Το μίσος του Ενβέρ Χότζα για τις Βορειοηπειρώτισσες και τα αρρωστημένα βασανιστήρια Τον Μάρτιο του 1978, κατά την επίσκεψή του στη Γράψη της Δρόπολης, -η οποία έμελλε να αποτελέσει...
το έναυσμα της κρυφής ανάστασης του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, όχι επειδή το επέτρεψε το κομμουνιστικό καθεστώς (αυτό επέτρεψε, εξαναγκασμένο από τις διεθνείς εξελίξεις, μόνο γλωσσικές ασήμαντες διευκολύνσεις)- ο δικτάτορας κομμουνιστής Ενβέρ Χότζα, κατά την αποστροφή του λόγου του, ύμνησε τη συνδρομή των δροπολιτισσών γυναικών, οι οποίες, κατά το παρελθόν, ελλείψει των μεταναστών ανδρών τους, διαπληκτίζονταν με τους γαιοκτήμονες, οι οποίοι καταστρατηγούσαν κάθε έννοια κοινωνικού δικαίου, ενώ τώρα, στενά συναδελφωμένες με το κομμουνιστικό καθεστώς, έχτιζαν μαζί με τις αλβανίδες αδελφές τους μία νέα ζωή και παρήγαγαν νέα κομμουνιστικά ήθη. Για όλα αυτά εμείς, τόνισε ο Χότζα, οφείλουμε να τους βγάλουμε το καπέλο, δηλαδή να υποκλιθούμε ενώπιόν τους ευλαβικώς.
Η πλειοψηφία του πολυπληθούς ακροατηρίου, υπό ραγδαία βροχή, επευφημούσε τη «φιλοφρονητική αρετή» και την υμνητική παρόρμηση του δικτάτορα για την ελληνίδα γυναίκα της Δρόπολης, αλλά οι γνωρίζοντες την πραγματική διάσταση του παραπειστικού του λόγου εκλάμβαναν με σκωπτικό μειδίαμα την εκφορά του. Γιατί ο Ενβέρ Χότζα και το κομμουνιστικό καθεστώς έτρεφε ασίγαστο μίσος κατά των βορειοηπειρωτισσών μανάδων, επειδή αυτές δεν είχαν διαπληκτιστεί μόνο με τους γαιοκτήμονες του παρελθόντος, αλλά εξακολουθούσαν να εναντιώνονται και στους κόκκινους φεουδάρχες της κομμουνιστικής δικτατορίας, ανθιστάμενες στην ανθελληνική πολιτική που εφάρμοζαν, πρωτοστατώντας στους αγώνες για κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων.
Ποια ήταν η θέση και η εθνική συνεισφορά των Βορειοηπειρωτισσών αμέσως μετά την Κατοχή;
Μαζί με επιφανείς άνδρες της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, κατέχοντες δημόσιο λόγο, οι οποίοι επηρέαζαν τα πλήθη στις πολιτικές τους επιλογές, μαζί με πρώην εμπόρους, ελληνοδιδάσκαλους, ιερείς, οι βορειοηπειρώτισσες γυναίκες, οι σύζυγοι των οποίων είχαν μεταναστεύσει προπολεμικά ή εξακολουθούσαν να αυτομολούν στην Ελλάδα, κατηγορήθηκαν, κυρίως, για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, και μερικές εξ αυτών βιάστηκαν από τους άντρες της αλβανικής ασφάλειας. Όσες επέζησαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης ή πέθαναν υπό το κράτος της βαθιάς κατάθλιψης, των τύψεων και της «ενοχής». Χιλιάδες νοικοκυριά καταστράφηκαν και περιήλθαν στην κυριότητα του ληστρικού αλβανικού κράτους που ύφερπε επικίνδυνα και βιαίως.
