Η ιδέα ότι ”κανείς δεν νικά, αν φοβάται τον θάνατο”, κυμάτιζε πάντα στο βλέμμα του Κωνσταντίνου Κανάρη απ’ όταν συνειδητοποίησε την ύπαρξή του, σύμφωνα με περιγραφές των βιογράφων του.
Τα μάτια του γεννημένου το 1793 στα Ψαρά (αρχαία ”Ψυρίη” στον Όμηρο) Έλληνα πυρπολητή (με αρχηγική παρουσία στον ναυτικό αγώνα των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821) αντιφέγγιζαν το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας στο οποίο συνυπήρχαν η ελληνική αρετή και η ”ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων”, που λέει σε ποίημά του ο Κωστής Παλαμάς (”Ο Διγενής κι ο Χάροντας”).
Τρυπούσαν σαν φάροι το σκοτάδι της νύχτας (400 με 500 χρόνια Τουρκοκρατίας) και τραβούσαν το ενδιαφέρον της φυσικής παρουσίας του. Της φυσικής παρουσίας του επαναστάτη, πυρπολητή, ναυάρχου και τετράκις πρωθυπουργού της Ελλάδας (1848-’49, 1864, 1864-’65, 1877), ο οποίος έγραψε ιστορία με τα παράτολμα κατορθώματά του στη θάλασσα κατά την Ελληνική Επανάσταση..
Τα μάτια του Κωνσταντίνου Κανάρη φώτιζαν — σαν δυνάμεις αντίστασης — τις στεριές και τα πέλαγα, όπου υψώνονταν απειλητικά τα μπαϊράκια των Τούρκων και τα φλάμπουρα των πλοίων της τουρκικής αρμάδας στο Αιγαίο.
Γίνονταν οδοδείκτες για τα πληρώματα των ελληνικών πυρπολικών, τα οποία — παίρνοντας αυτόν για παράδειγμα — αντιμετώπιζαν με θάρρος και αντοχή την πολύωρη κωπηλασία και τους κινδύνους της θάλασσας και του πολέμου τον οποίο πάλευαν να φέρουν σε πέρας μια χούφτα επαναστατημένοι, ”τρελοί Έλληνες (βλ. Ομιλία Κολοκοτρώνη στην Πνύκα: ” Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…”, 8 Οκτωβρίου 1838 //α’ δημοσίευση στην εφημ. ”Αιών” του Ιωάννη Φιλήμονα).
Ένας από αυτούς τους ”τρελούς”, επαναστατημένους Έλληνες ήταν και ο ”καπετάν Κωνσταντής Κανάρης”, όπως τον φώναζαν. ”Μικρός το δέμας”, αλλά μαχητής ο μικρότερος γιος του Ψαριανού Δημογέροντα Μιχαήλ Κανάριου (Το ”Κανάριος” το ‘κανε ”Κανάρης” ο ”Κωνσταντής” μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του) και της Μαρώς Μπουρέκα.
Μορφή αξιοπρόσεχτη με σπινθηροβόλα μάτια. ”Μάτια που είχαν ένα ασυνήθιστο σμίξιμο εξυπνάδας και ζωηρότητας, με κάτι το άγριο μαζί και έξαλλο, ελάττωμα που εγλύκανε η ανδρική απόφαση στο κάτω μέρος του προσώπου του, έτσι που στο σύνολο της όλης όψης του να ξεχωρίζει η γαλήνη και η αξιοπρέπεια, που σπάνια χαρακτηρίζει τις φυσιογνωμίες των χριστιανών της Ανατολής”, όπως τον περιγράφει ο Άγγλος Waddington που τον γνώρισε (”A Visit to Greece, in 1823 and … 43 ”Ο Κωνσταντίνος Κανάρης … στο Εικοσιένα…”).
Μάτια φορτωμένα ορμητική επιθετικότητα απέναντι στον εχθρό. Κι αυτή η ορμητική επιθετικότητα αποτυπωνόταν στις συμβουλές που έδινε στους άντρες του πυρπολικού του στα προεόρτια κάθε επιχείρησης.
– Τηράτε, ορέ, μην ντροπιάσετε τη φουστανέλα, τους έλεγε θεωρώντας ασήκωτη προσβολή την ήττα από Τούρκο.
Προσβολή για την πατρίδα και την οικογενειακή καταγωγή του, που άρχιζε από… τον ίδιο:
– Το σόι μου αρχίζει από μένα!.., συνήθιζε να λέει και τα μάτια του άστραφταν μισοσοβαρά–μισοαστεία, πριν αποτυπωθεί σ’ αυτά η ψυχή και η καρδιά λιονταριού που φύλαγε ο μεγάλος μπουρλοτιέρης του ’21 για τους εχθρούς του.
