Σαν σήμερα το 1014, ο Αυτοκρατωρ Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, εξολοθρεύει τους Βούλγαρους στην μαχη του Κλειδιού (μεταξύ Σερρών και Μελενίκου). Οι Βούλγαροι υπό τον τσάρο Σαμουηλ υπόκεινται σε πραγματική πανωλεθρία και ο Σαμουήλ μόλις που προλαβαίνει να διασωθεί.
Σαν προδότες αντιμετώπισε τους Βούλγαρους ο Αυτοκρατωρ και αφού τους εξολόθρευσε, τύφλωσε όλους του αιχμάλωτους (15.000), αφήνοντας ενα μονόφθαλμο ανα 100, ωστε να τους οδηγήσει πίσω, τιμωρώντας τους ούτω για όλα τα δεινά που είχαν προκαλέσει στην αυτοκρατορία τόσους αιώνες! Ο Σαμουηλ πέθανε δυο μήνες μετά απο την στενοχώρια του…
Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και έληξε με τη νίκη των Βυζαντινών. Διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των οροσειρών της Κερκίνης και του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία).
Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων.
Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε δύο μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Ιστορική αναδρομή προ της μάχης
Η μάχη αποτέλεσε το αποκορύφωμα της 50χρονης διαμάχης μεταξύ του Σαμουήλ της Βουλγαρίας και του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου και έληξε με τη νίκη των Βυζαντινών. Διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ των οροσειρών της Κερκίνης και του Δυτικού Ορβήλου, κοντά στο χωριό Κλειδίον (σήμερα στη Βουλγαρία).
Η αποφασιστική μάχη έγινε στις 29 Ιουλίου, με επίθεση των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Ξιφία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των Βουλγάρων.
Αυτή η μάχη αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Βούλγαρους. Οι Βούλγαροι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν και τυφλώθηκαν μετά από διαταγή του Βασιλείου Β’, ο οποίος αργότερα πήρε το όνομα «Βουλγαροκτόνος». Ο Σαμουήλ επέζησε από τη μάχη, αλλά πέθανε δύο μήνες αργότερα, από καρδιακή ανεπάρκεια. Θεωρείται πώς πέθανε όταν είδε τους τυφλούς Βούλγαρους στρατιώτες.
Ιστορική αναδρομή προ της μάχης
Οι δραστηριότητες του Σαμουήλ, που αυτοονομάστηκε «τσάρος Βουλγάρων και Ρωμαίων», δεν άφησαν αδιάφορο τον πολεμιστή Βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ενηλικιωθεί, και αποφάσισε να αναλάβει προσωπικό πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων (981).
Ο Βασίλειος Β΄, μετά κάποιες αποτυχημένες εκστρατείες και στάσεις των αυλικών του, όπως εκείνες των στρατηγών Βάρδα Σκληρού και Βάρδα Φωκά, εφάρμοσε την τακτική του συνεχούς πολέμου εναντίον των Βουλγάρων και έτσι δεν άφηνε χρονικά περιθώρια στον Σαμουήλ να ανασυντάσσει τις δυνάμεις του.
Αρχικά, ο Βασίλειος Β΄, είχε στραφεί τόσο στον γαμπρό τον τσάρο του Κιέβου Βλαδίμηρο, ο οποίος του έστειλε 6.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες προκειμένου να καταστείλει τις στάσεις των φιλόδοξων στρατηγών, όσο και στον ηγεμόνα της Ζέτας, τον Γιόβαν Βλάντιμιρ (Jovan Vladimir, 990-1016), για να εξασφαλίσει συμμαχίες, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την άφιξη μιας σερβικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη το 992.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απερίσπαστος, στράφηκε εναντίον των Βουλγάρων και οι επιτυχίες του άρχισαν να έρχονται η μια μετά την άλλη. Οι νίκες άρχισαν στον Σπερχειό, όπου ο ικανός Βυζαντινός στρατηγός και δομέστιχος των Σχολών της Δύσης, ο Νικηφόρος Ουρανός, κατατρόπωσε τα στρατεύματα του Σαμουήλ (996). Στη συνέχεια, μετά πολλές μικρές μάχες, καταλήψεις και ανακαταλήψεις πόλεων, που δεν ενδιαφέρουν τη μελέτη μας, ο τελευταίος και αποτελεσματικός πόλεμος των Βυζαντινών εναντίον του Σαμουήλ έγινε το 1014.
Η μάχη
Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Κλειδί (Κλιούτς, 29 Ιουλίου 1014), μια στενωπό μεταξύ των οροσειρών Μπέλλες (Κερκίνη) και Ογκραζντέν, που είναι το στενότερο σημείο στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα (Στρώμνιτσα).
Εκεί οι Βούλγαροι έπαθαν πραγματική πανωλεθρία, αφού πλευροκοπήθηκαν από τον Βυζαντινό στρατηγό της Φιλιππούπολης τον Νικηφόρο Ξιφία, ο οποίος με τον στρατό του παρέκαμψε το όρος Βαλαθίστα ή Βαλασίτζα (Μπέλες) και βρέθηκε στα νώτα των Βουλγάρων. Η ταυτόχρονη επίθεση του Βασιλείου Β΄ ολοκλήρωσε την καταλυτική νίκη των Βυζαντινών. Χιλιάδες Βούλγαροι στρατιώτες νεκροί και τουλάχιστον 15.000 αιχμάλωτοι, ενώ ο ίδιος ο Σαμουήλ μόλις διέφυγε την αιχμαλωσία.
