Κρινιώ Καλογερίδου
Ας ξεκινήσω από αυτό που θεωρώ πρώτο και κύριο να πω. Η γλώσσα είναι το πετράδι του στέμματος στον πολιτισμό του κόσμου
Έτσι την νιώθω εγώ, τουλάχιστον, γιατί είναι κώδικας επικοινωνίας που καθρεφτίζει την ταυτότητα και διαγράφει την προσωπικότητα των ανθρώπων στη γη.
Των ανθρώπων ως μελών γλωσσικών κοινοτήτων, που διαμορφώνουν με τον προφορικό και γραπτό λόγο τους τον πολιτισμό της καθημερινότητας και μεταβιβάζουν στις επερχόμενες γενεές την προσωπική τους πολιτιστική εμπειρία εγκιβωτισμένη στο όλον του πολιτισμού της εποχής τους.
Με τον τρόπο αυτό, μέσα στη γλώσσα κάθε λαού αποτυπώνεται η εξελικτική πορεία του. Η παιδεία, η νοοτροπία, η καλλιέργεια, η παρελθοντική και σύγχρονη ύπαρξή του, όπου είναι αποτυπωμένη η εθνική του ταυτότητα.
Η πολυκύμαντη και πολύμορφη πορεία, εν γένει, που είχε και έχει ως ζωντανός οργανισμός ο οποίος ακολουθεί τους νόμους της φυσικής γλωσσικής εξέλιξης. Εξέλιξης που, στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, ''μεταφράστηκε'' με επικράτηση της Δημοτικής έναντι της Καθαρεύουσας και αχρήστευση γλωσσικών τύπων οι οποίοι δεν εξυπηρετούσαν πια τη γλωσσική επικοινωνία.
Δεν την εξυπηρετούσαν, φερ' ειπείν, ο δυϊκός αριθμός, η ευκτική έγκλιση, η κλητική προσφώνηση και η δοτική πτώση στη Γραμματική, τα οποία εξοβελίστηκαν για να ακολουθήσει (ως αχρείαστο) στη συνέχεια το πολυτονικό σύστημα που αντικαταστάθηκε απ' το μονοτονικό το 1981 με συνακόλουθες απλουστεύσεις στην ορθογραφία...
Όλα αυτά εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων, εννοείται, που... επικαιροποιούσαν περιοδικά το ''Γλωσσικό Ζήτημα'' (διαμάχη δεκαετιών μεταξύ δημοτικιστών-καθαρευουσιάνων εκπροσώπων του πνεύματος στις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της Δημοτικής στη χώρα μας. Όνειρο του γλωσσολόγου Μαν. Τριανταφυλλίδη από το 1917).
Την καθιέρωση της Δημοτικής (28 Σεπτεμβρίου 1974) στη Διοίκηση και την Εκπαίδευση (Δημοτικά σχολεία της Ελλάδας), την οποία ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα (επί υπουργού Παιδείας Γ. Ράλλη) η νομοθέτηση για χρήση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης βάσει του νόμου 309/30.04.1976.
Όταν πήρε και κάθισε εντωμεταξύ ο κουρνιαχτός της γλωσσικής διμορφίας με την καθιέρωση ως ενιαίας γλώσσας της Δημοτικής, άρχισαν να εκδηλώνονται σταδιακά οι πληγές της ελληνικής γλώσσας. Πληγές που άρχισαν να μετράνε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) και εντεύθεν, καθώς κουβαλούσαν μαζί τους τις αφομοιωμένες στο σώμα της οδύνες από τα 400-500 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς.
Η επαφή της ελληνικής γλώσσας με άλλες γλώσσες της Δύσης στα Νεότερα χρόνια προκάλεσε την πρώτη ζημιά στη σύγχρονη ιστορία της, γιατί -- μπορεί μεν τα ''ξένα δάνεια'' (νεολογισμοί, λέξεις και εκφράσεις) να την πλούτιζαν λεξιλογικά και εκφραστικά, όπως έλεγε ο Μαν. Τριανταφυλλίδης -- αλλά πότε η κατάχρησή τους και πότε η κακή χρήση τους -- μετέτρεπε το ''μπόλιασμα'' σε άναρχο, που πριόνιζε τις αρχαιοελληνικές καταβολές της.
