Η τραγωδία ανοιχτά του Σουνίου
Τον Φεβρουάριο του 1943, περίπου 4.200 αξιωματικοί και στρατιώτες των φρουρών της...
Ρόδου και της Λέρου στοιβάζονται στο ατμόπλοιο «Όρια» και ξεκινούν το ταξίδι της επιστροφής τους στην πατρίδα, με την ελπίδα ότι σύντομα η φρίκη του πολέμου δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από μια ανάμνηση. Σκληρή, μεν, αλλά ανάμνηση.
Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν ήταν γραφτό να ζήσουν ούτε μια μέρα ως ελεύθεροι… Μετά από πορεία σχεδόν μιας μέρας, το πλοίο πέφτει σε καταιγίδα ανοιχτά του Σουνίου. Το ταλαιπωρημένο σκαρί του αποδεικνύεται πως δεν μπορεί να προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση στις δυνάμεις της φύσης. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου του 1944 βυθίζεται και μετατρέπεται σε τάφο για τους επιβαίνοντες.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων παραμένει μέχρι τις μέρες μας αντικείμενο συζήτησης. Η θάλασσα της Μεσογείου δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που σκέπασε τους νεκρούς. Το ίδιο συνέβη και με ένα πέπλο σιωπής που από μελετητές αποδίδεται στην απροθυμία των Γερμανών να εμπλακούν σε οποιαδήποτε απόπειρα απόδοσης ευθυνών και –επαγωγικά- στην καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες όσων έχασαν την ζωή τους.
Η επικρατούσα θεωρία υποστηρίζει πως διασώθηκαν μόνο 6 Γερμανοί, 21 Ιταλοί και ένας βαθμοφόρος του πλοίου, οι οποίοι κατόρθωσαν να κολυμπήσουν μέχρι το νησί του Πατρόκλου ή Γαϊδουρονήσι, όπως είναι γνωστό. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι 49 Ιταλοί στρατιώτες και 5 Έλληνες από το πλήρωμα, ενώ ο αριθμός των θυμάτων κυμαίνεται από 4.033 έως 4.115 άντρες. Σε κάθε περίπτωση το νούμερο παραμένει βασανιστικά τραγικό, όσο και η μοίρα τους…
Για μέρες στις γύρω ακτές της Αττικής η θάλασσα ξεβράζει πτώματα τα οποία θάβονται ομαδικά από τους Γερμανούς. Το γεγονός αποσιωπάται. Για τους περισσότερους από 4.000 νεκρούς (σχεδόν οι τριπλάσιοι από όσους έχασαν την ζωή τους στο ναυάγιο του Τιτανικού) δεν υπάρχει πουθενά η παραμικρή αναφορά.
Επί σειρά δεκαετιών η τύχη του «Όρια» και των επιβαινόντων σε αυτό ήταν κάτι σαν αστικός μύθος. Όταν οι συγγενείς των θυμάτων άρχισαν να συζητούν για τους ανθρώπους τους και να κάνουν λόγο για τις ευθύνες των Γερμανών, κάποιοι απάντησαν δίνοντας την δική τους εκδοχή για τα γεγονότα που οδήγησαν στην τραγωδία.
Ορισμένοι κατηγόρησαν βρετανικά πλοία τα οποία είναι αλήθεια ότι προσπάθησαν να το πλήξουν κατά την πορεία του προς την Ρόδο λίγες μέρες νωρίτερα, αλλά φαίνεται ότι απωθήθηκαν από τα τρία αντιτορπιλικά που το συνόδευαν.
Άλλοι απέδωσαν την βύθισή του στο θρυλικό ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής», το οποίο όμως εκείνη την μέρα –όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του κυβερνήτη του- έπλεε πολύ μακριά από το σημείο του συμβάντος και συγκεκριμένα στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Λιβάνου και Κρήτης.
Η υπόθεση επανήλθε στην επικαιρότητα λίγο πριν την είσοδο της νέας χιλιετίας. Μετά από έρευνες του δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη εντοπίστηκε το ναυάγιο, το οποίο ταυτοποιήθηκε οριστικά το 2001, γεγονός που έφερε νέα στοιχεία στο φως.
Ένα χρόνο μετά δίνονται ακόμη περισσότερες πληροφορίες μέσα από την πρώτη πλήρη αναφορά, ενώ από το 2006 οι ελληνικές αρχές ξεκινούν συνεργασία με τους Ιταλούς συγγενείς προκειμένου να δοθεί έστω και μετά από δεκαετίες σιωπής ένα τέλος στο δράμα.
Το 2014, με την συμπλήρωση ακριβώς 70 ετών από το ναυάγιο ο Δήμος Σαρωνικού, σε συνεργασία με τοπικούς φορείς αλλά και το «Δίκτυο Συγγενών Θυμάτων του Oria» κάνουν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου που κατασκευάστηκε στη μνήμη των αδικοχαμένων ανδρών.
Παράλληλα ο Αριστοτέλης Ζερβούδης τοποθέτησε μια πλάκα στον βυθό, εκεί που βρήκε τα απομεινάρια του «Όρια». Αν μη τι άλλο, έστω κι αργά, επήλθε μια δικαίωση. Αν όχι για τους νεκρούς, τουλάχιστον για εκείνους που έμειναν πίσω να τους περιμένουν μάταια.