Ποτέ δεν κατάλαβα, για να είμαι ειλικρινής, τον σκεπτικισμό πολλών
''διαλαλητών'' κριτικής - σε λογοτεχνικό επίπεδο - απέναντι στον
διδακτισμό, έστω κι αν είναι έμμεσος αυτός, δεν ταυτίζεται με την
ηθικολογία (που είναι αλληλένδετη, ενίοτε, με τη σεμνοτυφία και την
υποκρισία) και δίνεται χωρίς δασκαλίστικο τόνο.
Έστω κι αν...
Έστω κι αν...
είναι
προϊόν της αρμονικής συνύπαρξης Λογοτεχνίας και Παιδαγωγικής και όχι
στείρας διδαχής που αλληλεπιδρά με την παθητική διαδικασία του
αναγνώστη. Έστω κι αν δε συνοδεύεται από ''ξύλινη'' γλώσσα,
τυποποιημένες αντιλήψεις και στερεότυπα, αλλά έχει την αυθορμησία της
ειλικρινούς μετάγγισης αξιών ειδικά όταν πρόκειται για εθνικά, κοινωνικά
ή και εκπαιδευτικά θέματα, αφού η αναμόρφωση της εκπαίδευσης ήταν και
είναι μόνιμη έγνοια λίγων και εκλεκτών λογοτεχνών.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861-1920) - ''δημοδιδάσκαλος'', συγγραφέας και δημοσιογράφος - γνωστός περισσότερο για το εκλεκτό μυθιστόρημά του ''Πατούχας'' (όπου σμίγουν ιδανικά το ηθογραφικό, ψυχογραφικό και χιουμοριστικό στοιχείο), παρά για το έργο του ''Όταν ήμουν δάσκαλος''.
Το εφηβικό (μικρής έκτασης) μυθιστόρημά του που κινείται σε πλαίσιο παιδαγωγικό, έχει τόνο διδακτικό, ταυτίζεται με την παιδαγωγική αλληλεπίδραση και επικεντρώνεται θεματολογικά στις σχέσεις δασκάλων-μαθητών, γονέων-μαθητών και μαθητών μεταξύ τους, με κλίμακα αφήγησης τις εμπειρίες ενός νεαρού δασκάλου σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης.
Τόπο διαδραμάτισης της υπόθεσης, όπου ξετυλίγονται οι διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών αναδεικνύοντας την εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Κονδυλάκης δεν επιλέγει τυχαία τους ήρωές του: Τον πρώτο (ήρεμο και δημοκρατικό δάσκαλο, αλλά ανεύθυνο και ανεπαρκή γνωστικά, ο οποίος υποκρίνεται ότι κινείται στο πνεύμα των Rousseau, Comenius, Pestalozzi και λοιπών θιασωτών του παιδοκεντρισμού, με αποτέλεσμα να αφήνει ατιμώρητους τους μαθητές του και να προσπαθεί να επιβιώσει στην άναρχη τάξη στηριζόμενος στο φιλότιμο και την καλή θέλησή τους) και τον δεύτερο (άριστα καταρτισμένο, αλλά αγχώδη, συντηρητικό και αυταρχικό, που καταχράται την εξουσία του έχοντας ψωμοτύρι τις σωματικές τιμωρίες σε βάρος των μαθητών του).
Προφανώς το μήνυμα που θέλει να στείλει ο συγγραφέας είναι διττό: Από τη μια ότι η ατιμωρησία οδηγεί σε αναρχία και διάλυση της σχολικής τάξης κι από την άλλη ότι η χρήση μεθόδων βίας του δασκάλου στους μαθητές τη μετατρέπουν σε κολαστήριο.
Με δεδομένα αυτά, η θέση του Κονδυλάκη (βάσει των μηνυμάτων που περνά σε διδακτικό τόνο) είναι η ενσυνείδητη πειθαρχία και η ανάγκη για διαμόρφωση υγιών διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ δασκάλων-μαθητών-γονέων και υπηρεσιακών παραγόντων, στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου.
