Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου 1821 την Κυριακή του Πάσχα.
Ο Άγιος καταγόταν από τη Δημητσάνα της Πελοποννήσου. Το λαϊκό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Μετά...
τις σπουδές του στην ιδιαίτερή του πατρίδα, εκάρη μοναχός στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, στα Στροφάδια της Ζακύνθου και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, υπηρετώντας σε καίριες εκκλησιαστικές θέσεις. Στη συνέχεια εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης και μετά την επιτυχή διακονία του στην Μητρόπολη Σμύρνης, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ανέπτυξε μεγάλη εκκλησιαστική και εθνική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να εξοριστεί από τους Τούρκους και να επανεκλεγεί.
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα προχωρούσαν σε εκτελέσεις σημαντικών προσώπων, Μητροπολιτών, Προεστών, Φαναριωτών και του Πατριάρχου. Πολλοί του πρότειναν να φύγει με κάποιο ξένο πλοίο ή να καταφύγει σε κάποια πρεσβεία για να σωθεί. Όμως ο Πατριάρχης Γρηγόριος προτίμησε να παραμείνει, για να μην ερεθίσει περισσότερο τους Τούρκους και ξεσπάσουν στον άμαχο πληθυσμό, ιδιαιτέρως της Κωνσταντινουπόλεως.
Τη νύχτα του Πάσχα λίγοι Χριστιανοί τόλμησαν να πάνε στις εκκλησίες για την Ανάσταση. Ο Πατριάρχης τέλεσε με ιδιαίτερη κατάνυξη την Ανάσταση και τη Θεία Λειτουργία και κατά τις πρωινές ώρες πήγε να αναπαυθεί.
Το πρωί της Κυριακής, γύρω στις 10, ήρθε στο Πατριαρχείο ο νέος Μ. Διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, με τον γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και ζήτησε τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης νόμισε πως πρόκειται για συνηθισμένη επίσκεψη λόγω του Πάσχα και τον κάλεσε στο γραφείο του. Εκείνος όμως κατευθύνθηκε στην Αίθουσα συνεδριάσεων της Συνόδου και ζήτησε να συγκεντρωθούν αμέσως οι Αρχιερείς. Όταν πήγε και ο Πατριάρχης, διάβασε το φιρμάνι με το οποίο παυόταν από το αξίωμά του « ως ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλή Πύλη και άπιστος ». Διατασσόταν να οδηγηθεί στην εξορία στην Χαλκηδόνα και να εκλεγεί κατ’ ευθείαν άλλος Πατριάρχης.
Αμέσως συνελήφθη ο Γρηγόριος και συνοδευόμενος από δύο διακόνους αντί να οδηγηθεί στην Χαλκηδόνα οδηγήθηκε στις φυλακές. Εκεί ανακρίθηκε σχετικά με την Επανάσταση χωρίς όμως να απαντήσει στις ερωτήσεις. Του πρότειναν να εξισλαμισθεί, για να γλυτώσει τη ζωή του. Ο Πατριάρχης απάντησε : "Κάμετε το έργο σας, ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός" .
Τότε οι τούρκοι εξαγριώθηκαν, τον μαστίγωσαν, τον ξάπλωσαν μπρούμυτα κάτω και τοποθέτησαν μεγάλη και βαριά πλάκα στην πλάτη του. Κατόπιν τον ανέκριναν πάλι χωρίς αποτέλεσμα. ‘Έτσι διατάχτηκε η εκτέλεσή του.
Στο μεταξύ εξελέγη νέος Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Πισιδείας Ευγένιος, ο οποίος συνοδευόμενος από τον Μ. Διερμηνέα και τον Γενικό Γραμματέα οδηγήθηκε στην Υψηλή Πύλη για την νενομισμένη αναγνώριση από τον Σουλτάνο. Ενώ επέστρεφε βρέθηκε έκπληκτος μπροστά στις ετοιμασίες για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου, για τον οποίο όλοι πίστευαν ότι είχε εξοριστεί.
Αφού έβγαλαν τον Πατριάρχη από τις φυλακές, με τα χέρια δεμένα πίσω, τον οδήγησαν με βάρκα στην αποβάθρα του Φαναρίου, ενώ πλήθος βάρκες, γεμάτες από τούρκους στρατιώτες,τους είχαν περικυκλώσει και τους ακολουθούσαν. Πλημμύρισε ο Κεράτιος κόλπος από πλεούμενα. Ο αέρας εδονείτο από τις ιαχές και τον ρόχθο της κωπηλασίας. Η προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο.
