Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Ονόμαρχος Φωκεύς: Ο νικητής της Μακεδονικής Φάλαγγας


Ο Ονόμαρχος, ο αρχαίος Έλληνας στρατηγός από τη Φωκίδα, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Υπερασπίστηκε...

 

την πατρίδα του με θάρρος και ευστροφία και κατάφερε σε δύο περιπτώσεις να συντρίψει την αήττητη Μακεδονική Φάλαγγα στο πεδίο της μάχης, χρησιμοποιώντας εκτεταμένα τα νέα όπλα της εποχής, τους καταπέλτες

 Το αμφικτιονικό συμβούλιο της Δελφικής Αμφικτιονίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Επί αιώνες το κύρος του παρέμενε αναλλοίωτο και οι αποφάσεις του αποτελούσαν σχεδόν νόμο.

Ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. είχε περάσει υπό τον έλεγχο των Θεσσαλών, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για να περάσουν ευνοϊκές γι’ αυτούς πολιτικές αποφάσεις κατά των αντιπάλων τους Φωκέων. Αποτέλεσμα αυτών ήταν οι λεγόμενοι Ιεροί Πόλεμοι.

Μετά την επικράτηση της θηβαϊκής ηγεμονίας στην Ελλάδα, οι Θηβαίοι, ελέγχοντας και μεγάλο τμήμα της Θεσσαλίας, κατάφεραν να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο του συμβουλίου, εξασφαλίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις 19 από τις 24 ψήφους σε αυτό.

Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν μόνο από δύο ψήφους στο συμβούλιο η καθεμία και η Φωκίδα, στο έδαφος της οποίας έδρευε και συνεδρίαζε το συμβούλιο είχε μόνο μία. Οι Θηβαίοι μάλιστα, μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα, κατάφεραν να περάσουν ψήφισμα με το οποίο καταδίκαζαν τους Σπαρτιάτες σε πρόστιμο 500 ταλάντων (το οποίο αργότερα αυθαίρετα επαύξησαν στα 1.000 τάλαντα), ποσό εξωφρενικά υψηλό, για την εποχή.

Ουσιαστικά δηλαδή το αμφικτιονικό συμβούλιο είχε εκπέσει σε όργανο φτηνών πολιτικών ενεργειών, που δεν είχαν καμία σχέση με τον αρχικό θρησκευτικό του ρόλο.

Γ΄ Ιερός Πόλεμος

Το 363 π.Χ. οι κάτοικοι της πόλης των Δελφών αποφάσισαν να ενταχθούν στο Κοινό της Φωκίδας, δηλαδή στο κράτος των φωκικών πόλεων. Ωστόσο, το αμφικτιονικό συμβούλιο, με εισήγηση των Θηβαίων, δεν τους το επέτρεψε. Λίγο αργότερα δύο νέοι από τους Δελφούς απήγαγαν μια κόρη από τη Βοιωτία, την οποία ο ένας από αυτούς επιθυμούσε να νυμφευτεί. Οι Θηβαίοι τότε κατάφεραν να δημιουργήσουν σοβαρό ζήτημα στο συμβούλιο εις βάρος των Φωκέων. Παρά την καταδίκη των υπευθύνων για την πράξη, οι Θηβαίοι, με τη συνδρομή κυρίως των Θεσσαλών, προαιώνιων αντιπάλων των Φωκέων, επέβαλαν, μέσω του συμβουλίου, τεράστιο χρηματικό πρόστιμο σε μερικούς Φωκείς.

Ήταν φανερό ότι οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους εξωθούσαν τους Φωκείς σε πόλεμο με κάθε τρόπο. Όταν οι καταδικασμένοι στο πρόστιμο Φωκείς πολίτες αρνήθηκαν να το καταβάλουν, θεωρώντας το άδικο (όπως και ήταν), το αμφικτιονικό συμβούλιο απείλησε με πόλεμο το Φωκικό Κοινό. Οι Φωκείς, εκναυρισμένοι από τον πόλεμο νεύρων που τους έκαναν οι αντίπαλοί τους, αποφάσισαν, με πρόταση του ηγέτη τους Φιλόμηλου, να επιτεθούν πρώτοι και να καταλάβουν τους Δελφούς, που, ούτως ή άλλως, ήταν παλιά μέλος του Φωκικού Κοινού.

Η εκκλησία των πολιτών δέχτηκε με σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία τις προτάσεις του και τον ανακήρυξε «στρατηγό-αυτοκράτορα», δηλαδή ύπατο ηγέτη του Κοινού. Αμέσως μετά ο Φιλόμηλος ήρθε σε μυστική συνεννόηση με τη Σπάρτη και έλαβε οικονομική ενίσχυση 15 ταλάντων. Έτσι, διαθέτοντας και τη μεγάλη προσωπική του περιουσία, κατάφερε να συγκροτήσει στρατό, στον οποίο έταξε και μεγάλο αριθμό μισθοφόρων. Το καλοκαίρι του 356 π.Χ., ο Φιλόμηλος έστειλε 1.000 πελταστές του στους Δελφούς, οι οποίοι κατέλαβαν την ατείχιστη πόλη αμαχητί.