Είναι, επίσης, η συνεχής και ποιοτική βελτίωση της παιδαγωγικής, γνωστικής και επικοινωνιακής ικανότητας των εκπαιδευτικών στη βάση που ο ίδιος ορίζει με τα λόγια ενός από τους δασκάλους προς τους μαθητές του:
''Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος • να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς· να με σέβεσθε και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. Μερικοί από σας άλλως τε κοντεύει να έχετε την ηλικίαν μου. Έως χθες ήμουν και εγώ μαθητής και δεν επιθυμώ να με μισήσετε, όπως εμίσησα εγώ μερικούς από τους δασκάλους μου. Δεν θ' απαιτώ να μαθαίνετε μεγάλα πράγματα, τα οποία να μη σας αφήνουν καιρόν να παίζετε, ως απαιτεί η ηλικία σας. Αλλά τα ολίγα αυτά εννοώ να τα μαθαίνετε καλά. Φρονώ ότι με το γλυκύ θα κάμωμεν καλύτερα την εργασίαν μας, ενώ οι άλλοι δασκάλοι νομίζουν απαραίτητον το ξύλον και τας ύβρεις. Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δασκάλοι''.
Η αλλαγή νοοτροπίας στους εκπαιδευτικούς - για τον Κονδυλάκη - ήταν απαιτητή και σηματοδοτούσε την αλλαγή εποχής στην Εκπαίδευση, ώστε να πάψουν να εφαρμόζονται ''σαδιστικές'' μέθοδοι διδασκαλίας προς τιθάσευση των ανυπότακτων μαθητών και ανάδειξη της δικής τους αυθεντίας (σ.σ: Το τελευταίο το επέκρινε - στο δοκίμιό του ''Τα παιδιά με τα κλωνάρια'' - και ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης επικρίνοντας τους εξουσιομανείς και νομιζόμενους σοφούς [''αυθεντίες''] εκπαιδευτικούς λέγοντας:
''Πάει ο καιρός όπου ένα επιτήδειο μηδενικό απαιτούσε το σεβασμό, επειδή κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια καθέδρα. Όλο και περισσότερο από δω κι εμπρός ο διδάσκων θα κρίνεται, ο ηγέτης θα ελέγχεται, ο γονιός θα πρέπει να δείχνεται άξιος της αποστολής του''.
Για να επανέλθω όμως στον Ιωάννη Κονδυλάκη, σημειώνω ότι ενδεικτικό moto της νέας εποχής που ονειρευόταν για την ελληνική Εκπαίδευση του 20ου αι. (εποχής μεταβατικής από τον δασκαλοκεντρισμό στον μαθητοκεντρισμό), είναι η ειλικρινής ομολογία του.
Μια ομολογία που περιγράφει αδρά την εξουσιαστική συμπεριφορά (ως μέθοδο διδασκαλίας) των εκπαιδευτικών της εποχής του και τη συναισθηματική αντίδραση τη δική του:
''Η αλήθεια είναι ότι, ως μαθητής, εθαύμαζα ενίοτε την εξουσία εκείνων, οίτινες ηδύναντο ανεξελέγκτως να ξυλοκοπούν και να προβιβάζουν, να δίνουν μηδενικά και να τραβούν αυτιά • αλλά δεν επόθησα ποτέ να γίνω τόσον μισητός τύραννος.
- Δάσκαλος! δάσκαλος! Τους παραχόρτασα''.
Και μαζί μ' αυτούς, ο ευφυολόγος Κονδυλάκης παραχόρτασε και τις λεκτικές ακρότητες των συγγραφέων συναδέλφων του (θιασώτες της ''μαλλιαρής Δημοτικής''), για να φτάσει να τους αποκαλεί ''μαλλιαρούς, παίρνοντας αφορμή από την εικόνα του μακρυμάλλη γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη.
Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, οι δοκιμασίες των μαθητών (που είχαν αφετηρία την αξίωση σεβασμού στον δάσκαλο που τους ξυλοφόρτωνε με την έπαρση της από καθέδρας αυθεντίας) περιορίστηκαν και εξαλείφθηκαν, για να μην πω ότι έφτασαν να οδηγούν - επί των ημερών μας - σε αντιστροφή συνθηκών και ρόλων.
Κι αυτό γιατί οι σημερινοί μαθητές ''μορφώνονται'' χωρίς να διαπαιδαγωγούνται (εξ ού και η ανάγκη για ήπιο διδακτικό πνεύμα στα σχολικά βιβλία και όχι μόνο, προς αποκατάσταση του ελλείμματος ηθικών και εθνικών αξιών στην αχαλίνωτη μερίδα της μαθητικής νεολαίας η οποία έχει αποπροσανατολιστεί (με υπαιτιότητα συχνά της οικογένειας), με αποτέλεσμα να... ''επικοινωνεί'' θορυβωδώς, προκλητικά και δια της βίας, συκοφαντώντας την υπόλοιπη που αγωνίζεται.