Πριόνιζε και συνεχίζει να πριονίζει τις συντακτικές δομές της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, η κατάργηση -- λόγου χάρη -- πτώσεων (κυριαρχία της ονομαστικής σε βάρος της γενικής και της αιτιατικής), με... πρωτεργάτες επώνυμους εκπροσώπους των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ, που (λόγω του ξένου γλωσσικού επηρεασμού τους) ''λανσάρουν'' αρνητικά γλωσσικά πρότυπα παραβιάζοντας βασικούς συντακτικούς κανόνες, έκανε πολλούς Έλληνες τηλεθεατές και αναγνώστες να σολοικίζουν.
Να μιλούν και να γράφουν ασύντακτα, δηλαδή, κονιορτοποιώντας τις γενεσιουργές καταβολές της γλώσσας μας, αφού οι κανόνες της αρχαιοελληνικής είναι το θεμέλιο της Νεοελληνικής κοινής που παραπέμπει στον δομημένο λόγο των προγόνων μας (σύνταξη-λεξιλόγιο αττικής διαλέκτου 5ου-4ου αι. π Χ).
Στον αρχαιοελληνικό θεμέλιο λίθο προστέθηκαν αργότερα επιπρόσθετα γλωσσικά στοιχεία, όπως αυτά της μεσαιωνικής ελληνικής των βυζαντινών χρόνων, προς εδραίωση των γλωσσικών καταβολών, των θεμέλιων λίθων της γλώσσα μας με βάση την παράδοση, τη συνέχεια και την ελληνικότητα.
Και τα τρία αυτά, ωστόσο, δέχτηκαν καίριο πλήγμα με τη βίαιη αποκοπή του πολυτονικού συστήματος. Κι αυτό δεν μπορούμε να το αποκρύψουμε. Δέχθηκε ισχυρό πλήγμα ουσίας και όχι... αισθητικής (όπως ειρωνεύονται κάποιοι λόγω κατάργησης πνευμάτων και τόνων) η ίδια η γλώσσα μας, γιατί το πολυτονικό ήταν ένας από τους δεσμούς της με τα ιστορικά της αρχέτυπα, τα οποία τείνουν προς εξαφάνιση.
Ήταν μια πράξη ασυλλόγιστη, που δεν έλαβε υπόψη της ότι η γνώση του ιστορικού παρελθόντος των λέξεων μάς βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα και τη σημερινή σημασία τους. Δεν έλαβε υπόψη, επίσης, τη φθορά που θα προκαλούσε αυτή η αποκοπή με το άνοιγμα της κερκόπορτας για εξομοίωση της Ελληνικής με άλλες γλώσσες.
Τα αποτελέσματα άλλωστε αυτής της εξομοίωσης τα βλέπουμε μέχρι και σήμερα, καθώς έχει μετατραπεί η κοινή ελληνική σε ελλειμματική με την αφαίρεση αρχαιοελληνικών λέξεων, εκφράσεων και τύπων ''χάριν της καλύτερης επικοινωνίας μας'', πέραν των απλουστευτικών αλλαγών που ακολούθησαν στον τονισμό και την ορθογραφία.
Έχει μετατραπεί, επίσης, σε γλώσσα φθαρμένη που απέκτησε νέα τραύματα, πέραν εκείνων του ''γλωσσικού εμφυλίου'' ο οποίος εμπόδιζε τη διαμόρφωση ενιαίου γλωσσικού αισθήματος και πήρε τέλος το '76 με την αναγνώριση της Δημοτικής ως επίσημης εθνικής γλώσσας.
