Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Μισθοφόροι του κόσμου: Οι μισθοφορικοί στρατοί μετά τον Β’ ΠΠ


Εκτός από τη Βαράγγειο Φρουρά του Βυζαντίου, άλλα διάσημα μισθοφορικά σώματα ήταν και είναι η Γαλλική και η Ισπανική Λεγεώνα των Ξένων, καθώς και η Ελβετική Φρουρά του Βατικανού.

Η... 

 

Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων ιδρύθηκε στις 9 Μαρτίου 1831 με διάταγμα του βασιλιά Λουδοβίκου-Φίλιππου, κατόπιν πρότασης του υπουργού των Στρατιωτικών στρατηγού Σουλτ, άλλοτε στρατάρχη του Ναπολέοντος, σε μια προσπάθεια να διοχετευτεί πλεονάζον (και όχι ιδιαίτερα υψηλής ηθικής στάθμης) ανθρώπινο δυναμικό σε αποικιακούς πολέμους στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Αλγερία.

Στις τάξεις της γίνονταν αρχικά δεκτοί οι πάντες, και ανάμεσά τους πρώην Γερμανοί και Ελβετοί στρατιώτες, ληστές, δολοφόνοι, φυγόδικοι, τυχοδιώκτες και κάθε λογής περιθωριακοί, αλλά και ρομαντικοί νεαροί που διψούσαν για περιπέτεια και ταξίδια σε εξωτικές χώρες, καθώς και όσοι ήθελαν να δοξάσουν το όνομα της Γαλλίας. Η λεγεώνα αρχικά οργανώθηκε σε 5 τάγματα κατά το πρότυπο του γαλλικού πεζικού. Κάθε τάγμα διέθετε 8 λόχους δυνάμεως 112 αντρών έκαστος.

Οι μάχες της Λεγεώνας ενάντια στους σκληροτράχηλους Άραβες της Αφρικής έχουν μείνει ιστορικές. Οι άγριες φυλές Αράβων και Βερβέρων έκαναν την εποχή εκείνη συστηματικό ανταρτοπόλεμο στο εσωτερικό της Αλγερίας, ενώ στα παράλια της Μπαρμπαριάς οι πειρατές παρενοχλούσαν όχι μόνο τα γαλλικά, αλλά όλα τα εμπορικά πλοία. Η πρώτη μεγάλη μάχη της Λεγεώνας έγινε τον Απρίλιο του 1832 στο Μεζόν Καρέ, συνοικία σήμερα του Αλγερίου, και κράτησε τρεις μέρες. Το αποτέλεσμα ήταν να τραπούν σε φυγή οι Άραβες, το 3ο τάγμα της Λεγεώνας όμως έχασε τους μισούς άντρες του.

Εκεί γεννήθηκε και το δόγμα: «Αν δεχθείς επίθεση, μένεις και πολεμάς σαν να μην υπάρχει ελπίδα. Ποτέ μη συλληφθείς ζωντανός και ποτέ μην παραδοθείς». Όποιος είχε την ατυχία να συλληφθεί, παραδιδόταν στις γυναίκες των Αράβων, οι οποίες τον παλούκωναν πάνω στο έδαφος ανάσκελα. Στη συνέχεια του έκοβαν τα ρούχα και μετά από μισής ώρας ερωτικά παιχνίδια τον ευνούχιζαν. Με μεγάλη προσοχή ώστε να μην του κόψουν κάποια φλέβα και τελειώσει πρόωρα η διασκέδασή τους, του έκοβαν τα βλέφαρα, τα δάχτυλα, τις ρώγες και άρχιζαν να τον γδέρνουν.

Καθώς το νευρικό σύστημα κατέρρεε και τα μικρά τραύματα πονούσαν λιγότερο, του έκαναν όλο και βαθύτερες τομές. Ενώ ο αιχμάλωτος λιποθυμούσε σε μια λυτρωτική αναισθησία, ο εξεντερισμός του μπορούσε να προκαλέσει μια τελική κραυγή πριν το θάνατο. Οι πλέον ειδικές βασανίστριες ήταν οι μαίες. Ένας προσεκτικά μεταχειριζόμενος κρατούμενος Λεγεωνάριος άντεχε δύο μέρες. Όταν τελικά πέθαινε, του έκοβαν το κεφάλι και το τοποθετούσαν ανάμεσα στα πόδια του.

Ήταν φυσικό λοιπόν το σοκ που πάθαινε κάποιος που έβλεπε τον συμπολεμιστή του στην κατάσταση αυτή. Το αποτέλεσμα ήταν να μην έχει πλέον κανένα ηθικό ή άλλο ενδοιασμό όσον αφορά τη συμπεριφορά του προς τους Άραβες. Από τέτοια περιστατικά σίγουρα ενισχύθηκε και το σκληροτράχηλο προφίλ των Λεγεωνάριων, που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Η Γαλλική Λεγεώνα πολέμησε επίσης στο Μαρόκο, στη δυτική και κεντρική Αφρική, στο Μεξικό, στην Ινδοκίνα, στην Ευρώπη, και εξακολουθεί να πολεμά μέχρι τις μέρες μας. Η εκπαίδευση είναι κάτι παραπάνω από σκληρή, και πέρα από αυτό υπάρχει ουσιαστική απομόνωση, αφού οι άδειες είναι ελάχιστες, τουλάχιστον στην αρχή.

Το συμβόλαιο του Λεγεωνάριου είναι πενταετές και μπορεί να ανανεωθεί πριν τη λήξη του. Με το που γίνεσαι δεκτός, σου αφαιρούν το διαβατήριο και στο επιστρέφουν μόλις λήξει η σύμβαση. Ο μισθός ξεκινά από μόλις 1.200 ευρώ και φτάνει τα 6.500 ευρώ για τον αρχιλοχία, αλλά έχει πολλές διακυμάνσεις ανάλογα με το αν υπηρετείς κοντά ή μακριά από τη Γαλλία. Διαρκούσης της αρχικής εκπαίδευσης, ο μισθός παρακρατείται και αποδίδεται στο τέλος.




Το φαγητό δεν είναι το καλύτερο και, συχνά, ελλείψει πολέμων, οι νέοι λεγεωνάριοι περνούν μεγάλα διαστήματα σε σκληρές αγγαρείες και σκοπιές. Αν κάνεις συνεχόμενα παραπτώματα ή λάθη, μπορούν να σε διώξουν, αλλά πολύ συχνές είναι και οι λιποταξίες, ειδικά σε περιόδους πριν από επικείμενο πόλεμο. Αν λιποτακτούσες παλιά, σε καταδίωκαν μέχρι να σε πιάσουν, αλλά σήμερα είναι τόση η προσφορά που δεν το κάνουν.

Η Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων αποτελεί σήμερα τη μοναδική στρατιωτική μονάδα σε όλο τον κόσμο στην οποία μπορεί να καταταγεί κάποιος, ανεξάρτητα από την εθνικότητά του, το ποινικό του μητρώο ή οποιοδήποτε άλλο νομικό εμπόδιο που θα μπορούσε να τον καταστήσει ανίκανο να υπηρετήσει στην πατρίδα του ή οπουδήποτε αλλού. Η δύναμή της ανέρχεται σε τουλάχιστον 8.000 άντρες περίπου (γυναίκες δεν γίνονται δεκτές). Ανάμεσά τους υπάρχουν και Γάλλοι, οι οποίοι χρησιμοποιώντας κάποια τεχνάσματα υποκρίνονται ότι είναι ξένης εθνικότητας και καταφέρνουν να καταταγούν.

Η Ισπανική Λεγεώνα των Ξένων ιδρύθηκε το 1920 με διάταγμα του βασιλιά Αλφόνσου του ΙΓ’, κατά τα πρότυπα της Γαλλικής. Ο σκοπός της ήταν να βοηθήσει τον ισπανικό Στρατό να κατακτήσει το βόρειο Μαρόκο σε ένα μακρόχρονο αποικιακό πόλεμο. Δεχόταν κυρίως Ισπανούς και οι ξένοι αποτελούσαν ποσοστό μικρότερο του 25% μέχρι το 1987, χρονολογία κατά την οποία άλλαξε το όνομά της σε «Ισπανική Λεγεώνα» και σταμάτησε να στρατολογεί ξένους.

Οι Gurkhas, από το Νεπάλ, κάλλιστα θα μπορούσαν να θεωρηθούν μισθοφόροι της σύγχρονης εποχής, αν και αποτελούν πλέον κομμάτι του βρετανικού Στρατού. Το 1815, μετά την αποτυχημένη εισβολή των Βρετανών στο Νεπάλ, υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης που επέτρεπε στην Αγγλία να στρατολογεί μισθοφόρους από το απομακρυσμένο αυτό κράτος στα σύνορα μεταξύ Ινδίας και Κίνας. Θεωρούνται από τους καλύτερους και πιο σκληραγωγημένους στρατιώτες του κόσμου και το περίφημο γαμψό τους μαχαίρι, το «κούκρι», μήκους μισού μέτρου, έχει γίνει συνώνυμο της σκληρότητάς τους.

Οι Γκούρκας πολεμούν στο πλευρό του βρετανικού Στρατού σχεδόν σε κάθε μέτωπο της Αγγλίας, από το 1815 μέχρι σήμερα. Πάνω από 200.000 πολέμησαν στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και έχουν υπηρετήσει ή και πολεμήσει στο Βόρνεο, στα Φόκλαντς, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Αφγανιστάν και σε άλλα μέρη όπου έχει συμφέροντα η Αγγλία.

Σήμερα η δύναμή τους έχει μειωθεί στους 3.000 άντρες, από 112.000 που ήταν στο απόγειο της δόξας τους κατά το Β’ ΠΠ, κατά τη διάρκεια του οποίου έδρασαν ηρωικά ενάντια στους Γιαπωνέζους. Η βάση τους είναι στο Hampshire της Αγγλίας, αλλά δεν μπορούν να πάρουν τη βρετανική υπηκοότητα. Επιλέγονται πολύ αυστηρά από το Νεπάλ 200 άντρες κάθε χρόνο, και συνταξιοδοτούνται μετά από 30χρονη υπηρεσία επιστρέφοντας στην πατρίδα τους.

Προς τα τέλη του Μεσαίωνα, είχε αναβαθμιστεί ο ρόλος των μισθοφορικών σωμάτων στην Ευρώπη, επειδή ήταν σαν βετεράνοι από τους προηγούμενους πολέμους που ήθελαν να συνεχίσουν τη στρατιωτική αντί για την πολιτική ζωή. Ειδικότερα, οι Ελβετοί μισθοφόροι αναγνωρίζονταν για τη μαχητικότητά τους, και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ―κυρίως η Ολλανδία και η Γαλλία― τους στρατολογούσαν πολύ συχνά. Η πιο φημισμένη ελβετική μισθοφορική μονάδα είναι αναμφίβολα η Ελβετική Φρουρά του Βατικανού, που ιδρύθηκε το 1506. Θεωρείται ένα από τα κλασικά μισθοφορικά σώματα της Ιστορίας που διατηρούνται μέχρι σήμερα, και μάλιστα το παλαιότερο οργανωμένο.

Είναι η προσωπική φρουρά του Πάπα και της ιερής πόλης-κράτους που αποτελεί την Έδρα του. Η Φρουρά έχει μόνο προστατευτικό ρόλο, ασχολείται αποκλειστικά με τη φύλαξη και προστασία τής ζωής του Ποντίφικα και τη φύλαξη των χώρων της Δημοκρατίας της Πόλεως του Βατικανού. Δεν φέρει σύγχρονα όπλα, αλλά μεσαιωνικά (πανοπλίες και δόρατα) και τούτο, διότι έχει ρόλο περισσότερο «διακοσμητικό», παρά στρατιωτικό.

Αποτελείται αποκλειστικά από Ελβετούς, διότι όταν το Πατριαρχείο Ρώμης ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, η Ελβετία ήταν η μόνη χώρα που έστειλε φρουρά στο νεοσύστατο ανεξάρτητο κράτος της Δημοκρατίας της Πόλεως του Βατικανού, και από τότε το προνόμιο αυτό παρέμεινε τιμητικά στην Ελβετία.

Η πόλη του Βατικανού είναι ένα ανεξάρτητο κρατίδιο με δικό του σιδηροδρομικό σταθμό, ταχυδρομείο, ραδιοφωνικό σταθμό, καθώς και τον δικό του αμυντικό στρατό, την Ελβετική Φρουρά των 100 αντρών που –σύμφωνα με το μύθο– φορά στολές σχεδιασμένες από το Μιχαήλ Άγγελο (μπλε και κίτρινη στολή, με λευκό κολάρο και κόκκινο λοφίο στο κράνος).

Η Ελβετική Φρουρά βρίσκεται πάντα σε συναγερμό, αλλά δεν χρειάστηκε πολλές φορές να πολεμήσει στα 500 χρόνια της ζωής της. Έτσι κι αλλιώς, υπερασπίζονται ένα πρόσωπο που είναι παντοδύναμο. Πάντως, στις 6 Μαΐου του 1527, περίπου 150 μέλη της Φρουράς σκοτώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, προστατεύοντας τον Πάπα Κλεμέντιο Η’ από τις δυνάμεις του Αυτοκράτορα Καρόλου του Ε’.

