Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Η μάχη της Χερσώνας 1919: Ο Ελληνικός Στρατός κατά των κομμουνιστών


Μετά το Μπολσεβίκικο Πραξικόπημα, στη Ρωσία ξέσπασε ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Μπολσεβίκων και των λεγόμενων Λευκών. Οι τελευταίοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να ομονοήσουν και να συνεργαστούν, με αποτέλεσμα οι Μπολσεβίκοι να αποκτήσουν σημαντικό πλεονέκτημα

Οι Λευκοί ζήτησαν τη βοήθεια... 


 

των συμμάχων της Αντάντ, οι οποίοι αποδέχτηκαν την πρόσκληση, αν και μόλις είχε λήξει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και κανείς τους δεν είχε διάθεση εμπλοκής σε πολεμικές περιπέτειες, στη μακρινή Ρωσία.

Μεταξύ των κρατών που έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Λευκών ήταν η Ελλάδα, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.

Στη Μεσημβρινή Ρωσία, όπως ονομαζόταν τότε η σημερινή Ουκρανία, ανέλαβαν δράση οι Γάλλοι, οι οποίοι έστειλαν όμως στην περιοχή ελάχιστες δυνάμεις. Ζήτησαν και από την Ελλάδα να βοηθήσει.

Ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τους διέθεσε τη 2η και τη 13η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) του Α΄ Σώματος Στρατού (Α’ ΣΣ). Οι ελληνικές δυνάμεις όμως ρίχτηκαν στις μάχες τμηματικά και πάντα υπό γαλλική διοίκηση, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να προσφέρουν όσα πραγματικά θα μπορούσαν.

Οι ελληνικές δυνάμεις έδρασαν στην περιοχή της χερσονήσου της Κριμαίας και στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, από τις εκβολές του Προύθου και την Οδησσό, μέχρι την αρχαία ελληνική πόλη της Χερσώνας.

Σε όλες τις συγκρούσεις, οι Έλληνες πολέμησαν άριστα κερδίζοντας την εκτίμηση ακόμα και των Μπολσεβίκων αντιπάλων τους, όχι όμως και των Γάλλων συμμάχων τους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν τα ελληνικά στρατεύματα όπως τα αποικιακά σενεγαλέζικα τμήματά τους. Στην Ουκρανία στάθμευαν επίσης ακόμα σημαντικές γερμανικές δυνάμεις, με εντολή της Αντάντ, για την τήρηση της τάξης.







Οι Έλληνες στη Χερσώνα

Στις αρχές του 1919 στην Μεσημβρινή Ρωσία είχαν φτάσει τμήματα της 2ης ΜΠ. Ένα από αυτά ήταν και το περίφημο 34ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) Πειραιώς. Το 34ο ΣΠ τέθηκε υπό τις διαταγές της 156ης γαλλικής ΜΠ. Στις 11 Ιανουαρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Γάλλοι, μετά από αίτηση των Ελλήνων και Εβραίων κατοίκων της Χερσώνας, αποφάσισαν να στείλουν δυνάμεις στην πόλη για να τους προστατεύσουν από τις εναντίον τους αυθαιρεσίες.

Οι Γάλλοι αποφάσισαν να σχηματίσουν μεικτό απόσπασμα, αποτελούμενο από το 1ο Τάγμα του 34ου ΣΠ, υπό τον ταγματάρχη Βλάχο (ή Πράσσο), έναν γαλλικό λόχο, υπό τον λοχαγό Άλιξ, με δύναμη μόλις 60 ανδρών και ενός γαλλικού ουλαμού ορειβατικού πυροβολικού των 65 χιλ.

Το απόσπασμα τέθηκε υπό τις διαταγές του Γάλλου ταγματάρχη Λανσόν –κίνηση ενδεικτική της γαλλικής υπεροψίας– και ξεκίνησε από την Οδησσό με προορισμό τη Χερσώνα.

Το 1/34 Τάγμα δεν διέθετε μεταγωγικά μάχης –όλο το σύνταγμα στερούνταν τα μεταγωγικά του τα οποία δεν είχαν ακόμα φτάσει– με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μεταφερθούν τα απαραίτητα εφόδια και πυρομαχικά. Το Σύνταγμα ενημέρωσε τη γαλλική διοίκηση για το πρόβλημα, όμως εκείνη επέμεινε να εκτελεστεί άμεσα η διαταγή της.

Ύστερα από την καλύτερη δυνατή προετοιμασία, στις 17 Ιανουαρίου, ο 1ος Λόχος του 1/34 Τάγματος, με δύο πολυβόλα έφτασε σιδηροδρομικά στη Χερσώνα. Το υπόλοιπο απόσπασμα έφτασε τρεις μέρες μετά.

Η Χερσώνα ήταν μια πόλη 125.000 κατοίκων εκείνη την εποχή. Χτισμένη στις όχθες του Δνείπερου, αποτελούσε σημαντικό ποτάμιο λιμάνι που επικοινωνούσε με τη Μαύρη Θάλασσα. Η πόλη ήταν παράλληλα και βιομηχανικό κέντρο και οι περισσότεροι από τους κατοίκους της ήταν βιομηχανικοί εργάτες.

