Σύμφωνα με την «κρατούσα» θεωρία, στο τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. ανάγονται οι απαρχές της ελληνικής γλώσσας, η οποία καθιερώθηκε αντικαθιστώντας την «προελληνική» πελασγική.
Όμως, οι ανθρωπολογικές μελέτες των σύγχρονων ανθρωπολογικών ομάδων, με γνώμονα τη γεωγραφική τους κατανομή (Α. Πουλιανός, 1962 – 2006), δείχνουν ότι ο ελλαδικός χώρος είναι αδιάλειπτα κατοικημένος από τους ίδιους πληθυσμούς, τουλάχιστον από το τέλος της παλαιολιθικής εποχής.
Μεταξύ αυτών (βλ. Α. Πουλιανός, 1993), η έντονα ενδογαμική και αυτόχθονα ομάδα των Σαρακατσάνων, οι οποίοι ανέκαθεν ομιλούν μόνο την Ελληνική χωρίς προσμίξεις άλλων λεκτικών τύπων (βλ. Kretscmer, 1907). Έτσι, έχουν διατηρήσει για πάνω από 30.000 χρόνια τον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο, μαζί βέβαια με τη γλώσσα. Με βάση αυτές τις μελέτες ο Α. Πουλιανός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελληνική είναι η μητρική γλώσσα της «ινδοευρωπαϊκής» ομάδας γλωσσών.
Η συνεχής εξάλλου κατοίκηση της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής του Αιγαίου επιβεβαιώνεται από ολοένα και περισσότερες ανασκαφικές έρευνες. Π.χ. στα σπήλαια: Πετραλώνων Χαλκιδικής της Κάτω Παλαιολιθικής (Α. Πουλιανός, 1982), Θεόπετρας Θεσσαλίας της Μέσης Παλαιολιθικήςέως καιΝεολιθικής(Κυπαρίσση, 2000), Γιούρων Αλοννήσου της Μεσολιθικής έως και Νεολιθικής (Σάμψων, 1998), Κοιλάδας Αργολίδας επίσης της Μεσολιθικής έως και Νεολιθικής εποχής (Jacobsen, 1969) κ.ά.
Κατά τη διάρκεια λεξικογράφησης της παλαιολιθικής ορολογίας από τον γράφοντα (Ν. Πουλιανός, 2007), λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα ανωτέρω, ορισμένες λέξεις της Ελληνικής έδειξαν να ανήκουν στην εποχή του λίθου. Ο προκαταρκτικός χαρακτήρας της παρούσας δημοσίευσης δεν επιτρέπει την αναφορά παρά σε τρεις μόνο από αυτές, που είναι: η Οπλή, το Όπλο και το Εργαλείο.
Η ετυμολογία της λέξης εργαλείο παραπέμπει στο έργο που παράγεται με τη λείανση ή τα αντικείμενα που μετατρέπονται σε χρηστικά με τη λείανση. Έτσι είναι πολύ πιθανό ότι η χρήση αυτής της λέξης ανάγεται στους νεολιθικούς χρόνους, καθώς τότε τα λίθινα κ.ά. σκεύη παρασκευάζονταν βασικά με τεχνικές λείανσης και όχι όπως σε προηγούμενες εποχές με τεχνικές κρούσης και πίεσης. Κατά συνέπεια όσον αφορά τις προηγούμενες περιόδους, πρέπει να υπήρχε σε χρήση άλλη λέξη.
