Ακάκιε μην ξεχάσεις τα μακαρόνια να είναι Μίσκο! Ίσως η πιο αγαπημένη διαφήμιση των παιδικών μας χρόνων. Μια εικόνα απλή από μια Ελλάδα της δεκαετίας του ΄50 ή και του ΄60, τότε που για τα μεγάλα ταξίδια στα ορεινά χωριά οι κάτοικοι έπαιρναν …
το γαϊδουράκι. Κι έφερναν λογής λογής πράγματα από την πρωτεύουσα. Πώς θα μπορούσαν λοιπόν να ξεφύγουν τα μακαρόνια μέσα σε πλαστικό ή νάιλον πακέτο, όταν πια δεν ήταν χειροποίητα αλλά τυποποιήθηκαν. Αλήθεια υπήρξε ποτέ αυτή η φιγούρα του Ακάκιου ή είναι μόνο ένα δημιούργημα ενός πολύ έξυπνου διαφημιστή; Είναι μια ιστορία που ξεκινάει σχεδόν 100 χρόνια πριν… Δημιουργός του πρωτότυπου αυτού σκίτσου ήταν ο Ηλίας Κουμετάκης. Ο πατέρας του Ηλία Κουμετάκη ήταν Κρητικός.
Η μητέρα του γνήσια Κερκυραία, η Τζούλια Αυγούστη. Ο Ηλίας γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1889, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως αξιωματικός της Χωροφυλακής. Δεν τον γνώρισε ποτέ καθώς πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί και εφτά χρόνια αργότερα χάνει και τη μάνα του. Τον μεγαλώνει μια θεία του στην Κέρκυρα. Ο χαρακτήρας του διαμορφώνεται ανάλογα με τα παιδικά του βιώματα και γίνεται ένας άνθρωπος που του αρέσει η μοναξιά και το κλείσιμο στον εαυτό του. Είναι γεμάτος «φοβίες» για πολλά πράγματα, ιδίως για αρρώστιες και η σχολαστικότητά του με την καθαριότητα ήταν μοναδική. Το ταλέντο του αναδείχτηκε από τα μαθητικά του χρόνια, όταν στο σχολείο του σκίτσαρε συχνά τους καθηγητές του. Το 1910 πήγε στρατιώτης.
Η στρατιωτική του θητεία, λόγω των Βαλκανικών πολέμων κράτησε μέχρι το 1914. Αποφασίζει ότι για να εξασκήσει την ικανότητα του σαν σκιτσογράφος θα πρέπει να μετακομίσει στην Αθήνα. Αλλά τα έσοδα είναι πενιχρά και έτσι η ανάγκη για να μπορεί να ζήσει τον οδηγεί το 1915 στον διορισμό του σαν υπάλληλο στη Εθνική Τράπεζα. Τα πρώτα χρόνια στην Κέρκυρα σκιτσογραφεί για την «Κερκυραϊκή Ανθολογία», το περιοδικό της «Συντροφιάς των Εννιά», Ειρ.Δενδρινού, Κων.Θεοτόκη, Κ.Χατζόπουλου, Λ/Πορφύρα, Νίκ.Λευθεριώτη κ.ά.. Αρχικά ο μοναχός με το γαϊδουράκι ονομαζόταν Ονούφριος και είχε σχεδιαστεί για να διαφημίσει τα τσιγάρα Γιαννουκάκη. Το σχέδιο υπογράφεται από τον ίδιο με χρονολογία 1915. Σύμφωνα μάλιστα με την «ιστορία του Ελληνικού τσιγάρου» (Ε.Λ.Ι.Α, 1998), αλλά και μ’ ένα αφιέρωμα του Άρη Μαλανδράκη (για τις ελληνικές διαφημίσεις στο «Ε» της «Ελευθεροτυπίας»), η ακριβής ατάκα ήταν «και μην ξεχάσεις Ονούφριε, τα σιγάρα να είναι Γιαννουκάκη»!