Οι Landsnechts

Οι Landsnechts ήταν Γερμανοί μισθοφόροι που στρατολογήθηκαν κυρίως κατά την εποχή της βασιλείας του Μαξιμιλιανού του Α’ και του Καρόλου του Ε’, αλλά και από τους Ερρίκο Ζ’ και Η’ της Αγγλίας, τους Λουδοβίκους της Γαλλίας, καθώς και από πολλούς άλλους βασιλείς στην Ευρώπη του 15ου και 16ου αιώνα.

Με την υπογραφή του συμβολαίου τους, οι στρατιώτες αυτοί υποχρεώνονταν να τηρούν έναν πολύ αυστηρό κώδικα διαγωγής και συμπεριφοράς, οργανώνονταν σε πολεμικά σώματα, αμείβονταν προκαταβολικά για ένα μήνα και στέλνονταν κατευθείαν στο πεδίο της μάχης!

Το κύριο όπλο τους ήταν το δόρυ, το οποίο μπορούσε να φτάσει σε μήκος τα 5,5 μέτρα, αλλά η εμπροσθοφυλακή τους στην πρώτη γραμμή διέθετε ένα τρομακτικό στην εμφάνιση σπαθί μάχης μήκους 1,70 μέτρων! Πολέμησαν σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκό πόλεμο την περίοδο 1482-1660. Ήταν σκληροί και επαγγελματίες αλλά και μέθυσοι και αναξιόπιστοι, αν δεν έπαιρναν τα λεφτά που έπρεπε. Ο μέσος όρος ζωής τους ήταν ένας χρόνος σε περίοδο πολέμων και, αν κάποιος άντεχε τρία χρόνια, μπορούσε να αποχωρήσει πάμπλουτος, όχι μόνο από την πολύ καλή αμοιβή του αλλά και από το δικαίωμα που είχε να λεηλατεί τις κατακτηθείσες περιοχές. Όταν κατέλαβαν την Ρώμη το 1527, η λεηλασία διήρκεσε επί ένα χρόνο και στο τέλος αναγκάστηκαν να τους πληρώσουν έξτρα για να εγκαταλείψουν την πόλη! Να σημειωθεί ότι διέθεταν πάντα μαζί τους ειδικό πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό, το οποίο δεν πολεμούσε, αλλά τους μαγείρευε, τους έπλενε τα ρούχα και τους παρείχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη!

Mισθοφόροι στην Ασία

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του Β’ σινο-ιαπωνικού πολέμου (1937-1945) η Αμερική δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στην ασιατική αυτή σύρραξη λόγω του συμφώνου μη επιθέσεως που είχε υπογράψει με την Ιαπωνία.

Όταν οι Ρώσοι απέσυραν τα αεροσκάφη τους που υποστήριζαν τους Κινέζους το 1940 ο Τσανγ Κάι Σενγκ ζήτησε τη βοήθεια των ΗΠΑ. Σε απάντηση, οι ΗΠΑ έστειλαν στην Κίνα τον απόστρατο Σμηναγό της USAAF Kλερ Λη Σενό ως στρατιωτικό σύμβουλο για να βοηθήσει και να οργανώσει τους Κινέζους. Έτσι, το 1941 δημιουργήθηκε το μισθοφορικό σώμα American Volunteer Group (AVG) που έγινε ευρύτερα γνωστό ως Flying Tigers (Ιπτάμενες Τίγρεις). Κάθε πιλότος κέρδιζε περίπου 600-700 δολάρια το μήνα (τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη) και άλλα 500 δολάρια για κάθε ιαπωνικό αεροσκάφος που κατέρριπτε ή κατέστρεφε στο έδαφος.

Οι Ιπτάμενες Τίγρεις πετούσαν με αεροσκάφη Curtiss P-40B/C Warhawk (πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα Tomahawk IIB της RAF). Ενενήντα εννέα αεροσκάφη (το 100ό γέμισε νερά στη μεταφορά και αχρηστεύτηκε προσωρινά) μεταφέρθηκαν μέσω Βιρμανίας στην Κίνα το 1941 σχηματίζοντας τρεις Μοίρες, και οι πιλότοι ήταν όλοι Αμερικανοί μισθοφόροι. Αν και αριθμητικά και ποιοτικά κατώτερα των ιαπωνικών Νakajima Ki43 Hayabusha (Oscar), τα P-40 με αρχηγό τον Chennault κατάφεραν εκπληκτικά αποτελέσματα, καταρρίπτοντας σχεδόν 300 ιαπωνικά αεροσκάφη μέσα στο πρώτο εξάμηνο, με απώλειες μόλις 12 αμερικανικά P-40 σε αερομαχίες! To Μάρτιο του 1943 η ομάδα του Chennault διαλύθηκε, όχι από τους Ιάπωνες, αλλά από έλλειψη ανταλλακτικών, απώλεια αεροσκαφών χωρίς δυνατότητα αναπλήρωσης, έλλειψη προμηθειών, χρόνια κόπωση των πιλότων και πολλές μεταδοτικές ασθένειες.

Oι Ιπτάμενες Τϊγρεις μετονομάστηκαν το 1942 σε 23η Σμηναρχία Δίωξης και έγιναν οργανικό τμήμα της USAF. Mετά τον πόλεμο, κάποιοι πιλότοι έμειναν και εργάστηκαν στην Κίνα, ενώ άλλοι γύρισαν στις ΗΠΑ ή έφυγαν σε άλλες χώρες, όπου προσλήφθηκαν σε αεροπορικές εταιρείες. Oι Ιπτάμενες Τίγρεις απέδειξαν, μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ότι μια μικρή ομάδα μισθοφόρων πιλότων, πολύ καλά εκπαιδευμένων και με εμπνευσμένη ηγεσία, μπορεί να διαλύσει μια ισχυρή Πολεμική Αεροπορία, όπως ήταν τότε η ιαπωνική, και μάλιστα χωρίς να έχει τα καλύτερα μέσα και αντιμετωπίζοντας περισσότερα και ποιοτικά ανώτερα εχθρικά αεροσκάφη. 



Στον πόλεμο του Βιετνάμ είναι κοινό μυστικό ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν μισθοφόρους για να ενισχύσουν τον τακτικό στρατό τους ενάντια στους σκληροτράχηλους Βιετκόνγκ. Πολλοί από αυτούς προέρχονταν από την Κορέα αλλά και από όλα τα μέρη του κόσμου και είχαν από ειδικά μέχρι τα πιο συνηθισμένα καθήκοντα. Φυσικά, κανένας τους δεν ονομάστηκε ποτέ επίσημα μισθοφόρος. Δράση μισθοφόρων έχει αναφερθεί επίσης και στο Κασμίρ, κυρίως εναντίον Αφγανών της οργάνωσης Ταλιμπάν, αν και σε αυτή την περίπτωση την «προμήθειά» τους έχουν αναλάβει μάλλον κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και παρακρατικοί του Πακιστάν.

Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι ανέφεραν τον Μάρτιο του 2003 ότι οι εχθρικές δυνάμεις τις οποίες μάχονται στις χιονισμένες βουνοκορφές του ανατολικού Αφγανιστάν δεν είναι Αφγανοί, αλλά κυρίως επαγγελματίες μισθοφόροι και άτομα σαν αυτά που πραγματοποίησαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ.

Οι ίδιοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι οι εχθρικές δυνάμεις αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από φανατικούς οπαδούς του δικτύου Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν, μάχονται μέσα από σπηλιές, δεν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν ούτε έναν πόντο και είναι προετοιμασμένοι να πεθάνουν όλοι. Ο εκπρόσωπος των αμερικανικών δυνάμεων, αντισυνταγματάρχης Τζο Σμιθ, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στην αεροπορική βάση Μπαγκράμ, κοντά στην Καμπούλ, ότι οι συμμαχικές δυνάμεις βρήκαν τον θύλακα αντίστασης που έψαχναν. Και πρόσθεσε ότι πρόκειται για εξαιρετικά εκπαιδευμένους μαχητές, νεαρούς στην ηλικία, σε καταπληκτική φυσική κατάσταση, που μάχονται σκληρά.

Ο αντισυνταγματάρχης Σμιθ είπε επίσης ότι ανακαλύφθηκαν έγγραφα που αποδεικνύουν ότι πρόκειται για σκληραγωγημένους μαχητές της Αλ Κάιντα και όχι για απλούς χωρικούς. Οι Αφγανοί στρατιώτες που μάχονται στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων δηλώνουν ότι πρόκειται για Άραβες, Τσετσένους, Πακιστανούς, Κασμίριους και μερικούς αποπροσανατολισμένους μουσουλμάνους από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες.

Μισθοφόροι στην αμερικανική ήπειρο και αλλού

Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1775-1783) οι Άγγλοι προσλάμβαναν δεκάδες χιλιάδες Γερμανούς μισθοφόρους στις μάχες εναντίον των Αμερικανών αποικιστών. Επανειλημμένα στο παρελθόν, από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου μέχρι σήμερα, έχουν στρατολογηθεί από μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ μισθοφόροι στη Γουατεμάλα και στο Ελ Σαλβαδόρ για επιθέσεις ή άλλου είδους «επεμβάσεις» σε χώρες της Κεντρικής Αμερικής, και κυρίως εναντίον της Κούβας, καθώς και για την εκπαίδευση στρατιωτών για τέτοιου είδους επιθέσεις, με κυριότερους στόχους τουριστικά θέρετρα, σαμποτάζ, τρομοκρατία, αποσταθεροποίηση καθεστώτων και απόπειρες δολοφονίας αρχηγών κρατών που «αποκλίνουν» προς τα Αριστερά.

Μυστικές εστίες στρατολόγησης μισθοφόρων αναφέρθηκαν και μέσα στο έδαφος της Κούβας, και μάλιστα ανιχνεύθηκε επικοινωνία τους με άλλες εστίες στο έδαφος των ΗΠΑ, στο Μαϊάμι της Φλόριντα.

Το 1954, ο φιλοαμερικανός συνταγματάρχης Κάρλος Καστίγιο Αρμάς ηγήθηκε μιας ομάδας μερικών εκατοντάδων μισθοφόρων και ανέτρεψε την αριστερή κυβέρνηση Αρμπένζ στη Γουατεμάλα, εγκαθιστώντας με επιτυχία μια Χούντα με τον πλέον «παραδοσιακό» τρόπο που θα βλέπαμε αργότερα σε πολλές άλλες περιπτώσεις ανά τον κόσμο… Ακολούθησαν πολλές παρόμοιες παρεμβάσεις σε Κονγκό, Κούβα, Νικαράγουα και άλλες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.

Βοσνία

Το ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία θα προσείλκυε μισθοφόρους, ήταν κάτι το αναμενόμενο! Το 1992 κατέφθασαν οι πρώτοι Ρώσοι μισθοφόροι, βετεράνοι του πολέμου στο Αφγανιστάν. Ρουμάνοι μισθοφόροι πολεμούσαν στο πλευρό Βόσνιων Σέρβων κοντά στο Σεράγεβο, την ίδια χρονιά. Ρώσοι και Έλληνες αναμείχθηκαν στην επίθεση στη Σεμπρένιτσα. Το 1995 ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, ηγέτης τότε των Σερβοβόσνιων, παρασημοφόρησε τέσσερις από αυτούς, όπως φαίνεται και σε φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν ευρέως σε Τύπο και Διαδίκτυο. Πάντως οι μισθοφόροι σε αυτή τη σύρραξη δεν ήταν πολλοί, διότι απλούστατα δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα διαθέσιμα για να πληρωθούν! Ανάμεσά τους υπήρχαν Άγγλοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Δανοί και Ολλανδοί, και έδρασαν πιο οργανωμένα στην Κροατία αλλά και στη Βοσνία.

Μεγάλη ένταση προκλήθηκε όταν έφτασαν στη Βοσνία για να πολεμήσουν στο πλευρό της ABiH (σσ: βοσνιακές Ένοπλες Δυνάμεις) εκατοντάδες (κατά άλλους, χιλιάδες) μισθοφόροι Μουζαχεντίν, ισλαμιστές-φονταμενταλιστές, στρατολογημένοι από πολλά αραβικά κράτη σε Δύση και Ανατολή, υποστηριζόμενοι και από ιρανικές Ειδικές Δυνάμεις το 1994-1995. Αυτοί υποστηρίχτηκαν από τη βοσνιακή κυβέρνηση, αν και ήταν αντιπαθείς στο λαό της Βοσνίας.

Το 1994, η εταιρεία MRPI (Military Professional Resources Inc.) υπέγραψε συμβόλαια με την αμερικανική κυβέρνηση για την παροχή στρατιωτών που θα επόπτευαν τις κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της Σερβίας, αλλά και αργότερα θα εκπαίδευαν Κροάτες στρατιώτες για την ανακατάληψη περιοχών που κρατούσαν υπό την κατοχή τους Σέρβοι.