Τα νέα τραύματα της Ελληνικής, για να τα συνοψίσω, οφείλονται στους ισοπεδωτικούς κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς, (κατά μίμηση ξένων προτύπων) και τις άχρωμες, τυποποιημένες και απρόσωπες μορφές επικοινωνίας (βλ. συνθηματικός λόγος), όπως και σε πλειάδα ξενόφερτων λέξεων που εισέβαλαν άκριτα στη γλώσσα μας αντικαθιστώντας τις ελληνικές, για να δικαιώσουν το λόγο του Σεφέρη:
''Η έκφραση του ανθρώπου -- η έκφρασή μας -- δεν είναι ένα σύνολο από θορύβους, αλλά ένας δείκτης της ψυχολογικής συμπεριφοράς μας. Κι αν μας δείχνει επιπολαιότητα ή ακρισία, αυτό σημαίνει πως η επιπολαιότητα, η ασυνέπεια και η ακρισία βρίσκονται βαθύτερα κάπου μέσα μας''...
Και κατ' εμέ, έχουν ρίζες βαθιές αυτά τα ελαττώματά μας, τα οποία προκαλούν συν τω χρόνω ''ανήκεστη βλάβη'' στην ενιαία μας γλώσσα, για την αποκατάσταση της οποίας δεν θα έβλαπτε τους ξενομανείς Νεοέλληνες η καταφυγή στον Διονύσιο Σολωμό, με αφορμή την καθιερωθείσα από το 2017 επέτειο της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας και μνήμης του εθνικού ποιητή μας Διον. Σολωμού, λόγω θανάτου του την ημέρα αυτή το 1857 (ΦΕΚ Β' 1384/24/04/2017).
Καταφυγή στον Σολωμό, αν και ο προφητικός, ο ''εθνικός ποιητής'' των 158 στροφών του ''Υμνου εις την Ελευθερίαν'' ήταν άριστος γνώστης της ιταλικής κι όχι της ελληνικής γλώσσας (λόγω των επιρροών που δέχθηκε στην Ιταλία από ξένες κλασικές, αρχαίες λογοτεχνίες (ιταλική, αγγλική, γαλλική, γερμανική), αλλά και από τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (16ος-17ος-18ος αι) : τον ιταλικό (Μόντι, Μαντσόνι, Φώσκολο) και τον γαλλικό (Κοντιλάκ, Ντ' Αλαμπέρ), πρόδρομοι των οποίων ήταν οι Άγγλοι προρομαντικοί Μπέικον και Λοκ.
Καταφυγή στον Σολωμό, αν και χρησιμοποιούσε την ιταλική ως εφαλτήριο εκδήλωσης των ιδεωδών του στους οποίους έδινε μορφή, εσωτερικότητα και ποιητικό οραματισμό, κάτι που δεν μπορούσε να αποδώσει με τα λίγα ελληνικά που γνώριζε, τα ασμίλευτα, τα απελπιστικά φτωχά και ανορθόγραφα (κάτι που αντιπαρερχόταν με την αντίληψη ότι η ελευθερία βρίσκεται στο πνεύμα και όχι το γράμμα, εννοώντας τον ορθογραφημένο λόγο).
Τα ελληνικά που μιλούσε, τραγουδούσε στα νανουρίσματα και έγραφε στα γράμματά της προς εκείνον η απλοϊκή μητέρα του Αγγελική Νίκλη (υπηρέτρια του πατέρα του κόμη Νικόλαου Σολωμού), τις επιστολές της οποίας στην Ιταλία διάβαζε με ιδιαίτερη συγκίνηση γιατί στη θερμή λαϊκή γλώσσα της αποτυπωνόταν η αγνότητα, η γραφικότητα και... η ''μαμαδίστικη'' χάρη.
Αυτά και η μεγάλη αγάπη που είχε για την Ελλάδα και τους ήρωές της -- κάνουν τον Διονύσιο Σολωμό ιδανικό πόλο καταφυγής των ξενομανών Νεοελλήνων. Πόλο καταφυγής και πρότυπο δημιουργικότητας και εργατικότητας, καθώς -- μέσα στην αγωνία του να μάθει άριστα την ελληνική γλώσσα, για να εκφράζει τις υψηλής ποιότητας ιδέες του μέσα από αυτήν (βλ. Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Πόρφυρας, Η γυναίκα της Ζάκυνθος, Ελληνίδα Μητέρα κλπ) και όχι την ιταλική -- δούλευε ακατάπαυστα έχοντας σαφή συνείδηση του προορισμού του.