Η ενέργειά του χαρακτηρίστηκε ιεροσυλία και το αμφικτιονικό συμβούλιο κήρυξε τον πόλεμο στο Φωκικό Κοινό, προσεταιριζόμενο και τους γείτονες των Φωκεών, Λοκρούς. Αυτοί, και συγκεκριμένα οι κάτοικοι της Άμφισσας, κινήθηκαν πρώτοι κατά του Φιλόμηλου, αλλά σε μάχη που δόθηκε στους Δελφούς οι Αμφισσείς κατατροπώθηκαν και πολλοί σκοτώθηκαν στους γύρω γκρεμούς καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Μετά από τη νίκη του, ο Φιλόμηλος εγκατέστησε φρουρά στους Δελφούς και οχύρωσε την πόλη.



Παράλληλα, κήρυξε άκυρη την απόφαση του αμφικτιονικού συμβουλίου περί επιβολής προστίμου και διέταξε να σβηστεί το εν λόγω ψήφισμα από την αναθηματική στήλη στην οποία είχε γραφτεί. Στη συνέχεια στρατολόγησε ακόμα περισσότερους άνδρες, καθώς περίμενε με βεβαιότητα βοιωτική επίθεση.

Πραγματικά, οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν από τους Φωκείς. Μετά και από αυτή την επιτυχία, ο Φιλόμηλος με 5.000 άνδρες εισέβαλε στη Λοκρίδα όπου όμως ηττήθηκε από τους Λοκρούς. Μετά τη μάχη, ζήτησε από τους νικητές να του παραδώσουν τα σώματα των πεσόντων, για να τα κηδέψει, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής.

Οι Λοκροί όμως αρνήθηκαν να τα παραδώσουν, λέγοντάς του ότι τα σώματα των ιερόσυλων έπρεπε να μένουν άταφα. Η απάντηση των Λοκρών προκάλεσε το άγριο μένος των Φωκέων, οι οποίοι επιτέθηκαν ξανά, νίκησαν τους αντιπάλους και πήραν τις σορούς των στρατιωτών τους. Μάλιστα, παρέδωσαν και τα σώματα των νεκρών Λοκρών στους συμπατριώτες τους για να τα θάψουν!

Μετά την παράξενη αυτή επιτυχία, ο Φιλόμηλος λεηλάτησε τη χώρα των Λοκρών, και το φθινόπωρο πια επέστρεψε στη Φωκίδα. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ζητήσει ο ίδιος χρησμό από το μαντείο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ιερείς των Δελφών είχαν από την αρχή αντιταχθεί στην κατάληψη του ιερού από τους Φωκείς και αρνούνταν να δώσουν χρησμούς.

Ο ρόλος του δελφικού ιερατείου ήταν πάντα σκοτεινός. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση ήταν και μεροληπτικός. Ο Φιλόμηλος, άλλωστε, είχε δημόσια δηλώσει ότι οι ενέργειές του είχαν προκληθεί από τις μηχανορραφίες των αντιπάλων του και είχε δεσμευτεί ότι δεν θα έθιγε ούτε την αυτονομία ούτε τους θησαυρούς του ιερού.

Παράλληλα, έστειλε πρέσβεις στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, ακόμα και στην εχθρική Θήβα, επαναλαμβάνοντας τις δεσμεύσεις του και δηλώνοντας έτοιμος για διαπραγματεύσεις. Μαζί του τάχθηκαν οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και οι Αχαιοί.

Οι εχθροί όμως δεν δέχτηκαν τις προτάσεις του και επέμειναν στις σκληρές τους θέσεις. Στόχος τους ήταν η πολιτική αποδυνάμωση της Φωκίδας και η κατάκτησή της. Έτσι, με πρωτοβουλία των Βοιωτών, συγκλήθηκε στις Θερμοπύλες, το φθινόπωρο του 355 π.Χ. το εν εξορία αμφικτιονικό συμβούλιο. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, θεωρώντας το παρωδία, αρνήθηκαν να το νομιμοποιήσουν στέλνοντας αντιπροσώπους. Έτσι, με απόλυτη πλειοψηφία, το δοτό συμβούλιο, αποφάσισε την κήρυξη Ιερού Πολέμου κατά των Φωκέων.

Μετά από την εξέλιξη αυτή, ο Φιλόμηλος υποχρέωσε το δελφικό ιερατείο να του χορηγήσει δάνειο, με τα χρήματα του οποίου στρατολόγησε επιπλέον μισθοφόρους, και την άνοιξη του 354 π.Χ. κινήθηκε προς τις Θερμοπύλες. Εκεί κατάφερε να νικήσει αρχικά τους ενισχυμένους με βοιωτικά τμήματα Λοκρούς. Όταν όμως έμαθε ότι βοιωτικός Στρατός 13.000 ανδρών ερχόταν κατά πάνω του, υποχώρησε προς τη χώρα. Στη Νέωνα, στις παρυφές του Παρνασσού, δόθηκε η αποφασιστική μάχη.

Ο στρατός του Φιλόμηλου, ενισχυμένος με 1.500 Αχαιούς, διαλύθηκε στη μάχη, σε μια από τις αγριότερες μάχες που δόθηκαν μεταξύ Ελλήνων, όπου και οι δύο πλευρές δεν συνέλαβαν αιχμάλωτους. Αποκλεισμένοι σε ένα ορεινό πέρασμα, οι Φωκείς κατακόπηκαν. Ο ίδιος ο Φιλόμηλος, τραυματισμένος όπως ήταν, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών, πήδηξε στο γκρεμό και σκοτώθηκε.