Το καλοκαίρι του 1945 η κομμουνιστική κυβέρνηση των Τιράνων συνήξε το πόρισμα ότι η εθνική πολιτική της για την ελληνική μειονότητα είχε αποτύχει, καθώς η κατάστασή της έβαινε κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη· σημείωνε ότι το δόλωμα και η ακατάσχετη υποσχετική πλειοδοσία της ένωσης αδελφοποίησης είχε αποδειχτεί ανεπαρκής και ψευδής. Στην πολιτική αυτή αντιδρούσε μεγάλο μέρος της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, αλλά πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι γυναίκες, καθώς ήταν δύσκολο να ασκηθεί εις βάρος τους ωμή και μαζική βία σε δημόσιους χώρους.
Δύο χρόνια αργότερα, στα μέσα του 1947, η είδηση ότι η Διερευνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη μεθοριακή ένταση μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Αλβανίας, θα περιόδευε στις ελληνόφωνες περιοχές του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα αναβίωσε την ελπίδα για νέα προσέγγιση και επίλυση του βορειοηπειρωτικού, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για αυτοδιάθεση και ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Διακινήθηκαν φήμες ότι η Επιτροπή μετέβαινε για την οριστική μεθοριακή κατανομή της Νότιας Αλβανίας. Στη Δρόπολη, στα Ριζά και στο Λιμπόχοβο παρατηρήθηκαν αποσχιστικές κινήσεις, ενώ στην Κορυτσά και στο Λεσκοβίκι πρωταγωνιστούσαν γυναίκες, οι οποίες προτίθεντο να παραταχθούν ενώπιον της επιτροπής και να εκδηλώσουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την εθνική και οικονομική πολιτική του αλβανικού κράτους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1949, στο Χλωμό και στη Σωπική του Πωγωνίου, δύο χωριά με ακατάβλητο το εθνικό φρόνημα, ο τοπικός πληθυσμός οργανώθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την ασκούμενη τρομοκρατία εις βάρος του ελληνικού στοιχείου και ζήτησε η περιοχή να ενωθεί με την Ελλάδα. Την τελευταία στιγμή η κρατική ασφάλεια διέβρωσε τη συνοχή του κινήματος και φυλάκισε τους διοργανωτές, μεταξύ των οποίων και γυναίκες.
Την 1η Ιουλίου του 1946 άρχισε σε δημόσια ακρόαση η πολύκροτη δίκη των 19 ελλήνων βορειοηπειρωτών στο στρατοδικείο της περιφέρειας Αργυροκάστρου, οι οποίοι κατηγορούντο για «κατασκοπεία εις βάρος της Αλβανίας και έσχατη προδοσία, για εχθρικές ενέργειες κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της λαϊκής εξουσίας».
Κατά την δίκη, η οποία προκαλούσε ευρύτερους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς, παρ' όλο τον ασφυκτικό εξαναγκασμό και τους εθνικούς διωγμούς, θεωρώντας τους έλληνες βορειοηπειρώτες εθνικόφρονες «πολιτικά εξαμβλώματα» που μίαιναν την κομμουνιστική κοινωνία, 40 γυναίκες από τη Δρόπολη οι οποίες παρακολουθούσαν τη διαδικασία, αντέδρασαν σθεναρά υπέρ της αθωότητας των κατηγορουμένων και, κατά την επίσκεψη του σοβιετικού προξένου στο Αργυρόκαστρο, κλιμάκιο Βορειοηπειρωτών, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, διαμαρτυρήθηκαν για τη μεταχείριση των κρατουμένων και ζήτησαν την μεσιτεία του για την άμεση αποφυλάκισή τους.
