ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ
Τις παλιές δεκαετίες, που είχαν ξεχωριστό χρώμα και άρωμα στην μακεδονική επαρχία, τρία ήταν τα επαγγέλματα ''περιωπής'' που έχαιραν καθολικής εκτίμησης: ο παπάς, ο (αγροτικός) γιατρός και ο δάσκαλος. Ο όρος ''καθηγητής'' δεν είχε μεγάλες συμπάθειες (λόγω της από... καθέδρας υπεροψίας που κουβαλούσε), κι ας ήταν περισσότερο ταυτισμένος ο δάσκαλος με τη βέργα εφαρμόζοντας ευλαβικά το ρητό της αρχαίας Παιδαγωγικής: ''Ο μη δαρείς ου παιδεύεται''.
Τη...
Τη...
βέργα που φρονημάτιζε σε τέτοιο βαθμό τα παιδιά και εκτός σχολείου, ώστε να καταφθάνουν ευγνώμονες οι γονείς για να συγχαρούν τον δάσκαλο ''που τα μάζεψε'' προσφέροντάς του σαν ''δώρα'' ζυμωτό ψωμί χωριάτικο, κοτόπουλο φρεσκομαδημένο για σούπα, ψάρια από το ποτάμι που σπαρταρούσαν ή φρούτα και λαχανικά απ' τα περιβόλια και τα μποστάνια τους.
Τα ''δώρα'', σημειωτέον, ανανεώνονταν σε τακτά διαστήματα κάθε που τα παιδιά τους μάθαιναν να λένε απέξω την προπαίδεια, να γράφουν ορθογραφημένα, να αποστηθίζουν μαθήματα και ποιήματα και να κάνουν με επιτυχία τα πρώτα τους βήματα στην αριθμητική και τη γεωμετρία.
Με τα δεδομένα αυτά, ο δάσκαλος έφτασε να είναι ''τιμώμενο πρόσωπο'' στα χωριά, άξιο σεβασμού και εκτίμησης στις μαθητικές κοινότητες και τις μικρές επαρχιακές κοινωνίες, πολύ περισσότερο όταν εργαζόταν εθελοντικά (στον μικρό ελεύθερο χρόνο που είχε [Κυριακή], μιας και δίδασκε και το Σάββατο) στον αγώνα κατά του αναλφαβητισμού στα μικρά ξεχασμένα χωριά της Μακεδονίας.
Κάπως έτσι, από φτωχαδάκι που ήταν (φτωχαδάκι σε στυλ ''Κοψοπόδαρου'', για να θυμηθώ τον ήρωα του ομώνυμου διηγήματος του Αντώνη Τραυλαντώνη), άρχισε να παίρνει τα πάνω του και οικονομικά.
Άρχισε να κάνει ''αποταμίευση'', εκεί που δεν του έφτανε ο μισθός για να ζήσει. ''Αποταμίευση''! Μαγική λέξη για εκείνες τις δύσκολες εποχές, γι' αυτό και ήταν απ' τα αγαπημένα θέματα Έκθεσης στα σχολεία.
Έφτασε μάλιστα να έχει αντίκτυπο και στην οικονομία των τοπικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να φλυαρούν τα παιδιά, αφελώς, για το πόσα χρήματα έκρυβαν οι κουμπαράδες των δικών τους (κόκκινοι ή γαλάζιοι και σιδερένιοι, προσφορά του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, το οποίο διαφήμιζε με έξυπνο τρόπο τη ''συσσώρευση αγαθών προς πάσαν χρήσιν'').
Μέσα στο πνεύμα αυτό που, πέρα από εκπαιδευτικό, είχε και κοινωνικό αντίκτυπο, ο δάσκαλος φάνταζε στα μάτια των μαθητών του τόσο σπουδαίος ώστε να σταματούν την ονειροπόληση και να μαθαίνουν συλλαβή συλλαβή τη ζωή που ξετυλιγόταν σαν άγνωστο μέλλον μπροστά τους.
Ήταν μια εκκίνηση σε σύγχρονη βάση (για την εποχή τους), που πατούσε όμως σε χνάρια παλιά, προπατορικά, τα οποία έφταναν στην κλασική αρχαιότητα, καθώς υπήρχαν σχολεία απ' τον 6ο αι. πΧ και εντεύθεν στην αρχαία Ελλάδα βάσει αναφορών των: Ηροδότου, Αισχύλου, Παυσανία, Πλούταρχου, Θουκυδίδη, Αριστοφάνη, Πλάτωνα // Freeman, K.J: Schools of Hellas..., 1922).