Σύμφωνα με στοιχεία που έχει συλλέξει η αμερικανική Ενωση Επιστημόνων (FAS), κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο, ο UCK (Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου) χρησιμοποίησε πάνω από 1.000 μισθοφόρους, τόσο από γειτονικές χώρες –Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κροατία– όσο και από μουσουλμανικές χώρες – Σαουδική Αραβία, Υεμένη, Αφγανιστάν. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και Βρετανοί και Γερμανοί «εκπαιδευτές», πράγμα που, αν και δεν αποτελεί επαρκή τεκμηρίωση, δίνει πάντως την αίσθηση εμπλοκής κάποιας «εταιρείας» και στον πόλεμο αυτόν. Οι μισθοφόροι πάντως προμηθεύονταν πλαστές ταυτότητες με αλβανικά ονόματα, ώστε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους αν συλλαμβάνονταν ή σκοτώνονταν.

Α’ Πόλεμος του Κονγκό

Το Κονγκό, μια από τις μεγαλύτερες αφρικανικές χώρες, απέκτησε την ανεξαρτησία του από τους Βέλγους στις 30 Ιουνίου 1960. Από τις εκλογές του έτους αυτού, πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο Πατρίς Λουμούμπα. Έχοντας κάνει το λάθος να τοποθετήσει στη θέση του Προέδρου τον ηγέτη του αντιπάλου κόμματος, Κασαβούμπου, ο 36χρονος πρωθυπουργός βρέθηκε σύντομα αντιμέτωπος με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Σαν να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση έπρεπε να αντιμετωπίσει και την απόσχιση της νότιας επαρχίας Κατάνγκα (σημερινή Σάμπα), με ιθύνοντα νου πίσω από την κίνηση αυτή τον κυβερνήτη της, Μωϋσή Τσόμπε.

Υποκινούμενος από τη «Βελγική Εταιρία Μεταλλευμάτων του Κονγκό», ο Τσόμπε αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της ανεξάρτητης Κατάνγκα. Η περιοχή όμως αυτή ήταν πλούσια σε χαλκό και ουράνιο, και αποτελούσε έτσι βασικό πυλώνα για την οικονομία του Κονγκό. Αντιλαμβανόμενος πως η κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν την απόσχιση, ο Τσόμπε άρχισε την αναζήτηση ξένων μισθοφόρων για να ενισχύσουν τους περίπου 10.000 πολιτοφύλακές τους. Σε αυτές ακριβώς τις ενέργειες του Καταγκέζου αποσχιστή οφείλεται η αναβίωση των μισθοφορικών σωμάτων στη σύγχρονη Ιστορία.

Με την ανταρσία να εξαπλώνεται και με το φάσμα του εμφυλίου να είναι πλέον ορατό, ο 36χρονος Λουμούμπα ζήτησε την επέμβαση του ΟΗΕ. Πράγματι, στις 15 Ιουλίου, τα πρώτα τμήματα της ειρηνευτικής δύναμης προσγειώθηκαν στη Λέοπολντβιλ. Στο σύνολό τους οι δυνάμεις του Οργανισμού θα ανέρχονταν σε 20.000 άντρες (Ινδούς, Σουδανούς, Πακιστανούς και Σουηδούς), με ελαφρά τεθωρακισμένα, πυροβολικό και αεροπορία. Καθώς η απόσχιση υποστηριζόταν από το Βέλγιο και τη Γαλλία, την ανώτατη διοίκηση των στρατευμάτων του Τσόμπε ασκούσαν Βέλγοι αξιωματικοί που παρουσιάζονταν ως «σύμβουλοι». 



Οι 300 περίπου λευκοί μισθοφόροι που, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του Τσόμπε, άρχισαν να συρρέουν από την Ευρώπη, τη Ν. Αφρική και τη Ροδεσία, σχημάτισαν ομάδες υπό τις διαταγές του Γάλλου πρώην λοχαγού του 1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών της Λεγεώνας των Ξένων, Ροζέρ Φανλκ. Ανάμεσά τους ήταν ο Ιρλανδός Μάικ Χοάρε, ο Γάλλος Ρομπέρ Ντενάρ και ο Βέλγος Ζαν Σραμ.

O Φανλκ όρισε σαν υπαρχηγό το συμπατριώτη του Ντενάρ, στέλνοντας τον Σραμ στη βόρεια Κατάνγκα για να στρατολογήσει νεαρούς Αφρικανούς. Πράγματι, ο τελευταίος σχημάτισε μια ομάδα 60 μαύρων και 10 λευκών μισθοφόρων, υπό την ονομασία «Ομάδα Leopard», η οποία και αποτέλεσε τον πυρήνα του 10ου Κομάντο.

Στο μεταξύ, τα αριστερά κελεύσματα του Λουμούμπα καθόρισαν την περαιτέρω πορεία προς την ανατροπή και τη δολοφονία του, με τις ευλογίες της Δύσης. Η απόφαση είχε ήδη ληφθεί δύο μήνες μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας, ενώ η εντολή «διαβιβάστηκε» στους Βέλγους την 5η Οκτωβρίου 1960. Στις 14 Σεπτεμβρίου, το πραξικόπημα του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, Στρατηγού Μομπούτου, είχε ήδη ανακόψει την πορεία της χώρας προς τη δημοκρατία, ενώ οι Βέλγοι έσπευσαν να στείλουν στρατό για να προστατεύσει τους ομοεθνείς τους. Στις 10 Οκτωβρίου ο Λουμούμπα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ ο πρόεδρος Κασαβούμπου διαπίστωνε «σύμπτωση απόψεων» με τον Μομπούτου! Τελικά, ο Κογκολέζος πρωθυπουργός εκτελέστηκε με διαταγή του Μομπούτου στις 17 Ιανουαρίου του 1961, ενώ παρόντες στην εκτέλεση ήταν και Βέλγοι στρατιωτικοί.

Το Φεβρουάριο του 1961 ο ΟΗΕ απαίτησε την αποχώρηση όλων των ξένων στρατιωτών από το Κονγκό, αναθέτοντας στην ειρηνευτική δύναμη την εφαρμογή της αποφάσεως. Τα τμήματα του Οργανισμού έθεσαν υπό κράτηση τους Βέλγους συμβούλους και ορισμένους από τους μισθοφόρους του Τσόμπε, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Υπήρξαν όμως και ορισμένοι που αρνήθηκαν να παραδοθούν (ανάμεσά τους και ο Σραμ που συνελήφθη, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην Κατάνγκα). Έτσι, οι διοικητές των ειρηνευτικών δυνάμεων υποχρεώθηκαν να σχεδιάσουν τη διεξαγωγή γενικής επίθεσης με σκοπό την εξουδετέρωση όσων μισθοφόρων είχαν απομείνει. Η επίθεση αυτή εξαπολύθηκε το Σεπτέμβριο του 1961 για να καταλήξει στην αιχμαλωσία ενός μεγάλου αποσπάσματος των ειρηνευτικών δυνάμεων, μια αποτυχία που οδήγησε στην άμεση αντικατάσταση του ειδικού απεσταλμένου του ΟΗΕ στο Κονγκό.

Το Δεκέμβριο, η ειρηνευτική δύναμη πραγματοποίησε και δεύτερη επίθεση υποστηριζόμενη από αεροσκάφη και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, αλλά για μία ακόμα φορά δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση των αυτονομιστών και των μισθοφόρων τους. Ακολούθησε ένας χρόνος στασιμότητας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ΟΗΕ συνέχισε να ενισχύει τις δυνάμεις του. Στο μεταξύ, ο Φανλκ παραιτήθηκε από την αρχηγία των μισθοφόρων και αποχώρησε. Οι υπαρχηγοί του διασπάστηκαν, με τον Ντενάρ να σχηματίζει το γαλλόφωνο 6ο Κομάντο, τον Χοάρε το αγγλόφωνο 5ο και τον Σραμ το 10ο, γνωστό και ως «Κομάντο Λέοπαρντ». Οι τρεις αυτοί διοικητές έλαβαν από τον Τσόμπε το βαθμό του Ταγματάρχη.

Στα τέλη του 1962, τα ειρηνευτικά τμήματα εξαπέλυσαν μια τελευταία επίθεση, υποχρεώνοντας αυτή τη φορά τα στρατεύματα της Κατάνγκα να υποχωρήσουν. Μετά από σφοδρές μάχες, η Ελίζαμπετβιλ καταλήφθηκε. Το 10ο Κομάντο κατάφερε να διασχίσει την εχθρική περιοχή και, αφού συναντήθηκε με το 6ο, η ενοποιημένη αυτή δύναμη 100 μισθοφόρων και αρκετών χιλιάδων Κατανγκέζων κατέφυγε στην Αγκόλα. Εκεί ο Σραμ συνέχισε να εκπαιδεύει τους άντρες του περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία, ενώ ο Ντενάρ έφυγε για την Υεμένη, όπου ο πρώην διοικητής του Φανλκ είχε κλείσει κάποιο μισθοφορικό συμβόλαιο. Η μονάδα του Χοάρε διαλύθηκε και ο διοικητής της επέστρεψε στη Ν. Αφρική. Ο ίδιος ο Τσόμπε διέφυγε στην Ισπανία. Ως τα τέλη Ιανουαρίου του 1963 οι κυβερνητικές δυνάμεις και τα στρατεύματα του ΟΗΕ έλεγχαν το σύνολο των εξεγερμένων επαρχιών, δίνοντας τέλος στον εμφύλιο. Οι μόνοι που απέμειναν να πολεμούν στα ανατολικά ήταν οι μαοϊστές αντάρτες του Πιέρ Μουλέλε, πρώην υπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση Λουμούμπα (μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο Λοράν Καμπιλά, μετέπειτα ηγέτης της χώρας).

Συγκριτικά με την περίοδο που ακολούθησε, η δράση των μισθοφόρων στα παραπάνω γεγονότα ήταν περιορισμένη, με τον Σραμ να έχει διεξαγάγει τις πλέον επικίνδυνες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίθεσης του ΟΗΕ, το Δεκέμβριο του 1962. Η σημαντικότερη αποστολή του Χοάρε την περίοδο αυτή αφορούσε ένα συμβόλαιο με κάποιο Νοτιοαφρικανό επιχειρηματία, του οποίου ο γιος είχε χαθεί ενώ ταξίδευε στην περιοχή. Όταν ο Χοάρε και οι έξι μισθοφόροι του διαπίστωσαν πως ο άνθρωπος που αναζητούσαν και ένας ακόμα νέος είχαν δολοφονηθεί από μέλη της φυλής Μπάλνμπα, κατέστρεψαν ένα ολόκληρο χωριό ιθαγενών για αντίποινα!

Β’ Πόλεμος του Κονγκό

Ουσιαστικότερος, αλλά και πολύ πιο σκληρός, ήταν ο «δεύτερος γύρος» του πολέμου στο Κονγκό. Η φωτιά αναζωπυρώθηκε τον Ιούλιο του 1964 όταν ο Μουλέλε, βοηθούμενος υλικά και οικονομικά από το Πεκίνο, επαναστάτησε εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης και κατέλαβε μεγάλα τμήματα της χώρας, ισχυριζόμενος ότι εφαρμόζει τη σοσιαλιστική πολιτική του Λουμούμπα. Με τα στρατεύματα του ΟΗΕ να έχουν αποσυρθεί και μπροστά στον άμεσο κίνδυνο, ο πρόεδρος Κασαβούμπου ανακάλεσε επειγόντως τον Τσόμπε από την εξορία προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία.

Επανερχόμενος ο δεύτερος, δεν άργησε να αντιληφθεί πως η φωτιά της εξέγερσης που είχε ανάψει στην επαρχία Κούιλν δεν θα αργούσε να εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να ηγηθεί των περιστάσεων, και οι οπαδοί του Μουλέλε κατανικούσαν τις δυνάμεις της σε όλα τα μέτωπα. Ο πρώην υπουργός Παιδείας, γνώστης της ψυχολογίας των συμπατριωτών του, χρησιμοποιούσε ένα μείγμα δημαγωγίας, μαγείας, προκατάληψης και μαοϊσμού, που στη πράξη αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, όσοι τον ακολουθούσαν δεν είχαν παρά να κραυγάσουν «Μάι Μουλέλε» («το νερό του Mulele»), και οι εχθροί τους θα κατατροπώνονταν! Επίσης, πίνοντας το ντάουα (dawa), που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά κοινό νερό, θα γίνονταν άτρωτοι. Οι δοξασίες αυτές συμπληρώνονταν από χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών, ενώ δεν έλειπαν οι… εξορκισμοί από τους μάγους που συνόδευαν πάντοτε τον Επαναστατικό Στρατό! Χάρη στο χαμηλότατο μορφωτικό επίπεδο των Κογκολέζων και την πίστη τους σε πάσης φύσεως προλήψεις, τα κηρύγματα αυτά είχαν τεράστια απήχηση, με αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα οι τάξεις των ανταρτών να ενισχυθούν από χιλιάδες Κογκολέζους.

