Μπορεί κάποιος να ξεκινήσει από τη Λάρισα, την καρδιά του κάμπου και δίχως να προέρχεται από ναυτική οικογένεια, στα 40 του να μετράει ήδη τέσσερα βαπόρια;
Ο Ζήσης Στυλιανός δεν είχε ανέβει ποτέ σε καράβι, ούτε καν...
Ο Ζήσης Στυλιανός δεν είχε ανέβει ποτέ σε καράβι, ούτε καν...
της γραμμής, μέχρι που ξαφνικά πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με τη ναυτιλία και να εξελιχθεί σήμερα σε εφοπλιστή – πλοιοκτήτη.
Γεννήθηκε στον Καναδά από γονείς (Τάκης Στυλιανός, Μαίρη Κομοπούλου) που του δίδαξαν μαζί με τον μεγαλύτερό του αδελφό Τηλέμαχο, την αξία της σκληρής δουλειάς, καθώς το έκαναν πράξη από το 1972 ως το 1992 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Επιστρέφοντας στη Λάρισα κι αφού ολοκληρώνει το σχολείο (Ράπτου, 36ο Δημοτικό, 2ο Γυμνάσιο, 2ο Λύκειο και Ντόλκο – Μπακογιάννη) περνάει στο ΤΕΙ Κοζάνης διοίκηση επιχειρήσεων. Τα καλοκαίρια εργάζεται ως βοηθός σερβιτόρου «για να είμαι αυτόνομος» όπως θυμάται με νοσταλγία. Ως στρατιώτης ντύνεται καταδρομέας για να μάθει τα όριά του. Ταυτόχρονα «στίβει» το μυαλό του για το μέλλον.
«Στο χρηματιστήριο άσχημη στιγμή, ενώ και η κατάσταση στα κτηματομεσιτικά δεν ήταν καλή. Τότε μου ήρθε η ιδέα της ναυτιλίας» αφήνοντας πίσω τις σκέψεις για επιστροφή στον Καναδά.
Καταθέτει αίτηση σε δύο ναυτιλιακά πανεπιστήμια, στο Σαουθάμπντον και στο Λίβερπουλ και αφού γίνεται δεκτός και από τα δύο, επιλέγει το δεύτερο. «Τελειώνοντας το 2008 βγαίνω στην αγορά εργασίας αλλά πτωχεύει η Lehman Brothers. Ο κόσμος έφευγε κι εγώ έκανα αιτήσεις.
Στο Λονδίνο έβλεπα κόσμο να κλαίει με κουτιά στα χέρια». Όπως στις ταινίες.
Παρά τις κλειστές πόρτες δεν το βάζει κάτω. Πιάνει δουλειά στην «Dolce & Gabbana» για να κερδίσει χρόνο. Εκείνη την περίοδο, κατάλαβε πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το καλό ντύσιμο, κάτι που διατηρεί στην καθημερινότητά του.
Αφού κάνει ένα πέρασμα από μια ναυτιλιακή εταιρεία, απορρίπτοντας γενναία πρόταση για ενασχόληση με κρουαζιερόπλοια, μετακομίζει σε άλλη εταιρεία ως ναυτιλιακός χρηματιστής σε ειδικότητα παραγώγων.
«Ναυτιλιακά ασφάλιστρα κινδύνου είναι ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για να μειωθεί ο κίνδυνος των ναύλων» εξηγεί, καθώς διευκρινίζει πως στη ναυτιλία όλα υπολογίζονται σε μέρες και δολάρια.
Στην τετραετία που μένει εκεί, υποβάλλει παράλληλα αιτήσεις «για ένα καλό μεταπτυχιακό στη ναυτιλία». Το London Schools of Economics και το Cass Business School – City University τον απορρίπτουν εις διπλούν. Ο επιμένων όμως νικά και τον δέχονται στην τρίτη προσπάθεια. «Επέλεξα το δεύτερο που είναι ακόμα πιο εξειδικευμένο και τότε ξαφνικά μου ανοίχτηκαν πόρτες…». Εταιρείες, πρόσωπα, σχέσεις.
Το 2015 επιστρέφει στην Ελλάδα σε εταιρεία αγοραπωλησιών πλοίων ως «broker» μεσίτης.
«Ένας μεσίτης παίρνει μόλις το 1% από την τιμή ενός πλοίου. Όμως ένα μέσο βαπόρι στοιχίζει μεταξύ 10 και 15 εκατομμυρίων…» αναφέρει.