Ο μεγάλος μπουρλοτιέρης γεννήθηκε σ’ ένα νησάκι ”ψείρα”, χαμένο στο Αιγαίο καταπέλαγα, στα Ψαρά. Έμαθε λίγα γράμματα κοντά σε έναν καλόγερο (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική) και τα συμπλήρωνε με τα πλέον διαδεδομένα αναγνώσματα εκείνης της εποχής για τους υπόδουλους Έλληνες, όπως ήταν ”Ο Αγαθάγγελος” του Θεόκλητου Πολυειδούς και η ”Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου” (αγαπημένο ανάγνωσμα του Κανάρη που στάλαζε στην ψυχή του την τάση για ηρωισμό χωρίς επίδειξη, με τον ίδιο τρόπο που επενεργούσε πάνω του ο Θούριος του Ρήγα).
Σ’ αυτόν τον βραχώδη λόφο (αλλά όχι ξερότοπο), που ήταν συχνά ασπριδερός σαν ψιλοχιονισμένος από τα πλήθη των γλάρων, ο Κανάρης μεγάλωσε και παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία (τη Δέσποινα Μανιάτη). Και σε νεαρή ηλικία έγινε καπετάνιος στα μικρά πλοία είτε του θείου του Μπουρέκα (σε ηλικία 20 χρόνων ταξίδεψε ως καπετάνιος με μικρό εμπορικό εκείνου στην Οδησσό, χωρίς να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας) είτε σε πλοία του θείου της γυναίκας του Μιχαήλ Μανιάτη (μια σακολέβα [μικρό ιστιοφόρο] και δυο πυρπολικά).
Παλιά καραβάκια όλα από φθαρμένα, ”κουρασμένα” υλικά, αλλά με ηρωική προϊστορία. Και έκαναν τελικά καλή δουλειά, όταν έβγαλαν ασπροπρόσωπο τον Κανάρη στην επιτήρηση του τουρκικού στόλου, τον οποίο ανάγκασε να μείνει κλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι την Άνοιξη του ’21.
Ήταν ένας από τους λόγους, που είχαν βάλει στο μάτι Τούρκοι και Τουρκαλβανοί τα Ψαρά, την τρίτη ναυτική δύναμη στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μετά τις Σπέτσες και την Ύδρα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι Ψαριανοί δεν είχαν πάρει μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812), για να μην προκαλέσουν τους Τούρκους.
Ωστόσο οι τελευταίοι είχαν πάντα στο μάτι τη Χίο και τα Ψαρά και δεν άλλαζαν τα σχέδιά τους. Γι αυτό οι Ψαριανοί είχαν σε ετοιμότητα τους ”μπουρλοτιέρηδες” (Ματρόζο, Κανάρη, Σαρηγιάννη, Καλαφάτη, Σπανό, Βρατσάνο, Βρούλο και Παπανικολή) και τα 300 πλοία τους.
Αν εξαιρέσει κανείς τα μπρίκια, τις μπρικογολέτες κλπ που ήταν μεγάλα σκαριά, τα άλλα ήταν μικρά και παλιά: κορβέτες, σακολέβες και θρυλικά πυρπολικά γεμάτα από εύφλεκτες ύλες και με την άγκυρά τους φουνταρισμένη αρόδο στο νησί.
Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα (10 Απριλίου 1821), ωστόσο — με το που σήκωσαν οι Ψαριανοί την παντιέρα της επανάστασης — μπήκαν μπροστά στον Αγώνα τα 53 πολεμικά ιστιοφόρα, από τα οποία τα 40 ήταν μεγάλα σκαριά και τα μικρότερα ( Γαλιότες, Σακολέβες κλπ) βοηθητικά.
Σ’ αυτά προστέθηκε λίγες μέρες μετά και το πλοίο του πλοιάρχου Γκίκα Τσούπα και όλα μαζί ανέλαβαν δράση στο δρόμο για τη Σμύρνη βυθίζοντας ένα τουρκικό και συλλαμβάνοντας τέσσερα, ενώ άλλα ψαριανά (με τη σύμπραξη υδραίικων και σπετσιώτικων πλοίων) επιχειρούσαν στον Θερμαϊκό και το Κουσάντασι, ενώ μόνα τα ψαριανά έδιωξαν τον οθωμανικό στόλο έξω απ’ τη Λέσβο.