Ήταν λοιπόν δεδομένο ότι το Απόσπασμα Λανσόν, με τις περιορισμένες δυνάμεις του, ήταν πρακτικά αδύνατο να εκτελέσει άλλη αποστολή από την απλή επίδειξη σημαίας, προς αναπτέρωση του ηθικού των αντιμπολσεβίκων κατοίκων, οι οποίοι όμως αποτελούσαν τη μειοψηφία. Στην πλειονότητά του ο πληθυσμός ήταν φίλα προσκείμενος στους Μπολσεβίκους.

Το να κρατήσεις λοιπόν μια πόλη 125.000 εχθρικά διακείμενων κατοίκων, τη στιγμή μάλιστα που μια σοβαρή εχθρική ενέργεια εναντίον της ήταν πιθανή, με ένα ουσιαστικά τάγμα πεζικού και δύο ορειβατικά πυροβόλα, ήταν ακόμα και για το γαλλικό «στρατιωτικό δαιμόνιο» υπερβολή. Η μάχη ήταν ουσιαστικά εκ προοιμίου χαμένη.

Αυτό ήταν και το μεγαλείο της όμως, όσον αφορά κυρίως στους Έλληνες στρατιώτες που παρ’ όλ’ αυτά πολέμησαν με αφάνταστο ηρωισμό, μέχρις εσχάτων. Εκτός του Αποσπάσματος Λανσόν, στο λιμάνι της πόλης κατέπλευσε και το γαλλικό πολεμικό «Πλούτων». 






Το 1/34 Τάγμα στρατωνίστηκε στους παλιούς στρατώνες του ρωσικού Στρατού στο φρούριο της πόλης, το οποίο βρισκόταν πλησίον της όχθης του ποταμού και αποτελούσε σημαντικό αμυντικό έρεισμα. Κατόπιν, ο 2ος Λόχος, υπό τον λοχαγό Ανδρέα Λαλεχό, κατέλαβε το ταχυδρομείο, το τηλεφωνείο, την τράπεζα κα τις λιμενικές εγκαταστάσεις. Ο 1ος Λόχος, υπό τον υπολοχαγό Ηλία Μαθιό, με ουλαμό πολυβόλων, υπό τον υπολοχαγό Γ. Ζευγώλη, τάχθηκαν στο πλέον εκτεθειμένο σημείο της πόλης, στο σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης, σε απόσταση 2 χλμ. περίπου από το φρούριο.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν εντελώς εκτεθειμένος από Βορρά, Ανατολή και Δύση. Ο 3ος Λόχος, μαζί με τη διοίκηση του 1/34 Τάγματος και τις γαλλικές δυνάμεις έλαβαν θέσεις άμυνας στο φρούριο και γύρω από αυτό. Η αραχνοΰφαντη αυτή διάταξη δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας, αν και η φρουρά ενισχύθηκε με δύο γερμανικά θωρακισμένα τρένα, το καθένα εκ των οποίων έφερε από δύο πυροβόλα των 77 χιλ. και τρία πολυβόλα. Ο εχθρός δεν έδειξε τις προθέσεις του, παρά έναν μήνα σχεδόν μετά, στις 16 Φεβρουαρίου.

Το απόγευμα της ημέρας αυτής έπεσε στα χέρια του Έλληνα φρουράρχου του σιδηροδρομικού σταθμού, υπολοχαγού Μαθιού, τηλεγράφημα των Μπολσεβίκων προς τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στο Νικολάγιεφ, με το οποίο του ζητούσαν να εκκενώσει εντός επτά ημερών την πόλη.

Λίγες ώρες αργότερα ο επικεφαλής των μπολσεβικικών στρατευμάτων στην περιοχή, ο ατάμανος (= αρχηγός, στη διάλεκτο των Κοζάκων) Γρηγόριεφ, ζήτησε από τον Έλληνα αξιωματικό να καταθέσει τα όπλα, αίτημα που φυσικά απορρίφθηκε.

Πάντως, τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ Γρηγόριεφ και Μαθιού διαβιβάστηκαν και στον επικεφαλής του συμμαχικού αποσπάσματος ταγματάρχη Λανσόν. Ο Γάλλος διοικητής αντιλήφθηκε ότι επίκειτο επίθεση των Μπολσεβίκων και με το πρώτο φως της επομένης διέταξε μία από τις γερμανικές θωρακισμένες αμαξοστοιχίες που διέθετε, επανδρωμένη με Έλληνες, να κινηθεί βόρεια της πόλης για αναγνώριση.

Η αμαξοστοιχία αυτή, σε απόσταση μόλις 2 χλμ. από τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, συνάντησε δύο εχθρικές θωρακισμένες αμαξοστοιχίες, εξοπλισμένες με πυροβόλα των 105 χιλ. Πίσω τους βρίσκονταν δύο εμπορικοί συρμοί, με πλήθος βαγονιών από τα οποία αποβιβάζονταν εκατοντάδες άνδρες με πυροβολικό.

Αμέσως, η αμαξοστοιχία επέστρεψε και ενημέρωσε τους αμυνόμενους. Ο υπολοχαγός Μαθιός και ο λόχος του ήταν οι πρώτοι που θα δέχονταν επίθεση, αφού ο σιδηροδρομικός σταθμός αποτελούσε το πλέον ευαίσθητο και απομακρυσμένο σημείο της αμυντικής περιμέτρου.





