Σε κάθειρξη 8 ετών και 9 μηνών καταδικάστηκε 35χρονος που κάθισε στο εδώλιο...
του Μικτού Ορκωτού Δικαστήριο Θεσσαλονίκης κατηγορούμενος για τη δολοφονία της 71 ετών μητέρας του, την οποία πυροβόλησε εξ επαφής με κυνηγετική καραμπίνα για να την «λυτρώσει» – όπως είπε – από τα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε.
Το Δικαστήριο τον έκρινε μεν ένοχο για ανθρωποκτονία με δόλο, δέχθηκε όμως ότι τέλεσε την πράξη του υπό συνθήκες ελαττωμένου καταλογισμού, κάνοντας δεκτή τη σχετική ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που βεβαίωνε διαταραχές ψυχικής φύσεως, ενώ του αναγνώρισε – επιπλέον – το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου. Μετά την ετυμηγορία των δικαστών ο 35χρονος επέστρεψε στο ψυχιατρικό κατάστημα κρατουμένων του Κορυδαλλού, όπου κρατείται τον τελευταίο καιρό.
Το έγκλημα- σύμφωνα με τη δικογραφία- τελέστηκε στις αρχές του περυσινού Απριλίου σε ερημική τοποθεσία στον Κορινό Πιερίας, όπου μητέρα και γιος μετέβησαν για βόλτα με ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο. Μετά τη δολοφονία ο 35χρονος επέστρεψε με τη σορό της μητέρας του στην Χαλκηδόνα Θεσσαλονίκης, όπου διέμεναν μαζί, εγκαταλείποντας το άψυχο σώμα της ηλικιωμένης κοντά στα νεκροταφεία της περιοχής. Ακολούθως, ο ίδιος, όπως ανέφερε, επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του χωρίς όμως να τα καταφέρει και περιπλανιόταν επί 20 μέρες σε διάφορες περιοχές μέχρι που εντοπίστηκε στην είσοδο πολυκατοικίας στο Φάληρο Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ομολόγησε το έγκλημα, υποστηρίζοντας ότι το έκανε για να «απελευθερώσει» τη μητέρα του.
«Προσπάθησα να την πάω μια βόλτα να αλλάξει η διάθεσή της. Φώναζε “θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω”. Με εκλιπαρούσε να την σκοτώσω. Της είπα να κοιτάξει αλλού» ανέφερε κληθείς να περιγράψει στους δικαστές πώς τράβηξε την σκανδάλη πυροβολώντας την. Όπως περιέγραψε, σκόπευε αμέσως μετά να αφαιρέσει και τη δική του ζωή. «Θεωρούσα ότι θα μπορούσα να το κάνω, τοποθέτησα το όπλο στο λαιμό, αλλά δεν τα κατάφερα» συνέχισε. Προηγουμένως αναφέρθηκε στα χρόνια προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως που αντιμετώπιζε η μητέρα του και τις απόπειρες αυτοκτονίας που είχαν προηγηθεί εκ μέρους της. «Γυρνούσε από τα ψυχιατρεία, ήταν ράκος και σε άσχημη κατάσταση. Δεν θέλαμε να πεθάνει σε κάποιο ψυχιατρείο», είπε.
Σύμφωνα με όσα απολογήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2015 όλο το βάρος έπεσε πάνω του. «Ο μπαμπάς μου ήταν το στήριγμά μου. Προσπαθούσα να σταθώ δίπλα στην μητέρα μου. Ποτέ δεν μπορούσα να απολαύσω μία έξοδο, έβαζα πάντα τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα. Το τελευταίο καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε. Μου έλεγε “θέλω να με σκοτώσεις, εάν φύγω θα είμαι ευτυχισμένη”. Το μόνο λάθος που έκανε ήταν που δεν απευθύνθηκα σε κάποιον ψυχολόγο». Ερωτηθείς για την καραμπίνα είπε ότι την κατείχε για λόγους ασφαλείας επειδή είχε προηγηθεί διάρρηξη στο σπίτι τους κι ότι την έκρυβε στο αυτοκίνητο για να μην την πάρει η η μητέρα του. «Δεν ξέρω εάν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου χωρίς ψυχολογική στήριξη», ανέφερε ολοκληρώνοντας την απολογία του.
Το έγκλημα- σύμφωνα με τη δικογραφία- τελέστηκε στις αρχές του περυσινού Απριλίου σε ερημική τοποθεσία στον Κορινό Πιερίας, όπου μητέρα και γιος μετέβησαν για βόλτα με ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο. Μετά τη δολοφονία ο 35χρονος επέστρεψε με τη σορό της μητέρας του στην Χαλκηδόνα Θεσσαλονίκης, όπου διέμεναν μαζί, εγκαταλείποντας το άψυχο σώμα της ηλικιωμένης κοντά στα νεκροταφεία της περιοχής. Ακολούθως, ο ίδιος, όπως ανέφερε, επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του χωρίς όμως να τα καταφέρει και περιπλανιόταν επί 20 μέρες σε διάφορες περιοχές μέχρι που εντοπίστηκε στην είσοδο πολυκατοικίας στο Φάληρο Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ομολόγησε το έγκλημα, υποστηρίζοντας ότι το έκανε για να «απελευθερώσει» τη μητέρα του.
«Προσπάθησα να την πάω μια βόλτα να αλλάξει η διάθεσή της. Φώναζε “θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω”. Με εκλιπαρούσε να την σκοτώσω. Της είπα να κοιτάξει αλλού» ανέφερε κληθείς να περιγράψει στους δικαστές πώς τράβηξε την σκανδάλη πυροβολώντας την. Όπως περιέγραψε, σκόπευε αμέσως μετά να αφαιρέσει και τη δική του ζωή. «Θεωρούσα ότι θα μπορούσα να το κάνω, τοποθέτησα το όπλο στο λαιμό, αλλά δεν τα κατάφερα» συνέχισε. Προηγουμένως αναφέρθηκε στα χρόνια προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως που αντιμετώπιζε η μητέρα του και τις απόπειρες αυτοκτονίας που είχαν προηγηθεί εκ μέρους της. «Γυρνούσε από τα ψυχιατρεία, ήταν ράκος και σε άσχημη κατάσταση. Δεν θέλαμε να πεθάνει σε κάποιο ψυχιατρείο», είπε.
Σύμφωνα με όσα απολογήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2015 όλο το βάρος έπεσε πάνω του. «Ο μπαμπάς μου ήταν το στήριγμά μου. Προσπαθούσα να σταθώ δίπλα στην μητέρα μου. Ποτέ δεν μπορούσα να απολαύσω μία έξοδο, έβαζα πάντα τον εαυτό μου σε δεύτερη μοίρα. Το τελευταίο καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε. Μου έλεγε “θέλω να με σκοτώσεις, εάν φύγω θα είμαι ευτυχισμένη”. Το μόνο λάθος που έκανε ήταν που δεν απευθύνθηκα σε κάποιον ψυχολόγο». Ερωτηθείς για την καραμπίνα είπε ότι την κατείχε για λόγους ασφαλείας επειδή είχε προηγηθεί διάρρηξη στο σπίτι τους κι ότι την έκρυβε στο αυτοκίνητο για να μην την πάρει η η μητέρα του. «Δεν ξέρω εάν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου χωρίς ψυχολογική στήριξη», ανέφερε ολοκληρώνοντας την απολογία του.