Οι προλήψεις διαδόθηκαν σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και οι κυβερνητικοί στρατιώτες, πιστεύοντας πως οι Σίμπας (λιοντάρια), όπως ονομάζονταν οι επαναστάτες, ήταν όντως άτρωτοι, εγκατέλειπαν έντρομοι τις θέσεις τους όταν τύχαινε να δεχθούν επίθεση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έσπευδαν ακόμα και να ενωθούν μαζί τους! Οι αναπόφευκτες απώλειες δεν είχαν καμία επίδραση στο ηθικό των Σίμπας, καθώς οι μάγοι του Μουλέλε είχαν φροντίσει να διαδώσουν πως, αν κάποιος σκοτωνόταν, αυτό θα οφειλόταν στο ότι παρέβη τους κανόνες λήψης του ντάουα…

Στις 5 Αυγούστου 1964 οι επαναστάτες εισήλθαν στη Στάνλεϊβιλ και επιδόθηκαν σε ένα όργιο αντεκδίκησης, που περιλάμβανε κομμάτιασμα των θυμάτων από το αλλόφρον πλήθος. Στο μεταξύ, οι διάφορες επαναστατικές οργανώσεις συνενώθηκαν υπό το «Εκτελεστικό Συμβούλιο της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό», το οποίο εγκαταστάθηκε στη Στάνλεϊβιλ με επικεφαλής τον Christophe Gbenge. Τη μοίρα της Στάνλεϊβιλ ακολούθησαν σύντομα το Μανόκο, η Άλμπερτβιλ και πολλές άλλες πόλεις. Με το μισό Κονγκό να βρίσκεται στα χέρια των Σίμπας, ο νέος πρωθυπουργός συνειδητοποίησε πως οι δυνάμεις του ήταν αδύνατο να ελέγξουν την κατάσταση από μόνες τους.

Έτσι, γύρω στο Σεπτέμβριο του 1964, ο πρώην αποσχιστής στράφηκε για μία ακόμα φορά στην αναζήτηση των παλιών του γνώριμων, των βετεράνων μισθοφόρων της Κατάνγκα. Η είδηση έφτασε σύντομα στα μέρη που σύχναζαν οι τελευταίοι, όπως στο μπαρ του ξενοδοχείου «Ντίπλοματ» στο Γιοχάνεσμπουργκ και στο «Μπρετς Λάουντζ» στο Σόλσμπερι της Ροδεσίας. Ο Σραμ από την Αγκόλα γύρισε στην Κατάνγκα, ενώ ο Χοάρε, μετά από επαφή με τον Τσόμπε, άρχισε να σχηματίζει το 5ο Κομάντο. Ο Ντενάρ βρισκόταν ακόμα στην Υεμένη και θα επέστρεφε μετά από ένα χρόνο. 






Στον Σραμ ανατέθηκε ο έλεγχος της περιοχής Μανιέμα, στην επαρχία Κίνι, περιοχή που φημιζόταν για την αγριότητα των φυλών που την κατοικούσαν. Διαθέτοντας μόλις 12 λευκούς αξιωματικούς και 600 μαύρους στρατιώτες, ο Σραμ ορίστηκε από την κυβέρνηση ως απόλυτος διοικητής της περιοχής. Ο Χοάρε επιφορτίστηκε με τρεις διαφορετικές αποστολές.

Η πρώτη ήταν ο σχηματισμός μιας μισθοφορικής δύναμης 200 αντρών που θα ανακαταλάμβανε το Μανόνο, την Άλμπερτβιλ, το Φίζι και την Ουβίρα. Η δεύτερη αποστολή αφορούσε στο σχηματισμό 6 ταχυκίνητων μονάδων των 50 μισθοφόρων, ενώ η τρίτη αποστολή επικεντρωνόταν στην οργάνωση μιας μονάδας 800 μισθοφόρων, με στόχο την άμεση ανακατάληψη της Στάνλεϊβιλ, σε συνεργασία με τμήματα του Εθνικού Στρατού του Κονγκό (ANC) – γνωρίζοντας πως Βέλγιο και ΗΠΑ προσυπέγραφαν τις ενέργειες του Τσόμπε, αρκεί να μη στρατολογούσε Αμερικανούς και Βέλγους πολίτες.

Έχοντας ήδη ξεκινήσει την αναζήτηση αντρών, ο Χοάρε έσπευσε να συμβουλευτεί τους Βέλγους αξιωματικούς του κυβερνητικού στρατού, προκειμένου να χαράξει τη στρατηγική του. Από τις συναντήσεις αυτές, πείστηκε πως έπρεπε να αρχίσει τις επιχειρήσεις του από την Άλμπερτβιλ, κοντά στη λίμνη Ταγκανίκα. Ωστόσο, επιστρέφοντας στη βάση της Καμίνα, ο Ταγματάρχης διαπίστωσε πως, αντί των πρώτων 100 αντρών που περίμενε, οι διαθέσιμοι δεν ήταν περισσότεροι από 29.

Επιλέγοντας τους καταλληλότερους, ο Χοάρε «προήγαγε» σε υπολοχαγούς τον Νοποαφρικανό πρώην αξιωματικό Pat Kitron, τον Βρετανό βετεράνο των Πεζοναυτών, Eric Budge και τον Γερμανό Siegfried Mueller, πρώην λοχία της Βέρμαχτ, παρασημοφορημένο με τον Σιδηρούν Σταυρό. Ακολούθως, το πρώτο αυτό τμήμα του 5ου Κομάντο εφοδιάστηκε με κογκολέζικες στολές και ιαπωνικά αυτόματα τυφέκια CETME των 7,62 χλστ.

Παρά την έλλειψη ασυρμάτων, ο Χοάρε αποφάσισε να προχωρήσει στα σχέδιά του (Επιχείρηση «Watch Chain»), που προέβλεπαν πτήση του 5ου Κομάντο ως το Καμπίνι, ακολούθως μεταφορά του οδικώς στη Μόμπα και, τέλος, προώθηση προς την Άλμπερτβιλ με τη βοήθεια μικρών σκαφών. Σε συνεργασία με δύο μονάδες του ANC που θα προσέβαλαν την πόλη από δυτικά και από νότια, οι μισθοφόροι θα επιτίθεντο στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια θα απελευθέρωναν τους λευκούς ομήρους που κρατούνταν στο κέντρο. Η επιχείρηση αντιμετώπισε κάποια προβλήματα στη Μόμπα, όταν ένας Βέλγος μισθοφόρος ισχυρίστηκε πως η διάβαση της λίμνης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη, επηρεάζοντας αρνητικά τους συναδέλφους του. Μπροστά στον κίνδυνο ανταρσίας, ο Χοάρε χτύπησε τον Βέλγο με τη λαβή του πιστολιού του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο.

Στη συνέχεια, απευθυνόμενος προς τους άντρες του, έδωσε την άδεια σε οποίον το επιθυμούσε να επιστρέψει. Δεν το έκανε κανείς. Έτσι, αφήνοντας τα σκάφη τους 20 χλμ. πριν την Άλμπερτβιλ, οι 22 μισθοφόροι συνέχισαν να προωθούνται πεζοί, όταν, λίγο πριν φτάσουν στην πόλη, οι χωρικοί τούς ειδοποίησαν πως 30 περίπου Σίμπας κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Αφού αναπτύχθηκαν, οι μισθοφόροι περίμεναν μέχρις ότου οι επαναστάτες να φτάσουν σε απόσταση αναπνοής, και τότε άνοιξαν πυρ. Παρά τα εξοντωτικά πυρά, οι Σίμπας συνέχισαν να πλησιάζουν σαν υπνωτισμένοι, με αποτέλεσμα μέσα σε 15 λεπτά, 28 από αυτούς να κείτονται νεκροί…

Χωρίς καμία απώλεια, οι μισθοφόροι αποφάσισαν να χτυπήσουν την Άλμπερτβιλ από την πλευρά της λίμνης, χρησιμοποιώντας δύο ψαρόβαρκες. Καθώς όμως προσέγγιζαν την πόλη, τα διασταυρούμενα πυρά δυο πολυβολείων τους καθήλωσαν σε μια περιοχή της παραλίας όπου και παρέμειναν τις επόμενες δυόμιση μέρες. Αν και οι απώλειες, παραδόξως, εξακολουθούσαν να είναι μηδενικές, ο Χοάρε είχε αντιληφθεί πως ο χρόνος «έτρεχε» σε βάρος του κι έτσι αποφάσισε να επιτεθεί στο αεροδρόμιο χωρίς άλλη αναβολή. Χρησιμοποιώντας την κάλυψη της νύχτας, οι μισθοφόροι άρχισαν να πλησιάζουν τον στόχο τους, όταν, λίγα μέτρα πριν από το αεροδρόμιο, η εμπροσθοφυλακή τούς εντόπισε ένα φωτισμένο σπίτι απ’ όπου ακούγονταν φωνές. Ένα μέλος της ομάδας προσπάθησε να πλησιάσει περισσότερο, αλλά τον αντιλήφθηκαν.

Ειδοποιημένοι από τους πυροβολισμούς του σκοπού, οι Σίμπας ξεχύθηκαν έξω από το κτίριο. Ακολούθησε σφοδρή μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκαν δύο μισθοφόροι και τραυματίστηκε ένας τρίτος. Με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού να έχει χαθεί και μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, ο Χοάρε διέταξε υποχώρηση, κατάφερε να επιβιβάσει τους καταδιωκόμενους άντρες του στις βάρκες και να διαφύγει. Την επόμενη μέρα η Άλμπερτβίλ καταλήφθηκε από τον ANC και οι μισθοφόροι επέστρεψαν στην Καμίνα.

Στην Καμίνα, τον Χοάρε περίμεναν 500 υποψήφιοι μισθοφόροι. Οι «εθελοντές» αυτοί ήταν άτομα επικίνδυνα χαμηλής ποιότητας, συμπεριλαμβανομένων αρκετών αλκοολικών, τοξικομανών και αλητών πάσης φύσεως. Μετά από λίγες μέρες και αφού απαλλάχθηκε από τους ακατάλληλους, ο Χοάρε άρχισε την εκπαίδευση των περίπου 300 αντρών που παρέμειναν. Κάθε μισθοφόρος είχε εφοδιαστεί με μια στολή και ένα ημιαυτόματο τυφέκιο FN – FAL των 7,62 mm, ενώ τους επιβλήθηκε να ξυρίζονται καθημερινά και να διατηρούν τη στολή τους σε καλή κατάσταση.

Παράλληλα τους έγινε απολύτως σαφές πως η τιμωρία οποιουδήποτε συμμετείχε σε λεηλασίες θα ήταν παραδειγματική. Για τον Ιρλανδό Χοάρε, το 5ο Κομάντο αποτελούσε την αναβίωση των μισθοφόρων συμπατριωτών του που έδρασαν στην Ευρώπη κατά το 18ο αιώνα και που ονομάζονταν «Άγριες Χήνες». Το όνομα αυτό έδωσε και στο Κομάντο του. Η ομάδα οργανώθηκε σε μονάδες των 40 αντρών με δυο αξιωματικούς και τρεις υπαξιωματικούς καθεμία. Για να συμπληρωθούν αυτές οι θέσεις, έξι από τους πιο πεπειραμένους άντρες, ανάμεσά τους οι Wilson και Spenser, πρώην στελέχη του βρετανικού Στρατού, ανέλαβαν καθήκοντα αξιωματικών, ενώ 20 μισθοφόροι «προήχθησαν» σε λοχίες.

Μερικές μέρες αργότερα, ο Βέλγος Συνταγματάρχης Vanderwalle επισκέφθηκε την Καμίνα για να ενημερώσει τους αξιωματικούς του 5ου Κομάντο πως η δύναμή τους επρόκειτο να αποτελέσει τη δύναμη κρούσεως της 5ης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας, συνεπικουρούμενη από δυο φάλαγγες πεζικού του ANC. Αποστολή ήταν η ανακατάληψη της Κίντου και της Στάνλεϊβιλ. Η Ταξιαρχία θα υποστηριζόταν από 10 απαρχαιωμένα μονοκινητήρια μαχητικά Τ-28 και από 4-5 δικινητήρια ελαφρά βομβαρδιστικά Β – 26 με πιλότους αντικαστρικούς Κουβανούς εξόριστους, ενώ ο από αέρος ανεφοδιασμός θα εξασφαλιζόταν από τέσσερα C-130 της USAF και 10 Βελγικά C-47.

Στο μεταξύ όμως, οι επαναστάτες κέρδιζαν συνεχώς έδαφος, απειλώντας πλέον την Τζεμένα (γενέτειρα του Στρατηγού Μομπούτου) και την Ιντζέντε, 60 μόλις μίλια από την πόλη Κοκίλατβιλ. Με το ανεκπαίδευτο και ημιεξοπλισμένο 5ο Κομάντο να παραμένει ως τότε η μοναδική εφεδρεία, ο Χοάρε (μετά από διαταγή του Μομπούτου) σχημάτισε το 51ο Κομάντο υπό τον ανθυπολοχαγό Garry Wilson. Το 51ο μετέβη αεροπορικώς στο Ντζίλι, και, αφού εφοδιάστηκε με τον απαραίτητο εξοπλισμό, αναπτύχθηκε στην Τζεμένα. Ο Wilson αποφάσισε να χτυπήσει τους Σίμπας πριν φτάσουν στην Τζεμένα, και ξεκίνησε για τη Λισάλα.

