφαγε μαύρο». Για να μην ακούγεται σε ποια μεριά της κάλπης έπεφτε το σφαιρίδιο, ολόκληρο το εσωτερικό της κάλπης «καλύπτεται δι’ εριούχου υφάσματος». Καμιά φορά οι φανατικοί οπαδοί ενός υποψηφίου δάγκωναν το σφαιρίδιο, ώστε να αφήσουν τα ίχνη των δοντιών τους στην επιφάνειά του και να δείξουν την αφοσίωσή τους στον εκλεκτό τους. Από εκεί προέρχεται η έκφραση «το έριξα δαγκωτό»!
Ο κάθε εκλογέας έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά από όλες τις κάλπες των υποψηφίων και να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία. Διαφορετικά ετιμωρείτο με πρόστιμο και ποινή φυλάκισης. Είναι φανερό ότι η ψηφοφορία δια σφαιριδίου ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα για τον εκλογέα. Το σφαιρίδιο ως μέσο ψηφοφορίας δεν εξάλειψε τη νοθεία, αφού πάντα εφευρίσκονταν τρόποι για τη νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, αλλά την περιόρισε αισθητά, σε συνδυασμό με τις ποινικές διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας, ιδίως μετά το 1877. Η κυριότερη καλπονοθεία της δια σφαιριδίου ψηφοφορίας ήταν η ανατροπή της κάλπης. Τα σφαιρίδια μπερδεύονταν, οπότε δεν μπορούσε να γίνει καταμέτρηση. Πάντως, το σφαιρίδιο σε συνδυασμό με το καθολικό δικαίωμα του εκλέγειν αναδείκνυε την Ελλάδα πρωτοπόρο στην άμεση εκλογή σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Ύστερα από μισό αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν. Ο αναλφαβητισμός είχε υποχωρήσει στο 50%, ο τρόπος ψηφοφορίας δια σφαιριδίου θεωρείτο απαρχαιωμένος, οι μέθοδοι καλπονοθείας είχαν προσαρμοστεί και γενικό ήταν το αίτημα για την επαναφορά του ψηφοδελτίου, έντυπου αυτή τη φορά. Μιλώντας στη Βουλή το 1910, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τόνισε: «Καθιστά (το ψηφοδέλτιο) περισσότερον ανεπηρέαστον την εκλογήν παρά η δια σφαιριδίου ψηφοφορία, η οποία δια τα μύρια μετερχομένων τεχνάσματα αντιπροσώπων των υποψηφίων, τους οποίους καθιστά αναγκαίους, και δια της δυσκόλου επιβλέψεως όλων των καλπών υπό των δικαστικών αντιπροσώπων, διευκολύνει την νόθευσιν του φρονήματος των εκλογέων…».
Στο Σύνταγμα του 1911, που φέρει τη σφραγίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν συμπεριλήφθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1864 για το σφαιρίδιο και αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η πρωτοβουλία να ορίσει δια νόμου το μέσο ψηφοφορίας. Το (έντυπο) ψηφοδέλτιο επανήλθε στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 είναι το μέσο ψηφοφορίας (μαζί με τον σταυρό προτίμησης) που ισχύει μέχρι σήμερα.