Στην αθηναϊκή εκπαίδευση κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του ''Γραμματιστή'', του δασκάλου της πρώτης βαθμίδας ο οποίος λειτουργούσε υπό την συμβουλευτική σκιά των οδηγιών του Πλάτωνα για χρήση ''παιγνιώδους μορφής διδασκαλία'', όπως αυτή που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι της Αιγύπτου (Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: ''Η εκπαίδευση κατά τον 4ο αι και κατά την αρχαιότητα'', ΑΠΘ 1983).
Ο Πλάτων συνιστούσε τη διδασκαλία-παιχνίδι στους ''Γραμματιστές'', γιατί έβλεπε ότι ευδοκιμούσε η κατάχρηση της απομνημόνευσης με αποκορύφωμα την εκμάθηση του Πυθαγόρειου πίνακα (Αριστοτέλης ''Τοπικά'').
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασκείται η μνήμη και όχι η κρίση των μαθητών, οι οποίοι κουράζονταν δικαιολογημένα απ' τις αμέτρητες επαναλήψεις λόγω απομνημόνευσης, με αποτέλεσμα να βρίσκουν το μάθημα του ''Γραμματιστή'' μονότονο και ανιαρό...
Ήταν ο βασικός λόγος (αν εξαιρέσει κανείς τον περιορισμό ή την αναστολή της Εκπαίδευσης λόγω πολέμου) που ο μέσος Αθηναίος κατείχε ελάχιστες αριθμητικές γνώσεις (περισσότερες πάντως απ' τους Σπαρτιάτες, τους οποίους ο Πλάτων αποκαλούσε 'ανάριθμους' στο έργο του ''Ιππίας Μείζων'').
Ο Πλάτων, σημειωτέον, θεωρούσε την επίδοση στα μαθηματικά ως τεκμήριο ευφυίας ξεκαθαρίζοντας ότι μπορεί να κατακτηθούν αυτά ''με τη σπουδή του μαθήματος'' (Πλάτων, Πολιτεία). Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έλειπαν οι αριθμητικές γνώσεις από τον μέσο Αθηναίο της κλασικής αρχαιότητας λόγω υστέρησης της νοημοσύνης του, γιατί ο κύριος λόγος που δεν τις κατείχε ήταν το γεγονός ότι δεν έβρισκε ελκυστικό το μάθημα της αριθμητικής από τον Γραμματιστή με προαπαιτούμενο την απομνημόνευση.
Παρ' όλα αυτά, φρόντιζε να γνωρίζει όσα χρειαζόταν από αριθμητικές πράξεις, για να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του. Ήταν άλλωστε η εποχή που όλοι οι συμπολίτες του, λίγο πολύ, έκαναν αριθμητικούς υπολογισμούς σε κάποιον πίνακα. Από τους πελάτες του Δημοσθένη (Harvey F. D: Literacy in the Athenian Democracy. σελ. 164), τους δικαστές και τους διαδίκους στα δικαστήρια, ως τον άρχοντα της Αθήνας Περικλή (Θουκυδίδης: Ἱστορίαι).
Και το ''λίγο πολύ'' δεν το λέω τυχαία, γιατί -- αν τύχαινε το πρώτο -- οι Αθηναίοι βοηθούνταν από τους δούλους συμπολίτες τους ώστε να μπορούν να αφοσιωθούν ανενόχλητοι στα ποικίλα επαγγέλματά τους με κυρίαρχο το εμπόριο.
Το βάρος, σε κάθε περίπτωση, έπεφτε στους ώμους του Γραμματιστή ο οποίος είχε ένα γολγοθά μπροστά του για να μάθει στους μαθητές του:
1. Ανάγνωση βάσει της προσωδίας. Της διάκρισης δηλ. των μακρών, βραχέων και δίχρονων φωνηέντων που καθρέφτιζε τη συναισθηματική κατάσταση του αναγνώστη. Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς απαιτούσε αδιάκοπη εξάσκηση και γι' αυτό ο Πλάτων επέμενε να αρχίζει η Ανάγνωση μετά το 10ο έτος της ηλικίας τους και όχι στο 7ο όπως ίσχυε τότε.
