Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Άσκηση κριτικής στην ελληνική εξωτερική πολιτική με αφορμή εμπόλεμες συρράξεις...


Κρινιώ Καλογερίδου
 
Διαβάζω με προβληματισμό στον ημερήσιο Τύπο εκτιμήσεις καθ' υπερβολήν δημοσιογράφων για τον κίνδυνο επέκτασης της σύγκρουσης Ιράν-Ισραήλ, η οποία μπορεί να πάρει διαστάσεις παγκόσμιας σύρραξης με εμπλοκή και της Ελλάδας

Κι αυτό εξ αφορμής της...

 

θέσης που πήρε ο πρωθυπουργός για καταδίκη της επίθεσης του Ιράν κατά του Ισραήλ (''αποδέκτη'' 300 drones και πυραύλων στο έδαφός του). Θέση την οποία συμμερίστηκαν και τα άλλα κόμματα εξουσίας δια των αρχηγών τους.

Ζούμε σε ''ενδιαφέροντες καιρούς'', ασφαλώς (για να θυμηθώ την κινέζικη ρήση ''είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς''). Σε ''ενδιαφέροντες καιρούς παγκόσμιας αποσταθεροποίησης με θέατρα πολέμου την Ουκρανία, τη Γάζα και το Ισραήλ, όσον αφορά τουλάχιστον την ευρύτερη γειτονιά μας.

Κι αυτή η διάχυση της οσμής του πολέμου και μιας πολεμοχαρούς διάθεσης που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση και μπορεί συγκυριακά να εκδηλωθεί εξ Ανατολών ως νέα εστία πολέμου κοντά μας, είναι εύλογο να κάνει ιδιαίτερα ανήσυχους και καχύποπτους πολλούς απ' τον δημοσιογραφικό και πολιτικό χώρο.

Όμως υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει το λογικό από το παράλογο. Και αυτή ξεπερνιέται, δυστυχώς, ιδιαίτερα τελευταία. Και ξεπερνιέται από όσους ''τσαλαβουτούν'' στα λιμνάζοντα ύδατα της κομματικής ιδεοληψίας, της εντυπωσιοθηρίας και της ψηφοθηρίας...

Έτσι μόνο μπορώ να εξηγήσω, σ' αυτές τις επισφαλείς για την παγκόσμια ειρήνη μέρες που ζούμε, την υπέρβαση των ορίων του δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου, όταν τίθενται στην υπηρεσία αναβίωσης ''απολιθωμένων'' λειψάνων από το εμφυλιοπολεμικό παρελθόν της πατρίδας μας.

Φευ! Έχουμε χίλιους δυο λόγους για να ''τρωγόμαστε'' μεταξύ μας, ώστε να προσθέσουμε σε αυτούς έναν επιπλέον με αφορμή την κυβερνητική καταδίκη της ιρανικής επίθεσης, μόνο και μόνο για να διατυμπανίσουν δημοσιογράφοι και πολιτικοί τα φιλοπαλαιστινιακά τους αισθήματα.

Αισθήματα εύλογα, από ανθρωπιστικής άποψης (ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με απώλειες άμαχου πληθυσμού που ξύνουν βιωματικές πληγές για τους Έλληνες), χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ο ψυχικός δεσμός μας με τους Παλαιστίνιους απέδωσε καρπούς ωφελιμότητας για τον Ελληνισμό (τόσο στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του όσο και στο Κυπριακό), για να τορπιλίζουμε σύγχρονες συμμαχίες, όπως η από δεκαετίας τριπλή Ελλάδας- Κύπρου-Ισραήλ.

Με άλλα λόγια κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια της ελληνοαραβικής φιλίας (εξαιρώ την ελληνοαιγυπτιακή που ανάγεται στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου), αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι ''ιστορική'' από τη στιγμή που υπάρχει πίσω μας - πέραν της σύμπραξης Αράβων-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Αγώνα για ανεξαρτησία κατά την Ελληνική Επανάσταση -- η κατάκτηση της Κρήτης απ' τους Σαρακηνούς το 824 επί Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ Τραυλού ή Ψελλού.

Τους Σαρακηνούς που ήταν Άραβες και επέδραμαν στην Κρήτη απ' την Ανδαλουσία της Ισπανίας. Δημιούργησαν εμιράτο στο νησί μέχρι την απελευθέρωσή του από τον Βυζαντινό στρατηγό (και μετέπειτα αυτοκράτορα) Νικηφόρο Φωκά (961: απελευθέρωση Χάνδακα και της υπόλοιπης Κρήτης) επί βασιλείας Ρωμανού Β', πατέρα του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου...

Κι αν τα θυμάμαι όλα αυτά, είναι γιατί με προβληματίζουν αυτοί που ''νιώθουν ντροπή'' ακούγοντας τις πολιτικές ηγεσίες μας να καταδικάζουν το αυτονόητο: την επίθεση, εν προκειμένω, του Ιράν κατά του Ισραήλ.