Την ίδια περίοδο, όταν συνελήφθη το ηγετικό στέλεχος της ελληνικής μειονότητας στη Λεσνίτσα, Χαράλαμπος Παπάς (ο οποίος εξοντώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες), σύμπασα η μικρή κοινωνία του χωριού, πρωτοστατούντων των γυναικών, συλλυπήθηκαν την οικογένεια στο σαρανταλείτουργο κι εξέφρασαν τη δημόσια αντίθεσή τους για τη βίαιη προσαγωγή του στα κρατητήρια. Όταν οι κομμουνιστικές αρχές παρατήρησαν ότι υπήρχε έντονη αντίδραση από την κοινωνία, μετέτρεψαν τις δημόσιες ακροάσεις σε συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών.
Οι διαμαρτυρίες των Βορειοηπειρωτισσών, τόσο πολιτικού όσο και οικονομικού χαρακτήρα, συνεχίστηκαν.
Την 31η Δεκεμβρίου του 1949 με εντολή των τοπικών αρχών Αργυροκάστρου εστάλησαν στα λιβάδια των Ριζών 200 πρόβατα του γεωργικού συνεταιρισμού για διαχείμαση, εις βάρος των οικογενειακών οικοκυριών. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε προκλητική, αφού τα λιβάδια της περιοχής δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό ζωντανών, πυροδοτώντας τη μαζική αντίδραση του χωριού της Γλύνας και των Ριζών με πρωτεργάτες και πάλι γυναίκες, οι οποίες αντιπαρατάχθηκαν σύσσωμα μπροστά στις δυνάμεις της ασφάλειας, διαμαρτυρόμενες και απωθώντας με θάρρος τα φερόμενα ζωντανά.
Οι βίαιες αντεγκλήσεις και οι συγκρούσεις με τους άντρες της αστυνομίας και τον στρατό στη Γλύνα προσέλαβαν πολιτικές διαστάσεις, υπό την αιγίδα των Θεοδωρή Κυρίτση και Κώτσο Πάσκου. Βραδύτερα κατέφτασαν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις, για να καταστείλουν την εξέγερση· συνέλαβαν όλους τους άντρες του χωριού, εξόρισαν έξι οικογένειες και, αφού επιχειρήθηκε κάποια διαφοροποίηση, κρατήθηκαν οι κύριοι υποκινητές, συνολικά 13 άτομα μεταξύ των οποίων και γυναίκες, οι οποίες θεωρήθηκαν οι βασικές υποκινήτριες της αντίδρασης.
Στη Γλύνα, ιδίως, οι εξεγερθέντες διαμαρτυρήθηκαν κατά της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, της καταπάτησης του αισθήματος δικαίου και των κρατικών θεσπισμάτων που αφορούσαν τους ληστρικούς φόρους και της πολιτικής του καθεστώτος για τη συλλογή των σιτηρών. Οι γυναίκες άρθρωσαν πολιτικό λόγο και κατηγόρησαν τη στυγνή συμπεριφορά του ίδιου του Ενβέρ Χότζα. Με τις εξαγριωμένες γυναίκες συσσωματώθηκαν και οι κομμουνιστές της περιοχής και αυτό προκαλούσε ανησυχία. Η Γλύνα, αναφερόταν στη σχετική έκθεση των τοπικών κομμουνιστικών αρχών, ανέκαθεν υπήρξε προπύργιο της ελληνικής αντίδρασης· οι κάτοικοι της περιοχής ζητούσαν επίμονα την ένωση με την Ελλάδα. Τα όμορα χωριά δεν καταδίκασαν τη στασίαση και αυτό μπορούσε να ερμηνευθεί ως στάση σιωπηρής αλληλεγγύης.
Την 8η Ιανουαρίου του 1950 το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας εξέτασε αποκλειστικά την κατάσταση στην ελληνική μειονότητα, με αφορμή τις ταραχές της Γλύνας. Στα τελικά πορίσματα αναφερόταν ότι η αντιμετώπιση των γυναικείων κινητοποιήσεων ήταν μεν δύσκολη, αλλά ουδαμώς τα όργανα της τάξης μπορούσαν να αφήσουν ατιμώρητες τις ταραξίες γυναίκες, οι οποίες μισούσαν θανάσιμα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας και το κομμουνιστικό της καθεστώς. Καταδικάστηκαν οι αθρόες προσαγωγές και ο αυταρχισμός των δυνάμεων καταστολής, καθώς θεωρήθηκε υπερβολική η σύλληψη 29 ανδρών.
