Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Χ Ω Ρ Ι Α Τ Α Μ Α Ν Α


Του Κ. Καραγιαννίδη

Θαρρώ πως δόξα και τιμή σε κάθε μάνα πρέπει,
ο που ‘χει μάτια ανοιχτά κι αυτά που κάνει βλέπει.
Ιδίως αν αγρότισσα ήτανε κάποιου η μάνα,
που λόγω βιασ’ δεν άκουγε εσπερινού καμπάνα.

 

Η μέρα άρχιζε γι’ αυτή πολύ πριν ξημερώσει,
δουλειές δεν τέλειωναν ποτέ, κι ας είχε πια νυχτώσει.

Στις πέντε η ώρα το πρωί έπρεπε να ζυμώσει,
τη ζύμη μες στη σκάφη πολλάκις να διπλώσει.
Να μπαινοβγαίνουν οι γροθιές βαθιά μες στο ζυμάρι,
καθώς ιδρώτας έσταζε που μύριζε θυμάρι.

Ως να φουσκώσει το ψωμί στο φούρνο να το βάλει,
με ξύλα άναβε φωτιά, δουλειά να κάνει κι άλλη.
Με το νερό από βραδύς γεμάτο το καζάνι,
φωτιά από κάτω έβαζε μπουγάδα για να κάνει.

Ως να ζεστάνει το νερό, άναβε και τον φούρνο,
να ψήσει μέσα το ψωμί να ‘χει να φάει το τσούρμο.
Από τον φούρνο βιαστικά τα κάρβουνα να βγάλει,
να τον πανίσει τέλεια, ώστε ν’ αστράφτει πάλι.

Κι ενώ ψηνόταν το ψωμί άρχιζε τη μπουγάδα,
ακούραστη πάντα η μάνα γεμάτη με ικμάδα.
Όταν τα ρούχα άπλωνε, δεν είχε πια τελειώσει,
τον φούρνο από το ψωμί έπρεπε να κενώσει.

Στο ένα χέρι το ψωμί στο άλλο το λαγήνι
το δρόμο έπαιρνε μετά για το χωράφι εκείνη.
Ο σύζυγος και τα παιδιά τη μάνα καρτερούσαν,
ψωμί να φαν, νερό να πιούν καθώς πολύ διψούσαν.

Η μάνα με χαμόγελο έπαιρνε την αξίνα,
και πάλι πρώτη για δουλειά ακούραστη ξεκίνα !

Κι όταν τελείωνε η δουλειά που είχε στο χωράφι,
να μαγειρέψει έπρεπε να φάει το σινάφι.
Ρίχνει μια χούφτα τραχανά μέσα στην κατσαρόλα,
που έφτανε για τους γονείς και τα παιδιά της όλα.

Πέντε έξι τα παιδιά που είχε να μεγαλώσει,
ρούχα να έχουν καθαρά, κάποια να τα μπαλώσει.
Μ’ ένα μικρό στην αγκαλιά και τ’ άλλο απ’ το χέρι,
από τον πόνο ένιωθε στη μέση ένα μαχαίρι !

Αφιερωμένο στη μάνα μου και στη μάνα σου.

Κ. Καραγιαννίδης 16 – 10 – 2023