Πράξη το ίδιο καταδικαστέα με την τουρκική εισβολή στη Συρία (2019), την εισβολή του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία (2020), τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (2022), την αιματηρή επιχείρηση της τρομοκρατικής παλαιστινιακής οργάνωσης Χαμάς στο Ισραήλ (2023) και την ισοπέδωση της Γάζας απ' το τελευταίο (2024).

Με προβληματίζουν οι λεκτικές επιθέσεις εκπροσώπων του Τύπου και της πολιτικής οι οποίες αγγίζουν τα όρια της δεοντολογίας (για να μην πω της παράνοιας) με το να χαρακτηρίζουν ''αποικιοκρατική'' και προσβλητική για το ήθος και κύρος του Ελληνισμού τη συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.

Κι αυτό, ενώ έχει αποδώσει καρπούς η εν λόγω. Λες και μας προσέδιδαν κύρος οι παρελθόντες τριτοκοσμικοί εναγκαλισμοί, όπως ο αλήστου μνήμης συμμαχικός με τη Λιβύη. Τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι...

Ασφαλώς με πολλές αραβικές χώρες διατηρούμε στα σύγχρονα χρόνια σχέσεις φιλίας (Ιορδανία, Αίγυπτο κλπ), αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αναπολούμε τις αγαστές σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου με τους Άραβες μουσουλμάνους συλλήβδην επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου και Μακάριου, απ' τη στιγμή που δεν συνεισέφεραν στο Κυπριακό λόγω δεσμών με την Τουρκία.

Πολιτική που διαιωνίζεται μέχρι σήμερα, αν λάβουμε υπόψη μας τα πεπραγμένα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με βάση το τουρκολιβυκό μνημόνιο (2019) το οποίο παραβαίνει το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θαλάσσης για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα σε Τουρκία-Λιβύη σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας.

Η Τουρκία, ασφαλώς, έχει λόγους να επενδύει στις αραβοτουρκικές σχέσεις με οδηγό τον παντουρκισμό και τη φιλοδοξία της να γίνει ''διπλωματική υπερδύναμη'' και κάτι παραπάνω από Περιφερειακή της Μεσογείου.

Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι, αναμφίβολα, ταλαντούχος πολιτικός και μπορεί να το πετύχει αυτό. Είναι πολιτικός-διπλωμάτης που χειραγωγεί τεχνηέντως Δύση και Ανατολή πείθοντας τον αμόρφωτο και παραπληροφορημένο τουρκικό λαό ότι είναι ο νέος Κεμάλ και ακόμα καλύτερος.

Μπορεί και να είναι για όσους συμμερίζονται την αναθεωρητική και ισλαμοεθνικιστική πολιτική του. Όμως, πέρα από αυτά, λειτουργεί... αυτονομιστικά. Με την έννοια ότι θέλει να ακολουθεί μια διαπεριφερειακή στρατηγική με γεωπολιτικές μεταβλητές που του επιτρέπουν να πατάει σε δυο βάρκες.

Για να γυρίσω όμως στη Μέση Ανατολή, με αφορμή την από αέρος επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ, ξεκαθαρίζω εξ αρχής ότι θεωρώ εκ του πονηρού σειρά δημοσιογραφικών και πολιτικών τοποθετήσεων που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά.

Λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, όταν - στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το φιλοτουρκικό Ιράν - επιστρατεύουν τα χιλιοειπωμένα περί ''εβραϊκού κατεστημένου'', φιλοτουρκικής στάσης των Εβραίων επί ''Μικρασιατικής Καταστροφής'' κλπ, στην προσπάθειά τους να μας επαναφέρουν στην τριτοκοσμική Εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου.

Πολιτική από την οποία τα μόνα που αξίζει να θυμόμαστε και να επικαιροποιούμε σήμερα (σε εθνικό επίπεδο) είναι : Η ρήση του για την Μακεδονία (''Το όνομά μας είναι η ψυχή μας'') και το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου (ΔΕΑΧ) Κύπρου-Ελλάδας (το οποίο υιοθετήθηκε το 1993 και λειτούργησε μέχρι το 2000) σαν στοιχειώδη μορφή αμυντικής συνεργασίας/ συμμαχίας Ελλάδας-Κύπρου στον άξονα Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος.

Συνεργασίας/συμμαχίας που είχε να προσφέρει πολλαπλά οφέλη στον Ελληνισμό, αν δεν πετιόταν στον κάλαθο των αχρήστων υπό τον φόβο του casus belli και με προτροπή των 'Μεγάλων''. Είχε πολλά να προσφέρει από ηθικής και στρατιωτικής άποψης, αφού θα ενίσχυε τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεων (ΕΔ) της Ελλάδας (ΣΞ, ΠΝ, ΠΑ) και της εθνικής Φρουράς (ΕΦ) Κύπρου.