Αγωνίζεται βουβά νυχθημερόν στο σπίτι, το σχολείο και τα Εξεταστικά Κέντρα Πανελλαδικών Εξετάσεων, με στόχο να ανασυντάξει τον κόσμο της και να ευδοκιμήσει έχοντας την επίγνωση αυτού που λέει σε ένα δοκίμιό του ο συγγραφέας Ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης (''Τα παιδιά με τα κλωνάρια''):
'' [...] Οι θρασείς θα φύγουν • θα τους αποβάλει μονάχο του το σώμα της αυριανής κοινωνίας, γιατί χρειάζεται πάντα ένας εσωτερικός νόμος, ένα ηθικό μέτρο που να οργανώνει τη συμβίωση''...
Κρινιώ Καλογερίδου
Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861-1920) - ''δημοδιδάσκαλος'', συγγραφέας και δημοσιογράφος - γνωστός περισσότερο για το εκλεκτό μυθιστόρημά του ''Πατούχας'' (όπου σμίγουν ιδανικά το ηθογραφικό, ψυχογραφικό και χιουμοριστικό στοιχείο), παρά για το έργο του ''Όταν ήμουν δάσκαλος''.
Το εφηβικό (μικρής έκτασης) μυθιστόρημά του που κινείται σε πλαίσιο παιδαγωγικό, έχει τόνο διδακτικό, ταυτίζεται με την παιδαγωγική αλληλεπίδραση και επικεντρώνεται θεματολογικά στις σχέσεις δασκάλων-μαθητών, γονέων-μαθητών και μαθητών μεταξύ τους, με κλίμακα αφήγησης τις εμπειρίες ενός νεαρού δασκάλου σε ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης.
Τόπο διαδραμάτισης της υπόθεσης, όπου ξετυλίγονται οι διαπροσωπικές σχέσεις των πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών αναδεικνύοντας την εκπαιδευτική πραγματικότητα στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Κονδυλάκης δεν επιλέγει τυχαία τους ήρωές του: Τον πρώτο (ήρεμο και δημοκρατικό δάσκαλο, αλλά ανεύθυνο και ανεπαρκή γνωστικά, ο οποίος υποκρίνεται ότι κινείται στο πνεύμα των Rousseau, Comenius, Pestalozzi και λοιπών θιασωτών του παιδοκεντρισμού, με αποτέλεσμα να αφήνει ατιμώρητους τους μαθητές του και να προσπαθεί να επιβιώσει στην άναρχη τάξη στηριζόμενος στο φιλότιμο και την καλή θέλησή τους) και τον δεύτερο (άριστα καταρτισμένο, αλλά αγχώδη, συντηρητικό και αυταρχικό, που καταχράται την εξουσία του έχοντας ψωμοτύρι τις σωματικές τιμωρίες σε βάρος των μαθητών του).
Προφανώς το μήνυμα που θέλει να στείλει ο συγγραφέας είναι διττό: Από τη μια ότι η ατιμωρησία οδηγεί σε αναρχία και διάλυση της σχολικής τάξης κι από την άλλη ότι η χρήση μεθόδων βίας του δασκάλου στους μαθητές τη μετατρέπουν σε κολαστήριο.
Με δεδομένα αυτά, η θέση του Κονδυλάκη (βάσει των μηνυμάτων που περνά σε διδακτικό τόνο) είναι η ενσυνείδητη πειθαρχία και η ανάγκη για διαμόρφωση υγιών διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ δασκάλων-μαθητών-γονέων και υπηρεσιακών παραγόντων, στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου.
Είναι, επίσης, η συνεχής και ποιοτική βελτίωση της παιδαγωγικής, γνωστικής και επικοινωνιακής ικανότητας των εκπαιδευτικών στη βάση που ο ίδιος ορίζει με τα λόγια ενός από τους δασκάλους προς τους μαθητές του:
''Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος • να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς· να με σέβεσθε και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. Μερικοί από σας άλλως τε κοντεύει να έχετε την ηλικίαν μου. Έως χθες ήμουν και εγώ μαθητής και δεν επιθυμώ να με μισήσετε, όπως εμίσησα εγώ μερικούς από τους δασκάλους μου. Δεν θ' απαιτώ να μαθαίνετε μεγάλα πράγματα, τα οποία να μη σας αφήνουν καιρόν να παίζετε, ως απαιτεί η ηλικία σας. Αλλά τα ολίγα αυτά εννοώ να τα μαθαίνετε καλά. Φρονώ ότι με το γλυκύ θα κάμωμεν καλύτερα την εργασίαν μας, ενώ οι άλλοι δασκάλοι νομίζουν απαραίτητον το ξύλον και τας ύβρεις. Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δασκάλοι''.
