Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Στρατηγός Ιφικράτης: Ο εμπνευστής της ιδέας των πρώτων καταδρομέων


 Ο Ιφικράτης υπήρξε από τους κορυφαίους και ευφυέστερους στρατιωτικούς της Αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος συνέλαβε και εφήρμοσε ποικίλους νεωτερισμούς, συμβάλλοντας...  

 
καταλυτικά στην εξέλιξη της ελληνικής πολεμικής τέχνης. Οι «ιφικράτειοι» πελταστές ήταν οι πρώτοι καταδρομείς.

Ο Ιφικράτης ήταν Αθηναίος στρατηγός καταγόμενος από πτωχή οικογένεια, εκ του δήμου Ραμνούντος. Έζησε στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα. Διακρίθηκε όχι μόνο για τη γενναιότητά του και την πολεμική του ικανότητα, αλλά πολύ περισσότερο, για την επιτυχή εφαρμογή στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων τακτικής και οπλισμού, τις οποίες επέβαλε ύστερα από την αποκτηθείσα εμπειρία και ανάλυση των διδαγμάτων του Πελοποννησιακού πολέμου.

Ο Ιφικράτης εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο. Διακρίθηκε αρχικά στις ναυμαχίες στο Αιγαίο που είχαν ως συνέπεια την μερική αποκατάσταση της αθηναϊκής ναυτικής ισχύος. Έπειτα, ως διοικητής μισθοφορικού σώματος, που ο στρατηγός Κόνων οργάνωσε με περσικά χρήματα (τέλη του 393 π.Χ.), εστάλη στην συμμαχική Κόρινθο για να ενισχύσει την άμυνα τής πόλης εναντίον ενδεχόμενης επίθεσης του λακωνικού συνασπισμού.

Το σώμα αυτό αποτελείτο κυρίως από ελαφρά οπλισμένους άνδρες, σε μια παραλλαγή των Θρακών πελταστών-ακοντιστών. Οργανώθηκε, εκπαιδεύτηκε και ενεργούσε σύμφωνα με τις ιδέες και απόψεις του διοικητή του. Σύντομα οι «ιφικράτειοι» πελταστές (βαρύτερα οπλισμένοι από τους Θράκες πελταστές, αλλά ελαφρύτερα από τους κλασσικούς βαρείς οπλίτες), όπως ονομάστηκαν, θα δικαίωναν τις επιλογές του νεαρού στρατηγού.

Ο πελταστής ήταν είδος αρχαίου πολεμιστή. Εμφανίστηκε κατά την Κλασική εποχή (περίπου 5ος με 4ος αιώνας π.Χ.). Οι πελταστές ήταν συνήθως εξοπλισμένοι με την πέλτη, ελαφριά θρακική ασπίδα η οποία είχε μία εσοχή σαν μισοφέγγαρο, και τρία ακόντια, τα οποία κρατούσαν το ένα στο ένα χέρι και τα άλλα δύο στο άλλο χέρι μαζί με την ασπίδα. Οι πελταστές χρησιμοποιούσαν διάφορα επιθετικά όπλα, όπως σφεντόνες και μικρά ακόντια. Εκείνη την εποχή ο κάθε στρατιώτης πλήρωνε από μόνος του για τον εξοπλισμό του. Έτσι, οι πελταστές χρησιμοποιούσαν ανίσχυρα όπλα, επειδή δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να αγοράσουν τόξα ή δόρατα.

Οι επιτυχίες αυτές αύξησαν την αθηναϊκή δύναμη και επιρροή και ακολούθως ανησύχησαν τους Σπαρτιάτες οι οποίοι αντέδρασαν πιο δυναμικά στέλνοντας τον βασιλιά τους Αγησίλαο Β΄ με στρατό και στόλο. Ο τελευταίος πραγματοποίησε δύο εκστρατείες στην περιοχή της Κορίνθου κατά τα έτη 391 και 390 π.Χ. καταλαμβάνοντας αρκετές θέσεις και οικισμούς γύρω από την Κόρινθο, μεταξύ των οποίων και το Λέχαιο.

Η επικράτηση του Αγησίλαου φαινόταν αδιαμφισβήτητη και οι Βοιωτοί, σύμμαχοι των Αθηναίων, έσπευσαν να ζητήσουν ειρήνη. Τότε ακριβώς οι πελταστές του Ιφικράτους κατατρόπωσαν μία σπαρτιατική μόρα (στρατός) (600 άνδρες) προκαλώντας απώλειες 250 νεκρών και αγνώστου αριθμού τραυματιών (μάχη του Λεχαίου).