Ενισχυμένοι με ένα Λόχο του ANC, οι μισθοφόροι μπήκαν στην παραλίμνια πόλη αιφνιδιάζοντας τους περίπου 1.000 αντάρτες που τη φρουρούσαν. Με μοναδική απώλεια έναν ελαφρά τραυματία, το 51ο Κομάντο εξολόθρευσε περισσότερους από 160 Σίμπας, τρέποντας τους υπόλοιπους σε φυγή. Ακολούθως ο Wilson προέλασε προς τις κωμοπόλεις Μπούμπα και Ακέτι, ενώ λίγες μέρες αργότερα οι μισθοφόροι στρατοπέδευσαν στη Μπούμπα έχοντας εκδιώξει τους επαναστάτες χωρίς καμία απώλεια.

Ωστόσο, κατά την διάρκεια της παραμονής τους εκεί, ορισμένοι μισθοφόροι κατηγορήθηκαν για λεηλασία, κι έτσι το 51ο διατάχθηκε να επιστρέψει στην Καμίνα. Στο ίδιο διάστημα το 52ο Κομάντο ανέλαβε να εκκαθαρίσει την περιοχή της Ιντζεντέ.

Με διοικητή τον προαχθέντα σε Λοχαγό Mueller, οι άντρες του 52ου ανακατέλαβαν την πόλη και προωθήθηκαν στη συνέχεια ανατολικά, προς το προπύργιο των Σίμπας στην περιοχή του Μπέντε. Κατά τη διάρκεια της προέλασής τους όμως το 51ο έπεσε σε ενέδρα και υποχρεώθηκε να συμπτυχθεί στο χωριό Μπικίλι. Δύο ημέρες αργότερα, ισχυρή ανταρτική δύναμη επιτέθηκε στο χωριό από δύο πλευρές ταυτόχρονα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να χάσει 100 από τους άντρες της. Τη νύχτα όμως οι επιτιθέμενοι περικύκλωσαν ξανά το Μπικίλι, απειλώντας το 51ο Κομάντο. 






Στο μεταξύ, το 54ο Κομάντο υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού Korsbrey, είχε μεταφερθεί αεροπορικώς στην πόλη Γιάκομο, όπου και κατόρθωσε να αποκρούσει ισχυρή επίθεση των ανταρτών. Έχοντας εξασφαλίσει την πόλη, το 54ο στάλθηκε αμέσως στο Μπικίλι. Με την άφιξη του 54ου, ο Mueller απέκρουσε τους Σίμπας και άρχισε να προχωρεί προς την Μπέντε. Παρά τις επιτυχίες, όμως, ο Χοάρε ανησυχούσε για την πολυδιάσπαση της μονάδας του και αποφάσισε να συναντήσει τον Tshompe. Μετά από πολλές συζητήσεις, ο πρωθυπουργός ενέκρινε την πρόταση του Χοάρε για προέλαση του 5ου Κομάντο στον άξονα Ακέτι-Μποότα-Μπανάλια, με τελικό στόχο την ανακατάληψη της Στάνλεϊβιλ περί τα τέλη Οκτωβρίου.

Μερικές ημέρες αργότερα ο Mueller καταλάμβανε χωρίς απώλειες το Μπέντε και το 54ο Κομάντο συνέχιζε την προέλασή του στην περιοχή της Ικέλα. Οι Σίμπας όμως εξακολουθούσαν να απειλούν την σημαντική κωμόπολη Μπουκαβού στα ανατολικά σύνορα του Κονγκό, κι έτσι για την ενίσχυση της πόλης εστάλη από την Καμίνα ένα ακόμη μισθοφορικό Κομάντο, το 53ο.

Αμέσως μετά την προσγείωσή τους οι άντρες του προωθήθηκαν στην κωμόπολη Καμπάρε, την οποία και κατέλαβαν. Υπό την ηγεσία των Νοτιοαφρικανών αξιωματικών Maiden και Schroeder, το 53ο μετέβη στη συνέχεια στην κοιλάδα Ρουζίζι, όπου και διεξήγαγε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με τη βοήθεια του ANC. Επιστρέφοντας στο Μπουκαβού, οι μισθοφόροι άρχισαν να προελαύνουν προς το Βορρά, με στόχο την κωμόπολη Μπουτέμπο. Σύμφωνα με το σχέδιο του Jack Maiden, το Κομάντο χωρίστηκε σε δύο τμήματα.

Το ένα, υπό τον Schroeder, θα επιτίθετο στην πίσω πλευρά της πόλης, και το άλλο, με αρχηγό τον Maiden, θα χτυπούσε τους αντάρτες κατά μέτωπο. Καθώς πλησίαζε η ομάδα του Schroeder έπεσε πάνω σε μια δύναμη 3.000 ανταρτών, την οποία και προσέβαλε, με αποτέλεσμα οι Σίμπας να έχουν εκατοντάδες νεκρούς. Το 53ο Κομάντο κατέλαβε το Μπουτέιπο στις 28 Οκτωβρίου, με μόνη απώλεια ένα νεαρό μισθοφόρο. Έχοντας εδραιώσει τη θέση της στην περιοχή, η μονάδα περίμενε πλέον διαταγές για να συνεχίσει την προέλασή της.

Η 5η ΜΧ Ταξιαρχία ξεκίνησε από το Κονγκολό το πρωί της 1ης Νοεμβρίου με κατεύθυνση το σιδηροδρομικό κόμβο της Σάμπα. Η δύναμη απαρτιζόταν από πέντε τεθωρακισμένα αναγνωριστικά αυτοκίνητα (δύο Ferret και τρία Scania Vabis), τα οποία ακολουθούσε το 5ο Κομάντο, οργανωμένο σε τρεις υπομονάδες (το 55ο, το 56ο και το 57ο Κομάντο).

Η διοίκηση του 5ου επέβαινε σε φορτηγά Dodge και σε Jeep φορτωμένα με ασύρματους, ενώ τα τρία Κομάντο χρησιμοποιούσαν Jeep οπλισμένα με πολυβόλα και φορτηγά των 5 τόνων, πλήρη κάθε είδους εφοδίων. Κάθε μονάδα διέθετε αρκετά εφόδια όσον αφορά στην τροφή, ώστε να μπορεί να δράσει ανεξάρτητα. Την «ουρά» της φάλαγγας αποτελούσαν τμήματα πεζικού και μηχανικού του ANC, ενώ την αεροπορική υποστήριξη είχαν αναλάβει οι Κουβανοί. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Χοάρε ήταν μεν διοικητής της δύναμης κρούσεως, αλλά το σύνολο της 5ης ΜΧ Ταξιαρχίας βρισκόταν υπό τις διαταγές του Βέλγου συμβούλου Αντισυνταγματάρχη Liegeois.

Λόγω του μεγάλου του μεγέθους, το Κονγκό προσφέρεται για επιχειρήσεις ταχυκίνητων τμημάτων. Οι Σίμπας κρατούσαν βέβαια πολλές κρίσιμες θέσεις, αλλά δεν μπορούσαν να ελέγξουν το σύνολο του εδάφους που είχαν καταλάβει. Έτσι οι αντίπαλοί τους δεν είχαν παρά να βρουν τα κατάλληλα σημεία και να τα πλήξουν.

Για να γίνει αυτό, η 5η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία έπρεπε να κινείται γρήγορα ώστε να αιφνιδιάζει τον εχθρό, αλλά και αρκετά προσεκτικά για να αποφεύγει τις ενέδρες. Ο Liegeois είχε υπηρετήσει επί μακρόν στο Κονγκό και γνώριζε ότι μια γρήγορη, σκληρή επίθεση θα έτρεπε τους Σίμπας σε φυγή.

Για τον λόγο αυτό, διέταξε οι επιθέσεις να διεξάγονται χωρίς εκτενή αναγνώριση, δίνοντας έμφαση στην αποφασιστικότητα, την ταχύτητα των αυτοκινούμενων τμημάτων και στην ισχύ πυρός. Πρώτος σταθμός στην πορεία προς την Στάνλεϊβιλ ήταν ο συγκοινωνιακός κόμβος της Σάμπα. Το 5ο Κομάντο εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην κωμόπολη, καταλαμβάνοντας όλα τα στρατηγικά σημεία σε λιγότερο από μία ώρα. Αμέσως μετά, το 56ο Κομάντο του Spencer στάλθηκε από τον Χοάρε στον ποταμό Λουαλάμπα, για να διενεργήσει αναγνώριση και να καταλάβει το πορθμείο (ferry). Παρότι έπεσε σε δύο ενέδρες, ο Spencer έφτασε στην όχθη του ποταμού, προξενώντας στον εχθρό βαρύτατες απώλειες, αλλά το πορθμείο βρισκόταν ήδη στην αντίπερα όχθη.

Στο μεταξύ, το 57ο Κομάντο ανέλαβε την υπεράσπιση του σιδηροδρομικού σταθμού. Ο διοικητής του, λοχαγός Ιan Gordon, προερχόταν από τη βρετανική Ταξιαρχία Τυφεκιοφόρων και ήταν, κατά τον Χοάρε, ο σκληρότερος μισθοφόρος που έτυχε ποτέ να συναντήσει. Ζωντανό παράδειγμα τέλειου πολεμιστή, ο Gordon προσείλκυε γύρω του το ανάλογο είδος ανθρώπων. Τα μέλη του 57ου Κομάντο θεωρούσαν τους εαυτούς τους επίλεκτους και είχαν πάντα υψηλή απόδοση στη μάχη. Δεξί χέρι του Gordon ήταν ο λοχίας John Peters, βετεράνος των SAS και παλαιός πυγμάχος.

Λίγο μετά την κατάληψη της Σάμπα, οι Κουβανοί πιλότοι ανέφεραν ότι η γέφυρα του Λουμπούφου ήταν άθικτη. Αν και η πληροφορία αυτή ήταν ανακριβής, πρέπει να υπογραμμιστεί πως η ύπαρξη διαρκούς αεροπορικής κάλυψης συνιστούσε ουσιαστικό πλεονέκτημα για τις κυβερνητικές δυνάμεις. Εάν διέθεταν και οι αντάρτες αεροπορικά μέσα, το τελικό αποτέλεσμα ίσως να ήταν διαφορετικό. Περνώντας τον ποταμό χάρη στην μονάδα γεφυροποιών του ANC, το 5ο Κομάντο εισέβαλε χωρίς προβλήματα στο Κιμπόμπο το επόμενο απόγευμα.

Καθώς δεν προσέφερε κανένα τακτικό πλεονέκτημα, η κωμόπολη ήταν τελείως εγκαταλελειμμένη, και έτσι ο Liegeois αποφάσισε να συνεχίσει με στόχο την αιφνιδιαστική κατάληψη της πόλης Κίντου, κυριότερου προπυργίου των Σίμπας στην περιοχή της Μανιέμα. Η μηχανοκίνητη φάλαγγα εισέβαλε με ορμή στην Κίντου διαλύοντας τα οδοφράγματα και αναγκάζοντας τους Σίμπας να οπισθοχωρήσουν προς το κέντρο της πόλης.

Ακολουθώντας τις διαταγές του Χοάρε, το 55ο Κομάντο (με διοικητή τον ρουμανικής καταγωγής βετεράνο της Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων, Λοχαγό Ferdinand Calistrat) παρέμεινε στις εισόδους της πόλης για να προστατεύσει τα νώτα των επιτιθεμένων, το 56ο προχώρησε προς την αποβάθρα ενώ το 57ο ανέλαβε την κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού.

Μετά από σφοδρές συμπλοκές, οι μισθοφόροι απώθησαν τους Σίμπας προς την παραλία. Θέλοντας να διαφύγουν στην άλλη όχθη, πολλοί από τους τελευταίους επιβιβάστηκαν στο πορθμείο, αλλά την κρίσιμη στιγμή, η μηχανή του χάλασε με αποτέλεσμα να γίνουν εύκολος στόχος για τα θεριστικά πυρά των μισθοφόρων. Έχοντας καταλάβει τους υπόλοιπους στόχους, ο Χοάρε έστειλε το 56ο Κομάντο στο αεροδρόμιο. Βλέποντας τους επερχόμενους μισθοφόρους οι αντάρτες υποχώρησαν έντρομοι… 





Λίγες ώρες μετά την κατάληψη της Κίντου ακολούθησε η κατάληψη της άλλης όχθης του Λουαλάμπα. Μετά από διαδοχικές αεροπορικές προσβολές των ανταρτικών θέσεων, το 57ο Κομάντο πέρασε το ποτάμι μέσα σε μια φορτηγίδα και επιτέθηκε στους Σίμπας υποστηριζόμενο από πυρά όλμων. Έχοντας εδραιώσει τις θέσεις τους στο Λουαλάμπα, οι άντρες του 5ου Κομάντο ανέλαβαν τη διάσωση μιας ομάδας λευκών ιεραποστόλων που κρατούνταν από τους αντάρτες στην Καλίμα. Οι μισθοφόροι έφτασαν στο σημείο αυτό την ώρα που οι αντάρτες ετοιμάζονταν να το εγκαταλείψουν και μετά από μια σύντομη συμπλοκή απελευθέρωσαν τους ιεραπόστολους μαζί με μεγάλο αριθμό άλλων λευκών. Στις 10 ημέρες που ακολούθησαν το 5ο Κομάντο παρέμεινε στην Κίντου αναμένοντας ενισχύσεις για να συνεχίσει προς τη Στάνλεϊβιλ.