Ο χρόνος τρέχοντας, εντωμεταξύ, άλλαξε φρουρά μπαίνοντας στο 1822. Η νύχτα του μπουρλοτιέρη Κανάρη πλησίαζε. Το κλίμα συντονισμένων επιθέσεων του ελληνικού στόλου ενωμένου υπό την ηγεσία των Ανδρέα Μιαούλη (Ύδρα), Γκίκα Τσούπα (Σπέτσες) και Νικόλαο Αποστόλη (Ψαρά) ταρακούνησε τον Φεβρουάριο του ’22 τον τουρκικό στόλο στον Πατραϊκό κόλπο.
Οι Έλληνες πυρπολητές, όπως φαίνεται — ειδικά οι Κανάρης, Βουρέκας και Παπανικολής — είχαν πανικοβάλει κυριολεκτικά τις τουρκικές αρμάδες, με αποτέλεσμα να έχουν λυσσάξει ο σουλτάνος και οι πασάδες του, που βιάζονταν να καταστρέψουν τα κοντινά τους νησιά που είτε είχαν εξεγερθεί (Ψαρά: 10 Απριλίου 1821) είτε ετοιμάζονταν να εξεγερθούν (Χίος).
Από πληροφορίες των Ψαριανών, μάλιστα, ο Μαχμούτ Β’ είχε αναθέσει στον ναύαρχο Χοσρέφ πασά την καταστροφή του νησιού τους με 250 καράβια. Όμως τα γεγονότα τούς πρόλαβαν και η καμπάνα χτύπησε τραγικά πρώτα για την επαναστατημένη Χίο (σ.σ: 11 Μαρτίου 1822 ο ξεσηκωμός της και 30 ο σφαγιασμός χιλιάδων κατοίκων της, είκοσι πέντε χιλιάδες απ’ τους οποίους κατέφυγαν πρόσφυγες στα Ψαρά…).
Οι Ψαριανοί ένιωσαν το κακό να τους πλησιάζει και ζήτησαν από την κυβέρνηση (ενν. το Εκτελικό Σώμα του 1822, προϊόν της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, το οποίο λειτουργούσε σαν πρώτο κυβερνητικό όργανο) να τους συντρέξει, για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.
Δεν βρήκαν όμως ανταπόκριση στο αίτημά τους και έτσι αποφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Για μαγιά θα είχαν τους 3.000 στρατιώτες απ’ τους οποίους οι 1300 ήταν Ψαριανοί, οι 1027 Μακεδόνες και Θεσσαλοί και οι 700 πάροικοι. Κοντά σ’ αυτούς θα βοηθούσαν και κάποιοι απ’ τους 25.000 πρόσφυγες απ’ τη Χίο, την Μ. Ασία, την Ήπειρο και άλλες περιοχές που είχαν εγκατασταθεί στα Ψαρά.
Τις μεγαλύτερες όμως ελπίδες τις έδιναν στους Ψαριανούς οι Έλληνες πυρπολητές. Όμως εκείνες τις κρίσιμες μέρες εκδηλώθηκαν ξαφνικά διαφωνίες μεταξύ των Υδραίων και Σπετσιωτών ναυάρχων (Ανδρούτσου και Χατζηαναργύρου) και φαινόμενα απειθαρχίας των πληρωμάτων των πλοίων τους, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των τελευταίων στις 31 Μαῒου του 1822 από τον από κοινού αγώνα που έδιναν μέχρι τότε με τους Ψαριανούς κατά του εχθρού.
Οι Ψαριανοί, με τη στήριξη πλέον μόνο των Υδραίων, εναπόθεσαν την τύχη του νησιού τους στον ντόπιο πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη, ο οποίος ήταν πάντα ετοιμοπόλεμος και έμπειρος όσο κανείς. Και δεν διαψεύστηκαν, γιατί — πέραν των ικανοτήτων του — ο Κανάρης διέθετε την πανουργία και διορατικότητα του Οδυσσέα.
Απόδειξη ήταν το γεγονός ότι (με σύμφωνη γνώμη των Υδραίων ναυάρχων Μιαούλη, Λέχου, Λαλεχού και Βούλγαρη) διάλεξε να επιτεθεί πρώτος (με δυο πυρπολικά υπό τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο και τον ίδιο) στον τουρκικό στόλο που ναυλοχούσε στη Χίο σε ”ευάλωτη” στιγμή για τους Τούρκους, αφού — απ’ την μια γιόρταζαν το ραμαζάνι — κι από την άλλη δεν είχαν τη στήριξη του αιγυπτιακού στόλου, γιατί αυτός βρισκόταν στην Κρήτη.
Η επιχείρηση ξεκίνησε την 1η Ιουνίου με τα δυο πυρπολικά να κινούνται με προφυλάξεις προς αναζήτηση των πλοίων του εχθρού, ακολουθούμενα από τέσσερα μπρίκια συνοδείας: δυο ψαριανά (με καπετάνιους τον Νικόλαο Γιαννίτσι και τον Γεώργιο Κουτσούκο) και δυο υδραίικα (με τους Ιωάννη Ζάκκα και Αντώνιο Ραφαλιά), που είχαν και την ευθύνη της διάσωσης των πληρωμάτων μετά την πυρπόληση.