Πονοκέφαλο συνιστούσαν οι αυτομολήσεις γυναικών, κυρίως όσων είχαν συζύγους και παιδιά στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν διακριτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα καλούσε τους δημοσιογράφους του να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια». Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα αποδράσεων, το οποίο συνέχισε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.
Η πλειοψηφία του πολυπληθούς ακροατηρίου, υπό ραγδαία βροχή, επευφημούσε τη «φιλοφρονητική αρετή» και την υμνητική παρόρμηση του δικτάτορα για την ελληνίδα γυναίκα της Δρόπολης, αλλά οι γνωρίζοντες την πραγματική διάσταση του παραπειστικού του λόγου εκλάμβαναν με σκωπτικό μειδίαμα την εκφορά του. Γιατί ο Ενβέρ Χότζα και το κομμουνιστικό καθεστώς έτρεφε ασίγαστο μίσος κατά των βορειοηπειρωτισσών μανάδων, επειδή αυτές δεν είχαν διαπληκτιστεί μόνο με τους γαιοκτήμονες του παρελθόντος, αλλά εξακολουθούσαν να εναντιώνονται και στους κόκκινους φεουδάρχες της κομμουνιστικής δικτατορίας, ανθιστάμενες στην ανθελληνική πολιτική που εφάρμοζαν, πρωτοστατώντας στους αγώνες για κατοχύρωση των εθνικών δικαιωμάτων.
Ποια ήταν η θέση και η εθνική συνεισφορά των Βορειοηπειρωτισσών αμέσως μετά την Κατοχή;
Μαζί με επιφανείς άνδρες της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, κατέχοντες δημόσιο λόγο, οι οποίοι επηρέαζαν τα πλήθη στις πολιτικές τους επιλογές, μαζί με πρώην εμπόρους, ελληνοδιδάσκαλους, ιερείς, οι βορειοηπειρώτισσες γυναίκες, οι σύζυγοι των οποίων είχαν μεταναστεύσει προπολεμικά ή εξακολουθούσαν να αυτομολούν στην Ελλάδα, κατηγορήθηκαν, κυρίως, για απόπειρα παράνομης διαφυγής από τη χώρα, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, και μερικές εξ αυτών βιάστηκαν από τους άντρες της αλβανικής ασφάλειας. Όσες επέζησαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης ή πέθαναν υπό το κράτος της βαθιάς κατάθλιψης, των τύψεων και της «ενοχής». Χιλιάδες νοικοκυριά καταστράφηκαν και περιήλθαν στην κυριότητα του ληστρικού αλβανικού κράτους που ύφερπε επικίνδυνα και βιαίως.
Το καλοκαίρι του 1945 η κομμουνιστική κυβέρνηση των Τιράνων συνήξε το πόρισμα ότι η εθνική πολιτική της για την ελληνική μειονότητα είχε αποτύχει, καθώς η κατάστασή της έβαινε κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη· σημείωνε ότι το δόλωμα και η ακατάσχετη υποσχετική πλειοδοσία της ένωσης αδελφοποίησης είχε αποδειχτεί ανεπαρκής και ψευδής. Στην πολιτική αυτή αντιδρούσε μεγάλο μέρος της βορειοηπειρωτικής κοινωνίας, αλλά πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι γυναίκες, καθώς ήταν δύσκολο να ασκηθεί εις βάρος τους ωμή και μαζική βία σε δημόσιους χώρους.