Στο διάστημα αυτό, τα τρία Κομάντο ανέλαβαν τη φύλαξη της γέφυρας του Ελιλά (που ήταν απαραίτητη για την προέλαση) εκτελώντας διήμερες διαδοχικές βάρδιες. Την τρίτη μέρα, οι άντρες του Calistat έπεσαν σε ενέδρα ενώ κατευθύνονταν προς την γέφυρα, με αποτέλεσμα να τυφλωθεί ο υπολοχαγός Kirton και να σκοτωθεί ένας ακόμη μισθοφόρος. Δύο μέρες αργότερα, 200 περίπου αντάρτες επιτέθηκαν στη γέφυρα. Η ομάδα που την υπερασπιζόταν με επικεφαλής τον John Peters κατάφερε να τους αποκρούσει σκοτώνοντας 45 από αυτούς. Λίγες μέρες αργότερα, η επίθεση επαναλήφθηκε από ακόμη περισσότερους Σίμπας. Το 56ο Κομάντο που φρουρούσε αυτή τη φορά τη γέφυρα κατάφερε να αποκρούσει την επίθεση, χάνοντας όμως τον διοικητή του, Λοχαγό Spencer.

Έχοντας διατηρήσει τον έλεγχο της γέφυρας, η 5η ΜΧ άρχισε και πάλι την προέλαση. Το σχέδιο του Συνταγματάρχη Vanderwalle προέβλεπε τη χρήση τεσσάρων απομακρυσμένων μεταξύ τους ταχυκίνητων μονάδων, καθεμιά από τις οποίες θα περιλάμβανε ως δύναμη κρούσεως μια υπομονάδα του 5ου Κομάντο. Η κύρια δύναμη αποτελούμενη από την 5η ΜΧ Ταξιαρχία (55ο, 56ο και 57ο Κομάντο) θα επιτίθετο στον άξονα Κίντου Πούντα-Ουέινε Ρούκουλου. Την ίδια στιγμή, το 54ο Κομάντο που είχε ήδη φύγει από την Μπέντε θα προήλαυνε προς την Ικέλα και την Οπέλα. Στο Βορρά, το 52ο Κομάντο θα κατευθυνόταν προς το Ακέτι και θα καταλάμβανε την Πολίς, ενώ το 53ο θα καταλάμβανε τη Μαμπάσα. Ας σημειωθεί πως όλα τα προβλεπόμενα μέτωπα ήταν εντός της ακτίνας δράσεως της μικρής αλλά ικανότατης αεροπορικής δύναμης.

Το 5ο Κομάντο μπήκε στην Πούντα χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, αφού οι αντάρτες την είχαν εγκαταλείψει. Επίσης εγκαταλελειμμένο αποδείχτηκε και το αεροδρόμιο της κωμόπολης. Υπολογίζοντας ότι ο εχθρός θα ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις του στο χωριό Γιούμπι, στις όχθες του ποταμού Λόβα, οι μισθοφόροι συνέχισαν την προέλασή τους. Εάν η 5η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία κατόρθωνε να περάσει τον Λόβα, η ήττα για τους αντάρτες θα ήταν καταστροφική, καθώς από τον ποταμό και πέρα ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Αυτό όμως το γνώριζαν και οι αντάρτες, και έτσι η αντίσταση αυτή τη φορά ήταν ισχυρή. Οι Σίμπας υποδέχθηκαν τη φάλαγγα με πυρά όπλων και πολυβόλων, σπέρνοντας τον πανικό στους στρατιώτες του ANC, που άρχισαν να τρέχουν πυροβολώντας προς όλες τις κατευθύνσεις.

Περνώντας στην αντεπίθεση, το 55ο Κομάντο ανέλαβε την πλαγιοκόπηση του εχθρού στην απέναντι όχθη, ενώ το 56ο προωθήθηκε στην ακροποταμιά. Αφού κατάφερε να συγκρατήσει τους πανικόβλητους κυβερνητικούς στρατιώτες, ο Χοάρε εντόπισε το σημείο από όπου έβαλαν οι όλμοι των ανταρτών και διέταξε την προσβολή του με πυρά όλμων των 4,2 ιντσών. Σύντομα τα εχθρικά πυρά σιώπησαν και οι ακάλυπτοι Σίμπας απομακρύνθηκαν. Μετά από λίγες ώρες το 55ο Κομάντο περνούσε το ποτάμι, ενώ αεροπλάνα, όλμοι και βαριά πολυβόλα προσέβαλαν αδιάκοπα τις θέσεις του εχθρού. Χωρίς απώλειες οι μισθοφόροι έφτασαν στην άλλη όχθη χρησιμοποιώντας βάρκες με εξωλέμβιες μηχανές, και καταδίωξαν τους ζαλισμένους από το βομβαρδισμό αντάρτες. Λίγες ώρες αργότερα, το κύριο σώμα του 5ου Κομάντο είχε περάσει στην άλλη όχθη.

Ευνοϊκές ήταν και οι εξελίξεις στα υπόλοιπα μέτωπα. Ο ANC είχε φτάσει στη Μαμπάσα, το Άκεπ και η Ικέλα είχαν καταληφθεί, ενώ μια μονάδα Βέλγων αλεξιπτωτιστών είχε στρατοπεδεύσει στο νησί Ascension, έτοιμη να πέσει στη Στάνλεϊβιλ. Στο κέντρο της πόλης, δεκάδες Κογκολέζοι έβρισκαν καθημερινά μαρτυρικό θάνατο μπροστά στο Μνημείο του Λουμούμπα, ενώ 1.700 περίπου λευκοί όμηροι απειλούνταν καθημερινά με θάνατο από τον Christoph Gbenye και τον «Στρατηγό» Olenga. Οι Σίμπας, βλέποντας πως έχαναν στο πεδίο της μάχης, προσπαθούσαν τώρα να εκβιάσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την εγγύησή τους για τον τερματισμό των εχθροπραξιών.

Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου, ο Χοάρε είχε συγκεντρώσει το 5ο Κομάντο και τα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα σε μια γέφυρα, 10 χιλιόμετρα μετά τον Λόβα, αναμένοντας το «πράσινο φως» για να εξορμήσει προς τη Στάνλεϊβιλ. Το υπόλοιπο τμήμα της 5ης Μηχανοκίνητης θα ακολουθούσε αργότερα. Οι Βέλγοι αλεξιπτωτιστές είχαν πλέον εγκατασταθεί στην Καμίνα, και όλα έδειχναν ότι η επίθεση εναντίον της Στάνλεϊβιλ θα γινόταν από ώρα σε ώρα. Την επομένη, η φάλαγγα προχώρησε προς την έρημη Λουμπούτου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας κατέφθασε και ο Συνταγματάρχης Vanderwalle, κομίζοντας τις νέες διαταγές: Οι Βέλγοι αλεξιπτωτιστές θα έπεφταν στην Στάνλεϊβιλ στις 06.00 της επομένης, ενώ το 5ο Κομάντο, υποστηριζόμενο από κογκολέζικα τμήματα, θα επιτίθετο ταυτόχρονα από τα ανατολικά. Η φάλαγγα θα αναχωρούσε μέσα σε μια ώρα.

Προχωρώντας μέσα στη νύχτα, το 5ο Κομάντο (ενισχυμένο με μια ομάδα Κουβανών που έλαβε την ονομασία 58ο Κομάντο) έπεσε συνολικά σε 12 ενέδρες! Αν και οι περισσότερες από αυτές αποδείχτηκαν ότι δεν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνες, σε δύο περιπτώσεις χτυπήθηκαν θανάσιμα μερικοί μισθοφόροι ενώ πολλά οχήματα υπέστησαν ζημιές. Βλέποντας πως η νυχτερινή προέλαση αποτελούσε πρόκληση για ακόμη χειρότερες ενέδρες, ο Χοάρε ζήτησε τη διακοπή της, κι έτσι η πορεία συνεχίστηκε το ξημέρωμα. Η φάλαγγα πέρασε χωρίς προβλήματα τις γέφυρες του Μάικο, κατευθυνόμενη προς το στρατόπεδο Κιτέλε, το αρχηγείο του Ολέγκα.

Χρησιμοποιώντας 5 αμερικανικά C-130 οι Βέλγοι αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην Στάνλεϊβιλ στις 6.35. Παρά τα αντιαεροπορικά πυρά των Σίμπας, οι αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στο σύνολό τους μέσα σε 2 λεπτά, χωρίστηκαν σε ομάδες και κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Λίγα λεπτά αργότερα οι 320 άντρες του Συνταγματάρχη Laurent προχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης υποστηριζόμενοι από δύο τεθωρακισμένα Land Rover οπλισμένα με πολυβόλα.

Στο κέντρο της πόλης, οι Σίμπας είχαν αρχίσει τη σφαγή των ομήρων. Μέχρι να φτάσουν εκεί οι αλεξιπτωτιστές, 27 όμηροι είχαν πεθάνει και άλλοι 40 είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Βλέποντας όμως τους Βέλγους, οι εκτελεστές τράπηκαν σε φυγή. Φτάνοντας στο Κιτέλε, οι μισθοφόροι ανακάλυψαν ότι το στρατόπεδο είχε ήδη καταληφθεί από τους αλεξιπτωτιστές. Είκοσι τρεις ημέρες μετά την αποχώρησή τους από το Κονγκό οι άντρες του Χοάρε έμπαιναν στη Στάνλεϊβιλ! Μια ομάδα μισθοφόρων με εμπειρία σε ανατινάξεις στα ορυχεία ανέλαβε την κατεδάφιση του Μνημείου Λουμούμπα, ενώ τα υπόλοιπα Κομάντο ανέλαβαν την εκκαθάριση της πόλης από τους εναπομείναντες αντάρτες.

Για τα κυβερνητικά τμήματα είχε έρθει η ώρα της αντεκδίκησης, με θύματα αυτή τη φορά εκείνους που συνεργάστηκαν με τους επαναστάτες. Οι κυβερνητικοί συγκέντρωσαν τους ύποπτους στο στάδιο της πόλης, και η τύχη τους αποφασιζόταν ανάλογα με τις αντιδράσεις του συγκεντρωμένου πλήθους! Φυσικά, οι περισσότεροι εκτελέστηκαν επί τόπου. Βλέποντας ότι ο κυβερνητικός στρατός λεηλατούσε τα πάντα ανενόχλητος, οι μισθοφόροι ζήτησαν από τον Χοάρε να πάρουν και αυτοί το μερίδιό τους. Απρόθυμα ο αρχηγός έδωσε τη συγκατάθεσή του, καθώς μέσα στο χάος που επικρατούσε η διατήρηση της πειθαρχίας ήταν αδύνατη. Έτσι οι μισθοφόροι άρχισαν να αδειάζουν τα κελάρια… αλλά και τα χρηματοκιβώτια της πόλης, αν και σε θέματα περιττής χρήσης βίας και σεξουαλικών επιθέσεων οι διαταγές ήταν ρητές: ο ένοχος θα τιμωρούνταν αμείλικτα.

Δύο μέρες αργότερα, η εκδικητική μανία των κυβερνητικών τμημάτων είχε πλέον κορεστεί, και δεν απέμενε παρά η διάσωση των 28 Βέλγων ιερέων και των άλλων ομήρων που εξακολουθούσαν να κρατούνται στην άλλη όχθη του ποταμού. Δυστυχώς, η επιδρομή που διεξήγαγε το 56ο Κομάντο ήταν αργοπορημένη καθώς, εκτός από τρεις, όλοι οι όμηροι είχαν εκτελεστεί. Μια δεύτερη επιδρομή στην άλλη όχθη είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσωση εννέα Βρετανίδων καλογριών που βρίσκονταν στο χωριό Γιακούσε. Πάνω από 250 λευκοί όμηροι κρατούνταν επίσης στην κωμόπολη Πολίς. Για μια ακόμη φορά οι αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην πόλη, κατέλαβαν το αεροδρόμιο και έσωσαν τους ομήρους, πλην 20 Δομινικανών ιερέων που είχαν ήδη θανατωθεί.

Καθώς οι εντεινόμενες διπλωματικές πιέσεις που δέχονταν οι ΗΠΑ και το Βέλγιο σε διεθνές επίπεδο οδήγησαν τελικά στην ανάκληση των αλεξιπτωτιστών, η ανακατάληψη των υπόλοιπων πόλεων ανατέθηκε αποκλειστικά στους μισθοφόρους, με επίκεντρο την εκκαθάριση ορισμένων περιοχών της Στάνλεϊβιλ από όσους Σίμπας είχαν παραμείνει. 