Η κρίσιμη, ασέληνη νύχτα πυρπόλησης της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, η οποία επελέγη προς ανατίναξη, έφτασε τελικά. Ξημερώματα της 6ης προς 7η Ιουνίου του 1822, ώρα που είχαν χαλαρώσει τα μέτρα προφύλαξης στο τουρκικό πλοίο και οι αξιωματικοί του είχαν συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα για να γιορτάσουν τη λήξη του ραμαζανιού, το πυροπλικό του Πιπίνου – αθέατο – επιχείρησε να πλευρίσει το βοηθητικό δίκροτο πλοιάριο του Μπεκίρ Μπέη χωρίς επιτυχία, γιατί ο αέρας που φυσούσε το απομάκρυνε αρκετά.
Αντίθετα ο Κανάρης πέτυχε να προσδέσει το δικό του πυρπολικό (με πηδαλιούχο τον Ιωάννη Θεοφιλόπουλο) στην τουρκική ναυαρχίδα και να μπήξει το μπουρλότο που κρατούσε στο χέρι του στα σπλάχνα του τουρκικού πλοίου.
Ο στόχο του είχε επιτευχθεί, γιατί ίδια στιγμή πύρινες ρομφαίες έσκισαν τα κρέπια της νύχτας και το μεγαλόπρεπο ξύλινο πλοίο λαμπάδιασε απ’ τα πυρακτωμένα βλήματα. Ο Καρά Αλής, διοικητής του τουρκικού στόλου, ίσα που πρόλαβε να το εγκαταλείψει για να επιβιβαστεί σε βοηθητική λέμβο.
Η τύχη όμως τον είχε εγκαταλείψει (όπως εγκατέλειψε και τους 2.000 άνδρες της ναυαρχίδας του), γιατί — πριν απομακρυνθεί — το φλεγόμενο κεντρικό κατάρτι της ναυαρχίδας του έπεσε πάνω του προκαλώντας τον θανάσιμο τραυματισμό του.
Οι μόνοι διασωθέντες τελικά ήταν οι 32 άνδρες του πληρώματος, οι οποίοι περισυνελέγησαν από τους ναύτες των ελληνικών πλοιαρίων που παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι το φριχτό πυροτέχνημα μέχρι τη βύθισή του στους σκοτεινούς όγκους του νερού μέσα σε ανατριχιαστικούς τριγμούς και απόκοσμους θορύβους.
Οι επόμενες μέρες, ήταν ημέρες θρήνου για το τουρκικό ναυτικό (νέος διοικητής του οποίου έγινε ο Μπεκίρ Μπέης στη θέση του Καρά Αλή) και χαράς ανάμεικτης με συγκίνηση και περηφάνια για τους Έλληνες, αν και ήταν οδυνηρές οι παράπλευρες απώλειες που προκάλεσε η πυρπόληση και βύθιση της τουρκικής ναυαρχίδας.
Γιατί οι Τούρκοι της Χίου — έχοντας φρυάξει απ’ το τόλμημα των ”ραγιάδων” σε βάρος της ναυαρχίδας του στόλου τους — δεν τόλμησαν μεν να επιτεθούν στα Ψαρά, αλλά ξέσπασαν την οργή και το μίσος τους στη Χίο καταστρέφοντας τα Μαστιχοχώρια.
Ας σημειωθεί, καταληκτικά, ότι το κατόρθωμα του Κωνσταντίνου Κανάρη συγκίνησε βαθιά όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους Ευρωπαίους οι οποίοι παρακολουθούσαν με αγωνία τον υπέρ πάντων Αγώνα της Ελλάδας με την Τουρκία, που θύμιζε τη μάχη του Δαβίδ με τον Γολιάθ.
Για λόγους πανηγυρισμού μάλιστα του ελληνικού άθλου, κυκλοφόρησαν χαλκογραφίες που παρουσίαζαν τον Κανάρη με τον δαυλό στο χέρι, τα χρήματα απ’ την πώληση των οποίων απεστάλησαν προς ενίσχυση της επαναστατημένης Ελλάδας.