Το 2017 κάνει μια μεγάλη συμφωνία και με το κέρδος λαμβάνει το 50% της εταιρείας. Γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται πως τα όνειρά του δεν συμβαδίζουν με των υπολοίπων. Πουλάει το μερίδιό του και μέσα στην πανδημία αγοράζει το πρώτο του καράβι και το ονομάζει «Λάρδο» από ένα τάμα που είχε κάνει στη Ρόδο.
Λόγω κατακόρυφης αύξησης ναύλων με τον κορονοϊό αποπληρώνει το δάνειο μέσα σε χρόνο ρεκόρ και το 2021 αγοράζει το δεύτερο βαπόρι που το ονομάζει «Παναγία Γιαλούσα» από ένα εκκλησάκι στη Χίο, με άλλο τάμα, ενώ το 2023 αγοράζει και το τρίτο που το ονομάζει «Serenity».
«Όλα είναι 30.000 τόνων και μεταφέρουν ξηρό φορτίο. Σιτάρι, σίδερο, αλουμίνιο, κάρβουνο, αλάτι, λίπασμα, ξυλεία, βοξίτη» τονίζει.
Το ίδιο έτος αγοράζει και τη μικρότερη «Αγία Άννα», αποκλειστικά για μεταφορά ζάχαρης από την Αίγυπτο. Όλα πλέουν με σημαίες των νήσων Μάρσαλ και με προσωπικό από Φιλιππίνες.
Το κινητό του δεν έχει σταματήσει να χτυπάει όση ώρα εξελίσσεται η συζήτηση. Ίσως είναι από τα γραφεία της εταιρείας του «Genoa Shipping» στη Βούλα. 12 άτομα εκεί, άλλα 72 στα βαπόρια και άλλα τόσα εκτός βαποριών που περιμένουν να ανεβούν. Όλο κάτι τυχαίνει.
«Το τηλέφωνο απαγορεύεται να μην δεν έχει μπαταρία και σήμα» υπογραμμίζει και δείχνει πού βρίσκονται τα τρία μεγάλα βαπόρια του. «Το Λάρδος πάει Δυτική Αφρική. Το Γιαλούσα στη Νέα Ορλεάνη να ξεφορτώσει σιτηρά. Το Serenity πλέει για την Ασία. Ενώ είναι φορτωμένο δεν μας έχει πει ο ναυλωτής πού ακριβώς θα ξεφορτώσει. Κάνει χρηματιστήριο με την τιμή» συνηθισμένα πράγματα δηλαδή στον χώρο. Έναν χώρο που οι Έλληνες εφοπλιστές είναι μεγάλη δύναμη παγκοσμίως, όχι μόνο σε αριθμό βαποριών, αλλά και σε αναλογία χωρητικότητας.
Σε ερώτημα για τους κινδύνους στη θάλασσα, φύσει αισιόδοξος ως άνθρωπος τονίζει «σε οποιαδήποτε αναμπουμπούλα η ναυτιλία χαίρεται. Δεν χαίρεται όταν οι μεγάλες δυνάμεις παίρνουν αποφάσεις κατά του εμπορίου» και σκέφτεται τις αμερικανικές εκλογές.
Μιλάει διαρκώς για τη λέξη εμπιστοσύνη, που είναι το κλειδί για την επιτυχία και την ανάπτυξη που θέλει να πετύχει. Αναφέρεται στους δεξαμενισμούς που γίνονται κάθε πέντε χρόνια. Εξηγεί το έργο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών και προτρέπει τους νέους να κάνουν το βήμα προς τη θάλασσα «αφού τα χρήματα είναι πολύ καλά. Οι ωκεανοί είναι γεμάτοι κινδύνους μα και μεγάλες ευκαιρίες» όπως δηλώνει.
Στη Λάρισα, δεν συνηθίζεται να μιλάμε για πλοία. Το κάνει ο Ζήσης Στυλιανός όταν περνάει από τον τόπο του. Όταν βρίσκει χρόνο δηλαδή μεταξύ ταξιδιών σε Κίνα, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, ΗΠΑ, Λονδίνο.