2. Γραφή με κεφαλαία γράμματα χωρίς σημεία στίξης και τονισμού -- σε λέξεις ''κολλημένες'', χωρίς κενό -- χαραγμένες με γραφίδα [καλάμι ή εργαλείο που χάραζε κι έσβηνε γράμματα] πάνω σε επικηρωμένη πινακίδα, σε πλάκα δηλαδή που την ακουμπούσαν στα τρεμάμενα γόνατά τους οι αγχωμένοι μαθητές (Πλάτων ''Πολιτεία'').
3. Απομνημόνευση ποιημάτων στην τελευταία φάση της Εκπαίδευσης με την ολοκλήρωση της εκμάθησης της Ανάγνωσης και της Γραφής από τους μαθητές, οι οποίοι είχαν πλέον τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Γραμματιστή για απομνημόνευση και απαγγελία έργων ''αγαθών ποιητών'' ανεβασμένοι σε βάθρο (Πλάτων: ''Πρωταγόρας''). Γεγονός για το οποίο υπάρχουν αναφορές κι από άλλους, όπως ο Αριστοφάνης [5ος-4ος αι. π Χ], ο Λουκιανός [2ος αι. μ Χ], ο Ιω. Στοβαίος [5ος αι. π Χ] και ο Διόδωρος Σικελιώτης [1ος αι. π Χ].
4. Αριθμητική, για να αντιμετωπίζουν τα καθημερινά τους προβλήματα και ''να κάνουν ενεργητικό, ξύπνιο και οξύ το νωθρό και κοιμισμένο μυαλό τους'' (κατά Πλάτωνα) και...
5. Γεωμετρία, ώστε να είναι ικανοί -- όπως έλεγε ο Σωκράτης -- να μετράνε με ακρίβεια το χωράφι που θα έπαιρναν, θα έδιναν ή θα μοίραζαν (Ξενοφών ''Απομνημονεύματα'').
Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι ήταν πενιχρά τα ''εποπτικά μέσα'' που χρησιμοποιούσε ο Γραμματικός (δάσκαλος α' βαθμίδας) της κλασικής αρχαιότητας, έστω κι αν η Αθήνα έγινε τον 5ο αιώνα π Χ το ''σχολείο της Ελλάδας '', το πνευματικό κέντρο της.
Οι αραβικοί αριθμοί (επανάσταση στην Αριθμητική) μπήκαν στην εκπαιδευτική πραγματικότητα μόλις τον 13ο αιώνα στο Βυζάντιο από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό και λατινιστή συγγραφέα Μάξιμο Πλανούδη (13ος-14ος αι μ Χ).
Ως εκ τούτου, οι αρχαίοι Έλληνες μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν στη θέση των αριθμών τα γράμματα (ενώ οι Λατίνοι τις κατακόρυφες γραμμές: I, II, III, IVκλπ), πράγμα που έκανε πολύ δύσκολες τις αριθμητικές πράξεις για μικρούς και μεγάλους.
Ωστόσο ο Αθηναίος Γραμματιστής, για να διευκολύνει τους μαθητές του, τους δίδασκε τρεις τρόπους για να μάθουν να μετράνε: α) Με τους ''ψήφους'' (βότσαλα, πετραδάκια, για τα οποία γίνεται αναφορά στον ιστορικό Ηρόδοτο [5ος αι], τον φιλόσοφο Θεόφραστο της Περιπατητικής Σχολής [4ο-3ο αι. π Χ και τον αρχαίο Έλληνα επιστολογράφο Αλκίφρονα [2ος-3ος αι. π Χ]).
β) Με τα δάχτυλα (σχετικές αναφορές Ηρόδοτου, Αριστοφάνη και Αλκίφρονα) και γ) Με τον άβακα (λεπτή σανίδα με ξύλινο πλαίσιο επιστρωμένη με κερί για εξάσκηση στην αριθμητική, που δεν διέφερε από τους [διασωθέντες] ρωμαϊκούς των μετέπειτα χρόνων) -- Βλ. σχετικές αναφορές του νομοθέτη Σόλωνα [7ος-6ος αι. π Χ], του ιστορικού Πολύβιου [3ος-2ος αι. π Χ] και του βιογράφου του Πυθαγόρα Ιάμβλιχου [3ος-4ος αι. μΧ]).
