Αντώνης Ι. Ζαρκανέλας
π. Γενικός Διευθυντής Ανάπτυξης
Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Επίθεση στην έδρα της Βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.
Η πίεση των στασιαστών διατηρείται ολόκληρο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, αν και διαρκώς μειούμενης έντασης. Και αυτό παρά τις ενισχύσεις που κατέφθαναν από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, λαμβάνοντας θέσεις σε διάφορα μέτωπα. Έσφιγγαν την λαβίδα γύρω από το κέντρο της Αθήνας φθάνοντας ουσιαστικά σε απόσταση αναπνοής από τα κυβερνητικά κτίρια.
π. Γενικός Διευθυντής Ανάπτυξης
Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Επίθεση στην έδρα της Βρετανικής 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.
Η πίεση των στασιαστών διατηρείται ολόκληρο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, αν και διαρκώς μειούμενης έντασης. Και αυτό παρά τις ενισχύσεις που κατέφθαναν από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα, λαμβάνοντας θέσεις σε διάφορα μέτωπα. Έσφιγγαν την λαβίδα γύρω από το κέντρο της Αθήνας φθάνοντας ουσιαστικά σε απόσταση αναπνοής από τα κυβερνητικά κτίρια.
Έτσι
όλη η Αθήνα είχε περικυκλωθεί εκτός από την ανατολική πλευρά όπου
υπήρχε η επαφή, ουσιαστικά, της ΙΙΙης ΕΟΤ-Ρίμινι με την 23η
Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία που στρατωνίζονταν στους Στρατώνες των
Παραπηγμάτων, δηλαδή εκεί που σήμερα είναι το Πάρκο της Ελευθερίας,
δίπλα από Μέγαρο Μουσικής. Με τον τρόπο αυτό δεν ήταν δυνατή η
επικοινωνία των στασιαστών μεταξύ βορρά – νότου αλλά και η επικοινωνία
μέσω του άξονα Κηφισίας-Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Έτσι, οι στασιαστές με
στόχο τη δημιουργία διεξόδου προς νότο και την καταστροφή των πυροβόλων
που υπήρχαν εκεί, επιτίθενται τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου εναντίον
του στρατοπέδου των Παραπηγμάτων που ήταν η έδρα της 23ης ΤΤ, ενός
αμιγώς Βρετανικού στόχου, για πρώτη φορά από την έναρξη της «Επανάστασης
του Δεκέμβρη». Περιγραφή της στρατιωτικής αυτής μονάδας αλλά και της
επίθεσης που δέχθηκε περιέχεται σε επίσημη στρατιωτική αναφορά που
υποβλήθηκε από το Στρατηγείο της Ταξιαρχίας ανευρέθη με στοιχεία
αρχειοθέτησης ΤΝΑ WO 204/9312 και δημοσιεύθηκε πρόσφατα με άλλα τρία
σχετικά αρχεία (ΜΑΚΡΗΣ-ΣΤΑΪΚΟΣ, Π., 2014). Η επίθεση άρχισε τα
ξημερώματα με συμμετοχή 600-1000 ανδρών από την πλευρά του Λυκαβηττού,
την οδό Δεινοκράτους, και ήταν σφοδρή. Είχε μάλιστα προηγηθεί
βομβαρδισμός με όλμους από τους στασιαστές-επαναστάτες σε όλη τη γραμμή
του ανατολικού μετώπου, από το Αλεποβούνι μέχρι το Αλσος Συγγρού, για
αντιπερισπασμό και απασχόληση της ΙΙΙης ΕΟΤ-Ρίμινι.
Οι επιτιθέμενοι μπήκαν από μεγάλη τρύπα που άνοιξαν στον μαντρότοιχο του στρατοπέδου με εκκρηκτικά πυρπολώντας τα απομονωμένα κτίρια και τις αποθήκες καυσίμων με το πετρέλαιο να ρέει στο λόφο και καιόμενο να δημιουργεί ένα πύρινο ποτάμι που χώριζε το στρατόπεδο στα δύο. Σύμφωνα με την ανωτέρω Έκθεση, μεγάλη ποσότητα τροφίμων καταστράφηκε όχι όμως και πυρομαχικά μεγάλη ποσότητα των οποίων είχαν μεταφερθεί μόλις κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης και ήταν ακόμη φορτωμένα στα καμιόνια. Από την επίθεση έχασαν την ζωή τους είκοσι Βρετανοί στρατιώτες τραυματίστηκαν 40 και αιχμαλωτίστηκαν 100.
