Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Σαν σήμερα 29 Μαρτίου: Ένας φτωχός νερουλάς μπαίνει τελευταία στιγμή στους Ολυμπιακούς -για χάρη μιας γυναίκας- και γράφει ιστορία


Όλοι γνωρίζουν τη φράση «έγινε Λούης» και ότι προέρχεται από τον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη. Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι αποφάσισε να λάβει μέρος στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών του 1896 για τα μάτια μίας… 

 
Ελένης!

Ο Σπύρος Λούλης ήταν ένας φτωχός νερουλάς, που μετά βίας κατάφερε να πάρει το απολυτήριο Δημοτικού αφού είχε μείνει δύο φορές στην ίδια τάξη και έτρωγε συνεχώς τιμωρίες για τις αταξίες του. Σε ηλικία 23 ετών όμως ερωτεύτηκε την Ελένη Κόντου, την όμορφη ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου, η οποία ήταν πλούσια και ήθελε έναν επίσης σπουδαίο γαμπρό για την κόρη της.


Μια μέρα η Ελένη του είπε μία ιδέα: «Αν τρέξεις και νικήσεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν θα μπορεί να πει όχι». Μην έχοντας καμία άλλη ελπίδα, ο Λούης, λίγες μέρες μετά στάθηκε μπροστά στον αθλίατρο διεκδικώντας τη συμμετοχή του και κατάφερε τελευταία στιγμή να μπει στον Μαραθώνιο. Στους δεύτερους προκριματικούς αγώνες τερμάτισε στην πέμπτη θέση. Όμως, ο αρμόδιος του αγωνίσματος, ταγματάρχης Γιώργος Παπαδιαμαντόπουλος, που ήταν διοικητής του Λούη όταν υπηρετούσε τη θητεία του στον στρατό, εγγυήθηκε προσωπικά για τη μεγάλη του αντοχή στο τρέξιμο, λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε 20 λεπτά»

Ο Σπύρος Λούλης αγωνίστηκε στις 29 Μαρτίου του 1896 (σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα) στο Μαραθώνιο των Ολυμπιακών της Αθήνας μαζί με 4 ξένους αθλητές και 12 Έλληνες.

Όλοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο στοιχημάτιζαν ότι νικητής θα ήταν ο έμπειρος Χαρίλαος Βασιλάκος ή ο Ιωάννης Λαυρέντης που είχε το ρεκόρ διαδρομής με 3 ώρες 11 λεπτά και 27 δευτερόλεπτα. H απόσταση του Μαραθωνίου εκείνη την εποχή ήταν 40 χιλιόμετρα και όχι 42 χιλιόμετρα και 195 μέτρα, όπως είναι σήμερα.

Ο νεαρός Σπύρος Λούης δεν εφάρμοσε κάποια συγκεκριμένη τακτική στον αγώνα. Απλώς φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε.

Με το που είδε τον Λούη στην κεφαλή της κούρσας τρία χιλιόμετρα πριν από τον τερματισμό, ο Παπαδιαμαντόπουλος μετέβη έφιππος στο στάδιο κι ενημέρωσε αμέσως τον Γεώργιο Α’ και τη βασιλική οικογένεια ότι ένας Έλληνας προηγείται. Η είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και μια κραυγή συγκλόνισε το Στάδιο: «Έλλην, Έλλην».

Ο Σπύρος Λούης έκοψε πράγματι την κορδέλα του τερματισμού στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μέσα σε γενικό παραλήρημα των φιλάθλων, όπου τον αποθέωσαν 50.000 θεατές. Ο χρόνος του, 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ήταν ο καλύτερος που είχε σημειωθεί μέχρι τότε στην απόσταση αυτή.

Ο νεαρός νερουλάς ήταν τρισευτυχισμένος που κέρδισε την ωραία Ελένη του. Δεν ξαναέτρεξε ποτέ. Παρά τη φήμη του, επέστρεψε στην παλιά του ζωή, στο επάγγελμα του και στις καθημερινές του συνήθειες και το μόνο δώρο που δέχτηκε ήταν ένα γαϊδούρι για να τον βοηθάει να κουβαλάει το νερό.