Όμως από τη στιγμή που δεν εφαρμόζεται, ας μην κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα κι ας πάμε παρακάτω. Και το παρακάτω έχει να κάνει με την εχέφρονα στάση της Ελλάδας να καταδικάζει κάθε επιθετική ενέργεια χώρας προς άλλη χώρα. Αρκεί μόνο η εκπεφρασμένη στάση μας να είναι επικοινωνιακά εντός ορίων.

Αρκεί να αποφεύγουμε την ακραία ρητορική κατά των επιτιθέμενων που δίνει την εντύπωση ότι γινόμαστε επικίνδυνα βασιλικότεροι του βασιλέως, πολύ περισσότερο όταν το κάνουμε με παρότρυνση τρίτων ή για να γίνουμε αρεστοί σ' αυτούς με κίνδυνο να δημιουργούμε εχθρούς σε διακρατικό επίπεδο συμπαρασύροντας και την Κύπρο.

Ευτυχώς αποφύγαμε κάτι τέτοιο στον πόλεμο Ιράν-Ισραήλ, όπου εκφράσαμε λιτά και ξεκάθαρα τη θέση μας υπέρ του δεχόμενου επίθεση Ισραήλ, χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις και ακραίες συμπεριφορές οι οποίες θα προκαλούσαν ζημιά στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Ιράν και όχι μόνο.

Το ίδιο έπρεπε να κάνουμε και απέναντι στη Ρωσία, την εισβολή της οποίας στην Ουκρανία (24 Φεβρουαρίου 2022) οφείλαμε να καταδικάσουμε ασυζητητί (εντός ορίων), γιατί είμαστε - ως Ελλάδα - απέναντι σε κάθε αναθεωρητική και επεκτατική δύναμη η οποία εισβάλλει σε ξένα εδάφη για να τα κατακτήσει (βλ. ''Αττίλας 1&2'', Κύπρος 1974).

Το ''εντός ορίων'' το τονίζω και το ξανατονίζω, γιατί στην περίπτωση του Ουκρανικού δεν το τηρήσαμε και βγήκαμε ζημιωμένοι έστω κι αν δεν το παραδεχθήκαμε. Έχει σημασία, εν προκειμένω, να επικρίνουμε την εκτός ορίων στάση επιθετικής κριτικής μας, απ' τη στιγμή που αρκούσε μια κοφτή ξεκάθαρη καταδίκη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Εμείς όμως δεν περιοριστήκαμε στην καταδίκη, αλλά για τα μάτια των Αμερικανών (αντίπαλο δέος των Ρώσων) υπερβάλλαμε εαυτόν σε βαθμό ανοησίας. Συμπεριφερθήκαμε με πρωτοφανή παρορμητικότητα, επιθετικότητα, ανιστορικότητα και απρονοησία, έτοιμοι να κηρύξουμε... πόλεμο κατά της Ρωσίας για λογαριασμό της Ουκρανίας.

Κόψαμε οριστικά τις γέφυρες επικοινωνίας με τη Ρωσία, χωρίς να μας έχει δώσει αφορμή η ίδια να το κάνουμε σε διακρατικό επίπεδο και χωρίς να σκεφτούμε τη δύσκολη θέση στην οποία φέραμε τους διαβιούντες σε αυτήν και επιχειρηματικά εμπλεκόμενους με τα ρωσικά συμφέροντα Ομογενείς μας.

Ενεργήσαμε, ουσιαστικά (για να κάνω ιστορικό παραλληλισμό με flash back πίσω στο χρόνο) όπως το 1919 επί Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν ο τότε πρωθυπουργός - για να πετύχει την ευνοϊκή στάση των Συμμάχων απέναντι στα ελληνικά αιτήματα που αφορούσαν τη Μ. Ασία και τη Θράκη - δέχτηκε να στείλει ελληνικό στρατό στην εκστρατεία των Δυτικών στην Ουκρανία (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2019) εναντίον του νέου σοβιετικού καθεστώτος. Του καθεστώτος των Μπολσεβίκων, που εγκαθιδρύθηκε στη Ρωσία το 1917 μετά την εκτέλεση του Τσάρου Νικόλαου Β' και της οικογένειάς του (δυναστεία των Ρομανόφ)..

Ενέργεια που προδιάθεσε δυσμενώς τους Σοβιετικούς απέναντι στους Έλληνες της Νότιας Ρωσίας (Καυκάσιους) και τα ελληνικά στρατεύματα στην Μ. Ασία (βλ. ολέθριο για την Ελλάδα Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ της Τουρκίας του Κεμάλ και της Σοβιετικής Ένωσης του Λένιν, 16 Μαρτίου 1921), αφού η στήριξη των Μπολσεβίκων στον Κεμάλ έγινε μια από τις αιτίες της Μικρασιατικής Καταστροφής μας...