Οι ουκρανικές θερμοπύλες

Νωρίς το απόγευμα, οι δυνάμεις του Γρηγόριεφ εξαπέλυσαν την πρώτη τους επίθεση κατά του σιδηροδρομικού σταθμού, υποστηριζόμενες από τα πυροβόλα των 105 χιλ. των θωρακισμένων τρένων τους. Οι αμυνόμενοι Έλληνες πιέστηκαν σοβαρά, όταν περίπου μιάμιση ώρα μετά την έναρξη της μάχης άρχισαν να δέχονται πυρά και από τα νώτα από τη συνοικία Μπογένα, από εξεγερμένους φιλομπολσεβίκους πολίτες.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, η φρουρά άντεξε, με τη συνδρομή των πυροβόλων των δύο θωρακισμένων τρένων και του γαλλικού πολεμικού «Πλούτων» που ναυλουχούσε το λιμάνι της πόλης. Η μάχη κράτησε περισσότερο από επτά ώρες και τερματίστηκε με ελληνική αντεπίθεση με τη λόγχη και εκκαθάριση της κατεχόμενης από τους Μπολσεβίκους περιοχή.

Μόνο στο προάστιο Μπογένα συνεχίστηκε η αναταραχή, η οποία τελικά κατεστάλη μετά τον τυφεκισμό, με διαταγή του Γάλλου διοικητή, των πρωταιτίων. Οι απώλειες του 1ου Λόχου την ημέρα εκείνη ήταν εννέα νεκροί – ο ένας, αξιωματικός. Οι απώλειες των Μπολσεβίκων ήταν αρκετά σοβαρές.

Τις επόμενες ημέρες σημειώθηκαν μικροσυμπλοκές εντός της πόλης. Τα στρατεύματα του ατάμανου Γρηγόριεφ είχαν απομακρυνθεί σε απόσταση βολής πυροβόλου από την πόλη. Ένα ευχάριστο για τη φρουρά γεγονός ήταν η ενίσχυσή της με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος Πεζικού, ο οποίος, με επικεφαλής τον λοχαγό Πλούταρχο Χατζόπουλο, έφτασε ακτοπλοϊκώς, το βράδυ της 18ης Φεβρουαρίου.

Τις δύο επόμενες μέρες οι Μπολσεβίκοι δεν προέβησαν σε άλλες ενέργειες πέραν του, άνευ αποτελέσματος, βομβαρδισμού της πόλης με τα πυροβόλα των θωρακισμένων τους τρένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την εξακρίβωση από τους Έλληνες της ύπαρξης δύο εχθρικών θωρακισμένων τρένων, ο Γάλλος διοικητής, ταγματάρχης Λανσόν, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι υπήρχε μόνο μία. Έτσι, διέταξε τα ελληνικά τμήματα να εκτελέσουν επιθετική αναγνώριση και, αν είναι δυνατόν, να καταστρέψουν το εχθρικό θωρακισμένο τρένο.

Για την επιχείρηση διατέθηκαν 6 διμοιρίες –4 του 1ου και 2 του 2ου Λόχου του 1/34 Τάγματος– υπό τη διοίκηση του λοχαγού Λαλεχού. Η ελληνική δύναμη αναχώρησε σιδηροδρομικά. Σε απόσταση όμως 6 χλμ. από τον σταθμό της Χερσώνας δέχτηκε πυρά και, αφού αποβιβάστηκε από το τρένο, άρχισε αγώνα πεζικού. Ύστερα από αγώνα μίας ώρας, οι ελληνικές διμοιρίες έλαβαν επαφή με την εχθρική προκαλυπτική τοποθεσία. Με ορμητική έφοδο κατάφεραν να τη διασπάσουν. Οι Έλληνες έφτασαν μέχρι το χώρο στάθμευσης των εχθρικών αμαξοστοιχιών.

Εκεί είδαν δύο θωρακισμένα τρένα και τρία εμπορικά με 200 βαγόνια, γεμάτα άνδρες, άλογα και μερικά πυροβόλα. Ο λοχαγός Λαλεχός υπολόγισε την εχθρική δύναμη σε 2.300 πεζούς και 200 ιππείς του Ερυθρού Στρατού και σε αρκετές ακόμα εκατοντάδες οπλισμένων ατάκτων. Μετά την αναγνώριση, τα ελληνικά τμήματα αποχώρησαν, μεταφέροντας τα όσα είδαν. Στη σύγκρουση αυτή ένας Έλληνας σκοτώθηκε και πέντε τραυματίστηκαν.

Οι καθόλου ευχάριστες ειδήσεις που έφεραν τα ελληνικά τμήματα ανάγκασαν τον Λανσόν να ζητήσει επιπλέον ενισχύσεις τις οποίες έλαβε, την 21η Φεβρουαρίου, όταν έφτασε στην πόλη και ο 2ος Λόχος του 1/7 Τάγματος Πεζικού, υπό τον λοχαγό Κωνσταντίνο Στοφόρο.

