Το βράδυ της 27ης Ιουνίου (1913) δύναμη του βουλγαρικού στρατού κατέλαβε από τους πολιτοφύλακες τα γύρω υψώματα...
Έντρομοι οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη και με φάλαγγες να τραβούν για το Στρυμόνα, όπου οι ελληνικές δυνάμεις προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το ποτάμι. Οι ανεκπαίδευτοι πολιτοφύλακες ήταν εύκολη λεία για τους άντρες του βουλγαρικού ιππικού, που μπήκαν στην πόλη και σκόρπισαν τον όλεθρο.
Τις πρώτες μεσημβρινές ώρες της 28ης Ιουνίου, Βούλγαροι στρατιώτες απήγαγαν 150 άτομα που ήταν οχυρωμένα στο προξενείο της Αυστροουγγαρίας, μαζί με τον υποπρόξενο. Τους οδήγησαν στο βουνό και τους απελευθέρωσαν μόνο όταν πήραν λύτρα. Λύτρα εισέπραξαν και από τον πρόξενο της Ιταλίας για να μην ανατινάξουν το κτίριο του προξενείου, στο οποίο είχαν καταφύγει περίπου 600 άτομα, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα.
Γύρω στις 2 μετά τα μεσημέρι ο διευθυντής της τοπικής βουλγαρικής Αστυνομίας Καραγκιόζοφ έδωσε εντολή να πυρποληθεί το κέντρο της πόλης. Η καταστροφή των Σερρών ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Η εικόνα της πόλης, εφιαλτική. Από τα 6.000 σπίτια των Σερρών τα 4.000 κάηκαν, καθώς και 1000 καταστήματα. Άτομα ανήμπορα, γέροι, άρρωστοι, έγκυες, νήπια, κείτονταν απανθρακωμένα μέσα στα ερείπια των σπιτιών τους. Τα θύματα της φωτιάς υπολογίζονται σε 100.
Ιδού πως περιγράφει την καταστροφή ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρομπέρτο Λάργκο στην ανταπόκρισή του, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουλίου 1913 στη μεγάλη ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντέλα Σέρα:
Οι στρατιώται και αξιωματικοί επεδόθησαν εις πράξεις ανηκούστου βαρβαρότητας. Εισήρχοντο βιαίως εις τας οικίας και διέτρεχον απειλητικοί τας οδούς. Τους μεν εβασάνιζαν, τους δε γέροντας και ασθενείς έδερον και μετέδιδον το πυρ εις όλα τα καταστήματα και εις τα μέγαρα. Επετέθησαν και κατά του ελληνικού νοσοκομείου και έρριξαν εκτός αυτού τους ασθενείς εις τινα κήπον. Έπειτα επυρπόλησαν το φιλανθρωπικόν τούτο καθίδρυμα. Οι βούλγαροι διέτρεχον τας οδούς φέροντες μεθ’ εαυτών δοχεία βενζίνης και πετρελαίου, βρέχοντες δε τας οδούς και ραντίζοντες τας οικίας έθετον ακολούθως πύρ. Αυτός ο αρχηγός της Χωροφυλακής εθεάθη περιφερόμενος ανά την πόλιν και μεταδίδων το πυρ. Αι Σέρραι ήταν πλουσία πόλις, έχουσα 30.000 κατοίκους. Τώρα είναι σωρός ερειπίων.
Από τις κατεστραμμένες Σέρρες, ο κύπριος δημοσιογράφος Χρήστος Παντελίδης θα γράψει στην εφημερίδα της Λεμεσού Σάλπιγγα, τον Αύγουστο του 1913:
Θα ανεγνώσατε πολλάς περιγραφάς των καταστροφών εις αθηναϊκάς εφημερίδας. Σας βεβαιώ, ότι δεν αποδίδουν ουδέ κατά προσέγγισιν το μέγεθος της συμφοράς. Είναι όλοι κατώτεραι της πραγματικότητας. Δεν θα αναλάβω να σας το περιγράψω εγώ διότι ωρισμένως θα υστερήσω πολύ περισσότερον. Φαντασθήτε μόνον μίαν πλουσίαν πόλιν με μεγαλοπρεπείς οικοδομάς, με πλούσια καταστήματα μεταβαλλόμενην αίφνης εις έναν άμορφον σωρόν ερειπίων. Εκ των 24 εκκλησιών μόνον 3 διασώθηκαν. Όλη η ελληνική συνοικία είναι κατεστραμμένη. Μόνο μέρος της τουρκικής σώζεται, όπου κατέφυγαν και οι λοιποί.
Αυτό το φρικτό θέαμα αντίκρισαν οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες της 7ης Μεραρχίας, όταν γύρω στις 6 μ.μ. της 28ης Ιουνίου έφθασαν στις παρυφές της πόλης και κατόπιν μπήκαν στην κατεστραμμένη πόλη. Το πυροβολικό από τον Λευκώνα άρχισε να κανονιοβολεί τις θέσεις των Βουλγάρων στα υψώματα της Καμενίκιας και τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν τις Σέρρες.