Ο νέος στρατηγός-αυτοκράτορας

Ο θάνατος του Φιλόμηλου και η συντριβή του Στρατού του προκάλεσε προβληματισμό στη Φωκίδα. Ένα μέρος των πολιτών έβλεπε ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί και ότι θα έπρεπε να υπάρξει ειρήνη. Ωστόσο, η μερίδα των πολιτών που επιθυμούσε τη συνέχιση του πολέμου ήταν μεγαλύτερη. Οι πολίτες αυτοί εξέλεξαν δύο αδελφούς, στους οποίους ανέθεσαν τη συνέχιση του πολέμου, δίνοντάς τους απόλυτες εξουσίες. Τα δύο αδέρφια ήταν ο Ονόμαρχος και ο Φάυλλος.

Σύμφωνα με το Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Ονόμαρχος ήταν συστρατηγός του Φιλόμηλου. Είχε πολεμήσει στη μάχη της Νέωνας και ήταν αυτός που οδήγησε τα υπολείμματα του στρατού πίσω στη Φωκίδα. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι ο Ονόμαρχος ήταν ένας από τους Φωκείς πολίτες που είχαν καταδικαστεί σε βαρύ πρόστιμο από το αμφικτιονικό συμβούλιο.

Ο Ονόμαρχος αποφάσισε να κινηθεί δυναμικά και να δώσει τον υπέρ πάντων αγώνα, με κάθε μέσο. Πρώτα, συνέτριψε την εσωτερική αντιπολίτευση, μη διστάζοντας να θανατώσει, να εξορίσει και να δημεύσει περιουσίες.

Κατόπιν, εισέβαλε ανοιχτά στο ιερό των Δελφών και άρπαξε όλα τα πολύτιμα αναθήματα. Υπολογίζεται ότι η αξία των αναθημάτων αυτών ξεπερνούσε το ασύλληπτο ποσό των 10.000 ταλάντων, ποσό που ούτε η Αθήνα στην ακμή της δεν είχε κατορθώσει ποτέ να συγκεντρώσει.

Ο Ονόμαρχος αξιοποίησε τα χρήματα αυτά με τον προσφορότερο τρόπο. Ενίσχυσε τους τυράννους των Φερών της Μαγνησίας, Λυκόφρονα και Πειθόλαο, που ήταν σύμμαχοί του, δωροδόκησε στρατηγούς και πολιτικούς σε φίλιες και ουδέτερες πόλεις, μα πάνω από όλα συγκρότησε έναν μεγάλο και ισχυρό στρατό, στρατολογώντας χιλιάδες εμπειροπόλεμους μισθοφόρους και συγκροτώντας, για πρώτη φορά στην ηπειρωτική Ελλάδα, σώμα «καταπελτικό».

Αυτή ήταν και η μεγάλη του συμβολή στην πολεμική τέχνη. Ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατηγός που σκέφτηκε να συγκροτήσει (ας μας επιτραπεί η έκφραση) σώμα πεδινού πυροβολικού.

Με τους καταπέλτες του θα μπορούσε εύκολα και γρήγορα να κυριεύει τις αντίπαλες πόλεις και να πλήττει τις αντίπαλες φάλαγγες. Ο Στρατός που συγκρότησε έφτασε να αριθμεί περισσότερους από 20.000 άνδρες, από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου. Από αυτούς, το βαρύ πεζικό, οι οπλίτες, ήταν σχετικά λίγοι, όχι περισσότεροι από 4.000 άνδρες.



Οι περισσότεροι πεζοί ήταν πελταστές και οι υπόλοιποι ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί τοξότες, ακοντιστές και σφενδονήτες. Το ιππικό ήταν μάλλον ολιγάριθμο, αριθμώντας στην κρίσιμη τελική μάχη με το Φίλιππο, μόλις 500 άνδρες. Όσον αφορά στους καταπέλτες, υπήρχαν τρεις κυρίως τύποι, ελαφροί, φορητοί οξυβελείς γαστραφέτες και σταθεροί λιθοβόλοι και οξυβελείς (βλ. ένθετο).

Ο στρατός του Ονόμαρχου ήταν προσαρμοσμένος στα εδάφη που θα καλούνταν συνήθως να πολεμήσει: στις περιοχές της Φωκίδας και της Λοκρίδας. Στο ορεινό ανάγλυφο των περιοχών αυτών οι βραδυκίνητοι οπλίτες της φάλαγγας και το ιππικό δεν μπορούσαν ουσιαστικά να δράσουν παρά περιορισμένα. Αντίθετα, αυτού του τύπου τα εδάφη ήταν ο παράδεισος των πελταστών και των ψιλών.

Ακολουθώντας την τακτική του «χτύπα και φύγε», οι άνδρες αυτοί κινούνταν ταχύτατα στα δύσβατα εδάφη, αφού δεν έφεραν θώρακα, έπλητταν τον εχθρό από ασφαλή απόσταση και, αν αυτός άντεχε στα πλήγματα, απλά αποσυρόταν. Αν όμως έδειχνε σημάδια κάμψης, δεν δίσταζαν να εμπλακούν μαζί του και εκ του συστάδην, αφού η ευκινησία τους τους το επέτρεπε, ενώ στην περίπτωση που η κατάσταση εξελισσόταν δυσμενώς για εκείνους, μπορούσαν να απαγκιστρωθούν γρήγορα.