Με τον τρόπο αυτό, μέσα στη γλώσσα κάθε λαού αποτυπώνεται η εξελικτική πορεία του. Η παιδεία, η νοοτροπία, η καλλιέργεια, η παρελθοντική και σύγχρονη ύπαρξή του, όπου είναι αποτυπωμένη η εθνική του ταυτότητα.
Η πολυκύμαντη και πολύμορφη πορεία, εν γένει, που είχε και έχει ως ζωντανός οργανισμός ο οποίος ακολουθεί τους νόμους της φυσικής γλωσσικής εξέλιξης. Εξέλιξης που, στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας, ''μεταφράστηκε'' με επικράτηση της Δημοτικής έναντι της Καθαρεύουσας και αχρήστευση γλωσσικών τύπων οι οποίοι δεν εξυπηρετούσαν πια τη γλωσσική επικοινωνία.
Δεν την εξυπηρετούσαν, φερ' ειπείν, ο δυϊκός αριθμός, η ευκτική έγκλιση, η κλητική προσφώνηση και η δοτική πτώση στη Γραμματική, τα οποία εξοβελίστηκαν για να ακολουθήσει (ως αχρείαστο) στη συνέχεια το πολυτονικό σύστημα που αντικαταστάθηκε απ' το μονοτονικό το 1981 με συνακόλουθες απλουστεύσεις στην ορθογραφία...
Όλα αυτά εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων, εννοείται, που... επικαιροποιούσαν περιοδικά το ''Γλωσσικό Ζήτημα'' (διαμάχη δεκαετιών μεταξύ δημοτικιστών-καθαρευουσιάνων εκπροσώπων του πνεύματος στις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της Δημοτικής στη χώρα μας. Όνειρο του γλωσσολόγου Μαν. Τριανταφυλλίδη από το 1917).
Την καθιέρωση της Δημοτικής (28 Σεπτεμβρίου 1974) στη Διοίκηση και την Εκπαίδευση (Δημοτικά σχολεία της Ελλάδας), την οποία ακολούθησε δυο χρόνια αργότερα (επί υπουργού Παιδείας Γ. Ράλλη) η νομοθέτηση για χρήση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης βάσει του νόμου 309/30.04.1976.
Όταν πήρε και κάθισε εντωμεταξύ ο κουρνιαχτός της γλωσσικής διμορφίας με την καθιέρωση ως ενιαίας γλώσσας της Δημοτικής, άρχισαν να εκδηλώνονται σταδιακά οι πληγές της ελληνικής γλώσσας. Πληγές που άρχισαν να μετράνε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) και εντεύθεν, καθώς κουβαλούσαν μαζί τους τις αφομοιωμένες στο σώμα της οδύνες από τα 400-500 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς.
Η επαφή της ελληνικής γλώσσας με άλλες γλώσσες της Δύσης στα Νεότερα χρόνια προκάλεσε την πρώτη ζημιά στη σύγχρονη ιστορία της, γιατί -- μπορεί μεν τα ''ξένα δάνεια'' (νεολογισμοί, λέξεις και εκφράσεις) να την πλούτιζαν λεξιλογικά και εκφραστικά, όπως έλεγε ο Μαν. Τριανταφυλλίδης -- αλλά πότε η κατάχρησή τους και πότε η κακή χρήση τους -- μετέτρεπε το ''μπόλιασμα'' σε άναρχο, που πριόνιζε τις αρχαιοελληνικές καταβολές της.
Πριόνιζε και συνεχίζει να πριονίζει τις συντακτικές δομές της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, η κατάργηση -- λόγου χάρη -- πτώσεων (κυριαρχία της ονομαστικής σε βάρος της γενικής και της αιτιατικής), με... πρωτεργάτες επώνυμους εκπροσώπους των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ, που (λόγω του ξένου γλωσσικού επηρεασμού τους) ''λανσάρουν'' αρνητικά γλωσσικά πρότυπα παραβιάζοντας βασικούς συντακτικούς κανόνες, έκανε πολλούς Έλληνες τηλεθεατές και αναγνώστες να σολοικίζουν.