Η διαφήμιση για τα γνωστά μακαρόνια στήθηκε αρκετά αργότερα, γύρω στο ’30. Στην αρχή εν αγνοία του ίδιου του δημιουργού της. Αργότερα λένε πως υπήρξε κάποια επικοινωνία με τον σκιτσογράφο και η εταιρεία αναγνώρισε τον «πατέρα» αυτής της μεγάλης διαφήμισης. Εξάλλου, ο Φώτης Μιχαηλίδης και ο Μίνως Κωνσταντίνης, δυο πρόσφυγες από τη Σμύρνη, το 1927 στήνουν ένα εργαστήρι παρασκευής ζυμαρικών στον Πειραιά και βαφτίζουν την εταιρία MISKO, από τα αρχικά των επιθέτων τους, αρκετά αργότερα δηλαδή από την ημερομηνία της πρωτότυπης εικόνας του μοναχού Ονούφριου που μετονομάστηκε σε Ακάκιο από τους ιδρυτές της νέας εταιρείας. Πραγματικό ντοκουμέντο η ιδιόχειρη σημείωση του Κουμετάκη πάνω στην εικόνα της διαφήμισης: «Κακότεχνη αντιγραφή του σκίτσου μου για τα σιγαρέτα Γιαννουκάκη». Και μάλιστα γραμμένη σε δελτάριο της εταιρίας που του είχε αποσταλεί στο σπίτι όπου έμενε περίπου μέχρι το 1970, στην Καλλιθέα. Η κόρη του έδωσε μια συνέντευξη στον Soloup, της Αγγελικής Κουμετάκη, της κόρης του αρχικού και πραγματικού σκιτσογράφου, στο περιοδικό «Γαλέρα» #35 τον Αύγουστο του 2008 : «…- Κυρία Κουμετάκη, πείτε μας τι μνήμες έχετε απ’ αυτό το σκίτσο; Την ιστορία της ΜΙΣΚΟ και του Ακάκιου την έχω κατευθείαν από το σπίτι μου. Από τις διηγήσεις του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ο πατέρας μου είχε φυλάξει πάρα πολλά από τα σκίτσα του σε εφημερίδες, σε περιοδικά και από αλλού. Τις διαφημίσεις τις είχε μόνο σε σχέδιο. Είχε κάνει πάρα πολλές διαφημίσεις στον «Γιαννουκάκη –Πρωτόπαπα». Και υπάρχουν όλες στο βιβλίο που τις είχε κολλήσει σε προσχέδια. Την ιστορία του Ακάκιου εκτός από την οικογένεια, την άκουσα και από τον Πατρίκιο, τον παλιό δημοσιογράφο και διευθυντή- αν δεν κάνω λάθος- της «Ελευθερίας», και από άλλους. Ο ίδιος ο Κουμετάκης αποδέχτηκε σιωπηρά την χρησιμοποίησή της σε δεύτερη φάση από τον ΜΙΣΚΟ τον οποίο δεν τον ρώτησε γι αυτό.
Η μητέρα του γνήσια Κερκυραία, η Τζούλια Αυγούστη. Ο Ηλίας γεννήθηκε στο Αργοστόλι το 1889, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως αξιωματικός της Χωροφυλακής. Δεν τον γνώρισε ποτέ καθώς πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί και εφτά χρόνια αργότερα χάνει και τη μάνα του. Τον μεγαλώνει μια θεία του στην Κέρκυρα. Ο χαρακτήρας του διαμορφώνεται ανάλογα με τα παιδικά του βιώματα και γίνεται ένας άνθρωπος που του αρέσει η μοναξιά και το κλείσιμο στον εαυτό του. Είναι γεμάτος «φοβίες» για πολλά πράγματα, ιδίως για αρρώστιες και η σχολαστικότητά του με την καθαριότητα ήταν μοναδική. Το ταλέντο του αναδείχτηκε από τα μαθητικά του χρόνια, όταν στο σχολείο του σκίτσαρε συχνά τους καθηγητές του. Το 1910 πήγε στρατιώτης.