Στο σπήλαιο Πετραλώνων έχουν ανευρεθεί οπλές ελαφοειδών και ιπποειδών, που δείχνουν να έχουν μεταφερθεί από Αρχανθρώπους, φανερώνοντας έτσι ότι ήδη από την Κάτω Παλαιολιθική εποχή είναι γνωστές οι ιδιότητες των οπλών των οπληφόρων ζώων, με τη συνδυασμένη δηλαδή διπλή σημασία τόσο του εργαλείου, σαν κεράτινη επένδυση των μεταπόδιων οστών για άνετη βάδιση, τρέξιμο ή σκαρφάλωμα, όσο και σαν αμυντικό όργανο – όπλο (στα μεγαλόσωμα ιδίως θηλαστικά). Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, αλλά κ.ά. πιο πρόσφατων έως σύγχρονων εποχών, η λέξη όπλο είναι δυνατόν ετυμολογικά να προέρχεται από τις οπλές. Με άκρα επιφύλαξη, παρόμοια πιθανότητα ετυμολόγησης από γλωσσολογική άποψη, έχει διατυπώσει και ο Μπαμπινιώτης (2002), με την αξιοσημείωτη επίσης επισήμανση ότι δεν συνάδει με τις γνωστές « ινδοευρωπαϊκές » ρίζες.
Πόσο παλιά μπορεί να είναι η προαναφερόμενη σημασία του όπλου, οπωσδήποτε δεν ανιχνεύεται εύκολα. Πάντως, η τρίτη σημασία, εκείνης του κυνηγετικού εργαλείου, πρέπει να είναι, έστω και λίγο, μεταγενέστερη. Ακόμα νεότερη κατ’ ανάγκη είναι η τέταρτη έννοια, του αμυντικοεπιθετικού όπλου, για χρήση εναντίον άλλων ανθρώπων σε συρράξεις, καθότι για την Παλαιολιθική δεν έχει βρεθεί ούτε ένα στοιχείο που να δικαιολογεί την πολεμική του σημασία. Οι πόλεμοι είναι μια πολύ «πρόσφατη εφεύρεση», αφορώντας περισσότερο την εποχή του Χαλκού, που όπως και να είναι με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα δεν ξεπερνά σε παλαιότητα την περίοδο των μεσολιθικών χρόνων.
Σε επίρρωση των ανωτέρω, η πρώτη σημασία που παρατίθεται για τη λέξη όπλο στο 9τομο λεξικό του Δημητράκου, είναι αυτή του εργαλείου: «οργανον δι’ ου ο άνθρωπος εργάζεται προς αντιμετώπισιν των αναγκών της ζωής, εργαλείον, σκεύος, αντικείμενον εν χρήσει… όπλον αρούρης = δρέπανον… όπλον γεροντικόν = βακτηρία (μπαστούνι)… όπλον δείπνων = οινοδόχον αγγείον». Πρβλ. εξάλλου, όπλομαι, οπλίζω = ετοιμάζω, αλλά και εξ-οπλισμός πλοίου ή επιστημονικός κλπ.
Επίσης για την Παλαιολιθική, συχνά δεν είναι γνωστό ποία εργαλεία μπορεί να ήταν ξεκάθαρα κυνηγετικά όπλα, ποία απλώς «συνήθη οικιακά» εργαλεία και ποία και τα δύο. Έτσι, η χρήση των γενικών όρων τέχνεργο, εργαλείο ή εξοπλισμός (ανάλογα με τη σημασία) πρέπει να θεωρείται πιο εύστοχος για τις απώτερες εποχές του λίθου, αντί αποκλειστικά της λέξης όπλο, με βάση τη σύγχρονη εννοιολογικά σημασία, που ενίοτε απαντάται σε ξενόγλωσσες πραγματείες (π.χ. ως weapon ή orudje).
Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι με βάση τις παρατηρήσεις των οπλών των οπληφόρων ζώων ξεκίνησε η χρήση της λέξης όπλο, αρχικά με την έννοια του εργαλείου και ταυτόχρονα ή ίσως λίγο αργότερα του αμυντικού οργάνου και κατόπιν του κυνηγετικού εργαλείου. Στη συνέχεια, βασικά κατά τη Νεολιθική προς Χαλκολιθική εποχή, η λέξη όπλο αντικαθίσταται σταδιακά με τη λέξη εργαλείο, όταν τα διάφορα λίθινα ή οστέινα αντικείμενα μετατρέπονται σε χρηστικά με τη λείανση, αλλά και προς διάκριση από τα «νεοεμφανισθέντα καθαυτού» όπλα, για τον προσδιορισμό της αντίστοιχης εξειδικευμένης χρήσης κατά τις πολεμικές ενέργειες.