Όσο για τη στάση της υπό εκκόλαψη ”ελληνικής Πολιτείας” απέναντι στους ήρωες πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, αυτή ήτανε μεν η πρέπουσα — μετά την αποδοχή απ’ το ”υπουργείο της Ναυτιλίας” (”Μινιστέριον των Ναυτικών” λεγόταν τότε) της πρότασης του Εκτελεστικού (σε ρόλο κυβέρνησης) για παρασημοφόρηση των πληρωμάτων των δύο περιπολικών και χορήγησε εκτάσεων γης σε αυτούς — αλλά όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ, έστω και αν είχε την έγκριση του Βουλευτικού, της Βουλής δηλαδή των επαναστατημένων Ελλήνων…
Τρυπούσαν σαν φάροι το σκοτάδι της νύχτας (400 με 500 χρόνια Τουρκοκρατίας) και τραβούσαν το ενδιαφέρον της φυσικής παρουσίας του. Της φυσικής παρουσίας του επαναστάτη, πυρπολητή, ναυάρχου και τετράκις πρωθυπουργού της Ελλάδας (1848-’49, 1864, 1864-’65, 1877), ο οποίος έγραψε ιστορία με τα παράτολμα κατορθώματά του στη θάλασσα κατά την Ελληνική Επανάσταση..
Τα μάτια του Κωνσταντίνου Κανάρη φώτιζαν — σαν δυνάμεις αντίστασης — τις στεριές και τα πέλαγα, όπου υψώνονταν απειλητικά τα μπαϊράκια των Τούρκων και τα φλάμπουρα των πλοίων της τουρκικής αρμάδας στο Αιγαίο.
Γίνονταν οδοδείκτες για τα πληρώματα των ελληνικών πυρπολικών, τα οποία — παίρνοντας αυτόν για παράδειγμα — αντιμετώπιζαν με θάρρος και αντοχή την πολύωρη κωπηλασία και τους κινδύνους της θάλασσας και του πολέμου τον οποίο πάλευαν να φέρουν σε πέρας μια χούφτα επαναστατημένοι, ”τρελοί Έλληνες (βλ. Ομιλία Κολοκοτρώνη στην Πνύκα: ” Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…”, 8 Οκτωβρίου 1838 //α’ δημοσίευση στην εφημ. ”Αιών” του Ιωάννη Φιλήμονα).
Ένας από αυτούς τους ”τρελούς”, επαναστατημένους Έλληνες ήταν και ο ”καπετάν Κωνσταντής Κανάρης”, όπως τον φώναζαν. ”Μικρός το δέμας”, αλλά μαχητής ο μικρότερος γιος του Ψαριανού Δημογέροντα Μιχαήλ Κανάριου (Το ”Κανάριος” το ‘κανε ”Κανάρης” ο ”Κωνσταντής” μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του) και της Μαρώς Μπουρέκα.
Μορφή αξιοπρόσεχτη με σπινθηροβόλα μάτια. ”Μάτια που είχαν ένα ασυνήθιστο σμίξιμο εξυπνάδας και ζωηρότητας, με κάτι το άγριο μαζί και έξαλλο, ελάττωμα που εγλύκανε η ανδρική απόφαση στο κάτω μέρος του προσώπου του, έτσι που στο σύνολο της όλης όψης του να ξεχωρίζει η γαλήνη και η αξιοπρέπεια, που σπάνια χαρακτηρίζει τις φυσιογνωμίες των χριστιανών της Ανατολής”, όπως τον περιγράφει ο Άγγλος Waddington που τον γνώρισε (”A Visit to Greece, in 1823 and … 43 ”Ο Κωνσταντίνος Κανάρης … στο Εικοσιένα…”).
Μάτια φορτωμένα ορμητική επιθετικότητα απέναντι στον εχθρό. Κι αυτή η ορμητική επιθετικότητα αποτυπωνόταν στις συμβουλές που έδινε στους άντρες του πυρπολικού του στα προεόρτια κάθε επιχείρησης.
– Τηράτε, ορέ, μην ντροπιάσετε τη φουστανέλα, τους έλεγε θεωρώντας ασήκωτη προσβολή την ήττα από Τούρκο.
Προσβολή για την πατρίδα και την οικογενειακή καταγωγή του, που άρχιζε από… τον ίδιο:
– Το σόι μου αρχίζει από μένα!.., συνήθιζε να λέει και τα μάτια του άστραφταν μισοσοβαρά–μισοαστεία, πριν αποτυπωθεί σ’ αυτά η ψυχή και η καρδιά λιονταριού που φύλαγε ο μεγάλος μπουρλοτιέρης του ’21 για τους εχθρούς του.