Η στρατιωτική του θητεία, λόγω των Βαλκανικών πολέμων κράτησε μέχρι το 1914. Αποφασίζει ότι για να εξασκήσει την ικανότητα του σαν σκιτσογράφος θα πρέπει να μετακομίσει στην Αθήνα. Αλλά τα έσοδα είναι πενιχρά και έτσι η ανάγκη για να μπορεί να ζήσει τον οδηγεί το 1915 στον διορισμό του σαν υπάλληλο στη Εθνική Τράπεζα. Τα πρώτα χρόνια στην Κέρκυρα σκιτσογραφεί για την «Κερκυραϊκή Ανθολογία», το περιοδικό της «Συντροφιάς των Εννιά», Ειρ.Δενδρινού, Κων.Θεοτόκη, Κ.Χατζόπουλου, Λ/Πορφύρα, Νίκ.Λευθεριώτη κ.ά.. Αρχικά ο μοναχός με το γαϊδουράκι ονομαζόταν Ονούφριος και είχε σχεδιαστεί για να διαφημίσει τα τσιγάρα Γιαννουκάκη. Το σχέδιο υπογράφεται από τον ίδιο με χρονολογία 1915. Σύμφωνα μάλιστα με την «ιστορία του Ελληνικού τσιγάρου» (Ε.Λ.Ι.Α, 1998), αλλά και μ’ ένα αφιέρωμα του Άρη Μαλανδράκη (για τις ελληνικές διαφημίσεις στο «Ε» της «Ελευθεροτυπίας»), η ακριβής ατάκα ήταν «και μην ξεχάσεις Ονούφριε, τα σιγάρα να είναι Γιαννουκάκη»!
Η διαφήμιση για τα γνωστά μακαρόνια στήθηκε αρκετά αργότερα, γύρω στο ’30. Στην αρχή εν αγνοία του ίδιου του δημιουργού της. Αργότερα λένε πως υπήρξε κάποια επικοινωνία με τον σκιτσογράφο και η εταιρεία αναγνώρισε τον «πατέρα» αυτής της μεγάλης διαφήμισης. Εξάλλου, ο Φώτης Μιχαηλίδης και ο Μίνως Κωνσταντίνης, δυο πρόσφυγες από τη Σμύρνη, το 1927 στήνουν ένα εργαστήρι παρασκευής ζυμαρικών στον Πειραιά και βαφτίζουν την εταιρία MISKO, από τα αρχικά των επιθέτων τους, αρκετά αργότερα δηλαδή από την ημερομηνία της πρωτότυπης εικόνας του μοναχού Ονούφριου που μετονομάστηκε σε Ακάκιο από τους ιδρυτές της νέας εταιρείας. Πραγματικό ντοκουμέντο η ιδιόχειρη σημείωση του Κουμετάκη πάνω στην εικόνα της διαφήμισης: «Κακότεχνη αντιγραφή του σκίτσου μου για τα σιγαρέτα Γιαννουκάκη». Και μάλιστα γραμμένη σε δελτάριο της εταιρίας που του είχε αποσταλεί στο σπίτι όπου έμενε περίπου μέχρι το 1970, στην Καλλιθέα. Η κόρη του έδωσε μια συνέντευξη στον Soloup, της Αγγελικής Κουμετάκη, της κόρης του αρχικού και πραγματικού σκιτσογράφου, στο περιοδικό «Γαλέρα» #35 τον Αύγουστο του 2008 : «…- Κυρία Κουμετάκη, πείτε μας τι μνήμες έχετε απ’ αυτό το σκίτσο; Την ιστορία της ΜΙΣΚΟ και του Ακάκιου την έχω κατευθείαν από το σπίτι μου. Από τις διηγήσεις του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ο πατέρας μου είχε φυλάξει πάρα πολλά από τα σκίτσα του σε εφημερίδες, σε περιοδικά και από αλλού. Τις διαφημίσεις τις είχε μόνο σε σχέδιο. Είχε κάνει πάρα πολλές διαφημίσεις στον «Γιαννουκάκη –Πρωτόπαπα». Και υπάρχουν όλες στο βιβλίο που τις είχε κολλήσει σε προσχέδια. Την ιστορία του Ακάκιου εκτός από την οικογένεια, την άκουσα και από τον Πατρίκιο, τον παλιό δημοσιογράφο και διευθυντή- αν δεν κάνω λάθος- της «Ελευθερίας», και από άλλους. Ο ίδιος ο Κουμετάκης αποδέχτηκε σιωπηρά την χρησιμοποίησή της σε δεύτερη φάση από τον ΜΙΣΚΟ τον οποίο δεν τον ρώτησε γι αυτό.