Συναντά ειδικούς στη ναυτιλία, στο εμπόριο και την οικονομία. Πάντα όμως έχει στο νου του τους δικούς του ανθρώπους, τους οποίους συμβουλεύεται, μα πάντα στο τέλος αφήνει το ένστικτό του να τον καθοδηγήσει. «Δεν μ’ έχει προδώσει ποτέ» καταλήγει με σιγουριά.
Του Κώστα Γκιάστα
Γεννήθηκε στον Καναδά από γονείς (Τάκης Στυλιανός, Μαίρη Κομοπούλου) που του δίδαξαν μαζί με τον μεγαλύτερό του αδελφό Τηλέμαχο, την αξία της σκληρής δουλειάς, καθώς το έκαναν πράξη από το 1972 ως το 1992 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Επιστρέφοντας στη Λάρισα κι αφού ολοκληρώνει το σχολείο (Ράπτου, 36ο Δημοτικό, 2ο Γυμνάσιο, 2ο Λύκειο και Ντόλκο – Μπακογιάννη) περνάει στο ΤΕΙ Κοζάνης διοίκηση επιχειρήσεων. Τα καλοκαίρια εργάζεται ως βοηθός σερβιτόρου «για να είμαι αυτόνομος» όπως θυμάται με νοσταλγία. Ως στρατιώτης ντύνεται καταδρομέας για να μάθει τα όριά του. Ταυτόχρονα «στίβει» το μυαλό του για το μέλλον.
«Στο χρηματιστήριο άσχημη στιγμή, ενώ και η κατάσταση στα κτηματομεσιτικά δεν ήταν καλή. Τότε μου ήρθε η ιδέα της ναυτιλίας» αφήνοντας πίσω τις σκέψεις για επιστροφή στον Καναδά.
Καταθέτει αίτηση σε δύο ναυτιλιακά πανεπιστήμια, στο Σαουθάμπντον και στο Λίβερπουλ και αφού γίνεται δεκτός και από τα δύο, επιλέγει το δεύτερο. «Τελειώνοντας το 2008 βγαίνω στην αγορά εργασίας αλλά πτωχεύει η Lehman Brothers. Ο κόσμος έφευγε κι εγώ έκανα αιτήσεις.
Στο Λονδίνο έβλεπα κόσμο να κλαίει με κουτιά στα χέρια». Όπως στις ταινίες.
Παρά τις κλειστές πόρτες δεν το βάζει κάτω. Πιάνει δουλειά στην «Dolce & Gabbana» για να κερδίσει χρόνο. Εκείνη την περίοδο, κατάλαβε πόσο σημαντικό ρόλο παίζει το καλό ντύσιμο, κάτι που διατηρεί στην καθημερινότητά του.
Αφού κάνει ένα πέρασμα από μια ναυτιλιακή εταιρεία, απορρίπτοντας γενναία πρόταση για ενασχόληση με κρουαζιερόπλοια, μετακομίζει σε άλλη εταιρεία ως ναυτιλιακός χρηματιστής σε ειδικότητα παραγώγων.
«Ναυτιλιακά ασφάλιστρα κινδύνου είναι ένα εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για να μειωθεί ο κίνδυνος των ναύλων» εξηγεί, καθώς διευκρινίζει πως στη ναυτιλία όλα υπολογίζονται σε μέρες και δολάρια.
Στην τετραετία που μένει εκεί, υποβάλλει παράλληλα αιτήσεις «για ένα καλό μεταπτυχιακό στη ναυτιλία». Το London Schools of Economics και το Cass Business School – City University τον απορρίπτουν εις διπλούν. Ο επιμένων όμως νικά και τον δέχονται στην τρίτη προσπάθεια. «Επέλεξα το δεύτερο που είναι ακόμα πιο εξειδικευμένο και τότε ξαφνικά μου ανοίχτηκαν πόρτες…». Εταιρείες, πρόσωπα, σχέσεις.
Το 2015 επιστρέφει στην Ελλάδα σε εταιρεία αγοραπωλησιών πλοίων ως «broker» μεσίτης.
«Ένας μεσίτης παίρνει μόλις το 1% από την τιμή ενός πλοίου. Όμως ένα μέσο βαπόρι στοιχίζει μεταξύ 10 και 15 εκατομμυρίων…» αναφέρει.