Στον αιφνιδιασμό συνετέλεσε σύμφωνα με περιγραφές επιζώντων βρετανών στρατιωτών και το ότι πολλοί από τους στασιαστές φορούσαν στρατιωτικά ρούχα ή αστυφυλάκων και μιλώντας ελληνικά έδιναν την εντύπωση ότι ανήκαν είτε στην Εθνοφυλακή είτε στην ΙΙΙη ΕΟΤ-Ρίμινι, διευκολυνόμενοι στις κινήσεις τους Σε κάθε περίπτωση, με το χάραμα παρενέβη η βρετανική αεροπορία πολυβολώντας τους υποχωρούντες στασιαστές προς τον Λυκαβηττό. Και βέβαια, λόγω της κλίσης και του ακάλυπτου της περιοχής, οι στασιαστές γινόταν εύκολος στόχος των πολυβολούντων αεροσκαφών όπως επίσης και των αρμάτων μάχης αλλά και των βλημάτων όλμων που ρίχνονταν από τους στρατώνες». (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, 2014; ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, 2014).. «Πτώματα κείτονταν», θυμάται ο δεκανέας JamesRehil, «σε μια ευθεία γραμμή, σαν να τους είχε σπείρει ένα γιγάντιο χέρι. Ήταν όλοι ΕΛΑΣίτες. Κάποια από τα πτώματα των ανταρτών ανήκαν στους «αστυφύλακες» που είχα δει (σημ. γράφοντος, αναφέρεται προηγουμένως στην αφήγησή του ο Rehilσ΄αυτό). Ήταν δηλαδή ΕΛΑΣίτες με στολές αστυνομίας για να καταφέρουν να μπουν στους στρατώνες».
Η Αποστολή της Βρετανικής 23ηςΤεθ/σμένης Ταξιαρχίας στην Ελλάδα.
Η 23ηΤΤ(23rdArmouredBrigade) είχε σταλεί στην Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου του 1944 στα πλαίσια της Συμφωνίας της Καζέρτας με σκοπό την τήρηση του νόμου και της τάξης στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα και τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στους χειμαζόμενους Έλληνες πολίτες. Ηταν οργανωμένη ως δύναμη πεζικού, διέθετε 23 τεθωρακισμένα οχήματα προσωπικού και πολιτών αν χρειάζονταν αλλά κανένα άρμα μάχης (τανκ). Ως γνωστόν την παροχή και διανομή ευρείας κλίμακας ανθρωπιστικής βοήθειας στις χώρες που απελευθερώνονταν από τους Γερμανούς την είχε η Βρετανική στρατιωτική οργάνωση ΜilitaryLiaison,η γνωστή τότε στον κόσμο ΕΜ-ΕΛ που είχε γίνει συνώνυμη με τρόφιμα και ρουχισμό και ήταν εξάρτημα του Βρετανικού στρατού. Η 23η ΤΤ, αποτελούσε, λοιπόν, από τις 12 Οκτωβρίου 1944 μέχρι την 1η Απριλίου του 1945, οπότε ανέλαβε η ΟΥΝΡΑ, των Ηνωμένων Εθνών, τον μηχανισμό διαχείρισης και διανομής της Βρετανικής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ελλάδα.
Οι επιτιθέμενοι μπήκαν από μεγάλη τρύπα που άνοιξαν στον μαντρότοιχο του στρατοπέδου με εκκρηκτικά πυρπολώντας τα απομονωμένα κτίρια και τις αποθήκες καυσίμων με το πετρέλαιο να ρέει στο λόφο και καιόμενο να δημιουργεί ένα πύρινο ποτάμι που χώριζε το στρατόπεδο στα δύο. Σύμφωνα με την ανωτέρω Έκθεση, μεγάλη ποσότητα τροφίμων καταστράφηκε όχι όμως και πυρομαχικά μεγάλη ποσότητα των οποίων είχαν μεταφερθεί μόλις κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης και ήταν ακόμη φορτωμένα στα καμιόνια. Από την επίθεση έχασαν την ζωή τους είκοσι Βρετανοί στρατιώτες τραυματίστηκαν 40 και αιχμαλωτίστηκαν 100.