Η πρωτότυπη γελοιογραφία πότε περίπου έγινε; Κ—Είναι του ‘15. (Ο Κουμετάκης) μάλιστα, είχε περάσει δυο φάσεις σκίτσου. Στην πρώτη εποχή, ήταν επηρεασμένος από τη γαλλική γελοιογραφία. Έχω βρει κι ένα σωρό γαλλικά περιοδικά που ασφαλώς συνέβαλαν κάπως στην γραμμή του, και αυτό κράτησε μέχρι περίπου το 1920, 1922. Από ένα σημείο και ύστερα, γίνεται πιο «Ρωμιός». Κάνει τους ανθρώπους λιγότερο κομψούς, πιο καθημερινούς… Οπότε, η γελοιογραφία του ΜΙΣΚΟ ανήκει ουσιαστικά στην πρώτη γενιά, του ’15. Σ’ αυτήν την γραμμή. —Η πρωτότυπη ατάκα, πως ήταν; Έχω διαβάσει ότι αρχικά ο μοναχός δεν λεγόταν Ακάκιος. Ήταν ο…Ονούφριος; Κ—Νομίζω! «Ονούφριε, τα τσιγάρα να είναι Γιαννουκάκη»… Αυτό μπήκε και στο λεύκωμα του «σκιτσογράφου Κουμετάκη» που έβγαλε το ΕΛΙΑ με τον Σταύρο Πετσόπουλο της «Άγρας». Και υπάρχει υποσημείωση η οποία βέβαια αγνοήθηκε. Από κει και πέρα πειστήριο για την ιστορία είναι αυτό το χαρτί που έστειλε η ΜΙΣΚΟ, το οποίο ήταν πριν το ’70, όσο καιρό ζούσε ακόμα στην Καλλιθέα.
Και όταν πήγε (σε άλλο σπίτι στη) Φερών, τον επισκέφτηκε ο τότε ιδιοκτήτης της ΜΙΣΚΟ φέρνοντάς του μάλιστα ένα κιβώτιο …μακαρόνια! Αυτό δεν έγινε τυχαία. Τον πήρε ένας φίλος του μπαμπά, δικηγόρος, και του είπε, ξέρετε η διαφήμισή σας ήταν έργο του Κουμετάκη .Αυτός, πήγε στο σπίτι του στη Φερών με ένα κιβώτιο μακαρόνια, τον φίλησε και τον κάλεσε σε μία κρουαζιέρα… –Αυτό πότε περίπου έγινε; –
Το ..’72, κάπου εκεί. Τώρα βγήκε και το βιβλίο (της ΜΙΣΚΟ) και είχε καλή υποδοχή από τον τύπο. Έγραψαν δυο –τρεις εφημερίδες με πολύ κέφι για το βιβλίο και την διαφήμιση η οποία θεωρείται η πιο μακροχρόνια. .