Η αλλαγή νοοτροπίας στους εκπαιδευτικούς - για τον Κονδυλάκη - ήταν απαιτητή και σηματοδοτούσε την αλλαγή εποχής στην Εκπαίδευση, ώστε να πάψουν να εφαρμόζονται ''σαδιστικές'' μέθοδοι διδασκαλίας προς τιθάσευση των ανυπότακτων μαθητών και ανάδειξη της δικής τους αυθεντίας (σ.σ: Το τελευταίο το επέκρινε - στο δοκίμιό του ''Τα παιδιά με τα κλωνάρια'' - και ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης επικρίνοντας τους εξουσιομανείς και νομιζόμενους σοφούς [''αυθεντίες''] εκπαιδευτικούς λέγοντας:
''Πάει ο καιρός όπου ένα επιτήδειο μηδενικό απαιτούσε το σεβασμό, επειδή κατάφερε να σκαρφαλώσει σε μια καθέδρα. Όλο και περισσότερο από δω κι εμπρός ο διδάσκων θα κρίνεται, ο ηγέτης θα ελέγχεται, ο γονιός θα πρέπει να δείχνεται άξιος της αποστολής του''.
Για να επανέλθω όμως στον Ιωάννη Κονδυλάκη, σημειώνω ότι ενδεικτικό moto της νέας εποχής που ονειρευόταν για την ελληνική Εκπαίδευση του 20ου αι. (εποχής μεταβατικής από τον δασκαλοκεντρισμό στον μαθητοκεντρισμό), είναι η ειλικρινής ομολογία του.
Μια ομολογία που περιγράφει αδρά την εξουσιαστική συμπεριφορά (ως μέθοδο διδασκαλίας) των εκπαιδευτικών της εποχής του και τη συναισθηματική αντίδραση τη δική του:
''Η αλήθεια είναι ότι, ως μαθητής, εθαύμαζα ενίοτε την εξουσία εκείνων, οίτινες ηδύναντο ανεξελέγκτως να ξυλοκοπούν και να προβιβάζουν, να δίνουν μηδενικά και να τραβούν αυτιά • αλλά δεν επόθησα ποτέ να γίνω τόσον μισητός τύραννος.
- Δάσκαλος! δάσκαλος! Τους παραχόρτασα''.
Και μαζί μ' αυτούς, ο ευφυολόγος Κονδυλάκης παραχόρτασε και τις λεκτικές ακρότητες των συγγραφέων συναδέλφων του (θιασώτες της ''μαλλιαρής Δημοτικής''), για να φτάσει να τους αποκαλεί ''μαλλιαρούς, παίρνοντας αφορμή από την εικόνα του μακρυμάλλη γλωσσολόγου και λογοτέχνη Γιάννη Ψυχάρη.
Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, οι δοκιμασίες των μαθητών (που είχαν αφετηρία την αξίωση σεβασμού στον δάσκαλο που τους ξυλοφόρτωνε με την έπαρση της από καθέδρας αυθεντίας) περιορίστηκαν και εξαλείφθηκαν, για να μην πω ότι έφτασαν να οδηγούν - επί των ημερών μας - σε αντιστροφή συνθηκών και ρόλων.
Κι αυτό γιατί οι σημερινοί μαθητές ''μορφώνονται'' χωρίς να διαπαιδαγωγούνται (εξ ού και η ανάγκη για ήπιο διδακτικό πνεύμα στα σχολικά βιβλία και όχι μόνο, προς αποκατάσταση του ελλείμματος ηθικών και εθνικών αξιών στην αχαλίνωτη μερίδα της μαθητικής νεολαίας η οποία έχει αποπροσανατολιστεί (με υπαιτιότητα συχνά της οικογένειας), με αποτέλεσμα να... ''επικοινωνεί'' θορυβωδώς, προκλητικά και δια της βίας, συκοφαντώντας την υπόλοιπη που αγωνίζεται.
Αγωνίζεται βουβά νυχθημερόν στο σπίτι, το σχολείο και τα Εξεταστικά Κέντρα Πανελλαδικών Εξετάσεων, με στόχο να ανασυντάξει τον κόσμο της και να ευδοκιμήσει έχοντας την επίγνωση αυτού που λέει σε ένα δοκίμιό του ο συγγραφέας Ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης (''Τα παιδιά με τα κλωνάρια''):
'' [...] Οι θρασείς θα φύγουν • θα τους αποβάλει μονάχο του το σώμα της αυριανής κοινωνίας, γιατί χρειάζεται πάντα ένας εσωτερικός νόμος, ένα ηθικό μέτρο που να οργανώνει τη συμβίωση''...
Κρινιώ Καλογερίδου