Ο μεγάλος μπουρλοτιέρης γεννήθηκε σ’ ένα νησάκι ”ψείρα”, χαμένο στο Αιγαίο καταπέλαγα, στα Ψαρά. Έμαθε λίγα γράμματα κοντά σε έναν καλόγερο (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική) και τα συμπλήρωνε με τα πλέον διαδεδομένα αναγνώσματα εκείνης της εποχής για τους υπόδουλους Έλληνες, όπως ήταν ”Ο Αγαθάγγελος” του Θεόκλητου Πολυειδούς και η ”Η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου” (αγαπημένο ανάγνωσμα του Κανάρη που στάλαζε στην ψυχή του την τάση για ηρωισμό χωρίς επίδειξη, με τον ίδιο τρόπο που επενεργούσε πάνω του ο Θούριος του Ρήγα).
Σ’ αυτόν τον βραχώδη λόφο (αλλά όχι ξερότοπο), που ήταν συχνά ασπριδερός σαν ψιλοχιονισμένος από τα πλήθη των γλάρων, ο Κανάρης μεγάλωσε και παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία (τη Δέσποινα Μανιάτη). Και σε νεαρή ηλικία έγινε καπετάνιος στα μικρά πλοία είτε του θείου του Μπουρέκα (σε ηλικία 20 χρόνων ταξίδεψε ως καπετάνιος με μικρό εμπορικό εκείνου στην Οδησσό, χωρίς να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας) είτε σε πλοία του θείου της γυναίκας του Μιχαήλ Μανιάτη (μια σακολέβα [μικρό ιστιοφόρο] και δυο πυρπολικά).
Παλιά καραβάκια όλα από φθαρμένα, ”κουρασμένα” υλικά, αλλά με ηρωική προϊστορία. Και έκαναν τελικά καλή δουλειά, όταν έβγαλαν ασπροπρόσωπο τον Κανάρη στην επιτήρηση του τουρκικού στόλου, τον οποίο ανάγκασε να μείνει κλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι την Άνοιξη του ’21.
Ήταν ένας από τους λόγους, που είχαν βάλει στο μάτι Τούρκοι και Τουρκαλβανοί τα Ψαρά, την τρίτη ναυτική δύναμη στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μετά τις Σπέτσες και την Ύδρα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι Ψαριανοί δεν είχαν πάρει μέρος στον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812), για να μην προκαλέσουν τους Τούρκους.
Ωστόσο οι τελευταίοι είχαν πάντα στο μάτι τη Χίο και τα Ψαρά και δεν άλλαζαν τα σχέδιά τους. Γι αυτό οι Ψαριανοί είχαν σε ετοιμότητα τους ”μπουρλοτιέρηδες” (Ματρόζο, Κανάρη, Σαρηγιάννη, Καλαφάτη, Σπανό, Βρατσάνο, Βρούλο και Παπανικολή) και τα 300 πλοία τους.
Αν εξαιρέσει κανείς τα μπρίκια, τις μπρικογολέτες κλπ που ήταν μεγάλα σκαριά, τα άλλα ήταν μικρά και παλιά: κορβέτες, σακολέβες και θρυλικά πυρπολικά γεμάτα από εύφλεκτες ύλες και με την άγκυρά τους φουνταρισμένη αρόδο στο νησί.
Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα (10 Απριλίου 1821), ωστόσο — με το που σήκωσαν οι Ψαριανοί την παντιέρα της επανάστασης — μπήκαν μπροστά στον Αγώνα τα 53 πολεμικά ιστιοφόρα, από τα οποία τα 40 ήταν μεγάλα σκαριά και τα μικρότερα ( Γαλιότες, Σακολέβες κλπ) βοηθητικά.
Σ’ αυτά προστέθηκε λίγες μέρες μετά και το πλοίο του πλοιάρχου Γκίκα Τσούπα και όλα μαζί ανέλαβαν δράση στο δρόμο για τη Σμύρνη βυθίζοντας ένα τουρκικό και συλλαμβάνοντας τέσσερα, ενώ άλλα ψαριανά (με τη σύμπραξη υδραίικων και σπετσιώτικων πλοίων) επιχειρούσαν στον Θερμαϊκό και το Κουσάντασι, ενώ μόνα τα ψαριανά έδιωξαν τον οθωμανικό στόλο έξω απ’ τη Λέσβο.
Ο χρόνος τρέχοντας, εντωμεταξύ, άλλαξε φρουρά μπαίνοντας στο 1822. Η νύχτα του μπουρλοτιέρη Κανάρη πλησίαζε. Το κλίμα συντονισμένων επιθέσεων του ελληνικού στόλου ενωμένου υπό την ηγεσία των Ανδρέα Μιαούλη (Ύδρα), Γκίκα Τσούπα (Σπέτσες) και Νικόλαο Αποστόλη (Ψαρά) ταρακούνησε τον Φεβρουάριο του ’22 τον τουρκικό στόλο στον Πατραϊκό κόλπο.
