14 Ιανουαρίου 1943: "Μετά την αποκάλυψη του καταφυγίου του, σκοτώνεται στην Αθήνα από τους Ιταλούς ο Ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες, αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης ""ΜΙΔΑΣ 64""."
Το καλοκαίρι του 1942 οι συμμαχικές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική βρίσκονταν σε πολύ δυσχερή θέση μετά από την επίθεση του Ρόμελ. Τότε το Βρετανικό Γενικό Στρατηγείο στη Μέση Ανατολή διέταξε την ομάδα «Προμηθέας II», την οποία ήλεγχε η SOE στην Αθήνα, να προβεί σε γενικευμένες δολιοφθορές, που θα είχαν ως συνέπεια την καθυστέρηση ανεφοδιασμού των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, και στον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου. Ο αποκλεισμός της διώρυγας ήταν εγχείρημα υψίστης σημασίας που όμως δεν επετεύχθη. Τότε αποφασίστηκε η οργάνωση ανεξάρτητης αποστολής με τη συγκρότηση μιας εννιαμελούς οργάνωσης με επικεφαλής τον Ιωάννη Τσιγάντε, η οποία εκτός από τον αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου θα επιδίωκε τη συλλογή και τη διαβίβαση πληροφοριών, την ίδρυση ενός συμβουλίου που θα συντόνιζε τον αγώνα και τη συγκρότηση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα.
Στα τέλη του Ιουλίου του 1942 η αποστολή έφτασε στην Ελλάδα με αγγλικό σκάφος το οποίο την αποβίβασε σε όρμο της Μάνης. Ο Τσιγάντες εμφανισθείς ως εκπρόσωπος των Άγγλων και μεταφέροντας 12.000 χρυσές λίρες, έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη της οργάνωσης Μίδας 614 και ξεκίνησε επαφές με όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους και με αντιστασιακές οργανώσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποια μορφή συνεργασίας.
Η προσπάθεια όμως αυτή δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα καθώς από τη μια διάφορες οργανώσεις θεωρούσαν ότι η αποστολή του Τσιγάντε είχε γίνει γνωστή στις αρχές κατοχής και υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθούν και από την άλλη προκαλούσε ο τρόπος που συνεργάτες του ξόδευαν τις λίρες που είχαν φέρει μαζί τους. Παράλληλα όπως σημειώνει ο Γεώργιος Ζαλοκώστας σε έργο του για την περίοδο της κατοχής ο Τσιγάντες είχε κινήσει υποψίες σε πολλούς κύκλους γιατί μιλούσε περί ουδέτερου κινήματος, μη χρωματισμένου εναντίον του Βασιλέως Γεωργίου. Αλλά και ο ίδιος, λόγω της απαράμιλλης τόλμης του, δεν ελάμβανε όλα τα μέτρα προστασίας. Αυτόν είχε παραλάβει ο Άγγελος Έβερτ τον οποίον και εφοδίασε με πλαστή ταυτότητα υπαστυνόμου.
Σε αντάλλαγμα δε αυτού ο Τσιγάντες απέστειλε στο Κάιρο μία έκθεση - ύμνο υπέρ του Έβερτ την οποία αυτούσια συμπεριέλαβε σε βιβλίο του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα περικύκλωσε το κρησφύγετο του, σε υπόγειο διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού Πατησίων στον αριθμό 86, στο κέντρο της Αθήνας (πλησίον της ΑΣΟΕΕ). Ο Τσιγάντες επιδεικνύοντας ταυτότητα αξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων, δεν κατάφερε να πείσει τους Ιταλούς.
Τελικά, και αφού προηγουμένως έκαψε τα αρχεία του, συνεπλάκη μαζί τους και έχασε τη ζωή του αν και πρόλαβε να σκοτώσει δύο καραμπινιέρους και να τραυματίσει άλλους τρεις. Ενάμισι μήνα μετά, ακολούθησε αρκετά περίεργα η λεγόμενη εξάρθρωση των ασυρματιστών (ομάδα του Τσιγάντε), ενώ εκ των λιρών που κατείχε ανευρέθηκαν και παραδόθηκαν για φύλαξη από τον λοχία Δημήτριο Γυφτόπουλο στον Ευάγγελο Μανδρούλια ("Αλεξανδρινό") μόνο 800.
Μετά θάνατο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.