Μεταξύ αυτών (βλ. Α. Πουλιανός, 1993), η έντονα ενδογαμική και αυτόχθονα ομάδα των Σαρακατσάνων, οι οποίοι ανέκαθεν ομιλούν μόνο την Ελληνική χωρίς προσμίξεις άλλων λεκτικών τύπων (βλ. Kretscmer, 1907). Έτσι, έχουν διατηρήσει για πάνω από 30.000 χρόνια τον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο, μαζί βέβαια με τη γλώσσα. Με βάση αυτές τις μελέτες ο Α. Πουλιανός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελληνική είναι η μητρική γλώσσα της «ινδοευρωπαϊκής» ομάδας γλωσσών.
Η συνεχής εξάλλου κατοίκηση της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής του Αιγαίου επιβεβαιώνεται από ολοένα και περισσότερες ανασκαφικές έρευνες. Π.χ. στα σπήλαια: Πετραλώνων Χαλκιδικής της Κάτω Παλαιολιθικής (Α. Πουλιανός, 1982), Θεόπετρας Θεσσαλίας της Μέσης Παλαιολιθικήςέως καιΝεολιθικής(Κυπαρίσση, 2000), Γιούρων Αλοννήσου της Μεσολιθικής έως και Νεολιθικής (Σάμψων, 1998), Κοιλάδας Αργολίδας επίσης της Μεσολιθικής έως και Νεολιθικής εποχής (Jacobsen, 1969) κ.ά.
Κατά τη διάρκεια λεξικογράφησης της παλαιολιθικής ορολογίας από τον γράφοντα (Ν. Πουλιανός, 2007), λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα ανωτέρω, ορισμένες λέξεις της Ελληνικής έδειξαν να ανήκουν στην εποχή του λίθου. Ο προκαταρκτικός χαρακτήρας της παρούσας δημοσίευσης δεν επιτρέπει την αναφορά παρά σε τρεις μόνο από αυτές, που είναι: η Οπλή, το Όπλο και το Εργαλείο.
Η ετυμολογία της λέξης εργαλείο παραπέμπει στο έργο που παράγεται με τη λείανση ή τα αντικείμενα που μετατρέπονται σε χρηστικά με τη λείανση. Έτσι είναι πολύ πιθανό ότι η χρήση αυτής της λέξης ανάγεται στους νεολιθικούς χρόνους, καθώς τότε τα λίθινα κ.ά. σκεύη παρασκευάζονταν βασικά με τεχνικές λείανσης και όχι όπως σε προηγούμενες εποχές με τεχνικές κρούσης και πίεσης. Κατά συνέπεια όσον αφορά τις προηγούμενες περιόδους, πρέπει να υπήρχε σε χρήση άλλη λέξη.
Στο σπήλαιο Πετραλώνων έχουν ανευρεθεί οπλές ελαφοειδών και ιπποειδών, που δείχνουν να έχουν μεταφερθεί από Αρχανθρώπους, φανερώνοντας έτσι ότι ήδη από την Κάτω Παλαιολιθική εποχή είναι γνωστές οι ιδιότητες των οπλών των οπληφόρων ζώων, με τη συνδυασμένη δηλαδή διπλή σημασία τόσο του εργαλείου, σαν κεράτινη επένδυση των μεταπόδιων οστών για άνετη βάδιση, τρέξιμο ή σκαρφάλωμα, όσο και σαν αμυντικό όργανο – όπλο (στα μεγαλόσωμα ιδίως θηλαστικά). Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, αλλά κ.ά. πιο πρόσφατων έως σύγχρονων εποχών, η λέξη όπλο είναι δυνατόν ετυμολογικά να προέρχεται από τις οπλές. Με άκρα επιφύλαξη, παρόμοια πιθανότητα ετυμολόγησης από γλωσσολογική άποψη, έχει διατυπώσει και ο Μπαμπινιώτης (2002), με την αξιοσημείωτη επίσης επισήμανση ότι δεν συνάδει με τις γνωστές « ινδοευρωπαϊκές » ρίζες.