Το 2017 κάνει μια μεγάλη συμφωνία και με το κέρδος λαμβάνει το 50% της εταιρείας. Γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται πως τα όνειρά του δεν συμβαδίζουν με των υπολοίπων. Πουλάει το μερίδιό του και μέσα στην πανδημία αγοράζει το πρώτο του καράβι και το ονομάζει «Λάρδο» από ένα τάμα που είχε κάνει στη Ρόδο.
Λόγω κατακόρυφης αύξησης ναύλων με τον κορονοϊό αποπληρώνει το δάνειο μέσα σε χρόνο ρεκόρ και το 2021 αγοράζει το δεύτερο βαπόρι που το ονομάζει «Παναγία Γιαλούσα» από ένα εκκλησάκι στη Χίο, με άλλο τάμα, ενώ το 2023 αγοράζει και το τρίτο που το ονομάζει «Serenity».
«Όλα είναι 30.000 τόνων και μεταφέρουν ξηρό φορτίο. Σιτάρι, σίδερο, αλουμίνιο, κάρβουνο, αλάτι, λίπασμα, ξυλεία, βοξίτη» τονίζει.
Το ίδιο έτος αγοράζει και τη μικρότερη «Αγία Άννα», αποκλειστικά για μεταφορά ζάχαρης από την Αίγυπτο. Όλα πλέουν με σημαίες των νήσων Μάρσαλ και με προσωπικό από Φιλιππίνες.
Το κινητό του δεν έχει σταματήσει να χτυπάει όση ώρα εξελίσσεται η συζήτηση. Ίσως είναι από τα γραφεία της εταιρείας του «Genoa Shipping» στη Βούλα. 12 άτομα εκεί, άλλα 72 στα βαπόρια και άλλα τόσα εκτός βαποριών που περιμένουν να ανεβούν. Όλο κάτι τυχαίνει.
«Το τηλέφωνο απαγορεύεται να μην δεν έχει μπαταρία και σήμα» υπογραμμίζει και δείχνει πού βρίσκονται τα τρία μεγάλα βαπόρια του. «Το Λάρδος πάει Δυτική Αφρική. Το Γιαλούσα στη Νέα Ορλεάνη να ξεφορτώσει σιτηρά. Το Serenity πλέει για την Ασία. Ενώ είναι φορτωμένο δεν μας έχει πει ο ναυλωτής πού ακριβώς θα ξεφορτώσει. Κάνει χρηματιστήριο με την τιμή» συνηθισμένα πράγματα δηλαδή στον χώρο. Έναν χώρο που οι Έλληνες εφοπλιστές είναι μεγάλη δύναμη παγκοσμίως, όχι μόνο σε αριθμό βαποριών, αλλά και σε αναλογία χωρητικότητας.
Σε ερώτημα για τους κινδύνους στη θάλασσα, φύσει αισιόδοξος ως άνθρωπος τονίζει «σε οποιαδήποτε αναμπουμπούλα η ναυτιλία χαίρεται. Δεν χαίρεται όταν οι μεγάλες δυνάμεις παίρνουν αποφάσεις κατά του εμπορίου» και σκέφτεται τις αμερικανικές εκλογές.
Μιλάει διαρκώς για τη λέξη εμπιστοσύνη, που είναι το κλειδί για την επιτυχία και την ανάπτυξη που θέλει να πετύχει. Αναφέρεται στους δεξαμενισμούς που γίνονται κάθε πέντε χρόνια. Εξηγεί το έργο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών και προτρέπει τους νέους να κάνουν το βήμα προς τη θάλασσα «αφού τα χρήματα είναι πολύ καλά. Οι ωκεανοί είναι γεμάτοι κινδύνους μα και μεγάλες ευκαιρίες» όπως δηλώνει.
Στη Λάρισα, δεν συνηθίζεται να μιλάμε για πλοία. Το κάνει ο Ζήσης Στυλιανός όταν περνάει από τον τόπο του. Όταν βρίσκει χρόνο δηλαδή μεταξύ ταξιδιών σε Κίνα, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, ΗΠΑ, Λονδίνο.
Συναντά ειδικούς στη ναυτιλία, στο εμπόριο και την οικονομία. Πάντα όμως έχει στο νου του τους δικούς του ανθρώπους, τους οποίους συμβουλεύεται, μα πάντα στο τέλος αφήνει το ένστικτό του να τον καθοδηγήσει. «Δεν μ’ έχει προδώσει ποτέ» καταλήγει με σιγουριά.
Του Κώστα Γκιάστα
e-nautilia.gr