Στον αιφνιδιασμό συνετέλεσε σύμφωνα με περιγραφές επιζώντων βρετανών στρατιωτών και το ότι πολλοί από τους στασιαστές φορούσαν στρατιωτικά ρούχα ή αστυφυλάκων και μιλώντας ελληνικά έδιναν την εντύπωση ότι ανήκαν είτε στην Εθνοφυλακή είτε στην ΙΙΙη ΕΟΤ-Ρίμινι, διευκολυνόμενοι στις κινήσεις τους Σε κάθε περίπτωση, με το χάραμα παρενέβη η βρετανική αεροπορία πολυβολώντας τους υποχωρούντες στασιαστές προς τον Λυκαβηττό. Και βέβαια, λόγω της κλίσης και του ακάλυπτου της περιοχής, οι στασιαστές γινόταν εύκολος στόχος των πολυβολούντων αεροσκαφών όπως επίσης και των αρμάτων μάχης αλλά και των βλημάτων όλμων που ρίχνονταν από τους στρατώνες». (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, 2014; ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, 2014).. «Πτώματα κείτονταν», θυμάται ο δεκανέας JamesRehil, «σε μια ευθεία γραμμή, σαν να τους είχε σπείρει ένα γιγάντιο χέρι. Ήταν όλοι ΕΛΑΣίτες. Κάποια από τα πτώματα των ανταρτών ανήκαν στους «αστυφύλακες» που είχα δει (σημ. γράφοντος, αναφέρεται προηγουμένως στην αφήγησή του ο Rehilσ΄αυτό). Ήταν δηλαδή ΕΛΑΣίτες με στολές αστυνομίας για να καταφέρουν να μπουν στους στρατώνες».
Η Αποστολή της Βρετανικής 23ηςΤεθ/σμένης Ταξιαρχίας στην Ελλάδα.
Η 23ηΤΤ(23rdArmouredBrigade) είχε σταλεί στην Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου του 1944 στα πλαίσια της Συμφωνίας της Καζέρτας με σκοπό την τήρηση του νόμου και της τάξης στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα και τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στους χειμαζόμενους Έλληνες πολίτες. Ηταν οργανωμένη ως δύναμη πεζικού, διέθετε 23 τεθωρακισμένα οχήματα προσωπικού και πολιτών αν χρειάζονταν αλλά κανένα άρμα μάχης (τανκ). Ως γνωστόν την παροχή και διανομή ευρείας κλίμακας ανθρωπιστικής βοήθειας στις χώρες που απελευθερώνονταν από τους Γερμανούς την είχε η Βρετανική στρατιωτική οργάνωση ΜilitaryLiaison,η γνωστή τότε στον κόσμο ΕΜ-ΕΛ που είχε γίνει συνώνυμη με τρόφιμα και ρουχισμό και ήταν εξάρτημα του Βρετανικού στρατού. Η 23η ΤΤ, αποτελούσε, λοιπόν, από τις 12 Οκτωβρίου 1944 μέχρι την 1η Απριλίου του 1945, οπότε ανέλαβε η ΟΥΝΡΑ, των Ηνωμένων Εθνών, τον μηχανισμό διαχείρισης και διανομής της Βρετανικής ανθρωπιστικής βοήθειας στην Ελλάδα.
Το Μέτωπο του Πειραιά.
Όπως ήδη είπαμε, με την εκδήλωση της στάσης-επανάστασης όλα
τα αστυνομικά τμήματα του Πειραιά είχαν καταληφθεί στο πρώτο
εικοσιτετράωρο μετά από συμπλοκές που ακολούθησαν εκτελέσεις επί τόπου,
συλλήψεις και μεταφοράς τους υπό αντίξοες συνθήκες. Όσοι δεν
συνελήφθησαν κατάφεραν να σωθούν καταφεύγοντας στο Μέγαρο Βάττη. Η
δύναμη των περίπου 500 ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού, αξιωματικών και
ναυτών. ‘Όπως αναφέρει στο ημερολόγιο του ο Παν. Κανελλοπουλος, Υπουργός
Ναυτικών τοτε ο Αρχηγός του Ναυτικού Ναύαρχος του είπε: «…Στον Πειραιά
είχαμε πέντε ναύτες σκοτωμένους και δεκατέσσερις τραυματίες. Μας
χτύπησαν την Ναυτική Διοίκηση μέσα στον Πειραιά, καθώς και τη Σχολή
Δοκίμων, όπου η έδρα του Αρχηγού του Στόλου.». Αγήματα της δύναμης αυτής
που είχε στο μεταξύ εμπλουτισθεί με διασωθέντες άλλων υπηρεσιών είχαν
εγκατασταθεί σε επίκαιρα σημεία του Πειραιά μεταξύ των οποίων ήταν και η
Σχολή Δοκίμων και το μέγαρο Βάττηκαι στις εκκαθαριστικές που
ακολούθησαν.