Να μιλούν και να γράφουν ασύντακτα, δηλαδή, κονιορτοποιώντας τις γενεσιουργές καταβολές της γλώσσας μας, αφού οι κανόνες της αρχαιοελληνικής είναι το θεμέλιο της Νεοελληνικής κοινής που παραπέμπει στον δομημένο λόγο των προγόνων μας (σύνταξη-λεξιλόγιο αττικής διαλέκτου 5ου-4ου αι. π Χ).
Στον αρχαιοελληνικό θεμέλιο λίθο προστέθηκαν αργότερα επιπρόσθετα γλωσσικά στοιχεία, όπως αυτά της μεσαιωνικής ελληνικής των βυζαντινών χρόνων, προς εδραίωση των γλωσσικών καταβολών, των θεμέλιων λίθων της γλώσσα μας με βάση την παράδοση, τη συνέχεια και την ελληνικότητα.
Και τα τρία αυτά, ωστόσο, δέχτηκαν καίριο πλήγμα με τη βίαιη αποκοπή του πολυτονικού συστήματος. Κι αυτό δεν μπορούμε να το αποκρύψουμε. Δέχθηκε ισχυρό πλήγμα ουσίας και όχι... αισθητικής (όπως ειρωνεύονται κάποιοι λόγω κατάργησης πνευμάτων και τόνων) η ίδια η γλώσσα μας, γιατί το πολυτονικό ήταν ένας από τους δεσμούς της με τα ιστορικά της αρχέτυπα, τα οποία τείνουν προς εξαφάνιση.
Ήταν μια πράξη ασυλλόγιστη, που δεν έλαβε υπόψη της ότι η γνώση του ιστορικού παρελθόντος των λέξεων μάς βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα και τη σημερινή σημασία τους. Δεν έλαβε υπόψη, επίσης, τη φθορά που θα προκαλούσε αυτή η αποκοπή με το άνοιγμα της κερκόπορτας για εξομοίωση της Ελληνικής με άλλες γλώσσες.
Τα αποτελέσματα άλλωστε αυτής της εξομοίωσης τα βλέπουμε μέχρι και σήμερα, καθώς έχει μετατραπεί η κοινή ελληνική σε ελλειμματική με την αφαίρεση αρχαιοελληνικών λέξεων, εκφράσεων και τύπων ''χάριν της καλύτερης επικοινωνίας μας'', πέραν των απλουστευτικών αλλαγών που ακολούθησαν στον τονισμό και την ορθογραφία.
Έχει μετατραπεί, επίσης, σε γλώσσα φθαρμένη που απέκτησε νέα τραύματα, πέραν εκείνων του ''γλωσσικού εμφυλίου'' ο οποίος εμπόδιζε τη διαμόρφωση ενιαίου γλωσσικού αισθήματος και πήρε τέλος το '76 με την αναγνώριση της Δημοτικής ως επίσημης εθνικής γλώσσας.
Τα νέα τραύματα της Ελληνικής, για να τα συνοψίσω, οφείλονται στους ισοπεδωτικούς κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς, (κατά μίμηση ξένων προτύπων) και τις άχρωμες, τυποποιημένες και απρόσωπες μορφές επικοινωνίας (βλ. συνθηματικός λόγος), όπως και σε πλειάδα ξενόφερτων λέξεων που εισέβαλαν άκριτα στη γλώσσα μας αντικαθιστώντας τις ελληνικές, για να δικαιώσουν το λόγο του Σεφέρη:
''Η έκφραση του ανθρώπου -- η έκφρασή μας -- δεν είναι ένα σύνολο από θορύβους, αλλά ένας δείκτης της ψυχολογικής συμπεριφοράς μας. Κι αν μας δείχνει επιπολαιότητα ή ακρισία, αυτό σημαίνει πως η επιπολαιότητα, η ασυνέπεια και η ακρισία βρίσκονται βαθύτερα κάπου μέσα μας''...