Οι Έλληνες πυρπολητές, όπως φαίνεται — ειδικά οι Κανάρης, Βουρέκας και Παπανικολής — είχαν πανικοβάλει κυριολεκτικά τις τουρκικές αρμάδες, με αποτέλεσμα να έχουν λυσσάξει ο σουλτάνος και οι πασάδες του, που βιάζονταν να καταστρέψουν τα κοντινά τους νησιά που είτε είχαν εξεγερθεί (Ψαρά: 10 Απριλίου 1821) είτε ετοιμάζονταν να εξεγερθούν (Χίος).
Από πληροφορίες των Ψαριανών, μάλιστα, ο Μαχμούτ Β’ είχε αναθέσει στον ναύαρχο Χοσρέφ πασά την καταστροφή του νησιού τους με 250 καράβια. Όμως τα γεγονότα τούς πρόλαβαν και η καμπάνα χτύπησε τραγικά πρώτα για την επαναστατημένη Χίο (σ.σ: 11 Μαρτίου 1822 ο ξεσηκωμός της και 30 ο σφαγιασμός χιλιάδων κατοίκων της, είκοσι πέντε χιλιάδες απ’ τους οποίους κατέφυγαν πρόσφυγες στα Ψαρά…).
Οι Ψαριανοί ένιωσαν το κακό να τους πλησιάζει και ζήτησαν από την κυβέρνηση (ενν. το Εκτελικό Σώμα του 1822, προϊόν της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, το οποίο λειτουργούσε σαν πρώτο κυβερνητικό όργανο) να τους συντρέξει, για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.
Δεν βρήκαν όμως ανταπόκριση στο αίτημά τους και έτσι αποφάσισαν να τους αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Για μαγιά θα είχαν τους 3.000 στρατιώτες απ’ τους οποίους οι 1300 ήταν Ψαριανοί, οι 1027 Μακεδόνες και Θεσσαλοί και οι 700 πάροικοι. Κοντά σ’ αυτούς θα βοηθούσαν και κάποιοι απ’ τους 25.000 πρόσφυγες απ’ τη Χίο, την Μ. Ασία, την Ήπειρο και άλλες περιοχές που είχαν εγκατασταθεί στα Ψαρά.
Τις μεγαλύτερες όμως ελπίδες τις έδιναν στους Ψαριανούς οι Έλληνες πυρπολητές. Όμως εκείνες τις κρίσιμες μέρες εκδηλώθηκαν ξαφνικά διαφωνίες μεταξύ των Υδραίων και Σπετσιωτών ναυάρχων (Ανδρούτσου και Χατζηαναργύρου) και φαινόμενα απειθαρχίας των πληρωμάτων των πλοίων τους, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των τελευταίων στις 31 Μαῒου του 1822 από τον από κοινού αγώνα που έδιναν μέχρι τότε με τους Ψαριανούς κατά του εχθρού.
Οι Ψαριανοί, με τη στήριξη πλέον μόνο των Υδραίων, εναπόθεσαν την τύχη του νησιού τους στον ντόπιο πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη, ο οποίος ήταν πάντα ετοιμοπόλεμος και έμπειρος όσο κανείς. Και δεν διαψεύστηκαν, γιατί — πέραν των ικανοτήτων του — ο Κανάρης διέθετε την πανουργία και διορατικότητα του Οδυσσέα.
Απόδειξη ήταν το γεγονός ότι (με σύμφωνη γνώμη των Υδραίων ναυάρχων Μιαούλη, Λέχου, Λαλεχού και Βούλγαρη) διάλεξε να επιτεθεί πρώτος (με δυο πυρπολικά υπό τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο και τον ίδιο) στον τουρκικό στόλο που ναυλοχούσε στη Χίο σε ”ευάλωτη” στιγμή για τους Τούρκους, αφού — απ’ την μια γιόρταζαν το ραμαζάνι — κι από την άλλη δεν είχαν τη στήριξη του αιγυπτιακού στόλου, γιατί αυτός βρισκόταν στην Κρήτη.
Η επιχείρηση ξεκίνησε την 1η Ιουνίου με τα δυο πυρπολικά να κινούνται με προφυλάξεις προς αναζήτηση των πλοίων του εχθρού, ακολουθούμενα από τέσσερα μπρίκια συνοδείας: δυο ψαριανά (με καπετάνιους τον Νικόλαο Γιαννίτσι και τον Γεώργιο Κουτσούκο) και δυο υδραίικα (με τους Ιωάννη Ζάκκα και Αντώνιο Ραφαλιά), που είχαν και την ευθύνη της διάσωσης των πληρωμάτων μετά την πυρπόληση.