Ο λόχος τάχθηκε αμέσως αμυντικά στο προάστιο Ζαμπόλκα, καλύπτοντας το αριστερό πλευρό του 1ου 1/34 Λόχου που φρουρούσε τον σιδηροδρομικό σταθμό. Λίγες ώρες αργότερα, έφτασε στην πόλη και ένας γαλλικός λόχος του 176ου Συντάγματος Πεζικού, δυνάμεως περίπου 60 ανδρών. Διοικητής του λόχου αυτού ήταν ο λοχαγός Μπλεζ. Επίσης, η φρουρά ενισχύθηκε με δύο γερμανικά πυροβόλα των 105 χιλ. με (μάλλον απρόθυμους να σκοτωθούν για μια ξένη υπόθεση) Γερμανούς πυροβολητές, υπό τον υπολοχαγό Κρέμερ. Τα πυροβόλα αυτά τάχθηκαν εντός του φρουρίου. Την δε προηγούμενη μέρα είχε αφιχθεί στο λιμάνι της πόλης και το γαλλικό αντιτορπιλικό «Ανκγόλ».

Έτσι, είχε συγκεντρωθεί στην πόλη μια σχετικά ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από πέντε σχεδόν πλήρεις ελληνικούς λόχους τυφεκιοφόρων, έναν ελληνικό λόχο πολυβόλων, δύο γαλλικούς λόχους τυφεκιοφόρων, συνολικής δύναμης 120 ανδρών, δύο γαλλικούς ουλαμούς ορειβατικών των 65 χιλ. (4 πυροβόλα), τέσσερα γερμανικά πυροβόλα των 77 χιλ. επί των θωρακισμένων τρένων, δύο γερμανικά πυροβόλα των 105 χιλ. και τα δύο γαλλικά πολεμικά στο λιμάνι που μπορούσαν να παράσχουν υποστήριξη πυρών. Οι συμμαχικές δυνάμεις αναδιαρθρώθηκαν και τώρα τάχθηκαν ως εξής: ο 1/34 Λόχος παρέμεινε ως φρουρά του σιδηροδρομικού σταθμού, ενισχυμένος με 2 ελληνικά και 4 γαλλικά πολυβόλα. Στο προάστιο Μπογένα τάχθηκε ο 1/7 Λόχος με τον γαλλικό Λόχο Μπλεζ. Στο προάστιο Ζαμπόλκα τάχθηκε ο 2/7 Λόχος με τον γαλλικό Λόχο Άλιξ. Τμήμα του 2/34 Λόχου αναπτύχθηκε στο λιμάνι. Οι υπόλοιπες δυνάμεις τάχθηκαν εντός και πέριξ του φρουρίου της πόλης. Προκεχωρημένο παρατηρητήριο δημιουργήθηκε σε έναν αλευρόμυλο, 400 μέτρα βόρεια του φρουρίου.

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου ο εκεί εγκατεστημένος Γάλλος αξιωματικός παρατηρητής είδε με τρόμο ατελείωτες εχθρικές μάζες να λαμβάνουν θέσεις επίθεσης, και αμέσως έδωσε το σύνθημα του συναγερμού. Ελάχιστα λεπτά αργότερα, οι εχθρικές δυνάμεις εφόρμησαν, με την υποστήριξη των πυροβόλων των θωρακισμένων τους τρένων, τα οποία πλησίασαν σε εξαιρετικά κοντινή απόσταση τον σιδηροδρομικό σταθμό.

Ο ηρωικός 1/34 Λόχος του γενναίου υπολοχαγού Μαθιού δέχτηκε το ισχυρότερο σφυροκόπημα και υπέστη σοβαρές απώλειες. Παρ’ όλα αυτά, όταν τα εχθρικά προπαρασκευαστικά πυρά άρθηκαν και το πεζικό των Μπολσεβίκων εφόρμησε, δέχτηκε συντριπτικά πλήγματα από τα πυρά των ακατάβλητων αμυνομένων και καθηλώθηκε με φρικτές απώλειες.

Αδυνατώντας να κάμψει την αντίσταση των Ελλήνων στον σιδηροδρομικό σταθμό, ο ατάμανος Γρηγόριεφ κατηύθυνε το βάρος της επίθεσης προς το προάστιο Μπογένα, εκεί όπου ο 1/7 Λόχος κάλυπτε μέτωπο περίπου 3 χλμ. Ο ανεξάντλητος όγκος των εχθρικών μαζών υποχρέωσε τους Έλληνες μαχητές να υποχωρήσουν ελαφρά. Σε λίγο, όμως, με την υποστήριξη και του πυροβολικού, οι ηρωικοί άνδρες του 1/7 Λόχου εφόρμησαν με τη λόγχη, ανέκτησαν όλο το χαμένο έδαφος και συνέλαβαν και μερικούς αιχμαλώτους.





Ο Γρηγόριεφ όμως δεν απογοητεύτηκε. Γνωρίζοντας από τους εντός της πόλης πράκτορές του τις αδυναμίες της συμμαχικής αμυντικής διάταξης, επανέλαβε την επίθεση στο προάστιο Μπογένα. Αυτή τη φορά οι Μπολσεβίκοι, εφορμώντας κατά κύματα, αδιαφορώντας για τις απώλειες, κατόρθωσαν να διασπάσουν τις ελληνικές γραμμές άμυνας και να προελάσουν μέχρι το τηλεφωνείο και το τηλεγραφείο, στην καρδιά της πόλης, αποκόπτοντας τον αμυνόμενο στον σιδηροδρομικό σταθμό 1/34 Λόχο.