Ο Ονόμαρχος με το νέο του Στρατό εκστράτευσε πρώτα κατά των Λοκρών, τους οποίους κατανίκησε και υποχρέωσε να ενταχθούν στο Φωκικό Κοινό. Μετά και την επιτυχία αυτή, συγκρότησε ένα νέο αμφικτιονικό συμβούλιο, στο οποίο αυτή τη φορά συμμετείχαν οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς και οι Επιδαύριοι.

Η πρώτη σύνοδος του νέου συμβουλίου έγινε την άνοιξη του 353 π.Χ. Επίσης, χάρη στα χρήματα που διέθεσε, ο Ονόμαρχος κατάφερε τελικά να διασπάσει τους Θεσσαλούς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους.

Σε χειρότερη κατάσταση είχαν πάντως βρεθεί οι Βοιωτοί. Μετά τη νίκη τους στη Νέωνα και το θάνατο του Φιλόμηλου, είχαν πιστέψει ότι οι Φωκείς θα υποτάσσονταν πια. Μην αντέχοντας μάλιστα τα δυσβάστακτα έξοδα συντήρησης του στρατού τους, μίσθωσαν 5.000 άνδρες στον Πέρση σατράπη Αρτάβαζο, ο οποίος είχε στασιάσει κατά του βασιλιά του.

Έτσι, όταν ο Ονόμαρχος εισέβαλε στη Δωρίδα και τη λεηλάτησε, οι Βοιωτοί δεν ήταν έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν, ενώ, όταν ο Ονόμαρχος εισέβαλε στη Βοιωτία, κατόρθωσε να καταλάβει ταχύτατα τη σημαντική πόλη του βοιωτικού Ορχομενού. Τότε όμως ήταν που διέπραξε το σφάλμα να μη συνεχίσει την εκστρατεία στη Βοιωτία με το σύνολο των δυνάμεών του.

Αν το είχε πράξει πιθανόν να είχε θέσει εκτός μάχης τους Βοιωτούς πριν εμφανιστεί ο νέος μεγάλος του αντίπαλος από το Βορρά, που δεν ήταν άλλος από τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Αντίθετα, όμως, και για άγνωστους λόγους, έστειλε μόνο ένα μικρό σώμα να καταλάβει τη Χαιρώνεια, το οποίο βεβαίως ηττήθηκε.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση ήταν ευνοϊκή για τον Ονόμαρχο. Η κατοχή του Ορχομενού του έδινε μια σταθερή βάση επιχειρήσεων στη Βοιωτία. Παράλληλα η συμμαχία του με τους Θεσσαλούς τυράννους απέκλειε τον από Θεσσαλίας κίνδυνο.

Επίσης, η συμμαχία του με τις δύο παραδοσιακές δυνάμεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την Αθήνα και τη Σπάρτη, ήταν σημαντική, για λόγους γοήτρου περισσότερο, αφού οι μεν Σπαρτιάτες πολεμούσαν εκείνη την εποχή κατά των Αργείων και των Μεσσηνίων, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμα συνέλθει από τον Συμμαχικό Πόλεμο και πολεμούσαν κατά του Φιλίππου.

Ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας δεν συμμετείχε επίσημα στον Ιερό Πόλεμο. Πολεμούσε κατά των αθηναϊκών αποικιών στη Χαλκιδική. Ωστόσο, όταν προσκλήθηκε από τον ισχυρό οίκο των Αλευάδων της Λάρισας να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των τυράννων, θεώρησε το γεγονός ως μια σπουδαία ευκαιρία για να αναδειχθεί σε ρυθμιστή των ελληνικών πραγμάτων.

Έτσι, αποδέχτηκε την πρόσκληση και εισήλθε στη Θεσσαλία με το Στρατό του, στα τέλη του καλοκαιριού του 353 π.Χ. Οι τύραννοι των Φερών και σύμμαχοι του Ονόμαρχου, Λυκόφρων και Πειθόλαος, δεν διέθεταν δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες μαζί με τους Θεσσαλούς συμμάχους τους. Ζήτησαν λοιπόν τη βοήθεια του Ονόμαρχου.

Ο τελευταίος, έχοντας συνειδητοποιήσει το προηγούμενο σφάλμα του, είχε εκστρατεύσει και πάλι στη Βοιωτία. Αδυνατώντας, για το λόγο αυτό, να κινηθεί με τον όγκο των δυνάμεών του προς τη Θεσσαλία, έστειλε στους τυράννους συμμάχους του τον αδελφό του Φάυλλο με 7.000 άνδρες. Ωστόσο, ο Φίλιππος δεν δυσκολεύτηκε να νικήσει το μικρό Στρατό του Φάυλλου και να τον υποχρεώσει να υποχωρήσει.

Σύγκρουση γιγάντων

Ο Ονόμαρχος ήταν άνθρωπος της δράσης και είχε ως στόχο να αναδείξει την πατρίδα του σε πανελλήνια δύναμη. Στο μυαλό του είχε καταστρώσει το σχέδιο να επεκτείνει τη φωκική επιρροή σε όλη την Κεντρική Ελλάδα και στη Θεσσαλία. Τα είχε σχεδόν καταφέρει μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Φίλιππος. Έτσι, δεν μπορούσε να αφήσει το μεγάλο Έλληνα βασιλιά να του χαλάσει τα σχέδια.