Όλα αυτά, φυσικά, επιβάρυναν περαιτέρω το έργο του Γραμματιστή, φτωχού Αθηναίου πολίτη ή δούλου ο οποίος επέλεγε το επάγγελμα του δασκάλου πιεζόμενος απ' τις βιοτικές ανάγκες του, αφού η αθηναϊκή πολιτεία δεν κάλυπτε τα έξοδα επιβίωσής του με αποτέλεσμα να φτάσει να παρακαλάει τους γονείς να του στείλουν τα παιδιά τους... (Δημοσθένης ''Περί Στεφάνου'').
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του αρχαίου Αθηναίου ρήτορα Αισχίνη τον οποίο υποτιμούσε και περιφρονούσε η αθηναῒκή ''ελίτ'' της εποχής του (4ος αι. π Χ) -- με μπροστάρη τον ομότεχνό του Δημοσθένη -- λόγω της ταπεινής καταγωγής και της χαμηλής κοινωνικής θέσης του, γιατί σαν παιδί εργαζόταν με τον δούλο πατέρα του σε Σχολείο Ανάγνωσης και Γραφής (στο ''διδασκαλείο'' του γραμματοδιδασκάλου Ελπία, συγκεκριμένα).
Τη συνέχεια εκείνης της κακομοιριάς του Αθηναίου Γραμματιστή τη βλέπουμε σαν αρνητικό κληροδότημα στον μεταγενέστερο (Νεοέλληνα) δάσκαλο (ένα από τα ελάχιστα δείγματα αρνητικής κληρονομιάς που μας άφησαν οι Πατέρες μας, με πρώτο αυτό της διαιωνιζόμενης Διχόνοιας).
Τον δάσκαλο του λαού, ο οποίος -- πέρα από εκπαιδευτικό -- θα μπορούσε να έχει και κοινωνικό και ηθοπλαστικό ρόλο (σαν τον ''δάσκαλο-ποιητή'' του Κ. Παλαμά στο ποίημά του ''Τα Σκολειά χτίστε''), αν στηριζόταν και ανταμειβόταν αξιοκρατικά απ' την ελληνική Πολιτεία, καθώς -- για πολλές δεκαετίες -- είχε αφεθεί στην τύχη του. Είχε εγκαταλειφθεί, αν και εκπροσωπούσε αναγνωρισμένο φορέα της Δημόσιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Γι' αυτό και από συστάσεως του ελληνικού κράτους (1830) μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αναβίωναν στην ελληνική επαρχία συχνά πυκνά οι φιγούρες των παλιών Αθηναίων Γραμματιστών, αφού η εικόνα των παλιών δασκάλων πρόδιδε την οικονομική τους ανέχεια (Ιω. Κονδυλάκης: ''Όταν ήμουν δάσκαλος'', Σώτος Χονδρόπουλος: ''Σποριάδες'', Αντώνης Τραυλαντώνης ''Ο Κοψοπόδαρος'').
Τώρα θα μου πείτε, και με το δίκιο σας, ότι έκτοτε έχουν αλλάξει προς το καλύτερο πολλά στην ελληνική Εκπαίδευση και το οικονομικό και κοινωνικό status του ''δασκάλου'' κάθε βαθμίδας έχε αναβαθμιστεί. Κερδίσαμε σαφώς περισσότερα στο θέμα αυτό, αλλά και χάσαμε κάποια άλλα.
Κερδίσαμε την αξιοπρέπεια του δασκάλου, την αποκατάσταση της κοινωνικής θέσης του και την οικονομική του ανεξαρτησία, αλλά χάσαμε το φιλότιμο και την ευσυνειδησία του ''δασκάλου-λειτουργού'' περασμένων δεκαετιών, τα οποία αντικαταστάθηκαν εν πολλοίς από τον ατομικισμό, το καπέλωμα του ''εμείς'' από το ''εγώ'' του.
Έτσι εξηγείται γιατί οι δάσκαλοι-ποιητές του χθες έφτασαν να είναι είδος εν ανεπαρκεία σήμερα (χωρίς να αποκλείω τις φωτεινές εξαιρέσεις), αφού από μπροστάρηδες στον αγώνα για την ποιοτική αναβάθμιση του σχολείου και την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού στην Ελλάδα, έγιναν είτε δάσκαλοι-''δημόσιοι υπάλληλοι'' είτε μεταπράτες γνώσεων και φροντιστές ή...