Η κρίσιμη, ασέληνη νύχτα πυρπόλησης της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, η οποία επελέγη προς ανατίναξη, έφτασε τελικά. Ξημερώματα της 6ης προς 7η Ιουνίου του 1822, ώρα που είχαν χαλαρώσει τα μέτρα προφύλαξης στο τουρκικό πλοίο και οι αξιωματικοί του είχαν συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα για να γιορτάσουν τη λήξη του ραμαζανιού, το πυροπλικό του Πιπίνου – αθέατο – επιχείρησε να πλευρίσει το βοηθητικό δίκροτο πλοιάριο του Μπεκίρ Μπέη χωρίς επιτυχία, γιατί ο αέρας που φυσούσε το απομάκρυνε αρκετά.
Αντίθετα ο Κανάρης πέτυχε να προσδέσει το δικό του πυρπολικό (με πηδαλιούχο τον Ιωάννη Θεοφιλόπουλο) στην τουρκική ναυαρχίδα και να μπήξει το μπουρλότο που κρατούσε στο χέρι του στα σπλάχνα του τουρκικού πλοίου.
Ο στόχο του είχε επιτευχθεί, γιατί ίδια στιγμή πύρινες ρομφαίες έσκισαν τα κρέπια της νύχτας και το μεγαλόπρεπο ξύλινο πλοίο λαμπάδιασε απ’ τα πυρακτωμένα βλήματα. Ο Καρά Αλής, διοικητής του τουρκικού στόλου, ίσα που πρόλαβε να το εγκαταλείψει για να επιβιβαστεί σε βοηθητική λέμβο.
Η τύχη όμως τον είχε εγκαταλείψει (όπως εγκατέλειψε και τους 2.000 άνδρες της ναυαρχίδας του), γιατί — πριν απομακρυνθεί — το φλεγόμενο κεντρικό κατάρτι της ναυαρχίδας του έπεσε πάνω του προκαλώντας τον θανάσιμο τραυματισμό του.
Οι μόνοι διασωθέντες τελικά ήταν οι 32 άνδρες του πληρώματος, οι οποίοι περισυνελέγησαν από τους ναύτες των ελληνικών πλοιαρίων που παρακολουθούσαν εκστασιασμένοι το φριχτό πυροτέχνημα μέχρι τη βύθισή του στους σκοτεινούς όγκους του νερού μέσα σε ανατριχιαστικούς τριγμούς και απόκοσμους θορύβους.
Οι επόμενες μέρες, ήταν ημέρες θρήνου για το τουρκικό ναυτικό (νέος διοικητής του οποίου έγινε ο Μπεκίρ Μπέης στη θέση του Καρά Αλή) και χαράς ανάμεικτης με συγκίνηση και περηφάνια για τους Έλληνες, αν και ήταν οδυνηρές οι παράπλευρες απώλειες που προκάλεσε η πυρπόληση και βύθιση της τουρκικής ναυαρχίδας.
Γιατί οι Τούρκοι της Χίου — έχοντας φρυάξει απ’ το τόλμημα των ”ραγιάδων” σε βάρος της ναυαρχίδας του στόλου τους — δεν τόλμησαν μεν να επιτεθούν στα Ψαρά, αλλά ξέσπασαν την οργή και το μίσος τους στη Χίο καταστρέφοντας τα Μαστιχοχώρια.
Ας σημειωθεί, καταληκτικά, ότι το κατόρθωμα του Κωνσταντίνου Κανάρη συγκίνησε βαθιά όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους Ευρωπαίους οι οποίοι παρακολουθούσαν με αγωνία τον υπέρ πάντων Αγώνα της Ελλάδας με την Τουρκία, που θύμιζε τη μάχη του Δαβίδ με τον Γολιάθ.
Για λόγους πανηγυρισμού μάλιστα του ελληνικού άθλου, κυκλοφόρησαν χαλκογραφίες που παρουσίαζαν τον Κανάρη με τον δαυλό στο χέρι, τα χρήματα απ’ την πώληση των οποίων απεστάλησαν προς ενίσχυση της επαναστατημένης Ελλάδας.
Όσο για τη στάση της υπό εκκόλαψη ”ελληνικής Πολιτείας” απέναντι στους ήρωες πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, αυτή ήτανε μεν η πρέπουσα — μετά την αποδοχή απ’ το ”υπουργείο της Ναυτιλίας” (”Μινιστέριον των Ναυτικών” λεγόταν τότε) της πρότασης του Εκτελεστικού (σε ρόλο κυβέρνησης) για παρασημοφόρηση των πληρωμάτων των δύο περιπολικών και χορήγησε εκτάσεων γης σε αυτούς — αλλά όμως δεν υλοποιήθηκε ποτέ, έστω και αν είχε την έγκριση του Βουλευτικού, της Βουλής δηλαδή των επαναστατημένων Ελλήνων…