Αν και είχε έρθει ήδη το φθινόπωρο, εποχή που οι αρχαίοι Έλληνες συνήθως δεν εκτελούσαν πολεμικές επιχειρήσεις, ο Ονόμαρχος συγκέντρωσε το σύνολο του στρατού του και βάδισε προς τη Θεσσαλία.

Στο σημείο αυτό οι πληροφορίες χάνονται. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, βασική πηγή για τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο (αν και απόλυτα μεροληπτική υπέρ του Φιλίππου) αναφέρει απλώς ότι οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν δύο φορές και ο Ονόμαρχος νίκησε. Ωστόσο, ο Βρετανός ελληνιστής Νίκολας Χάμοντ, στην «Ιστορία της Μακεδονίας» αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες.

Στην πρώτη μεταξύ τους μάχη φαίνεται πως ο Φίλιππος δεν έριξε το σύνολό του στρατού του, υποτιμώντας ίσως τον αντίπαλό του, με αποτέλεσμα να υποστεί ήττα, για την έκταση της οποίας οι πηγές δεν κάνουν κανένα λόγο. Για τη δεύτερη μάχη, όμως, η οποία πρέπει να δόθηκε με διαφορά λίγων ημερών από την πρώτη, οι περιγραφές είναι πιο σαφείς.

Ο Ονόμαρχος, έχοντας ίδια αντίληψη της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου του σε βαρύ πεζικό και μάλιστα σε σαρισοφόρους, αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει με τη χρήση των νέων όπλων της εποχής. Αυτή άλλωστε ήταν και η μόνη του επιλογή, αφού οι λίγοι οπλίτες του δεν είχαν καμία τύχη απέναντι στο ζωντανό οδοστρωτήρα της Μακεδονικής Φάλαγγας.

Έτσι αποφάσισε να ταχθεί έξυπνα, αξιοποιώντας το έδαφος και τον εξοπλισμό του στρατού του. Διάλεξε ένα λόφο με σχήμα ανεστραμμένης ημισελήνου. Στο κοίλωμα ανάμεσα στα δύο άκρα του λόφου έταξε το βαρύ πεζικό και μέρος των πελταστών του.

Αρχικά, πάντως, φαίνεται πως είχε τάξει τη δική του φάλαγγα πιο μπροστά με την εντολή, μόλις δεχτεί επίθεση, να υποχωρήσει, για να παρασύρει το Φίλιππο στην παγίδα που του ετοίμαζε. Στα άκρα και στα ψηλώματα του λόφου τάχθηκαν οι ψιλοί τοξότες και οι σφενδονήτες. Πίσω δε από τις πλάτες του πεζικού του, επί του λόφου, τάχθηκαν οι βαρύτεροι καταπέλτες. Οι ελαφροί γαστραφέτες τάχθηκαν μπροστά από τη φίλια φάλαγγα, αποτελώντας την «επιτροπή υποδοχής» των αντιπάλων.

Ο Ονόμαρχος, ορθά σκεπτόμενος, σκόπευε να υποδεχτεί τις πυκνές αντίπαλες φάλαγγες με καταιγισμό βλημάτων. Η Μακεδονική Φάλαγγα στη φάση της εφόδου, όταν οι ασπίδες των ανδρών εφάπτονταν μεταξύ τους (συνασπισμός) παρουσίαζε έναν εξαίρετο συμπαγή στόχο. Οι βολές από τα συνήθη βλήματα της εποχής (βέλη, ακόντια και βλήματα σφενδόνης) μπορούσαν να προκαλέσουν απώλειες, αλλά όχι και να ανακόψουν την έφοδό της, αφού το μεγάλο της βάθος (16 άνδρες ο ένας πίσω από τον άλλο) εξασφάλιζε την αναπλήρωση των όποιων κενών ανοίγονταν στις πρώτες γραμμές.

Οι καταπέλτες όμως ήταν μια άλλη ιστορία. Η ισχύς με την οποία εκτόξευαν τα βλήματά τους παρείχε τις καλύτερες εγγυήσεις ότι το καθένα από αυτά μπορούσε να εξουδετερώσει δύο, τρεις ή και περισσότερους άνδρες με μία μόνο βολή. Οι ασπίδες των Μακεδόνων πεζεταίρων, οι διαμέτρου 60 εκ. πέλτες, δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξουν στα πλήγματα αυτά, ειδικά από τις αποστάσεις που ο Ονόμαρχος σκόπευε να ανοίξει πυρ.

Από τη διάταξη μάχης των Φωκέων μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Φίλιππος έταξε το στρατό του συμβατικά, με τη φάλαγγα στο κέντρο, το άλλο πεζικό εκατέρωθεν και το ιππικό στα δύο κέρατα. Έτσι ταγμένοι οι Μακεδόνες άρχισαν να βαδίζουν αργά και ρυθμικά κατά των Φωκέων ψάλλοντας τον παιάνα. Η απόσταση συνεχώς μειωνόταν και τα πρώτα βέλη άρχισαν να σφυρίζουν στον αέρα, χωρίς αποτέλεσμα.

