Τις τρομακτικές στιγμές που έζησε στα χέρια των τριών ληστών που μπήκαν τα ξημερώματα της Πέμπτης, στο αρτοποιείο που διατηρεί...
στο Γαλάτσι περιέγραψε ο ιδιοκτήτης, τονίζοντας πώς «μου έβαλαν το όπλο στα δόντια».
Όπως αναφέρει οι δράστες ήταν ήδη μέσα στο μαγαζί όταν το άνοιξε προκειμένου να ξεκινήσει την λειτουργία του πριν τις 4 το πρωί.
«Πρέπει να ήταν μέσα τα άτομα, πρέπει να είχαν μπει μέσα. Γιατί στο μαγαζί όλα ήταν κλειστά. Κατέβηκα εκείνη την ώρα, 4 παρά τέταρτο, να ξεκινήσω τη δουλειά μου και βρέθηκα εδώ στο χώρο», ανέφερε.
Η επαφή του με τους ληστές ήταν άμεση και εφιαλτική.
«Ήμουν εκεί στο ψυγείο και ήρθαν ένας με τα χαρακτηριστικά καλυμμένα, με ένα όπλο, μου λέει “μην μιλάς, προχώρα προς τα εδώ”. Με βουτάει, με πάει μέσα. Εν τω μεταξύ, φώναξα εγώ το συνεργάτη μου να την κοπανήσει, να κάνει κάτι, αλλά ήταν ο δεύτερος μέσα. Τον απειλεί με κατσαβίδι».
Και συνεχίζει:
«Μας ακινητοποιούν μέσα, μας δένουν χειροπόδαρα με tie wrap. Μου ζήτησαν να τους δείξω που είναι το καταγραφικό, τους είπα που είναι και έκοψαν τα καλώδια.
Μου ζήτησαν τα κλειδιά από το σπίτι και μου ζητάνε που είναι τα λεφτά. Τους λέω “δεν υπάρχουν λεφτά”. Πήραν τα κλειδιά, ανέβηκαν πάνω στο σπίτι. Έψαξαν το σπίτι κανένα 20λεπτο και παραπάνω και κατέβηκαν κάτω. Εν τω μεταξύ μου έχωσαν κάνα 2-3 σφαλιάρες και εμένα για να τους πω που είναι τα λεφτά.
Τους λέω “παιδιά δεν ξέρω τίποτα, δεν υπάρχουν λεφτά”. Μου πήραν τα λεφτά που είχα στην τσέπη μου για το μαγαζί. Και έφυγαν.
Πριν φύγουν μου βάζουν το όπλο στο δόντι μου και μου λένε “δώσε μου τα λεφτά”. Τους λέω “παιδιά σκοτώστε με, δεν υπάρχουν λεφτά. Αν θέλετε να με σκοτώσετε, σκοτώστε με”.
Μας άφησαν δεμένους αλλά εγώ κατάφερα και είχα λυθεί και την ώρα που αποχωρούσαν, έσπασα τα λουριά που είχα στα πόδια. Πήρα τα κλειδιά άνοιξα το μαγαζί, πήρα το σταθερό γιατί το κινητό μου το είχαν πετάξει και κάλεσα την Αστυνομία».
«Πρέπει να ήταν μέσα τα άτομα, πρέπει να είχαν μπει μέσα. Γιατί στο μαγαζί όλα ήταν κλειστά. Κατέβηκα εκείνη την ώρα, 4 παρά τέταρτο, να ξεκινήσω τη δουλειά μου και βρέθηκα εδώ στο χώρο», ανέφερε.
Η επαφή του με τους ληστές ήταν άμεση και εφιαλτική.
«Ήμουν εκεί στο ψυγείο και ήρθαν ένας με τα χαρακτηριστικά καλυμμένα, με ένα όπλο, μου λέει “μην μιλάς, προχώρα προς τα εδώ”. Με βουτάει, με πάει μέσα. Εν τω μεταξύ, φώναξα εγώ το συνεργάτη μου να την κοπανήσει, να κάνει κάτι, αλλά ήταν ο δεύτερος μέσα. Τον απειλεί με κατσαβίδι».
Και συνεχίζει:
«Μας ακινητοποιούν μέσα, μας δένουν χειροπόδαρα με tie wrap. Μου ζήτησαν να τους δείξω που είναι το καταγραφικό, τους είπα που είναι και έκοψαν τα καλώδια.
Μου ζήτησαν τα κλειδιά από το σπίτι και μου ζητάνε που είναι τα λεφτά. Τους λέω “δεν υπάρχουν λεφτά”. Πήραν τα κλειδιά, ανέβηκαν πάνω στο σπίτι. Έψαξαν το σπίτι κανένα 20λεπτο και παραπάνω και κατέβηκαν κάτω. Εν τω μεταξύ μου έχωσαν κάνα 2-3 σφαλιάρες και εμένα για να τους πω που είναι τα λεφτά.
Τους λέω “παιδιά δεν ξέρω τίποτα, δεν υπάρχουν λεφτά”. Μου πήραν τα λεφτά που είχα στην τσέπη μου για το μαγαζί. Και έφυγαν.
Πριν φύγουν μου βάζουν το όπλο στο δόντι μου και μου λένε “δώσε μου τα λεφτά”. Τους λέω “παιδιά σκοτώστε με, δεν υπάρχουν λεφτά. Αν θέλετε να με σκοτώσετε, σκοτώστε με”.
Μας άφησαν δεμένους αλλά εγώ κατάφερα και είχα λυθεί και την ώρα που αποχωρούσαν, έσπασα τα λουριά που είχα στα πόδια. Πήρα τα κλειδιά άνοιξα το μαγαζί, πήρα το σταθερό γιατί το κινητό μου το είχαν πετάξει και κάλεσα την Αστυνομία».