Ο Γάλλος επικεφαλής, ταγματάρχης Λανσόν, ζήτησε ενισχύσεις από την Οδησσό, και το εκεί συμμαχικό αρχηγείο του υποσχέθηκε να στείλει δύο γαλλικούς λόχους –έναν τυφεκιοφόρων και έναν πολυβόλων– συνολικής δύναμης 130 ανδρών. Η δύναμη αυτή όμως αναχώρησε ατμοπλοϊκά από την Οδησσό το βράδυ της 22ας Φεβρουαρίου και θα έφτανε το πρωί της επομένης.

Μοιραία, τα ελληνικά τμήματα, που αποτελούσαν άλλωστε και τους στυλοβάτες της άμυνας, έπρεπε να αρκεστούν στα ίδια μέσα.

Σε πρώτη φάση η ελληνική διοίκηση διέταξε τα τμήματα να εξαπολύσουν άμεση αντεπίθεση με στόχο την ανακατάληψη των χαμένων θέσεων, πριν ο εχθρός οργανωθεί σε αυτές. Η αντεπίθεση έγινε πράγματι με πρωτοφανή ορμή και κατέληξε σε ελληνικό θρίαμβο.

Οι συντριπτικά ανώτερες εχθρικές δυνάμεις απωθήθηκαν με τη λόγχη και η περίμετρος αποκαταστάθηκε σε όλο της το μήκος. Ιδιαίτερα σκληρή μάχη δόθηκε στο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο βρισκόταν νότια του σιδηροδρομικού σταθμού.

Η κατοχή του από τους Μπολσεβίκους εξασφάλιζε τον αποκλεισμό του σταθμού και του εκεί αμυνόμενου ελληνικού 1/34 Λόχου. Έπρεπε με κάθε τρόπο να ανακτηθεί. Μια ελληνική διμοιρία αποδείχτηκε αρκετή για την αποστολή. Περίπου 40 ντυμένοι στο χακί τρελοί, με τα τυφέκια προτεταμένα και τις λόγχες να αστράφτουν απειλητικές, εφόρμησαν ουρλιάζοντας «Αέρα, αέρα».

Το θέαμα παρέλυσε τα νεύρα των αντιπάλων, οι οποίοι δεν άντεξαν και το έβαλαν στα πόδια βιαστικά. Ο 1/34 Λόχος είχε σωθεί. Σε λίγο έπεσε η νύχτα, και ο Γρηγόριεφ δεν θεώρησε σκόπιμο να διακινδυνεύσει και άλλη επίθεση μέσα στο σκοτάδι. Έτσι, οι αμυνόμενοι ησύχασαν λίγο, παρενοχλούμενοι μόνο από τα πυρά των ελεύθερων σκοπευτών.

Με το πρώτο φως της επομένης, όμως, 23ης Φεβρουαρίου, οι Μπολσεβίκοι επανήλθαν ακόμα πιο ενισχυμένοι. Στόχος τους ήταν και πάλι η κατάληψη του προαστίου Μπογένα. Ο 1/7 Λόχος υποχρεώθηκε απέναντι στην εχθρική πίεση να υποχωρήσει προς το φρούριο. Από εκεί τρεις φορές αντεπιτέθηκε και απώθησε τον εχθρό, αλλά και άλλες τόσες φορές υποχρεώθηκε και πάλι να οπισθοχωρήσει. Στην τελευταία αντεπίθεση ενισχύθηκε από διμοιρία του 1/34 Λόχου με επικεφαλής τον ίδιο τον υπολοχαγό Μαθιό.

Ο ηρωικός υπολοχαγός τραυματίστηκε θανάσιμα στην επίθεση, δεχόμενος από μηδενική απόσταση μια γεμιστήρα πιστολιού. Τον αντικατέστησε στη διοίκηση ο υπολοχαγός Νικόλαος Καπέτος. Παράλληλα με την επίθεση στο προάστιο Μπογένα, ο Γρηγόριεφ διέταξε τα θωρακισμένα του τρένα να πλησιάσουν τον σιδηροδρομικό σταθμό σε απόσταση 1.000 μ. και από εκεί να βάλλουν με τα πυροβόλα των 105 χιλ. που διέθεταν. Όπως ήταν φυσικό, οι ελληνικές θέσεις άμυνας άρχισαν να κονιορτοποιούνται.

Όταν όμως οι Μπολσεβίκοι εφόρμησαν και πάλι, διαλύθηκαν από τα μανιασμένα πυρά των αμυνόμενων του 1/34 Λόχου, ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει από αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, πέρα από κάθε λογική, οι Έλληνες άντεξαν και κράτησαν τις θέσεις τους. Στο αριστερό τμήμα της περιμέτρου, οι δυνάμεις των αμυνομένων δέχτηκαν μικρότερη πίεση, την οποία αντιμετώπισαν ευχερώς.

Παρά τον ηρωισμό των Ελλήνων, η μάχη φαινόταν χαμένη και ο Λανσόν αποφάσισε να εκκενώσει το ίδιο βράδυ τη Χερσώνα και να αποχωρήσει. Σε λίγο όμως κατέπλευσαν στο λιμάνι τα πλοία «Αλτεμπαράν» και «Αλτέρ», αποβίβασαν τους δύο γαλλικούς λόχους που είχαν σταλεί από την Οδησσό και ο Γάλλος επικεφαλής άλλαξε γνώμη. Η κατάσταση ήταν τραγική.