Όταν όμως οι Μακεδόνες έφτασαν στα 150-200 μ. από τους αντιπάλους τους θα πρέπει να άνοιξαν οι πύλες της κόλασης. Την έναρξη έκαναν οι γαστραφέτες, της πρώτης γραμμής. Τα μεγάλα βέλη τους περνούσαν τις ασπίδες των πολεμίων σαν να ήταν από χαρτί, με δύναμη τόση, που κατάφερναν πλήγμα και στον άντρα που βρισκόταν πίσω από τον πρώτο στη σειρά.

Τα πράγματα όμως έγιναν ακόμα χειρότερα όταν άνοιξαν πυρ τα βαρέα «πυροβόλα». Οι βαρύτεροι οξυβελείς και λιθοβόλοι καταπέλτες άρχισαν να κονιορτοποιούν τη φάλαγγα, ολόκληροι ζυγοί της οποίας χάνονταν ξαφνικά, με μόνο σημάδι τις κραυγές πόνου των ανδρών. Οι λιθοβόλοι καταπέλτες έριχναν τα βαριά τους βλήματα με ορμή.

Οι ασπίδες που βρίσκονταν απέναντί τους, τσάκιζαν στα δύο. Οι άνδρες που δέχονταν τα πλήγματα κομματιάζονταν. Ειδικά όσοι έφεραν μεταλλικούς θώρακες πέθαιναν όταν οι θώρακες αυτοί, χτυπημένοι με δύναμη από τα βλήματσ, εισερχόταν στη σάρκα και ξέσκιζαν αυτόυς που τους έφεραν.

Τότε ήταν που συνέβη το αδιανόητο: η Μακεδονική Φάλαγγα «έσπασε» τους ζυγούς της. Οι άνδρες άρχισαν να οπισθοχωρούν με ολοένα και γρηγορότερο βήμα. Σε λίγο επικράτησε πανικός και απόλυτη σύγχυση. Ήταν η στιγμή να εξαπολύσει ο Ονόμαρχος γενική επίθεση. Αυτό και έκανε με αποτέλεσμα ο στρατός του Φιλίππου να τραπεί σε άτακτη φυγή, έχοντας υποστεί συντριπτική ήττα.

Δυστυχώς για τον Ονόμαρχο υπήρχε στο πεδίο το μακεδονικό και το θεσσαλικό ιππικό. Έτσι, μη διαθέτοντας σοβαρές δυνάμεις ιππικού, υποχρεώθηκε να σταματήσει την καταδίωξη των ηττημένων, μη δυνάμενος να ολοκληρώσει την επιτυχία του. Η έλλειψη ιππικού υπήρξε καταλυτικής σημασίας για τον Ονόμαρχο, όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και στην τελική μάχη στο Κρόκιον Πεδίο το καλοκαίρι του 352 π.Χ.

Για την ώρα πάντως, ο Φίλιππος είχε εξουδετερωθεί, αν και ο ίδιος επέμενε ότι είχε απλώς αποσυρθεί, όπως ο κριός, «ιν’ αύθις ποιήσωμαι σφοδροτέραν την εμβολήν» («ώστε αμέσως να καταστήσω σφοδρότερη την εισβολή»). Έτσι, ο Ονόμαρχος έστρεψε και πάλι την προσοχή του στη Βοιωτία, στην οποία εισέβαλε στις αρχές της άνοιξης του 352 π.Χ., και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε την Κορώνεια.

Σε λίγο όμως έφτασαν άσχημες ειδήσεις από τη Θεσσαλία. Ο Φίλιππος, με αναδιοργανωμένο Στρατό, είχε προχωρήσει και πάλι, έχοντας εξασφαλίσει και τη συνεργασία των περισσότερων Θεσσαλών.

Ο Ονόμαρχος κινήθηκε ξανά προς τη Θεσσαλία, επικεφαλής του συνόλου των δυνάμεών του (20.000 πεζοί και 500 ιππείς). Εκεί τον περίμενε ο Φίλιππος με ισάριθμο πεζικό, αλλά με 3.000 Μακεδόνες και Θεσσαλούς επίλεκτους ιππείς. Ο Ονόμαρχος πίστευε πως θα μπορούσε να στηριχτεί στη βοήθεια μοίρας του αθηναϊκού στόλου που βρισκόταν στον Παγασητικό. Αποφάσισε λοιπόν, παρά τη μεγάλη υπεροχή του αντιπάλου του σε ιππικό, να δώσει μάχη, στηρίζοντας το δεξιό του πλευρό στη θάλασσα, ενώ το αριστερό του καλυπτόταν από τους 500 ιππείς.

Η συνάντηση των αντιπάλων έγινε στο Κρόκιον Πεδίο, δυτικά του σημερινού Βόλου. Η μάχη ήταν σύντομη. Ο Φίλιππος έριξε το σύνολο του ιππικού κατά του φωκικού ιππικού, το οποίο, αν και πολέμησε γενναία, στο τέλος διαλύθηκε.

Κατόπιν, το ιππικό του πλαγιοκόπησε την εχθρική παράταξη, την ώρα που το πεζικό του εφορμούσε μετωπικά εναντίον της. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Ο φωκικός Στρατός διαλύθηκε και περίπου 6.000 Φωκείς σκοτώθηκαν, μαζί με το γενναίο στρατηγό τους. Άλλοι 3.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πνίγηκαν στη θάλασσα, ως ιερόσυλοι. Κάποιοι λίγοι που κατάφεραν να ξεφύγουν κολυμπώντας, κατέφυγαν στα αθηναϊκά πλοία, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή προς το Νότο.