Ο Βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Κεδρηνός, στη Σύνοψη Ιστοριών του, αναφέρει ότι ο Βασίλειος Β΄, αφού έβαλε σε παράταξη τους χιλιάδες αιχμαλώτους, τους κατένειμε σε εκατοντάδες και τύφλωνε τους 99 κάθε εκατοντάδας, ενώ άφηνε τον 100ό μονόφθαλμο για να οδηγεί τους 99, πίσω στον Σαμουήλ στην πρωτεύουσά του το Πρίλεπ. Ο Βούλγαρος τσάρος, όταν τους συνάντησε, συγκλονίστηκε από το οικτρό κατάντημα του άλλοτε αξιόμαχου στρατού του και πέθανε από τη λύπη του στις 6 Οκτωβρίου 1016.
Μετά την αποφασιστική μάχη στο Κλειδί και τη σαρωτική νίκη των Βυζαντινών εναντίον των Βουλγάρων έπαψε να υπάρχει οργανωμένος βουλγαρικός στρατός για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς. Παρ’ όλα αυτά χρειάστηκαν ακόμα τέσσερα χρόνια αγώνων για την οριστική υποταγή της Βουλγαρίας.
Η ποινή της τύφλωσης
Η ωμή ποινή της τύφλωσης των αιχμαλώτων που επέβαλε ο Βασίλειος Β΄, ο οποίος έκτοτε ονομαζόταν Βουλγαροκτόνος, υποδηλώνει ότι ο αυτοκράτορας τιμώρησε τους Βούλγαρους ως επαναστάτες εναντίον του νόμιμου Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Θεωρούσε ότι η Βουλγαρία, μετά το τέλος του Βυζαντινορωσικού πολέμου (971) αποτελούσε τμήμα και επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και απλώς ένας επαναστάτης από τη Δυτική Βουλγαρία, ο Σαμουήλ, σφετερίστηκε τον θρόνο και ξεσήκωσε τους Βούλγαρους εναντίον της νόμιμης αρχής.
Με αυτό το σκεπτικό, δεν τους θεώρησε σαν αιχμαλώτους ξένου εχθρικού κράτους, αλλά σαν δικούς του υπηκόους και γι’ αυτό τον λόγο τους τιμώρησε με τύφλωση και ακρωτηριασμό, ποινές, που σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο, επιβάλλονταν σε πολίτες της αυτοκρατορίας.
Ο Αυτοκρατωρ απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1025, αφήνοντας την αυτοκρατορία ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ!
Και μια ιστορία:
Όταν οι Έλληνες ανέκτησαν την Πόλη από τούς Λατίνους το 1261, βρήκαν πεταμένο στο νεκροταφείο, ένα σκελετό στον οποίο οι Φράγκοι είχαν βάλει περιπαικτικά στο στόμα μία φλογέρα. Δίπλα στον σκελετό, ήταν παραβιασμένος και συλημένος ένας τάφος με μία επιγραφή πού έγραφε: «Βασίλειος Πιστός Εν Χριστώ Τω Θεώ Βασιλεύς Αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Τόσο πολύ τους είχε στιγματίσει, που και νεκρός τους ενοχλούσε!
Ήταν ο σκελετός του ανθρώπου, πού έμελλε να δώσει στο Ελληνικό Μεσαιωνικό κράτος την μεγαλύτερη δόξα πού γνώρισε ποτέ.
Ήταν ο άνθρωπος πού πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου μέχρι τα βαθιά του γεράματα, έσωσε την Μακεδονία από τούς Βούλγαρους εισβολείς, απώθησε τούς Άραβες και Αιγύπτιους από την Μικρά Ασία, τούς Σαρακηνούς από την Καλαβρία και εκείνος πού κυνήγησε αλύπητα την παντοδύναμη αριστοκρατία προς όφελος των ακτημόνων και των αδυνάτων, ενώ παράλληλα γέμισε τα ταμεία του κράτους.
Το κράτος του ήταν οικονομικά παντοδύναμο, με εξαγωγές ειδών πολλαπλάσιες από τις εισαγωγές. Αναφέρεται δε, ότι ο φόρος πού πλήρωναν τα εμπορικά πλοία κατά την έξοδό τους από τα στενά του Ελλησπόντου ήταν τετραπλάσιος, από τον φόρο πού πλήρωναν κατά την είσοδό τους στα στενά.
Ο Βασίλειος ο Μακεδών ήταν εκείνος πού εκχριστιάνισε τούς Ρώσους θέτοντας έτσι τα θεμέλια του πολιτισμού τους.
Βασανιζόταν από το στίγμα της μητέρας του (η Θεοφανώ σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς πιθανόν γνώριζε ή συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ και του πρώτου συζύγου της Ρωμανού και αποδεδειγμένα ήταν συνεργός στην δολοφονία και του δεύτερου συζύγου της και επόμενου αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, από τον εραστή της Ιωαννη Τσιμισκή), γεγονός το οποίο τον συγκράτησε από την πολυτέλεια, την χλιδή, την επίδειξη και τον εμπόδισε να εμπιστευθεί γυναίκα ως σύντροφο στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Έζησε όλη του την ζωή ως απλός στρατιώτης και ετάφη χωρίς πομπές και επισημότητες.