Μόλις αποβιβάστηκε ο Πατριάρχης γονάτισε νομίζοντας ότι εκεί θα αποκεφαλιζόταν. Οι συνοδοί του τον σήκωσαν με κλωτσιές και τον ανάγκασαν να προχωρήσει. Εκείνος ήταν εξουθενωμένος από την νηστεία και την κακοπάθεια,σε τέτοια μάλιστα ηλικία και δεν ήταν εύκολο να περπατήσει. Σηκωτό τον έφεραν στο Πατριαρχείο.
Τον απαγχόνισαν στη μεσαία πύλη του μανδρότοιχου που περιβάλλει τον χώρο του Πατριαρχείου. Ήταν 70 ετών.
Έτσι, ενώ στον ναό γινόταν η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχου Ευγενίου, έξω παρέδιδε την ψυχή του στην αγχόνη ο Πατριάρχης Γρηγόριος. Στο στήθος του ήταν κρεμασμένο το διάταγμα της εκτέλεσης. Τούρκοι και Εβραίοι περνούσαν, έβριζαν, χλεύαζαν και τον πετροβολούσαν. Ήρθε κι ο ίδιος ο Βεζύρης, για να δει εκτελεσμένη τη διαταγή του Σουλτάνου. Κάθισε απέναντι και κάπνιζε, απολαμβάνοντας το θέαμα. Αργά το απόγευμα πέρασε κι ο ίδιος ο Σουλτάνος.
Ανέπτυξε μεγάλη εκκλησιαστική και εθνική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να εξοριστεί από τους Τούρκους και να επανεκλεγεί.
Με την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα προχωρούσαν σε εκτελέσεις σημαντικών προσώπων, Μητροπολιτών, Προεστών, Φαναριωτών και του Πατριάρχου. Πολλοί του πρότειναν να φύγει με κάποιο ξένο πλοίο ή να καταφύγει σε κάποια πρεσβεία για να σωθεί. Όμως ο Πατριάρχης Γρηγόριος προτίμησε να παραμείνει, για να μην ερεθίσει περισσότερο τους Τούρκους και ξεσπάσουν στον άμαχο πληθυσμό, ιδιαιτέρως της Κωνσταντινουπόλεως.
Τη νύχτα του Πάσχα λίγοι Χριστιανοί τόλμησαν να πάνε στις εκκλησίες για την Ανάσταση. Ο Πατριάρχης τέλεσε με ιδιαίτερη κατάνυξη την Ανάσταση και τη Θεία Λειτουργία και κατά τις πρωινές ώρες πήγε να αναπαυθεί.
Το πρωί της Κυριακής, γύρω στις 10, ήρθε στο Πατριαρχείο ο νέος Μ. Διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, με τον γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και ζήτησε τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης νόμισε πως πρόκειται για συνηθισμένη επίσκεψη λόγω του Πάσχα και τον κάλεσε στο γραφείο του. Εκείνος όμως κατευθύνθηκε στην Αίθουσα συνεδριάσεων της Συνόδου και ζήτησε να συγκεντρωθούν αμέσως οι Αρχιερείς. Όταν πήγε και ο Πατριάρχης, διάβασε το φιρμάνι με το οποίο παυόταν από το αξίωμά του « ως ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλή Πύλη και άπιστος ». Διατασσόταν να οδηγηθεί στην εξορία στην Χαλκηδόνα και να εκλεγεί κατ’ ευθείαν άλλος Πατριάρχης.
Αμέσως συνελήφθη ο Γρηγόριος και συνοδευόμενος από δύο διακόνους αντί να οδηγηθεί στην Χαλκηδόνα οδηγήθηκε στις φυλακές. Εκεί ανακρίθηκε σχετικά με την Επανάσταση χωρίς όμως να απαντήσει στις ερωτήσεις. Του πρότειναν να εξισλαμισθεί, για να γλυτώσει τη ζωή του. Ο Πατριάρχης απάντησε : "Κάμετε το έργο σας, ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός" .
Τότε οι τούρκοι εξαγριώθηκαν, τον μαστίγωσαν, τον ξάπλωσαν μπρούμυτα κάτω και τοποθέτησαν μεγάλη και βαριά πλάκα στην πλάτη του. Κατόπιν τον ανέκριναν πάλι χωρίς αποτέλεσμα. ‘Έτσι διατάχτηκε η εκτέλεσή του.
Στο μεταξύ εξελέγη νέος Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Πισιδείας Ευγένιος, ο οποίος συνοδευόμενος από τον Μ. Διερμηνέα και τον Γενικό Γραμματέα οδηγήθηκε στην Υψηλή Πύλη για την νενομισμένη αναγνώριση από τον Σουλτάνο. Ενώ επέστρεφε βρέθηκε έκπληκτος μπροστά στις ετοιμασίες για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου, για τον οποίο όλοι πίστευαν ότι είχε εξοριστεί.