Η μόρα αυτή επέστρεφε από την Σικυώνα στο Λέχαιο αφού πρώτα είχε συνοδεύσει κάποιους συμπατριώτες τους, κατοίκους των Αμυκλών, που πήγαιναν στην πατρίδα τους για να συμμετάσχουν σε μια τοπική γιορτή.

Ο Ιφικράτης και ο Καλλίας παρατήρησαν ότι η μόρα δεν είχε «ψιλούς», ούτε επαρκή κάλυψη ιππικού και αποφάσισαν να την προσβάλουν με τους ευκίνητους πελταστές. Ο Καλλίας με τους οπλίτες του έμεινε κοντά στην Κόρινθο ως εφεδρεία που τελικά δεν χρειάστηκε. Οι πελταστές με αλλεπάλληλες προσβολές και υποχωρήσεις κατάφεραν να αποσυντονίσουν και να καταπονήσουν τους πιο δυσκίνητους αντιπάλους, που τελικά υποχώρησαν άτακτα προς το Λέχαιο.

Η αναπάντεχη ήττα αλλά και το μέγεθος της συμφοράς (η Σπάρτη έχασε το ένα δέκατο των πολιτών της) των μέχρι τότε αήττητων Σπαρτιατών προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην Ελλάδα και ιδιαίτερα μεταξύ των Λακεδαιμονίων βαθύ πένθος, κλονίζοντας σοβαρά το κύρος τής σπαρτιατικής στρατιωτικής ισχύος.

Μάλιστα, ο Αγησίλαος επιστρέφοντας στην Σπάρτη μετά το συμβάν, φρόντισε ώστε ο στρατός του να μπαίνει στις πόλεις, όπου επρόκειτο να διανυκτερεύσει, αφού νυχτώσει και να βγαίνει από αυτές όσο το δυνατόν νωρίτερα το πρωί, ενώ στην Μαντίνεια δεν διανυκτέρευσε καν, αλλά τη διέσχισε μέσα στη νύχτα για να μην δουν οι στρατιώτες του τους Μαντινείς να χαίρονται από την ήττα των Σπαρτιατών.




Το καλοκαίρι του ιδίου έτους κατατρόπωσε ξανά (με τέχνασμα) τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, Αβυδινούς υπό τον Αναξίβιο ο οποίος έπεσε στη μάχη.Από τους ιστορικούς, και κυρίως από τον βιογράφο του Κορνήλιο Νέπωτα, χαρακτηρίζεται ως ένας από τους ευφυέστερους στρατηγούς της εποχής του, από τους οποίους μάλιστα ούτε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν μπορούν να τον ξεπεράσουν.

Είχε την ικανότητα να επιβάλλεται αλλά και να εμπνέει τους υφισταμένους του, ώστε τα στρατεύματά του να διακρίνονται από αυστηρή πειθαρχία και συνοχή. Τον σεβασμό των στρατιωτών του τον κέρδιζε και με το προσωπικό του παράδειγμα, καθώς ήταν ο ίδιος γενναίος, ριψοκίνδυνος και μοιραζόταν τις κακουχίες που ταλαιπωρούσαν τους άνδρες του.

Προσιτός και αυστηρός, αναλόγως των περιστάσεων, δίκαιος σε ουσιώδη ζητήματα όπως η διανομή των λαφύρων, «εργασία εξίσου σπουδαία με τη μισθοδοσία για τους στρατούς της εποχής του». Επίσης η ικανότητά του να κερδίζει τις μάχες με ελάχιστο κόστος τού εξασφάλιζε την εμπιστοσύνη των ανδρών του.

Επέβαλε συνεχή και εντατική εκγύμναση στους στρατιώτες του εκπαιδεύοντάς τους για την αντιμετώπιση διαφόρων περιπτώσεων (ενέδρες, αιφνιδιασμούς, επιθέσεις, τακτικές υποχωρήσεις κ.α.). Δεν επέτρεπε την αδράνεια, ακόμα και σε καιρό ειρήνης, πολλές φορές δε έβρισκε πρωτότυπους τρόπους για να το πετύχει. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