Ή δάσκαλοι, που -- αφού έφεραν τα πάνω κάτω στα ΜΜΕ καταγγέλλοντας τα κακώς κείμενα στην Εκπαίδευση και προβάλλοντας με το παραπάνω τον πατριωτισμό και την Ορθόδοξη πίστη τους -- πέταξαν, στο παραπέντε των εθνικών εκλογών, τη μάσκα του ανιδιοτελούς λειτουργού και κατέβηκαν στον πολιτικό στίβο ως κομματάρχες...
Κρινιώ Καλογερίδου
Τα ''δώρα'', σημειωτέον, ανανεώνονταν σε τακτά διαστήματα κάθε που τα παιδιά τους μάθαιναν να λένε απέξω την προπαίδεια, να γράφουν ορθογραφημένα, να αποστηθίζουν μαθήματα και ποιήματα και να κάνουν με επιτυχία τα πρώτα τους βήματα στην αριθμητική και τη γεωμετρία.
Με τα δεδομένα αυτά, ο δάσκαλος έφτασε να είναι ''τιμώμενο πρόσωπο'' στα χωριά, άξιο σεβασμού και εκτίμησης στις μαθητικές κοινότητες και τις μικρές επαρχιακές κοινωνίες, πολύ περισσότερο όταν εργαζόταν εθελοντικά (στον μικρό ελεύθερο χρόνο που είχε [Κυριακή], μιας και δίδασκε και το Σάββατο) στον αγώνα κατά του αναλφαβητισμού στα μικρά ξεχασμένα χωριά της Μακεδονίας.
Κάπως έτσι, από φτωχαδάκι που ήταν (φτωχαδάκι σε στυλ ''Κοψοπόδαρου'', για να θυμηθώ τον ήρωα του ομώνυμου διηγήματος του Αντώνη Τραυλαντώνη), άρχισε να παίρνει τα πάνω του και οικονομικά.
Άρχισε να κάνει ''αποταμίευση'', εκεί που δεν του έφτανε ο μισθός για να ζήσει. ''Αποταμίευση''! Μαγική λέξη για εκείνες τις δύσκολες εποχές, γι' αυτό και ήταν απ' τα αγαπημένα θέματα Έκθεσης στα σχολεία.
Έφτασε μάλιστα να έχει αντίκτυπο και στην οικονομία των τοπικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να φλυαρούν τα παιδιά, αφελώς, για το πόσα χρήματα έκρυβαν οι κουμπαράδες των δικών τους (κόκκινοι ή γαλάζιοι και σιδερένιοι, προσφορά του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, το οποίο διαφήμιζε με έξυπνο τρόπο τη ''συσσώρευση αγαθών προς πάσαν χρήσιν'').
Μέσα στο πνεύμα αυτό που, πέρα από εκπαιδευτικό, είχε και κοινωνικό αντίκτυπο, ο δάσκαλος φάνταζε στα μάτια των μαθητών του τόσο σπουδαίος ώστε να σταματούν την ονειροπόληση και να μαθαίνουν συλλαβή συλλαβή τη ζωή που ξετυλιγόταν σαν άγνωστο μέλλον μπροστά τους.
Ήταν μια εκκίνηση σε σύγχρονη βάση (για την εποχή τους), που πατούσε όμως σε χνάρια παλιά, προπατορικά, τα οποία έφταναν στην κλασική αρχαιότητα, καθώς υπήρχαν σχολεία απ' τον 6ο αι. πΧ και εντεύθεν στην αρχαία Ελλάδα βάσει αναφορών των: Ηροδότου, Αισχύλου, Παυσανία, Πλούταρχου, Θουκυδίδη, Αριστοφάνη, Πλάτωνα // Freeman, K.J: Schools of Hellas..., 1922).
Στην αθηναϊκή εκπαίδευση κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του ''Γραμματιστή'', του δασκάλου της πρώτης βαθμίδας ο οποίος λειτουργούσε υπό την συμβουλευτική σκιά των οδηγιών του Πλάτωνα για χρήση ''παιγνιώδους μορφής διδασκαλία'', όπως αυτή που ακολουθούσαν οι δάσκαλοι της Αιγύπτου (Αναστάσιος Β. Γιαννικόπουλος: ''Η εκπαίδευση κατά τον 4ο αι και κατά την αρχαιότητα'', ΑΠΘ 1983).