–Μάλιστα βρήκα αναφορές ότι υπήρχε ο πράγματι ο Ακάκιος. Διάβασα ακόμα ότι ζει ακόμα ένας ανιψιός του συνονόματος, επίσης μοναχός … —Αυτά είναι παραμύθια. Γιατί από το ’15 που έκανε τη γελοιογραφία μέχρι τώρα πάει πάρα πολύ μακριά για να βρούμε τον Ακάκιο.
Βεβαίως μπορεί να υπάρχουν πολλοί Ακάκιοι και πολλοί ανιψιοί Ακάκιοι. Δεν σημαίνει αυτό ότι έχει σχέση με το σκίτσο. Αυτό είναι αστείο. —. Το σκίτσο της διαφήμισης με τα μακαρόνια πότε εμφανίστηκε πρώτη φορά; —Νομίζω γύρω στο ‘30 . Ξέρετε, ο Κουμετάκης ήταν ένας πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος.. Τα πρώτα χρόνια στο «ημερολόγιο του Σκώκου» δεν είχε πάρει ποτέ χρήματα. Ήταν άλλης κατηγορίας άνθρωπος, πολύ ρομαντικός, των βιβλίων. Δεν θα κυνηγούσε τη δεκάρα τότε. Ούτε και την φήμη του αργότερα…» Το άρθρο ανήκει στον Κ. Μανετάκη από το cretalive.gr.
Και όταν πήγε (σε άλλο σπίτι στη) Φερών, τον επισκέφτηκε ο τότε ιδιοκτήτης της ΜΙΣΚΟ φέρνοντάς του μάλιστα ένα κιβώτιο …μακαρόνια! Αυτό δεν έγινε τυχαία. Τον πήρε ένας φίλος του μπαμπά, δικηγόρος, και του είπε, ξέρετε η διαφήμισή σας ήταν έργο του Κουμετάκη .Αυτός, πήγε στο σπίτι του στη Φερών με ένα κιβώτιο μακαρόνια, τον φίλησε και τον κάλεσε σε μία κρουαζιέρα… –Αυτό πότε περίπου έγινε; –
Το ..’72, κάπου εκεί. Τώρα βγήκε και το βιβλίο (της ΜΙΣΚΟ) και είχε καλή υποδοχή από τον τύπο. Έγραψαν δυο –τρεις εφημερίδες με πολύ κέφι για το βιβλίο και την διαφήμιση η οποία θεωρείται η πιο μακροχρόνια. .
–Μάλιστα βρήκα αναφορές ότι υπήρχε ο πράγματι ο Ακάκιος. Διάβασα ακόμα ότι ζει ακόμα ένας ανιψιός του συνονόματος, επίσης μοναχός … —Αυτά είναι παραμύθια. Γιατί από το ’15 που έκανε τη γελοιογραφία μέχρι τώρα πάει πάρα πολύ μακριά για να βρούμε τον Ακάκιο.
Βεβαίως μπορεί να υπάρχουν πολλοί Ακάκιοι και πολλοί ανιψιοί Ακάκιοι. Δεν σημαίνει αυτό ότι έχει σχέση με το σκίτσο. Αυτό είναι αστείο. —. Το σκίτσο της διαφήμισης με τα μακαρόνια πότε εμφανίστηκε πρώτη φορά; —Νομίζω γύρω στο ‘30 . Ξέρετε, ο Κουμετάκης ήταν ένας πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος.. Τα πρώτα χρόνια στο «ημερολόγιο του Σκώκου» δεν είχε πάρει ποτέ χρήματα. Ήταν άλλης κατηγορίας άνθρωπος, πολύ ρομαντικός, των βιβλίων. Δεν θα κυνηγούσε τη δεκάρα τότε. Ούτε και την φήμη του αργότερα…» Το άρθρο ανήκει στον Κ. Μανετάκη από το cretalive.gr.