Αφού έβγαλαν τον Πατριάρχη από τις φυλακές, με τα χέρια δεμένα πίσω, τον οδήγησαν με βάρκα στην αποβάθρα του Φαναρίου, ενώ πλήθος βάρκες, γεμάτες από τούρκους στρατιώτες,τους είχαν περικυκλώσει και τους ακολουθούσαν. Πλημμύρισε ο Κεράτιος κόλπος από πλεούμενα. Ο αέρας εδονείτο από τις ιαχές και τον ρόχθο της κωπηλασίας. Η προκυμαία ήταν γεμάτη κόσμο.
Μόλις αποβιβάστηκε ο Πατριάρχης γονάτισε νομίζοντας ότι εκεί θα αποκεφαλιζόταν. Οι συνοδοί του τον σήκωσαν με κλωτσιές και τον ανάγκασαν να προχωρήσει. Εκείνος ήταν εξουθενωμένος από την νηστεία και την κακοπάθεια,σε τέτοια μάλιστα ηλικία και δεν ήταν εύκολο να περπατήσει. Σηκωτό τον έφεραν στο Πατριαρχείο.
Τον απαγχόνισαν στη μεσαία πύλη του μανδρότοιχου που περιβάλλει τον χώρο του Πατριαρχείου. Ήταν 70 ετών.
Έτσι, ενώ στον ναό γινόταν η ενθρόνιση του νέου Πατριάρχου Ευγενίου, έξω παρέδιδε την ψυχή του στην αγχόνη ο Πατριάρχης Γρηγόριος. Στο στήθος του ήταν κρεμασμένο το διάταγμα της εκτέλεσης. Τούρκοι και Εβραίοι περνούσαν, έβριζαν, χλεύαζαν και τον πετροβολούσαν. Ήρθε κι ο ίδιος ο Βεζύρης, για να δει εκτελεσμένη τη διαταγή του Σουλτάνου. Κάθισε απέναντι και κάπνιζε, απολαμβάνοντας το θέαμα. Αργά το απόγευμα πέρασε κι ο ίδιος ο Σουλτάνος.
Το τίμιο λείψανο έμεινε αιωρούμενο τρεις ημέρες. Ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος προσπάθησε να το εξαγοράσει για ταφή αλλά αυτό κατέστη αδύνατο.
Μετά την τρίτη ημέρα το αγόρασαν οι Εβραίοι της Πόλης πληρώνοντας 800 γρόσια. Αμέσως μαζεύτηκε όχλος από Εβραίους και Τούρκους, κατέβασαν το Άγιο λείψανο, το γύμνωσαν και αφού το έδεσαν από πόδια, το έσερνα, με τη θηλιά ακόμα στο λαιμό, μέσα στους δρόμους της Πόλης με κραυγές χαράς, βρισιές και κατάρες εναντίον της χριστιανικής θρησκείας. Κατόπιν το έβαλαν σε μια βάρκα, του έδεσαν βαριά πέτρα από το σκοινί του απαγχονισμού και το έριξαν στη θάλασσα. Το τίμιο λείψανο όμως δεν βυθιζόταν. Έδεσαν τότε κι άλλη πέτρα, τρυπώντας το παράλληλα σε διάφορα σημεία του σώματος, ώστε να πάρει μέσα νερό και να βυθιστεί.
Μετά από ημέρες ανεδύθη κοντά σε κάποιο πλοίο « Άγιος Νικόλαος » με Έλληνα πλοίαρχο, τον Μαρίνο Σκλάβο και με ρωσική σημαία. Τη νύχτα το ανέσυραν από τη θάλασσα και το ανέβασαν στο πλοίο.Εκεί αναγνωρίστηκε από Έλληνες φυγάδες που βρίσκονταν στο πλοίο,όπου μεταξύ αυτών ήταν και κληρικοί του Πατριαρχείου. Την επομένη το πλοίο απέπλευσε για την Ρωσία. Ύστερα από φοβερή θαλασσοταραχή που συνάντησε στον Εύξεινο Πόντο, έφθασε στην Οδησσό, όπου και ενταφίασαν τον μαρτυρικό σώμα με μεγάλες τιμές.
Εκτός από την άρνηση του Πατριάρχη να εξισλαμισθεί, ένα άλλο ισχυρό στοιχείο της αγιότητάς του είναι το ότι, μολονότι ο Πατριάρχης απαγχονίστηκε στις 10 Απριλίου, αφού προηγουμένως είχε βασανιστεί και στη συνέχεια το λείψανο είχε κακοποιηθεί, δεν παρουσίασε καμία αλλοίωση μέχρι τον ενταφιασμό του, ο οποίος έγινε στην Οδησσό στις 16 Ιουνίου.
Κατά τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Επαναστάσεως του 1821, έγινε ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Πατριάρχου. Μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο μέσα στον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών, όπου και βρίσκονται μέχρι σήμερα.
B.B.