Ο Πλάτων συνιστούσε τη διδασκαλία-παιχνίδι στους ''Γραμματιστές'', γιατί έβλεπε ότι ευδοκιμούσε η κατάχρηση της απομνημόνευσης με αποκορύφωμα την εκμάθηση του Πυθαγόρειου πίνακα (Αριστοτέλης ''Τοπικά'').
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασκείται η μνήμη και όχι η κρίση των μαθητών, οι οποίοι κουράζονταν δικαιολογημένα απ' τις αμέτρητες επαναλήψεις λόγω απομνημόνευσης, με αποτέλεσμα να βρίσκουν το μάθημα του ''Γραμματιστή'' μονότονο και ανιαρό...
Ήταν ο βασικός λόγος (αν εξαιρέσει κανείς τον περιορισμό ή την αναστολή της Εκπαίδευσης λόγω πολέμου) που ο μέσος Αθηναίος κατείχε ελάχιστες αριθμητικές γνώσεις (περισσότερες πάντως απ' τους Σπαρτιάτες, τους οποίους ο Πλάτων αποκαλούσε 'ανάριθμους' στο έργο του ''Ιππίας Μείζων'').
Ο Πλάτων, σημειωτέον, θεωρούσε την επίδοση στα μαθηματικά ως τεκμήριο ευφυίας ξεκαθαρίζοντας ότι μπορεί να κατακτηθούν αυτά ''με τη σπουδή του μαθήματος'' (Πλάτων, Πολιτεία). Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έλειπαν οι αριθμητικές γνώσεις από τον μέσο Αθηναίο της κλασικής αρχαιότητας λόγω υστέρησης της νοημοσύνης του, γιατί ο κύριος λόγος που δεν τις κατείχε ήταν το γεγονός ότι δεν έβρισκε ελκυστικό το μάθημα της αριθμητικής από τον Γραμματιστή με προαπαιτούμενο την απομνημόνευση.
Παρ' όλα αυτά, φρόντιζε να γνωρίζει όσα χρειαζόταν από αριθμητικές πράξεις, για να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του. Ήταν άλλωστε η εποχή που όλοι οι συμπολίτες του, λίγο πολύ, έκαναν αριθμητικούς υπολογισμούς σε κάποιον πίνακα. Από τους πελάτες του Δημοσθένη (Harvey F. D: Literacy in the Athenian Democracy. σελ. 164), τους δικαστές και τους διαδίκους στα δικαστήρια, ως τον άρχοντα της Αθήνας Περικλή (Θουκυδίδης: Ἱστορίαι).
Και το ''λίγο πολύ'' δεν το λέω τυχαία, γιατί -- αν τύχαινε το πρώτο -- οι Αθηναίοι βοηθούνταν από τους δούλους συμπολίτες τους ώστε να μπορούν να αφοσιωθούν ανενόχλητοι στα ποικίλα επαγγέλματά τους με κυρίαρχο το εμπόριο.
Το βάρος, σε κάθε περίπτωση, έπεφτε στους ώμους του Γραμματιστή ο οποίος είχε ένα γολγοθά μπροστά του για να μάθει στους μαθητές του:
1. Ανάγνωση βάσει της προσωδίας. Της διάκρισης δηλ. των μακρών, βραχέων και δίχρονων φωνηέντων που καθρέφτιζε τη συναισθηματική κατάσταση του αναγνώστη. Πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς απαιτούσε αδιάκοπη εξάσκηση και γι' αυτό ο Πλάτων επέμενε να αρχίζει η Ανάγνωση μετά το 10ο έτος της ηλικίας τους και όχι στο 7ο όπως ίσχυε τότε.
2. Γραφή με κεφαλαία γράμματα χωρίς σημεία στίξης και τονισμού -- σε λέξεις ''κολλημένες'', χωρίς κενό -- χαραγμένες με γραφίδα [καλάμι ή εργαλείο που χάραζε κι έσβηνε γράμματα] πάνω σε επικηρωμένη πινακίδα, σε πλάκα δηλαδή που την ακουμπούσαν στα τρεμάμενα γόνατά τους οι αγχωμένοι μαθητές (Πλάτων ''Πολιτεία'').