Οι τρεις ελληνικοί λόχοι είχαν μεγάλες απώλειες –74 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες– και πλησίαζαν στα όρια της μαχητικής τους αξίας. Η νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου ήταν νύχτα αγωνίας. Συνεχή πυρά παρενοχλούσαν τους κατάκοπους Έλληνες μαχητές, που άγρυπνοι παρέμεναν στις θέσεις που είχαν ταχθεί να υπερασπίσουν. Οι τραυματίες κατορθώθηκε το βράδυ αυτό να μεταφερθούν στο λιμάνι, όπου έλαβαν τις πρώτες βοήθειες και κατόπιν επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Ουρανία».

Η κίνηση αυτή αποδείχτηκε σωτήρια, καθώς, πριν ξημερώσει η 24η Φεβρουαρίου, οι Μπολσεβίκοι επανέλαβαν την επίθεση σε όλο το μήκος της αμυντικής περιμέτρου αυτή τη φορά. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κυριεύτηκε, μετά από σειρά άγριων συμπλοκών σώμα με σώμα.

Οι Έλληνες στρατιώτες, αν και πολεμούσαν ένας εναντίον δέκα, πολέμησαν (όπως είχε διαβεβαιώσει τον Γρηγόριεφ ο αείμνηστος Μαθιός) ελληνικά. Τα εχθρικά θωρακισμένα τρένα πλησίασαν σε απόσταση 100 μ. και άρχισαν να διαλύουν τις ελληνικές θέσεις άμυνας που δεν έλεγαν να σιγήσουν. Τελικά οι Έλληνες κατάφεραν να υποχωρήσουν κανονικά, μεταφέροντας και τους τραυματίες τους.

Σταδιακά, το σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων οπισθοχώρησε προς το φρούριο και το λιμάνι, από όπου μπορούσαν να υποστηριχθούν και από τα πυρά των πλοίων. Οι Γάλλοι πάντως συνέχισαν να υποχωρούν και τελικά επιβιβάστηκαν στα πλοία, μαζί με τον Λανσόν, αφήνοντας τους Έλληνες αποκλεισμένους εντός του φρουρίου της πόλης.

Τελικά, κατορθώθηκε με αντεπίθεση να εκκαθαριστεί μέρος της προκυμαίας, ώστε να διατηρηθεί η επαφή με τους πολιορκημένους στο φρούριο Έλληνες. Ο Γρηγόριεφ τότε έριξε όλο το βάρος του στην προσπάθεια κατάληψης του φρουρίου. Εκεί δόθηκε μάχη παρμένη, θαρρείς, από ιπποτικό μυθιστόρημα.

Το σύνολο των Ελλήνων στρατιωτών, μάχιμοι και βοηθητικοί, ρίχτηκαν στις επάλξεις και απέκρουσαν τον εχθρό. Τα πυρομαχικά όμως των πολιορκημένων εξαντλήθηκαν και τα περισσότερα πολυβόλα αχρηστεύτηκαν από την υπερθέρμανση.




Ενώπιον της κατάστασης αυτής και μην έχοντας καμία διαταγή από τον Λανσόν, ο ταγματάρχης Βλάχος συγκέντρωσε τους άνδρες του και τους μίλησε. Τους εξήγησε ότι αν παρέμεναν στο φρούριο, ήταν χαμένοι. Τους είπε ότι δεν υπήρχαν πυρομαχικά και τους ρώτησε αν συμφωνούν να εκτελέσουν όλοι μαζί έξοδο με τη λόγχη. «Ή γλιτώνουμε ή θα πεθάνουμε τουλάχιστον τιμημένα, διασώζοντας την τιμή των ελληνικών όπλων», τους είπε. Με μια φωνή, αξιωματικοί και άνδρες συμφώνησαν. Μόλις σκοτείνιαζε θα εκτελούσαν έξοδο. Συγκινητικές στιγμές εκτυλίχθηκαν κατόπιν. Οι άνδρες άρχισαν να αποχαιρετούν ο ένας τον άλλο, να ανταλλάσσουν τον ύστατο ασπασμό και να εύχονται ο ένας στον άλλο το «καλό βόλι», την παλιά ευχή των Κλεφτών, η έννοια της οποίας ήταν: άμεσος θάνατος και όχι αιχμαλωσία. Όλοι γνώριζαν τι θα τους συνέβαινε αν συλλαμβάνονταν ζωντανοί.

Ενισχύσεις και εκκένωση

Την ώρα που οι Έλληνες στη Χερσώνα ετοιμαζόταν για τον ηρωικό θάνατο, ένα θαύμα ανέτρεψε την κατάσταση. Νωρίς το απόγευμα της 24ης Φεβρουαρίου κατέπλευσε στο λιμάνι της πόλης το πλοίο «Ποτέμκιν», το οποίο μετέφερε το 1ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Πεζικού (Αθηνών), με τον διοικητή του Συντάγματος, αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα, και τον διοικητή πεζικού της 2ας Μεραρχίας, συνταγματάρχη Παναγιώτη Γαργαλίδη.

Μαζί τους στο πλοίο βρισκόταν και ο Γάλλος αντισυνταγματάρχης Ντε Κλαβιέρ, στον οποίο η γαλλική διοίκηση Οδησσού είχε αναθέσει τη διοίκηση, αγνοώντας την αρχαιότητα του συνταγματάρχη Γαργαλίδη. Ήταν μια παρατυπία, ενδεικτική της θεώρησης των Γάλλων για τους Έλληνες. Λίγο αργότερα έφτασε και το 2/1 Τάγμα με το πλοίο «Άννα Δ’».