Αυτή ήταν η τύχη ενός άγνωστου εν πολλοίς, μεγάλου αρχαίου Έλληνα στρατηγού.

Ο πόλεμος, παρά το θάνατό του, κράτησε αρκετά χρόνια ακόμα και έληξε μόλις το 346 π.Χ., δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξή του, με την τελική ήττα των Φωκέων και την καταστροφή των περισσοτέρων πόλεών τους. Ο αδελφός του Ονόμαρχου, Φάυλλος, πέθανε από ασθένεια το 351 π.Χ.

Καταπέλτες

Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες της Σικελίας επινόησαν ένα νέο τότε όπλο, τον καταπέλτη. Εφευρέτης του κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο διάσημος στρατηγός και μηχανικός Αρχύτας ο Ταραντίνος, ο οποίος κατασκεύασε και την πρώτη πτητική μηχανή. «Και πράγματι οι καταπέλτες εφευρέθηκαν εκείνον τον καιρό στις Συρακούσες, γιατί είχαν συγκεντρωθεί εκεί από παντού οι καλύτεροι των τεχνιτών», αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

Τι ήταν όμως ο καταπέλτης; Όπως μαρτυρά και το όνομά του, ο καταπέλτης ήταν μια βλητοφόρος πολεμική μηχανή, ικανή να διαπερνά τις ασπίδες των αντιπάλων (τις πέλτες). Στην πρώτη του μορφή ήταν ένα όπλο κατά προσωπικού, σχεδιασμένο ειδικά για να χρησιμοποιείται κατά των πυκνών φαλαγγών.

Οι πρώτοι καταπέλτες ήταν απλής σχεδίασης και κατασκευής. Ονομάστηκαν «γαστραφέτες» γιατί ο χειριστής τους τους στήριζε στην κοιλιά του κατά την επαναγέμιση, ίσως και κατά τη βολή. Οι γαστραφέτες στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μεγάλες βαλλίστρες (σταυρωτά τόξα), όμοιες σχεδόν με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές. Ο γαστραφέτης έβαλλε ένα μεγάλο βέλος, με μεγάλη ταχύτητα και άρα διατρητική ικανότητα. Το βεληνεκές μάχης του ήταν ικανοποιητικό για την εποχή και υπολογίζεται στα 200 μ.

Χάρη στο εξελιγμένο του οπλοστάσιο, ο Διονύσιος των Συρακουσών συνέτριψε με εκπληκτική ταχύτητα την αντίσταση της καλύτερα οχυρωμένης καρχηδονιακής βάσης στη Σικελία. Σύντομα, όμως, νέες εξελιγμένες μορφές καταπελτών θα έκαναν την εμφάνισή τους.

Ο επίσης Ταραντίνος μηχανικός Ζώπυρος φέρεται ως ο κατασκευαστής ενός νέου τύπου οξυβελούς καταπέλτη, ο οποίος στηριζόταν σε τρίποδη βάση και διέθετε και υποτυπώδη μηχανισμό σκόπευσης. Ο καταπέλτης του Ζωπύρου ήταν ισχυρότερος και είχε βεληνεκές μάχης περί τα 300 μ. Ένα άλλο υπόδειγμα οξυβελούς καταπέλτη που κατασκεύασε ο Ζώπυρος αφορούσε σε ένα όπλο ικανό να εκτοξεύει ταυτόχρονα δύο βέλη, μήκους 2 μ., σε απόσταση 300 μ.



Στο α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι λιθοβόλοι καταπέλτες, με πρώτο αυτόν του μηχανικού Χάρωνος από τη Μαγνησία της Ιωνίας. Οι πρώτοι λιθοβόλοι έβαλλαν ελαφρά βλήματα, βάρους περίπου 2,5 κιλών, σε μικρές αποστάσεις (περί τα 200 μ. βεληνεκές μάχης). Σύντομα όμως οι καταπέλτες θα εξελίσσονταν δραματικά, για να φτάσουν στο απόγειό τους στην ελληνιστική περίοδο.

Από τη Μεγάλη Ελλάδα οι καταπέλτες πέρασαν και στη μητροπολιτική Ελλάδα. Ο Φωκεύς στρατηγός Ονόμαρχος συγκρότησε πρώτος σώμα «πυροβολικού», κατά τον Γ’ Ιερό Πόλεμο, κατά των Μακεδόνων του Φιλίππου Β’. Ο Ονόμαρχος, στηριζόμενος στους οξυβελείς, αλλά και για πρώτη φορά στους λιθοβόλους καταπέλτες του, συνέτριψε δύο φορές το Στρατό του Φιλίππου, τραυματίζοντας πολύ σοβαρά και τον ίδιο.

Τελικά ο Φίλιππος επέζησε, αλλά έχασε το αριστερό του μάτι. Το πυροβολικό των Φωκέων αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματικό λοιπόν και στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σε ρόλο πεδινού πυροβολικού. Ιδιαιτέρως αποτελεσματικοί ήταν οι καταπέλτες εναντίον των πυκνών σχηματισμών της φάλαγγας.