Την αποστολή αυτή ανέλαβαν κυβερνητικές μονάδες μαζί με ένα νέο γαλλόφωνο Κομάντο, το 6ο, του Βέλγου αντισυνταγματάρχη Lamouline. Παράλληλα, το 5ο Κομάντο, σε συνεργασία με ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού και υποστηριζόμενο από πυρά όλμων και αεροσκάφη, κατέλαβε την απέναντι όχθη του ποταμού και προχώρησε στα ενδότερα. Οι επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν δύο ημέρες αργότερα με την κατάληψη ενός στρατοπέδου και ενός μεγάλου κέντρου ανεφοδιασμού των ανταρτών. Οι επόμενες ημέρες αναλώθηκαν σε επιχειρήσεις διάσωσης, κατά τις οποίες το 5ο Κομάντο κατάφερε να απελευθερώσει μεγάλο αριθμό λευκών και μαύρων ιεραποστόλων.

Στο διάστημα που το κύριο μέρος του 5ου Κομάντο προχωρούσε προς τη Στάνλεϊβιλ, το 52ο προήλασε διαμέσου του Ακέτι, και διεξήγαγε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Πολίς απελευθερώνοντας πάνω από 800 λευκούς πολίτες. Το 53ο Κομάντο προχώρησε από την Μπουτέμπο προς την κωμόπολη Μπένι, την κατέλαβε και συνέχισε την πορεία του προς τη Μαμπάσα στην οποία εισέβαλε 5 μέρες μετά την πτώση της Στάνλεϊβιλ. Αφού απελευθέρωσαν εκατοντάδες καλόγριες και ιερείς, οι άντρες του 53ου παρέδωσαν την πόλη στον Κυβερνητικό Στρατό και συνενώθηκαν με το 5ο στην Στάνλεϊβιλ. Το 54ο Κομάντο κατέλαβε εύκολα την Ικέλα και την Οπάλα και συνενώθηκε με το κύριο σώμα στην Στάνλεϊβιλ. Λίγες μέρες αργότερα χτύπησε την κωμόπολη Γουάμπα, απελευθερώνοντας πάνω από 100 λευκούς ομήρους.

Το συμβόλαιο των μισθοφόρων κόντευε πλέον να λήξει, αλλά ο κίνδυνος δεν είχε εκλείψει. Μετά από μια συνάντηση με τον Μομπούτου, ο Χοάρε αποφάσισε να αναλάβει τη στελέχωση του 5ου Κομάντο με νέους εθελοντές και με όσους από τους παλιούς το επιθυμούσαν, με στόχο την εκκαθάριση της επαρχίας Oriental από τους αντάρτες που χρησιμοποιούσαν σαν καταφύγιο τα σύνορα με το Σουδάν και την Ουγκάντα.

Έχοντας προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη, ο Χοάρε άρχισε τη στρατολόγηση εθελοντών. Με τη βοήθεια ορισμένων βετεράνων, οι νέοι μισθοφόροι εκπαιδεύτηκαν και μετέβησαν στην κωμόπολη Νιόκα στις 15 Μαρτίου. Η επιχειρήσεις άρχισαν με την ανακατάληψη των συνοριακών κωμοπόλεων της Επαρχίας Οριεντάλε. Οι μισθοφόροι οργανώθηκαν σε τρεις ημιανεξάρτητες μονάδες, το 5ο Κομάντο, τη «Δύναμη John-John» με διοικητή τον προαχθέντα σε Λοχαγό Peters, και το 14ο Κομάντο, το οποίο αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες Καταγκέζους και κάποιους λευκούς αξιωματικούς (κυρίως Βέλγους και Γερμανούς). Επικεφαλής του 14ου ήταν ο διοικητής (Commandant) Taνernier.

Καταλαμβάνοντας μετά από σύντομες μάχες τις παραμεθόριες κωμοπόλεις Άμπα, Άρου και Φαράντιε, οι μισθοφόροι κατάφεραν να σφραγίσουν τα σύνορα με την Ουγκάντα και το Σουδάν, αποκόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού και υποχώρησης των ανταρτών. Έχοντας εγκαταστήσει φρουρές στις στρατηγικές θέσεις της παραμεθορίου ο Χοάρε προχώρησε στην ανακατάληψη των υπόλοιπων κέντρων της επαρχίας. Ξεκινώντας από την πόλη Ουάτσα, οι μισθοφόροι κατέλαβαν την Ντούνγκου, τη Nιαvγκάρα και την Γκομπάρι, ολοκληρώνοντας την αποστολή τους μέσα σε επτά εβδομάδες.

Λίγες μέρες αργότερα, οι Σίμπας αντεπιτέθηκαν από τα σουδανικά σύνορα προσπαθώντας να ανακαταλάβουν την Άμπα, αλλά η μισθοφορική φρουρά της πόλης, με επικεφαλής τον Peter Johnstone, απέκρουσε την επίθεση και τους καταδίωξε πίσω στα σύνορα. Ήταν φανερό πως μια επιδρομή στα ορμητήρια των ανταρτών ήταν επιβεβλημένη. Καταδιώκοντας τους αντάρτες πέρα από τα σύνορα, μια ισχυρή μονάδα μισθοφόρων με διοικητή τον Peters κατάφερε να καταστρέψει ολοσχερώς το στρατόπεδό τους αφήνοντας πίσω πάνω από 100 νεκρούς Σίμπας. Έτσι, από την πλευρά του Σουδάν ο κίνδυνος είχε εκλείψει.

Η επόμενη επιχείρηση αφορούσε στην κατάληψη δύο ακόμα μεγάλων κωμοπόλεων, της Μπούτα και του Μπόντο, όπου κρατούνταν μεγάλος αριθμός λευκών ομήρων. Η κατάληψη των δύο πόλεων αυτών αποτελούσε το τελευταίο βήμα για την ολοκληρωτική εξάλειψη των ανταρτών από το βόρειο Κονγκό. Την εκτέλεσή της ανέλαβαν από κοινού το 5ο και το 6ο Κομάντο.

Το 6ο έλεγχε την περιοχή γύρω από την Πολίς, και είχε σαν δύναμη κρούσεως μια μεικτή μονάδα γνωστή ως «Premier Choc», με διοικητή τον Bob Denard. Ξεκινώντας από το Νιανγκάρα, 110 άντρες του 5ου Κομάντο, 2 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και μια μονάδα γεφυροποιών του Κυβερνητικού Στρατού διέσχισαν 600 περίπου χιλιόμετρα, κατέλαβαν το Μπόντο και συνέχισαν προς την Μπούτα. Στο μεταξύ το 6ο Κομάντο είχε ήδη καταλάβει το Πόκο και κατευθυνόταν και αυτό προς την Μπούτα. Οι δύο μονάδες μπήκαν στην εγκαταλελειμμένη πόλη με διαφορά μιας ώρας. Οι αντάρτες είχαν ήδη αποχωρήσει, και οι 38 όμηροι ήταν νεκροί.

Επιστρέφοντας στη Λεοπολντβίλ, ο Χοάρε συναντήθηκε ξανά με τον Τσόμπε, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι για να επανέλθει ο έλεγχος του Κονγκό ολοκληρωτικά στα χέρια της κυβέρνησης ήταν απαραίτητη η εκκαθάριση των ανταρτών στο θύλακα Φίζι-Μπαράκα στις όχθες της λίμνης Ταγκανίκα. Από την πλευρά της λίμνης, οι Σίμπας λάμβαναν εφόδια και ενισχύσεις μέσω του Νταρ Ελ Σαλάμ και του Κιγκόμο. Παράλληλα υπήρχαν πληροφορίες πως οι αντάρτες καθοδηγούνταν τον τελευταίο καιρό από Κουβανούς, με ιδιαίτερη εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο. Η επιρροή των Κουβανών είχε αρχίσει να γίνεται εμφανής και στο πεδίο της μάχης αφού οι αντάρτες γίνονταν ολοένα και πιο επιθετικοί.

Ο Χοάρε ανανέωσε για μία ακόμη φορά το συμβόλαιό του και ξανάρχισε τη στρατολόγηση εθελοντών. Αυτή τη φορά ο εχθρός θα ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος, πιο αποφασιστικός, και ο πληθυσμός θα ήταν με το μέρος του. Κατά συνέπεια, το επίπεδο των εθελοντών έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν καλύτερο. Μετά από μια σύντομη αλλά σκληρότατη περίοδο εκπαιδεύσεως, οι εθελοντές οργανώθηκαν σε 7 Κομάντο, με μια μονάδα θωρακισμένων αυτοκινήτων και μια δύναμη «ναυτικού» αποτελούμενη από 30 άντρες, μια μικρή κανονιοφόρο 80 ποδών και 6 οπλισμένα ταχύπλοα. Αποστολή του «ναυτικού» ήταν η φύλαξη των συνόρων με την Τανζανία.

Η δύναμη υποστηριζόταν από 12 αεροσκάφηΤ-28, 4 Β-26 και ένα ελαφρύ ελικόπτερο Bell. Τους μισθοφόρους θα υποβοηθούσαν και δύο τάγματα Κυβερνητικού Στρατού. Επιβιβάζοντας ένα μέρος της δύναμής του στα σκάφη που διέθετε, ο Χοάρε χτύπησε την Μπαράκα από την πλευρά της λίμνης και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσε να την καταλάβει. Οι νεκροί Σίμπας ξεπέρασαν τους 120, ενώ οι τραυματίες ήταν αμέτρητοι. Τις επόμενες μέρες όμως οι μισθοφόροι απέκρουσαν με επιτυχία τις διαδοχικές προσπάθειες των ανταρτών να ανακαταλάβουν την πόλη. Η «πολιορκία» λύθηκε όταν οι αμυνόμενοι ενισχύθηκαν με 400 περίπου άντρες του 5ου που κατέφθασαν οδικώς.

Στη συνέχεια ο Χοάρε προήλασε προς το Φίζι, το οποίο και βρήκε εγκαταλελειμμένο. Χωρίς διακοπή, το 5ο Κομάντο χτύπησε την οχυρή θέση των ανταρτών στη Λουλίμπα και, σε συνδυασμό με μια κυβερνητική μονάδα την κατέλαβε και προχώρησε προς την κωμόπολη Κασίμια. Στο ίδιο διάστημα, μονάδες του Εθνικού Στρατού ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην τελευταία στρατηγική θέση των ανταρτών στη Γιούγκου. Η μέγκενη γύρω από τους Σίμπας είχε πλέον κλείσει οριστικά.

Ακόμα και μετά την καταστολή τής εξέγερσης των Σίμπας, η θύελλα στην πολύπαθη αφρικανική χώρα δεν έλεγε να κοπάσει. Στην Λέοπολντβιλ, η πολιτική διαμάχη μεταξύ του προέδρου Κασαβούμπου και του πρωθυπουργού Τσόμπε είχε οδηγήσει στην παραίτηση του τελευταίου, που έφυγε ξανά στην Ισπανία. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης δεν έλυσε το πρόβλημα, και σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για επικείμενη επιστροφή του Τσόμπε με τη βοήθεια των μισθοφόρων Lamouline και Protin. Η πολιτική αστάθεια οδήγησε σε νέο στρατιωτικό πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου 1965, όταν ο Στρατηγός Μομπούτου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.

Η εξέλιξη αυτή είχε σημαντικές επιπτώσεις για τις μισθοφορικές μονάδες. Ήδη από τα μέσα του 1965, η δύναμη του 10ου Κομάντο μειώθηκε στο ήμισυ κατόπιν εντολής του Βέλγου συμβούλου Vanderwalle, ενώ οι μισοί περίπου από τους 8.000 Κατανγκέζους του «Black Jack» Schramme οργανώθηκαν σε 4 ανεξάρτητα Κομάντο (11ο, 12ο, 13ο και 14ο), διοικούμενα από λευκούς μισθοφόρους, τα οποία τέθηκαν υπό τις διαταγές του κυβερνητικού στρατού. Ο «Συνταγματάρχης» Schramme εξακολουθούσε να είναι απόλυτος διοικητής της περιοχής Μανιέμα, αν και η δύναμή του είχε περιοριστεί δραστικά. Κατηγορούμενος για συμμετοχή σε κίνημα για την επαναφορά του Τσόμπε, ο Αντισυνταγματάρχης Lamoyline υποχρεώθηκε να αποχωρήσει παραδίδοντας τη διοίκηση του 6ου Κομάντο στον Denard. Την ίδια περίοδο αποφάσισε να αποχωρήσει και ο Χοάρε, ο οποίος παρέδωσε τη διοίκηση του 5ου στον John Peters και επέστρεψε στη Ν. Αφρική.

Ωστόσο, για τους πολυπληθείς αντίπαλους τού Μομπούτου, οι μισθοφόροι εξακολουθούσαν να αποτελούν την καλύτερη δυνατή λύση. Αρχικά, οι επίδοξοι συνωμότες προσπάθησαν να στρατολογήσουν τον Χοάρε. Όταν απέτυχαν, στράφηκαν προς τον Peters, αλλά ο τελευταίος, ακολουθώντας τη συμβουλή του Χοάρε, αρνήθηκε την προσφορά και ειδοποίησε τον Μομπούτου για το αναμενόμενο κίνημα. Η εξέγερση ξέσπασε την 23η Ιουνίου 1966 όταν οι δυσαρεστημένοι Κατανγκέζοι των ανεξαρτήτων Κομάντο (11ο, 12ο, 13ο και 14ο) βάδισαν εναντίον της Στάνλεϊβιλ, ποντάροντας στη βοήθεια των υπόλοιπων μισθοφορικών μονάδων.