Πόσο παλιά μπορεί να είναι η προαναφερόμενη σημασία του όπλου, οπωσδήποτε δεν ανιχνεύεται εύκολα. Πάντως, η τρίτη σημασία, εκείνης του κυνηγετικού εργαλείου, πρέπει να είναι, έστω και λίγο, μεταγενέστερη. Ακόμα νεότερη κατ’ ανάγκη είναι η τέταρτη έννοια, του αμυντικοεπιθετικού όπλου, για χρήση εναντίον άλλων ανθρώπων σε συρράξεις, καθότι για την Παλαιολιθική δεν έχει βρεθεί ούτε ένα στοιχείο που να δικαιολογεί την πολεμική του σημασία. Οι πόλεμοι είναι μια πολύ «πρόσφατη εφεύρεση», αφορώντας περισσότερο την εποχή του Χαλκού, που όπως και να είναι με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα δεν ξεπερνά σε παλαιότητα την περίοδο των μεσολιθικών χρόνων.
Σε επίρρωση των ανωτέρω, η πρώτη σημασία που παρατίθεται για τη λέξη όπλο στο 9τομο λεξικό του Δημητράκου, είναι αυτή του εργαλείου: «οργανον δι’ ου ο άνθρωπος εργάζεται προς αντιμετώπισιν των αναγκών της ζωής, εργαλείον, σκεύος, αντικείμενον εν χρήσει… όπλον αρούρης = δρέπανον… όπλον γεροντικόν = βακτηρία (μπαστούνι)… όπλον δείπνων = οινοδόχον αγγείον». Πρβλ. εξάλλου, όπλομαι, οπλίζω = ετοιμάζω, αλλά και εξ-οπλισμός πλοίου ή επιστημονικός κλπ.
Επίσης για την Παλαιολιθική, συχνά δεν είναι γνωστό ποία εργαλεία μπορεί να ήταν ξεκάθαρα κυνηγετικά όπλα, ποία απλώς «συνήθη οικιακά» εργαλεία και ποία και τα δύο. Έτσι, η χρήση των γενικών όρων τέχνεργο, εργαλείο ή εξοπλισμός (ανάλογα με τη σημασία) πρέπει να θεωρείται πιο εύστοχος για τις απώτερες εποχές του λίθου, αντί αποκλειστικά της λέξης όπλο, με βάση τη σύγχρονη εννοιολογικά σημασία, που ενίοτε απαντάται σε ξενόγλωσσες πραγματείες (π.χ. ως weapon ή orudje).
Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι με βάση τις παρατηρήσεις των οπλών των οπληφόρων ζώων ξεκίνησε η χρήση της λέξης όπλο, αρχικά με την έννοια του εργαλείου και ταυτόχρονα ή ίσως λίγο αργότερα του αμυντικού οργάνου και κατόπιν του κυνηγετικού εργαλείου. Στη συνέχεια, βασικά κατά τη Νεολιθική προς Χαλκολιθική εποχή, η λέξη όπλο αντικαθίσταται σταδιακά με τη λέξη εργαλείο, όταν τα διάφορα λίθινα ή οστέινα αντικείμενα μετατρέπονται σε χρηστικά με τη λείανση, αλλά και προς διάκριση από τα «νεοεμφανισθέντα καθαυτού» όπλα, για τον προσδιορισμό της αντίστοιχης εξειδικευμένης χρήσης κατά τις πολεμικές ενέργειες.