Η μεγάλη εξέλιξη, στον τομέα των καταπελτών αρχικά, στοιχειοθετείται με την κατασκευή του καταπέλτη συστροφής. Αντίθετα με τους πρώτους γαστραφέτες και λιθοβόλους, οι οποίοι δεν ήταν παρά μεγάλα και ισχυρά τόξα, ικανά να εκτοξεύουν απλώς βαρύτερα βλήματα, οι καταπέλτες συστροφής αποτέλεσαν μηχανικό θαύμα για την εποχή τους.

Η λειτουργία τους στηριζόταν στις απλές αρχές της Μηχανικής. Με τη συστροφή είτε σχοινιών, είτε τριχών αλόγων, είτε εντέρων ζώων δημιουργούνταν, θα μπορούσαμε να πούμε, ισχυρά ελατήρια, η εκτόνωση των οποίων εκτόξευε βαριά βλήματα σε μεγαλύτερη απόσταση.

Οι πρώτοι καταπέλτες του είδους φαίνεται ότι σχεδιάστηκαν από τους μηχανικούς του Φιλίππου Β’, ως αντίδοτο ίσως στους γαστραφέτες των Φωκέων. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε λιθοβόλους καταπέλτες συστροφής κατά την πολιορκία της Τύρου (333 π.Χ.).

Ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τεράστιους λιθοβόλους καταπέλτες, μήκους 7 μ., που ήταν ικανοί να βάλουν λίθινο βλήμα βάρους 26-78 κιλών (ταλαντιαίοι και τριταλαντιαίοι αντίστοιχα) σε απόσταση 350-400 μ., αναλόγως της γωνίας βολής.

Σύντομα, τα ισχυρά αυτά όπλα ισχυροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο με την αύξηση της γωνίας κλίσης των βραχιόνων τους, η οποία από τις 23ο που ήταν αρχικά έφτασε τις 35ο και τελικά τις 50ο. Άλλος διαδεδομένος τύπος λιθοβόλου καταπέλτη ήταν αυτός των 30 μνων (ημιταλαντιαίος) με βάρος βλήματος περί τα 13 κιλά.

Πολλές φορές το βλήμα των λιθοβόλων καταπελτών δεν ήταν ένας συμπαγής γρανιτένιος λίθος, αλλά ένας ασβεστολιθικός λίθος ή ακόμα και μια πήλινη σφαίρα. Οι λίθοι αυτοί κατά την πρόσκρουσή τους στο εχθρικό τείχος θραύονταν, προκαλώντας όμως μηχανικό αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό των σημερινών βλημάτων κοίλου γεμίσματος.

Τέτοια βλήματα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα και κατά προσωπικού, καθώς, ακόμα και αν δεν έπλητταν άμεσα τον στόχο, κατά την πρόσκρουσή τους στο έδαφος θραύονταν και λειτουργούσαν ως θραυσματοφόρα βλήματα. Η πρακτική αυτή είναι πολύ παλιά και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες σφενδονήτες από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, όπως μαρτυρούν τα πήλινα βλήματα σφενδόνης που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο.

Οι καταπέλτες, είχαν μεγάλη ακρίβεια βολής. Ταγμένοι κατά «πυροβολαρχίες» μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα σε οποιονδήποτε στρατό, εντός ή εκτός τειχών. Οι οξυβελείς χρησιμοποιούνταν κατεξοχήν ως όπλα κατά προσωπικού, με ρυθμό βολής ενός βλήματος ανά λεπτό, κατά μέσο όρο.

Οι λιθοβόλοι, ιδιαιτέρως οι βαρύτεροι, είχαν σαφώς μικρότερο ρυθμό βολής και συνήθως χρησιμοποιούνταν κατά οχυρώσεων. Οι λιθοβόλοι καταπέλτες σύντομα χρησιμοποιήθηκαν και για την εκτόξευση «ειδικών» βλημάτων (για παράδειγμα, δοχεία με εμπρηστικό υλικό, δοχεία γεμάτα φίδια, σκορπιούς, σφήκες και άλλα ζωντανά «όπλα»).

Οι λιθοβόλοι καταπέλτες εξελίχθηκαν ακόμα περισσότερο το 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ. Τότε οι Αλεξανδρινοί μηχανικοί σχεδίασαν έναν νέου τύπου λιθοβόλο, τον μονάγκωνα, γνωστότερο ως όναγρο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε έως και τους μεσαιωνικούς χρόνους, οπότε αντικαταστάθηκε από μια ακόμα ισχυρότερη λιθοβόλο μηχανή, το τρεμπουσέτο, που λειτουργούσε βάσει της αρχής της αντίδρασης, χρησιμοποιώντας αντίβαρα για την εκτόξευση του βλήματός της.

Άλλοι τύποι καταπελτών, οι οποίοι σχεδιάστηκαν αλλά δεν γνωρίζουμε εάν τελικώς κατασκευάστηκαν, είναι το «πολυβόλον» του Διονυσίου Αλεξανδρέως, ένας επαναληπτικός οξυβελής καταπέλτης και ο «αεροβόλος» καταπέλτης του Κτησίβιου. Ο Κτησίβιος εξάλλου ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αντικαταστήσει τα ελατήρια των καταπελτών, που μέχρι τότε κατασκευάζονταν από σχοινιά, τρίχες ή νεύρα ζώων, με μεταλλικά.