Δύο χρόνια αργότερα, στα μέσα του 1947, η είδηση ότι η Διερευνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για τη μεθοριακή ένταση μεταξύ των δύο χωρών, Ελλάδας και Αλβανίας, θα περιόδευε στις ελληνόφωνες περιοχές του Αργυροκάστρου και των Αγίων Σαράντα αναβίωσε την ελπίδα για νέα προσέγγιση και επίλυση του βορειοηπειρωτικού, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για αυτοδιάθεση και ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Διακινήθηκαν φήμες ότι η Επιτροπή μετέβαινε για την οριστική μεθοριακή κατανομή της Νότιας Αλβανίας. Στη Δρόπολη, στα Ριζά και στο Λιμπόχοβο παρατηρήθηκαν αποσχιστικές κινήσεις, ενώ στην Κορυτσά και στο Λεσκοβίκι πρωταγωνιστούσαν γυναίκες, οι οποίες προτίθεντο να παραταχθούν ενώπιον της επιτροπής και να εκδηλώσουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την εθνική και οικονομική πολιτική του αλβανικού κράτους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1949, στο Χλωμό και στη Σωπική του Πωγωνίου, δύο χωριά με ακατάβλητο το εθνικό φρόνημα, ο τοπικός πληθυσμός οργανώθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την ασκούμενη τρομοκρατία εις βάρος του ελληνικού στοιχείου και ζήτησε η περιοχή να ενωθεί με την Ελλάδα. Την τελευταία στιγμή η κρατική ασφάλεια διέβρωσε τη συνοχή του κινήματος και φυλάκισε τους διοργανωτές, μεταξύ των οποίων και γυναίκες.
Την 1η Ιουλίου του 1946 άρχισε σε δημόσια ακρόαση η πολύκροτη δίκη των 19 ελλήνων βορειοηπειρωτών στο στρατοδικείο της περιφέρειας Αργυροκάστρου, οι οποίοι κατηγορούντο για «κατασκοπεία εις βάρος της Αλβανίας και έσχατη προδοσία, για εχθρικές ενέργειες κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της λαϊκής εξουσίας».
Κατά την δίκη, η οποία προκαλούσε ευρύτερους πολιτικούς και κοινωνικούς κραδασμούς, παρ' όλο τον ασφυκτικό εξαναγκασμό και τους εθνικούς διωγμούς, θεωρώντας τους έλληνες βορειοηπειρώτες εθνικόφρονες «πολιτικά εξαμβλώματα» που μίαιναν την κομμουνιστική κοινωνία, 40 γυναίκες από τη Δρόπολη οι οποίες παρακολουθούσαν τη διαδικασία, αντέδρασαν σθεναρά υπέρ της αθωότητας των κατηγορουμένων και, κατά την επίσκεψη του σοβιετικού προξένου στο Αργυρόκαστρο, κλιμάκιο Βορειοηπειρωτών, μεταξύ των οποίων και γυναίκες, διαμαρτυρήθηκαν για τη μεταχείριση των κρατουμένων και ζήτησαν την μεσιτεία του για την άμεση αποφυλάκισή τους.
Την ίδια περίοδο, όταν συνελήφθη το ηγετικό στέλεχος της ελληνικής μειονότητας στη Λεσνίτσα, Χαράλαμπος Παπάς (ο οποίος εξοντώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες), σύμπασα η μικρή κοινωνία του χωριού, πρωτοστατούντων των γυναικών, συλλυπήθηκαν την οικογένεια στο σαρανταλείτουργο κι εξέφρασαν τη δημόσια αντίθεσή τους για τη βίαιη προσαγωγή του στα κρατητήρια. Όταν οι κομμουνιστικές αρχές παρατήρησαν ότι υπήρχε έντονη αντίδραση από την κοινωνία, μετέτρεψαν τις δημόσιες ακροάσεις σε συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών.
Οι διαμαρτυρίες των Βορειοηπειρωτισσών, τόσο πολιτικού όσο και οικονομικού χαρακτήρα, συνεχίστηκαν.
