Ο...
Θύμιος
Λώλης γεννήθηκε στην Κρανιά του Δελβίνου το 1880 και από μικρός
εμποτίστηκε με μίσος κατά των αγάδων, των τσιφλικάδων της περιοχής και
όλων των εχθρών του Γένους και διάλεξε το ντουφέκι ως μοναδικό μέσο για
να τους πολεμήσει.
Το 1904 ο επίσης θρυλικός αρχηγός της
Χειμάρρας Σπυρομίλιος τον έστειλε στη Μακεδονία υπό τας διαταγάς του
ωσαύτως θρυλικού Ηπειρώτη αρχηγού Παύλου Μελά, όπου επολέμησε γενναία.
Ο εγγονός ενός εκ των αδελφών του Θύμιου Λίωλη, Χρήστος Λιώλης, γράφει τα εξής:
"Πρώτος ο Καπετάνιος στο πλευρό του θρύλου της Μακεδονίας,
Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, όπου τον κάλεσε κοντά του να αγωνιστούν
εναντίον των Βουλγάρων Κομιταζήδων και Τούρκων το 1904-1909, αν και η
Ηπειρος είχε τις δικές της περιπέτειες. Το προσωπικό της ενδιαφέρον
έδειξε και τον θαύμασε η βασίλισσα Ολγα όταν τραυματίστηκε στους
Μακεδόνικους Αγώνες και τον επισκέφτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο
Αθηνών, όπου τον είχαν μεταφέρει τα παλικάρια του Μελά."
‘Υστερα,
γύρισε στην πατρίδα του και οργάνωσε ανταρτικό σώμα δικό του, το οποίο
συνειργάσθη το 1912 με τον αείμνηστο Αργυροκαστρίτη Οπλαρχηγό Ι.
Πουτέτση.
Μετά τον φόνο του Πουτέτση στην «Τσούκα» της
Επαρχίας Δελβίνου, ο Θύμιος συνέχισε τους αγώνας του πολεμώντας και τους
Τούρκους και τα άτακτα στίφη των αλβανικών συμμοριών, που εμφανίσθηκαν
τότε με την κήρυξιν του πολέμου, για να τρομοκρατήσουν τον ελληνικό
πληθυσμό και ιδρύσουν την Αλβανία.
Το 1914 με την κήρυξη της
Επαναστάσεως του Βορειοηπειρωτικού λαού εναντίον των ισχυρών της Γής για
την άδικη απόφασή τους, ο καπετάν Θύμιος από τους πρώτους προσεχώρησε
σ’ αυτήν. Πολέμησε γενναία σε όλες τις μάχες, προκαλέσας τον θαυμασμόν
δια την τόλμην του, την ευκινησίαν του και την καταπληκτικήν σκοπευτικήν
του ικανότητα.
Μετέπειτα όταν η Βόρειος Ήπειρος επεδικάσθη εις
τους Αλβανούς, ο καπετάν Θύμιος σε όλους τους αγώνας του εκεί
Ελληνισμού έδινε το παρόν. Το 1934 κατά την απεργία των κατοίκων δια τα
σχολεία ο Θύμιος με τους άλλους ηγέτας του εκεί Ελληνισμού εξωρίσθη. Και
κατά τον πόλεμο του 1940 ο Θύμιος Λώλης πρώτος στον αγώνα.
Το
1941 ήρθε στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Μα οι Αλβανοί που αποτελούσαν τη
θλιβερή συνοδεία των Ιταλών, τον συνέλαβαν, τον μετέφεραν στα Τίρανα και
τον κατεδίκασαν διότι κατά τον πόλεμο βοήθησε τον ελληνικό στρατό. Τον
άφισαν αργότερα, αλλά ο καπετάν Θύμιος δεν ησύχασε. Ωργάνωσε σώμα από
500 περίπου Βουρκάρηδες και πολεμούσε κατά των Γερμανών, Ιταλών και
Αλβανών.
Οι Αλβανοί όμως δεξιοί και αριστεροί τον κυνήγησαν
και το 1944 κατέφυγε με λίγα παλληκάρια στις ομάδες του Ζέρβα. ‘Ηρθε
στην Αθήνα ζώντας πάντοτε με τον καυμό πώς θα ξαναγυρίση πίσω στον τόπο
του, αλλά πέθανε στις 16 Ιουνίου του 1961, σε ηλικία 82 ετών, πικραμένος
που δεν πραγματοποιήθηκε ο πόθος του.
Η Νεκρώσιμη ακολουθία του αείμνηστου Μπάρμπα Θύμιου εψάλη την επομένη και ώρα 11 στο Ναό των Αγίων Αναργύρων.