Μισή ώρα μετά την άφιξή του στο λιμάνι, ο Ντε Κλαβιέρ κάλεσε τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη στο πολεμικό «Πλούτων» και τον διέταξε (!) να εκκαθαρίσει την περιοχή νότια του φρουρίου, αναφέροντάς του ότι ο γαλλικός Λόχος Άλιξ είχε επιτύχει σύνδεσμο με τους πολιορκημένους στο φρούριο Έλληνες, κάτι πως όμως δεν ίσχυε.

Παρ’ όλα αυτά, ο Γαργαλίδης, τασσόμενος προσωπικά επικεφαλής του 1/1 Τάγματος, αφού έταξε τα πολυβόλα του στο κατάστρωμα του «Ποτέμκιν», εξασφαλίζοντας βάση πυρός, εφόρμησε προς το λιμάνι, εν μέσω σφοδρών εχθρικών πυρών. Ο δε Λόχος Άλιξ ήταν άφαντος.

Ο Γάλλος αντισυνταγματάρχης είχε επίσης υποσχεθεί υποστήριξη από το πυροβολικό των πλοίων, αλλά ούτε αυτή η υπόσχεσή του υλοποιήθηκε. Αν και χωρίς καμία υποστήριξη, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να απωθήσουν τα εχθρικά τμήματα δυτικά του φρουρίου.

Ανατολικά οι Μπολσεβίκοι αντέταξαν πιο πείσμονα άμυνα, και ο συνταγματάρχης Γαργαλίδης διέταξε την πυρπόληση με βενζίνη των σπιτιών που οι αντίπαλοι είχαν μετατρέψει σε σημεία στηρίγματος. Η πυρπόληση δύο σπιτιών ήταν αρκετή για να «πείσει» τους Μπολσεβίκους να υποχωρήσουν.

Έτσι, εκκαθαρίστηκε και η ανατολική του φρουρίου περιοχή και περίπολος του 1/1 Τάγματος ενώθηκε με τους πολιορκημένους στο φρούριο ήρωες του ταγματάρχη Βλάχου. Ο ταγματάρχης Βλάχος και οι άνδρες του υποδέχθηκαν την περίπολο με ουρανομήκεις επευφημίες. Ο ταγματάρχης παρέδωσε στον επικεφαλής της περιπόλου, ανθυπολοχαγό Γεραμάνη, ιδιόχειρο σημείωμα προς τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη που έγραφε:

«Κύριε Αρχηγέ, λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι οι πέντε λόχοι και η πολυβολαρχία που διοικώ και έχουν την τιμή να βρίσκονται υπό τις διαταγές σας, τήρησαν τη δόξα και την τιμή των ελληνικών όπλων και του ελληνικού ονόματος εφάμιλλων των προγόνων μας και των συγχρόνων μας ηρώων. Με ένα στόμα εγώ και όλοι οι υπ’ εμέ στρατιώτες σας εύχονται το καλώς ήρθατε και σας ευγνωμονούν ως σωτήρα των και αδυνατούν να εκφράσουν τη χαρά τους ευρισκόμενοι ήδη υπό την άμεση διοίκηση σας».

Παρά την επιτυχία αυτή και την απόβαση και του 2/1 Τάγματος, ο συνταγματάρχης Γαργαλίδης δεν ήταν αισιόδοξος. Έχοντας αποκτήσει ιδία αντίληψη για την εχθρική υπεροχή, ήταν πεπεισμένος ότι επιβαλλόταν η εκκένωση της πόλης ή η δραστική ενίσχυση της φρουράς. Όμως, η κοντινότερη συμμαχική βάση ήταν η Οδησσός, η οποία απείχε 140 χλμ. Το σύνολο του πληθυσμού ήταν –όχι άδικα– εχθρικά διακείμενο προς τη συμμαχική υπόθεση, και όλα έδειχναν ότι αν η γαλλική διοίκηση επέμεινε στον παραλογισμό της, η καταστροφή των τμημάτων της Χερσώνας ήταν σίγουρη.

Ο Γαργαλίδης θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει επί των απόψεών του και τον Γάλλο «διοικητή» του Ντε Κλαβιέρ, ζητώντας του παράλληλα να τον ενημερώσει επί του σχεδίου ενεργείας της γαλλικής διοίκησης. Η έκπληξη του βετεράνου Έλληνα αξιωματικού ήταν μεγάλη, όταν κατάλαβε ότι σχέδιο ενεργείας στην πραγματικότητα δεν υπήρχε!