3. Απομνημόνευση ποιημάτων στην τελευταία φάση της Εκπαίδευσης με την ολοκλήρωση της εκμάθησης της Ανάγνωσης και της Γραφής από τους μαθητές, οι οποίοι είχαν πλέον τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Γραμματιστή για απομνημόνευση και απαγγελία έργων ''αγαθών ποιητών'' ανεβασμένοι σε βάθρο (Πλάτων: ''Πρωταγόρας''). Γεγονός για το οποίο υπάρχουν αναφορές κι από άλλους, όπως ο Αριστοφάνης [5ος-4ος αι. π Χ], ο Λουκιανός [2ος αι. μ Χ], ο Ιω. Στοβαίος [5ος αι. π Χ] και ο Διόδωρος Σικελιώτης [1ος αι. π Χ].
4. Αριθμητική, για να αντιμετωπίζουν τα καθημερινά τους προβλήματα και ''να κάνουν ενεργητικό, ξύπνιο και οξύ το νωθρό και κοιμισμένο μυαλό τους'' (κατά Πλάτωνα) και...
5. Γεωμετρία, ώστε να είναι ικανοί -- όπως έλεγε ο Σωκράτης -- να μετράνε με ακρίβεια το χωράφι που θα έπαιρναν, θα έδιναν ή θα μοίραζαν (Ξενοφών ''Απομνημονεύματα'').
Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι ήταν πενιχρά τα ''εποπτικά μέσα'' που χρησιμοποιούσε ο Γραμματικός (δάσκαλος α' βαθμίδας) της κλασικής αρχαιότητας, έστω κι αν η Αθήνα έγινε τον 5ο αιώνα π Χ το ''σχολείο της Ελλάδας '', το πνευματικό κέντρο της.
Οι αραβικοί αριθμοί (επανάσταση στην Αριθμητική) μπήκαν στην εκπαιδευτική πραγματικότητα μόλις τον 13ο αιώνα στο Βυζάντιο από τον Βυζαντινό λόγιο μοναχό και λατινιστή συγγραφέα Μάξιμο Πλανούδη (13ος-14ος αι μ Χ).
Ως εκ τούτου, οι αρχαίοι Έλληνες μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν στη θέση των αριθμών τα γράμματα (ενώ οι Λατίνοι τις κατακόρυφες γραμμές: I, II, III, IVκλπ), πράγμα που έκανε πολύ δύσκολες τις αριθμητικές πράξεις για μικρούς και μεγάλους.
Ωστόσο ο Αθηναίος Γραμματιστής, για να διευκολύνει τους μαθητές του, τους δίδασκε τρεις τρόπους για να μάθουν να μετράνε: α) Με τους ''ψήφους'' (βότσαλα, πετραδάκια, για τα οποία γίνεται αναφορά στον ιστορικό Ηρόδοτο [5ος αι], τον φιλόσοφο Θεόφραστο της Περιπατητικής Σχολής [4ο-3ο αι. π Χ και τον αρχαίο Έλληνα επιστολογράφο Αλκίφρονα [2ος-3ος αι. π Χ]).
β) Με τα δάχτυλα (σχετικές αναφορές Ηρόδοτου, Αριστοφάνη και Αλκίφρονα) και γ) Με τον άβακα (λεπτή σανίδα με ξύλινο πλαίσιο επιστρωμένη με κερί για εξάσκηση στην αριθμητική, που δεν διέφερε από τους [διασωθέντες] ρωμαϊκούς των μετέπειτα χρόνων) -- Βλ. σχετικές αναφορές του νομοθέτη Σόλωνα [7ος-6ος αι. π Χ], του ιστορικού Πολύβιου [3ος-2ος αι. π Χ] και του βιογράφου του Πυθαγόρα Ιάμβλιχου [3ος-4ος αι. μΧ]).
Όλα αυτά, φυσικά, επιβάρυναν περαιτέρω το έργο του Γραμματιστή, φτωχού Αθηναίου πολίτη ή δούλου ο οποίος επέλεγε το επάγγελμα του δασκάλου πιεζόμενος απ' τις βιοτικές ανάγκες του, αφού η αθηναϊκή πολιτεία δεν κάλυπτε τα έξοδα επιβίωσής του με αποτέλεσμα να φτάσει να παρακαλάει τους γονείς να του στείλουν τα παιδιά τους... (Δημοσθένης ''Περί Στεφάνου'').