Και κατ' εμέ, έχουν ρίζες βαθιές αυτά τα ελαττώματά μας, τα οποία προκαλούν συν τω χρόνω ''ανήκεστη βλάβη'' στην ενιαία μας γλώσσα, για την αποκατάσταση της οποίας δεν θα έβλαπτε τους ξενομανείς Νεοέλληνες η καταφυγή στον Διονύσιο Σολωμό, με αφορμή την καθιερωθείσα από το 2017 επέτειο της 9ης Φεβρουαρίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας και μνήμης του εθνικού ποιητή μας Διον. Σολωμού, λόγω θανάτου του την ημέρα αυτή το 1857 (ΦΕΚ Β' 1384/24/04/2017).
Καταφυγή στον Σολωμό, αν και ο προφητικός, ο ''εθνικός ποιητής'' των 158 στροφών του ''Υμνου εις την Ελευθερίαν'' ήταν άριστος γνώστης της ιταλικής κι όχι της ελληνικής γλώσσας (λόγω των επιρροών που δέχθηκε στην Ιταλία από ξένες κλασικές, αρχαίες λογοτεχνίες (ιταλική, αγγλική, γαλλική, γερμανική), αλλά και από τους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (16ος-17ος-18ος αι) : τον ιταλικό (Μόντι, Μαντσόνι, Φώσκολο) και τον γαλλικό (Κοντιλάκ, Ντ' Αλαμπέρ), πρόδρομοι των οποίων ήταν οι Άγγλοι προρομαντικοί Μπέικον και Λοκ.
Καταφυγή στον Σολωμό, αν και χρησιμοποιούσε την ιταλική ως εφαλτήριο εκδήλωσης των ιδεωδών του στους οποίους έδινε μορφή, εσωτερικότητα και ποιητικό οραματισμό, κάτι που δεν μπορούσε να αποδώσει με τα λίγα ελληνικά που γνώριζε, τα ασμίλευτα, τα απελπιστικά φτωχά και ανορθόγραφα (κάτι που αντιπαρερχόταν με την αντίληψη ότι η ελευθερία βρίσκεται στο πνεύμα και όχι το γράμμα, εννοώντας τον ορθογραφημένο λόγο).
Τα ελληνικά που μιλούσε, τραγουδούσε στα νανουρίσματα και έγραφε στα γράμματά της προς εκείνον η απλοϊκή μητέρα του Αγγελική Νίκλη (υπηρέτρια του πατέρα του κόμη Νικόλαου Σολωμού), τις επιστολές της οποίας στην Ιταλία διάβαζε με ιδιαίτερη συγκίνηση γιατί στη θερμή λαϊκή γλώσσα της αποτυπωνόταν η αγνότητα, η γραφικότητα και... η ''μαμαδίστικη'' χάρη.
Αυτά και η μεγάλη αγάπη που είχε για την Ελλάδα και τους ήρωές της -- κάνουν τον Διονύσιο Σολωμό ιδανικό πόλο καταφυγής των ξενομανών Νεοελλήνων. Πόλο καταφυγής και πρότυπο δημιουργικότητας και εργατικότητας, καθώς -- μέσα στην αγωνία του να μάθει άριστα την ελληνική γλώσσα, για να εκφράζει τις υψηλής ποιότητας ιδέες του μέσα από αυτήν (βλ. Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, ο Πόρφυρας, Η γυναίκα της Ζάκυνθος, Ελληνίδα Μητέρα κλπ) και όχι την ιταλική -- δούλευε ακατάπαυστα έχοντας σαφή συνείδηση του προορισμού του.
Έγραφε ώρες ατέλειωτες, έσβηνε, συνέθετε ξανά και ξανά, μέχρι που παλινδρομούσε στην προσπάθειά του να αποδώσει πιστά τις συνθήκες ζωής, τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων και των ηρωίδων στα ποιήματά του, αλλά και τα διδάγματα του ρομαντισμού για τη λαϊκή δημιουργία.