Ο έκπληκτος Γαργαλίδης, όταν διαμαρτυρήθηκε, δέχτηκε φραστική επίθεση από τον Ντε Κλαβιέρ, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι αντιδρούσε γιατί δεν μπορούσε να ανεχτεί το γεγονός ότι είχε τεθεί υπό τις διαταγές κατώτερού του αξιωματικού. Ο Γαργαλίδης, τέρας ψυχραιμίας, κατάφερε να συγκρατηθεί και εξακολούθησε να ζητά οδηγίες για το τι τέλος πάντων επεδίωκε η διοίκηση. Σκόπευε να αναλάβει αγώνα επιθετικό, αμυντικό ή απλώς να εκκενώσει τη Χερσώνα;

Τελικά, η επιμονή του Έλληνα συνταγματάρχη απέδωσε και ο υπερόπτης Ντε Κλαβιέρ επικοινώνησε με την Οδησσό και μετέφερε τις απόψεις Γαργαλίδη στον εκεί επικεφαλής στρατηγό Ντ’ Ανσέλμ. Ο τελευταίος, έμπειρος και καλός στρατιώτης και ο ίδιος, δεν άργησε να πειστεί από τα επιχειρήματα του Γαργαλίδη, που του μετέφερε ο Ντε Κλαβιέρ και αμέσως διέταξε την εκκένωση της πόλης από τα συμμαχικά τμήματα.

Η επιβίβαση στα πλοία εκτελέστηκε κανονικά τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Φεβρουαρίου, χωρίς ο εχθρός να καταφέρει να εμποδίσει την κίνηση των ελληνικών τμημάτων, χάρη στον ελιγμό του Γαργαλίδη, ο οποίος εκτέλεσε επίθεση με μία διλοχία ανατολικά του φρουρίου, παραπλανώντας τον εχθρό.

Μέχρι τις 06.15 το πρωί, όλοι οι άνδρες είχαν επιβιβαστεί στα πλοία, τα οποία απέπλευσαν με κατεύθυνση την Οδησσό. Δυστυχώς, υπό την επιμονή των Γάλλων, αφέθηκαν πίσω επτά πολυβόλα και το σύνολο των πυροβόλων, των μεταγωγικών, των αποσκευών αλλά και άλλο υλικό.

Το χειρότερο ήταν ότι οι Γάλλοι απέπλευσαν αφήνοντας πίσω και μια ομάδα Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν και δολοφονήθηκαν με απερίγραπτα βασανιστήρια από τους αντιπάλους. Μετά τον απόπλου και του τελευταίου πλοίου, τα στρατεύματα των Μπολσεβίκων εισήλθαν στην πόλη και αμέσως άρχισαν τις σφαγές σε βάρος των Ελλήνων και των Εβραίων κατοίκων της πόλης.

Συμπεράσματα

Η μάχη της Χερσώνας έληξε με την απόσυρση των συμμαχικών τμημάτων. Εξαρχής ήταν μια επιχείρηση καταδικασμένη σε αποτυχία, αφού δεν διατέθηκαν σοβαρές δυνάμεις για την εκτέλεσή της. Γενικά, η όλη συμμαχική επέμβαση στη Μεσημβρινή Ρωσία δεν προικοδοτήθηκε ποτέ με τις ανάλογες δυνάμεις, και η ισχυρότερη δύναμη της λεγόμενης «Στρατιάς του Δουνάβεως», ήταν το ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού.

Οι εμπνευστές της όλης επιχείρησης Γάλλοι έστειλαν μεραρχίες, η δύναμη των οποίων υπολειπόταν της δύναμης συντάγματος, αφού το κάθε τάγμα τους δεν υπερέβαινε τους 200 άνδρες. Επίσης, από την αρχή οι Γάλλοι κατάφεραν να αποξενωθούν από τον ουκρανικό πληθυσμό, απορρίπτοντας κάθε επαφή με τον λαϊκής αποδοχής Ουκρανό ηγέτη Πελτιούρα και στηρίζοντας μόνο τις φιλοτσαρικές δυνάμεις.

Τα ελληνικά στρατεύματα αποτελούσαν εξαρχής ό,τι εκλεκτότερο είχε να παρουσιάσει το συμμαχικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία. Παρ’ όλα αυτά, τιθέμενο υπό γαλλική διοίκηση και εμπλεκόμενο στον αγώνα κατά μικρά αποσπάσματα, δεν κατόρθωσε να βοηθήσει σύμφωνα με τις δυνατότητές του.

Στη Χερσώνα, ειδικότερα, οι ελληνικές δυνάμεις διατάχθηκαν να καλύψουν τεράστιο μέτωπο, έναντι σε δεκαπλάσιους τουλάχιστον αντιπάλους, με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές απώλειες. Αν δε δεν έφταναν την κρίσιμη στιγμή οι υπό τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη ενισχύσεις, πιθανόν θα μιλούσαμε σήμερα για ελληνική εκατόμβη στο βωμό του γαλλικού παραλογισμού.

Συνολικά στη μάχη σκοτώθηκαν 117 και τραυματίστηκαν 140 Έλληνες, αξιωματικοί και οπλίτες. Οι Γάλλοι είχαν 11 νεκρούς και 21 τραυματίες. Οι απώλειες των Μπολσεβίκων ήταν ιδιαίτερα βαριές -συνέπεια της ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων- και ξεπέρασαν τους 4.000 νεκρούς και τραυματίες.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η απαξιωτική συμπεριφορά της γαλλικής διοίκησης, που, πέρα από κάθε έννοια συμμαχικού δεσμού, ανέθεσε τη διοίκηση σε Γάλλο αξιωματικό, κατώτερο σε βαθμό του Έλληνα συνταγματάρχη, λες και τα ελληνικά τμήματα αποτελούσαν αποικιακά στρατεύματα της γαλλικής αυτοκρατορίας.