Την 31η Δεκεμβρίου του 1949 με εντολή των τοπικών αρχών Αργυροκάστρου εστάλησαν στα λιβάδια των Ριζών 200 πρόβατα του γεωργικού συνεταιρισμού για διαχείμαση, εις βάρος των οικογενειακών οικοκυριών. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε προκλητική, αφού τα λιβάδια της περιοχής δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό ζωντανών, πυροδοτώντας τη μαζική αντίδραση του χωριού της Γλύνας και των Ριζών με πρωτεργάτες και πάλι γυναίκες, οι οποίες αντιπαρατάχθηκαν σύσσωμα μπροστά στις δυνάμεις της ασφάλειας, διαμαρτυρόμενες και απωθώντας με θάρρος τα φερόμενα ζωντανά.
Οι βίαιες αντεγκλήσεις και οι συγκρούσεις με τους άντρες της αστυνομίας και τον στρατό στη Γλύνα προσέλαβαν πολιτικές διαστάσεις, υπό την αιγίδα των Θεοδωρή Κυρίτση και Κώτσο Πάσκου. Βραδύτερα κατέφτασαν ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις, για να καταστείλουν την εξέγερση· συνέλαβαν όλους τους άντρες του χωριού, εξόρισαν έξι οικογένειες και, αφού επιχειρήθηκε κάποια διαφοροποίηση, κρατήθηκαν οι κύριοι υποκινητές, συνολικά 13 άτομα μεταξύ των οποίων και γυναίκες, οι οποίες θεωρήθηκαν οι βασικές υποκινήτριες της αντίδρασης.
Στη Γλύνα, ιδίως, οι εξεγερθέντες διαμαρτυρήθηκαν κατά της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, της καταπάτησης του αισθήματος δικαίου και των κρατικών θεσπισμάτων που αφορούσαν τους ληστρικούς φόρους και της πολιτικής του καθεστώτος για τη συλλογή των σιτηρών. Οι γυναίκες άρθρωσαν πολιτικό λόγο και κατηγόρησαν τη στυγνή συμπεριφορά του ίδιου του Ενβέρ Χότζα. Με τις εξαγριωμένες γυναίκες συσσωματώθηκαν και οι κομμουνιστές της περιοχής και αυτό προκαλούσε ανησυχία. Η Γλύνα, αναφερόταν στη σχετική έκθεση των τοπικών κομμουνιστικών αρχών, ανέκαθεν υπήρξε προπύργιο της ελληνικής αντίδρασης· οι κάτοικοι της περιοχής ζητούσαν επίμονα την ένωση με την Ελλάδα. Τα όμορα χωριά δεν καταδίκασαν τη στασίαση και αυτό μπορούσε να ερμηνευθεί ως στάση σιωπηρής αλληλεγγύης.
Την 8η Ιανουαρίου του 1950 το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος Εργασίας της Αλβανίας εξέτασε αποκλειστικά την κατάσταση στην ελληνική μειονότητα, με αφορμή τις ταραχές της Γλύνας. Στα τελικά πορίσματα αναφερόταν ότι η αντιμετώπιση των γυναικείων κινητοποιήσεων ήταν μεν δύσκολη, αλλά ουδαμώς τα όργανα της τάξης μπορούσαν να αφήσουν ατιμώρητες τις ταραξίες γυναίκες, οι οποίες μισούσαν θανάσιμα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας και το κομμουνιστικό της καθεστώς. Καταδικάστηκαν οι αθρόες προσαγωγές και ο αυταρχισμός των δυνάμεων καταστολής, καθώς θεωρήθηκε υπερβολική η σύλληψη 29 ανδρών.
Πονοκέφαλο συνιστούσαν οι αυτομολήσεις γυναικών, κυρίως όσων είχαν συζύγους και παιδιά στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν διακριτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα καλούσε τους δημοσιογράφους του να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια». Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα αποδράσεων, το οποίο συνέχισε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.