Τη λαϊκή γλώσσα και δημιουργία είχε μέσα του ο Σολωμός, που τα κυοφορούσε στον λόγο της η μητέρα του και τα αποτύπωνε ο ίδιος μέσα σε αποσπάσματα, απανωτά διορθώματα, χειρόγραφα με φράσεις αυστηρότατης αυτοκριτικής και πνιγμένα από παραλλαγές, παρεμβολές και παραπομπές σε έργα κορυφαίων ρομαντικών της εποχής του.
Έτσι, σιγά σιγά, πέτυχε μέσα του την ταύτιση της λαϊκής ελληνικής με τον Ελληνισμό (ενωτική γραμμή των οδηγών της ζωής του) . Επηρεασμένος μάλιστα απ' την ελληνική παράδοση και δη την κρητική, ''μπόλιαζε'' τις λέξεις του με ποιητικό φορτίο ελληνικής εθνικής συνείδησης σε μικρούς ευλύγιστους στίχους (τροχαϊκούς ή ιαμβικούς, συνήθως, που θυμίζουν ιταλική ή φαναριώτικη στιχουργία).
Φορτίο ελληνικής εθνικής συνείδησης και εσωτερικής καθαρότητας εκπεφρασμένης με λυρική φωνή και προσαρμοσμένης στην αγωνιστικότητα και την τρέχουσα ιστορία της εποχής του, που τον έκαναν να αναρωτιέται: ''Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;''
Έτσι, σιγά, σιγά, ο ποιητής που ''δεν ήξερε ελληνικά'' και ''δεν έγραφε καμιά λέξη σωστά'' μπόρεσε να τα μάθει ουσιαστικά και να γίνει εθνικός ποιητής μας, γιατί ταύτιζε τη γλώσσα με την εθνική του συνείδηση σαν μια ζωντανή πραγματικότητα. ''Σαν μια ζωντανή πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίσουμε. Σαν ένα ιδανικό που πρέπει να κατακτήσουμε'', όπως λέει ο Κων. Δημαράς στο βιβλίο του ''Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας''.
Τη λαϊκή γλώσσα και δημιουργία είχε μέσα του ο Σολωμός, που τα κυοφορούσε στον λόγο της η μητέρα του και τα αποτύπωνε ο ίδιος μέσα σε αποσπάσματα, απανωτά διορθώματα, χειρόγραφα με φράσεις αυστηρότατης αυτοκριτικής και πνιγμένα από παραλλαγές, παρεμβολές και παραπομπές σε έργα κορυφαίων ρομαντικών της εποχής του.
Έτσι, σιγά σιγά, πέτυχε μέσα του την ταύτιση της λαϊκής ελληνικής με τον Ελληνισμό (ενωτική γραμμή των οδηγών της ζωής του) . Επηρεασμένος μάλιστα απ' την ελληνική παράδοση και δη την κρητική, ''μπόλιαζε'' τις λέξεις του με ποιητικό φορτίο ελληνικής εθνικής συνείδησης σε μικρούς ευλύγιστους στίχους (τροχαϊκούς ή ιαμβικούς, συνήθως, που θυμίζουν ιταλική ή φαναριώτικη στιχουργία).
Φορτίο ελληνικής εθνικής συνείδησης και εσωτερικής καθαρότητας εκπεφρασμένης με λυρική φωνή και προσαρμοσμένης στην αγωνιστικότητα και την τρέχουσα ιστορία της εποχής του, που τον έκαναν να αναρωτιέται: ''Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;''
Έτσι, σιγά, σιγά, ο ποιητής που ''δεν ήξερε ελληνικά'' και ''δεν έγραφε καμιά λέξη σωστά'' μπόρεσε να τα μάθει ουσιαστικά και να γίνει εθνικός ποιητής μας, γιατί ταύτιζε τη γλώσσα με την εθνική του συνείδηση σαν μια ζωντανή πραγματικότητα. ''Σαν μια ζωντανή πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίσουμε. Σαν ένα ιδανικό που πρέπει να κατακτήσουμε'', όπως λέει ο Κων. Δημαράς στο βιβλίο του ''Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας''.