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του αρχαίου Αθηναίου ρήτορα Αισχίνη τον οποίο υποτιμούσε και περιφρονούσε η αθηναῒκή ''ελίτ'' της εποχής του (4ος αι. π Χ) -- με μπροστάρη τον ομότεχνό του Δημοσθένη -- λόγω της ταπεινής καταγωγής και της χαμηλής κοινωνικής θέσης του, γιατί σαν παιδί εργαζόταν με τον δούλο πατέρα του σε Σχολείο Ανάγνωσης και Γραφής (στο ''διδασκαλείο'' του γραμματοδιδασκάλου Ελπία, συγκεκριμένα).
Τη συνέχεια εκείνης της κακομοιριάς του Αθηναίου Γραμματιστή τη βλέπουμε σαν αρνητικό κληροδότημα στον μεταγενέστερο (Νεοέλληνα) δάσκαλο (ένα από τα ελάχιστα δείγματα αρνητικής κληρονομιάς που μας άφησαν οι Πατέρες μας, με πρώτο αυτό της διαιωνιζόμενης Διχόνοιας).
Τον δάσκαλο του λαού, ο οποίος -- πέρα από εκπαιδευτικό -- θα μπορούσε να έχει και κοινωνικό και ηθοπλαστικό ρόλο (σαν τον ''δάσκαλο-ποιητή'' του Κ. Παλαμά στο ποίημά του ''Τα Σκολειά χτίστε''), αν στηριζόταν και ανταμειβόταν αξιοκρατικά απ' την ελληνική Πολιτεία, καθώς -- για πολλές δεκαετίες -- είχε αφεθεί στην τύχη του. Είχε εγκαταλειφθεί, αν και εκπροσωπούσε αναγνωρισμένο φορέα της Δημόσιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Γι' αυτό και από συστάσεως του ελληνικού κράτους (1830) μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, αναβίωναν στην ελληνική επαρχία συχνά πυκνά οι φιγούρες των παλιών Αθηναίων Γραμματιστών, αφού η εικόνα των παλιών δασκάλων πρόδιδε την οικονομική τους ανέχεια (Ιω. Κονδυλάκης: ''Όταν ήμουν δάσκαλος'', Σώτος Χονδρόπουλος: ''Σποριάδες'', Αντώνης Τραυλαντώνης ''Ο Κοψοπόδαρος'').
Τώρα θα μου πείτε, και με το δίκιο σας, ότι έκτοτε έχουν αλλάξει προς το καλύτερο πολλά στην ελληνική Εκπαίδευση και το οικονομικό και κοινωνικό status του ''δασκάλου'' κάθε βαθμίδας έχε αναβαθμιστεί. Κερδίσαμε σαφώς περισσότερα στο θέμα αυτό, αλλά και χάσαμε κάποια άλλα.
Κερδίσαμε την αξιοπρέπεια του δασκάλου, την αποκατάσταση της κοινωνικής θέσης του και την οικονομική του ανεξαρτησία, αλλά χάσαμε το φιλότιμο και την ευσυνειδησία του ''δασκάλου-λειτουργού'' περασμένων δεκαετιών, τα οποία αντικαταστάθηκαν εν πολλοίς από τον ατομικισμό, το καπέλωμα του ''εμείς'' από το ''εγώ'' του.
Έτσι εξηγείται γιατί οι δάσκαλοι-ποιητές του χθες έφτασαν να είναι είδος εν ανεπαρκεία σήμερα (χωρίς να αποκλείω τις φωτεινές εξαιρέσεις), αφού από μπροστάρηδες στον αγώνα για την ποιοτική αναβάθμιση του σχολείου και την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού στην Ελλάδα, έγιναν είτε δάσκαλοι-''δημόσιοι υπάλληλοι'' είτε μεταπράτες γνώσεων και φροντιστές ή...
Ή δάσκαλοι, που -- αφού έφεραν τα πάνω κάτω στα ΜΜΕ καταγγέλλοντας τα κακώς κείμενα στην Εκπαίδευση και προβάλλοντας με το παραπάνω τον πατριωτισμό και την Ορθόδοξη πίστη τους -- πέταξαν, στο παραπέντε των εθνικών εκλογών, τη μάσκα του ανιδιοτελούς λειτουργού και κατέβηκαν στον πολιτικό στίβο ως κομματάρχες...
Κρινιώ Καλογερίδου