Σε κάθε περίπτωση η ανακατάληψη του Πειραιά ήταν υψηλός στόχος και πολιτικά για τη Κυβέρνηση και στρατιωτικά για το Στρατηγείο, γιατί σε λίγες ημέρες αναμένονταν η άφιξη των στρατιωτικών ενισχύσεων από το μέτωπο της Ιταλίας που βρίσκονταν προ της Μπολώνια. Η επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά ανατέθηκε στην 5η Ινδική Μεραρχία στην οποία ανήκαν και οι φημισμένοι πολεμιστές Γκούρκας. Η δύναμη αυτή αν και διακρίνονταν κατά τις μαρτυρίες πολιτών για το πολεμικό τους μένος υπέστησαν βαρειές απώλειες επειδή δεν γνώριζαν την περιοχή και δεν είχαν καθόλου εμπειρία από πόλεμο πόλεων. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 5ης Ινδικής Ταξιαρχίας με την υποστήριξη και αρμάτων μάχης ξεκίνησαν από τον όρμο Ζέας μέχρι Ακτής Μιαούλη από το θαλάσσιο μέτωπο και κινούνταν κατά μήκος των κάθετων δρόμων και προς την Βασ. Γεωργίου A’. Ταυτόχρονα μεικτά αποσπάσματα αστυνομικών και ναυτών κατέλαβαν έγκαιρα στρατηγικά κτίρια στα οποία εγκατέστησαν φρουρές τα οποία βοηθούσαν και κάλυπταν την προέλαση της εκκαθάρισης. Τα απελευθερούμενα τμήματα της πόλης παραδίδονταν στα μικτά αποσπάσματα για να αποτραπεί η επιστροφή των στασιαστών. Στις 14 Δεκεμβρίου οι Γκούρκας θα επιχειρούσαν την κατάληψη της Καστέλας αλλά συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους στασιαστές. Την επομένη τα ινδικά πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ανταρτικών θέσεων στην Καστέλα. Τον βομβαρδισμό ενίσχυσαν και τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Ναυαρίνον» και «Σαλαμίς». Ωστόσο ο βομβαρδισμός δεν ήταν ισχυρός και οι άνδρες του ΕΛΑΣ διατήρησαν προς στιγμή τις θέσεις τους. (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, 2014).
Σε κάθε περίπτωση η ανακατάληψη του Πειραιά ήταν υψηλός στόχος και πολιτικά για τη Κυβέρνηση και στρατιωτικά για το Στρατηγείο, γιατί σε λίγες ημέρες αναμένονταν η άφιξη των στρατιωτικών ενισχύσεων από το μέτωπο της Ιταλίας που βρίσκονταν προ της Μπολώνια. Η επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά ανατέθηκε στην 5η Ινδική Μεραρχία στην οποία ανήκαν και οι φημισμένοι πολεμιστές Γκούρκας. Η δύναμη αυτή αν και διακρίνονταν κατά τις μαρτυρίες πολιτών για το πολεμικό τους μένος υπέστησαν βαρειές απώλειες επειδή δεν γνώριζαν την περιοχή και δεν είχαν καθόλου εμπειρία από πόλεμο πόλεων. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της 5ης Ινδικής Ταξιαρχίας με την υποστήριξη και αρμάτων μάχης ξεκίνησαν από τον όρμο Ζέας μέχρι Ακτής Μιαούλη από το θαλάσσιο μέτωπο και κινούνταν κατά μήκος των κάθετων δρόμων και προς την Βασ. Γεωργίου A’. Ταυτόχρονα μεικτά αποσπάσματα αστυνομικών και ναυτών κατέλαβαν έγκαιρα στρατηγικά κτίρια στα οποία εγκατέστησαν φρουρές τα οποία βοηθούσαν και κάλυπταν την προέλαση της εκκαθάρισης. Τα απελευθερούμενα τμήματα της πόλης παραδίδονταν στα μικτά αποσπάσματα για να αποτραπεί η επιστροφή των στασιαστών. Στις 14 Δεκεμβρίου οι Γκούρκας θα επιχειρούσαν την κατάληψη της Καστέλας αλλά συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους στασιαστές. Την επομένη τα ινδικά πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν εναντίον των ανταρτικών θέσεων στην Καστέλα. Τον βομβαρδισμό ενίσχυσαν και τα ελληνικά αντιτορπιλικά «Ναυαρίνον» και «Σαλαμίς». Ωστόσο ο βομβαρδισμός δεν ήταν ισχυρός και οι άνδρες του ΕΛΑΣ διατήρησαν προς στιγμή τις θέσεις τους. (ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, 2014).
(Συνεχίζεται)