Αντίθετα όμως με τις προβλέψεις τους, ο Denard υποστήριξε τον Μομπούτου και ο Schramme παρέμεινε ουδέτερος στη Μανιέμα. Πιεζόμενοι από το 6ο Κομάντο, οι στασιαστές άρχισαν να υποχωρούν. Το 5ο Κομάντο κινήθηκε για να ανακόψει την υποχώρησή τους, αλλά τελικά δεν επενέβη, επιτρέποντάς τους να αποτραβηχτούν στη Μανιέμα, όπου το μεγαλύτερο μέρος των στασιαστών βρήκε καταφύγιο στο Κομάντο του Schramme. Οι υπόλοιποι έκαναν το λάθος να πιστέψουν την υπόσχεση του Μομπούτου για αμνηστία, παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν αμέσως.

Ο Μομπούτου προσπάθησε να εφαρμόσει στο Κονγκό έναν ιδιόμορφο σοσιαλισμό «δυτικού τύπου», αντικαθιστώντας στις δημόσιες υπηρεσίες τους λευκούς με μαύρους, εφαρμόζοντας καθεστώς ισοπολιτείας, θεσπίζοντας νόμους για την απαλλοτρίωση μέρους των εκτάσεων των λευκών γαιοκτημόνων και αντικαθιστώντας τους λευκούς μισθοφόρους με γηγενείς μαύρους αξιωματικούς. Το Μάιο του 1967, ο ισχυρός άντρας του Κονγκό αποφάσισε να περιορίσει την παρουσία των μισθοφόρων και διέλυσε το 5ο Κομάντο βασιζόμενος στην αξιοπιστία του Denard.




Στο μεταξύ, όμως, οι προσπάθειες για την ανατροπή του συνεχίζονταν. Αυτή τη φορά η ανάμειξη των μισθοφόρων ήταν καθολική. Το σχέδιο της ανταρσίας εκπονήθηκε από τον Denard και άλλους αντικαθεστωτικούς αξιωματικούς του Εθνικού Στρατού. Αλλά η CIA, πληροφορούμενη την επικείμενη ανταρσία από πηγές της στο στρατόπεδο των μισθοφόρων, ειδοποίησε τον προστατευόμενό της Μομπούτου και (σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες) οργάνωσε την απαγωγή του Τσόμπε και τη φυλάκισή του στην Αλγερία.

Ο Τσόμπε επρόκειτο να επιστρέψει στο Κονγκό λίγο πριν την εξέγερση, και η παρουσία του αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της. Αγνοώντας πως ο Τσόμπε είχε συλληφθεί, ο Schramme και οι Κατανγκέζοι του βάδισαν προς την κωμόπολη Μπουκαβού στα σύνορα με τη Ρουάντα, την οποία και κατέλαβαν αιφνιδιάζοντας τη φρουρά. Ο Ντενάρ και οι μισθοφόροι του εισέβαλαν στην Κατάνγκα από την Αγκόλα και συγκρούστηκαν με τον κυβερνητικό στρατό, ο οποίος είχε εξοπλιστεί από τις ΗΠΑ και είχε εκπαιδευτεί από Ισραηλινούς. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, ο Ντενάρ τραυματίστηκε στο κεφάλι και οι δυνάμεις του υποχώρησαν στην Αγκόλα. Ο ίδιος μεταφέρθηκε αεροπορικώς στο Σόλσμπερι της Ροδεσίας, όπου και νοσηλεύθηκε. Χωρίς την ενίσχυση του 6ου, ο Schramme περιορίστηκε στην υπεράσπιση του Μποκαβού επί δύο μήνες.

Επιστρέφοντας αργότερα στο Κονγκό, ο Denard αποφάσισε να οργανώσει και δεύτερη εισβολή στο Κονγκό από τα σύνορα με την Αγκόλα, με σκοπό να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Σραμ. Η ανικανότητα όμως των αντρών του οδήγησε την προσπάθεια αυτή σε φιάσκο. Ήταν πλέον προφανές ότι ο Schramme δεν επρόκειτο να έχει καμία εξωτερική βοήθεια και παρά τις τεράστιες απώλειες που είχαν προξενήσει στον Εθνικό Στρατό, οι δυνάμεις του βρίσκονταν πλέον σε αδιέξοδο. Τελικά οι άντρες του 100ου Κομάντο υποχώρησαν με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού στο Κινγκάλι της Poυάvτα, όπου και παρέδωσαν τον οπλισμό τους.

Οι 130 περίπου εναπομείναντες μισθοφόροι αναχώρησαν στη συνέχεια για την Ευρώπη, ενώ οι Κατανγκέζοι κατέφυγαν στην Αγκόλα. Όσο αφορά στις δυνάμεις του Ντενάρ, μετά από αψιμαχίες μερικών ημερών με τις κυβερνητικές δυνάμεις, κατέφυγαν και πάλι στην Αγκόλα. Ο Μομπούτου θα παρέμενε στην εξουσία για τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ η αποτυχία της «εξέγερσης των μισθοφόρων» σήμανε και το οριστικό τέλος της ανάμειξής τους στο Κονγκό.

Νιγηρία

Η βρετανική αποικία της Νιγηρίας χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από την ύπαρξη πολυάριθμων πληθυσμιακών υποομάδων, με διαφορετικές φυλετικές καταβολές. Στα 1954, οι Βρετανοί χώρισαν την περιοχή σε τρεις ημιαυτόνομες περιφέρειες: τη βόρεια, τη δυτική και την ανατολική.

Η μεγαλύτερη σε πληθυσμό και έκταση ήταν η βόρεια, ενώ το 1963 δημιουργήθηκε μία ακόμα περιφέρεια, η κεντροδυτική. Στις περιφέρειες αυτές κατοικούσε ένα μωσαϊκό μικρών και μεγάλων φυλών με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο και βαθμό ανάπτυξης. Σημαντικότερες εθνότητες ήταν οι μουσουλμάνοι Hausa στα βόρεια, οι ανιμιστές Yoruba στα δυτικά και οι χριστιανοί Ibo στα νοτιοανατολικά. Μουσουλμάνοι μέχρι ένα βαθμό, οι Yoruba συνέκλιναν προς τους Hausa, ενώ οι μικρότερες εθνικές ομάδες σταδιακά περιθωριοποιήθηκαν.

Όταν η Νιγηρία ανεξαρτητοποιήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1960, την πολιτική και τεχνοκρατική αφρόκρεμα της χώρας συνιστούσαν οι Ibo που έλεγχαν τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες. Η τοποθέτησή τους στην κορυφή της κοινωνικοπολιτικής πυραμίδας αλλά και η χριστιανική τους πίστη δεν άργησαν να προκαλέσουν εχθρικά συναισθήματα στις άλλες εθνότητες. Το δηλητηριώδες πολιτικό κλίμα που επικράτησε μετά τις πρώτες εκλογές το 1964 δεν άργησε να καταλήξει σε πολιτικό χάος. Έτσι, στις 15 Ιανουαρίου 1966 εκδηλώθηκε πραξικόπημα από τον Στρατηγό Τζόνσον Αγκιβί Ιρονσί, που ανέτρεψε την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Abubakar Tafawa Balewa. Μετά από βίαιες εξεγέρσεις που ξέσπασαν το Μάιο του 1966 με θύματα τις μειονότητες των Ibo (οι οποίοι υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν εκεί όπου διαβιούσε ο εθνικός τους πυρήνας, νοτιοανατολικά) ο Ιρονσί ανατράπηκε με τη σειρά του στα τέλη Ιουνίου 1966 από τον Αντισυνταγματάρχη Yakubu Gowon, που, παρότι χριστιανός, καταγόταν από το Βορρά. Ο εκπαιδευμένος στη Βρετανική Στρατιωτική Ακαδημία Sandhurst, Gowon, ήταν θιασώτης της Ομοσπονδίας, και κατάφερε τελικά να ελέγξει το σύνολο της χώρας, με εξαίρεση τη νοτιοανατολική περιφέρεια.

Σε μια συνδιάσκεψη που συγκάλεσε ο Gowon τον Ιανουάριο του 1967, ο στρατιωτικός ηγέτης της νοτιοανατολικής περιφέρειας, Αντισυνταγματάρχης Οντουμέγκβου Οτζουκβού ζήτησε η Νιγηρία να μετατραπεί σε κοινοπολιτεία ανεξάρτητων κρατών, μια πρόταση που απορρίφθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο Οτζουκβού ωστόσο επέμενε στις απόψεις του, ενώ η ήδη φορτισμένη ατμόσφαιρα εντάθηκε περισσότερο το φθινόπωρο του 1966 με νέες σφαγές κατά των Ibo, οι οποίοι άρχισαν πλέον να συρρέουν μαζικά προς τα νοτιοανατολικά. Τελικά στις 30 Μαΐου 1967, ο Οτζουκβού ανακήρυξε επίσημα την απόσχιση της περιοχής του από τη Νιγηριανή Ομοσπονδία και την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Μπιάφρα. Ας σημειωθεί πως στην ανατολική περιφέρεια είχαν ανακαλυφθεί κοιτάσματα πετρελαίου. Η εκμετάλλευσή τους (από ξένες εταιρείες) άρχισε το 1958 για να οδηγήσει σε ανάκαμψη την τοπική οικονομία.

Ο Ιούνιος του 1967 αποτέλεσε την περίοδο προετοιμασίας των αντίπαλων δυνάμεων, με τα νιγηριανά στρατεύματα να αναπτύσσονται κατά μήκος των συνόρων της Μπιάφρα, και την τελευταία να προσπαθεί εναγωνίως να οργανώσει την άμυνά της. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ojukwu είχε ήδη ξεκινήσει από το 1966 προσπάθειες για την προμήθεια σύγχρονου οπλισμού, στέλνοντας εκπρόσωπους του στο εξωτερικό, για να εντοπίσουν τις κατάλληλες πηγές, προφανώς εκτός των επίσημων καναλιών. Για το σκοπό αυτό είχαν μεταφερθεί κεφάλαια σε ελβετικές τράπεζες. Αργότερα ιδρύθηκε στο Παρίσι και ένας οργανισμός-βιτρίνα, η «Biafran Historical Society», που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα γραφείο διαπραγματεύσεων με διεθνείς εμπόρους όπλων.

Την εποχή εκείνη, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση διέθετε 7.000 άντρες, 50 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, 20 ελαφρά αεροσκάφη Domier και 6 ελικόπτερα, ενώ ο Στρατός της Μπιάφρα διέθετε 5.000 άντρες, 2 αεροσκάφη Β-26 και 6 Alouette. Γνωρίζοντας πως η βρετανική κυβέρνηση θα υποστήριζε τον Gowon, και στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει εμπειροπόλεμα στελέχη, ο Ojukwu ήρθε σε επαφή με τον Χοάρε ζητώντας του να αναλάβει τη στρατολόγηση και τη διοίκηση μιας δύναμης 500 μισθοφόρων. Ο Χοάρε απέρριψε την πρόταση, αλλά στο μεταξύ ο Ojukwu είχε καταφέρει να κλείσει ένα συμβόλαιο με 80 Γάλλους μισθοφόρους, με αρχηγό τον πασίγνωστο Roger Faulgues.

Οι οπισθοχώρηση όμως των Νιγηριανών δεν κράτησε πολύ. Στηριζόμενες στο βαρύ υλικό και το πυροβολικό τους, οι δυνάμεις του Ομοσπονδιακού Στρατού κατάφεραν να συγκρατήσουν την εχθρική προέλαση και να περάσουν στην αντεπίθεση, καταλαμβάνοντας τη Νσούκα σης 13 Ιουλίου. Κάτω από την πίεση των εχθρικών μηχανοκίνητων τμημάτων, τα στρατεύματα των Ίμπο αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, εγκαταλείποντας έτσι τις περισσότερες από τις πόλεις που είχαν καταλάβει. Προσφέροντας όμως έδαφος και κερδίζοντας χρόνο, το στράτευμα της Μπιάφρα κατόρθωσε τελικά να ανασυνταχθεί και στη συνέχεια να αντεπιτεθεί. Αναλαμβάνοντας και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων, οι δυνάμεις του Ojukwu κατέλαβαν ολόκληρη τη μεσοδυτική επαρχία και συνέχισαν την προέλασή τους στην πόλη Ορέ, σε απόσταση 160 μόλις χιλιομέτρων από το Λάγος. Στο μεταξύ, τα δυο Ελαφρά Βομβαρδιστικά Β-26 της Αεροπορίας της Μπιάφρα (επανδρωμένα από λευκούς μισθοφόρους) διεξήγαγαν επιδρομές εναντίον του Λάγος σπέρνοντας στους κατοίκους του τον πανικό.

Οι εχθροπραξίες άρχισαν τελικά στις 6 προς 7 Ιουλίου 1967, ενώ δύο μέρες αργότερα εξαπολύθηκε η πρώτη μεγάλη επίθεση του Νιγηριανού Στρατού στη βόρεια Μπιάφρα που οδήγησε στην κατάληψη των πόλεων Nsukka και Ogoja. Περί τις 20 Ιουλίου, το μέτωπο είχε προς στιγμήν σταθεροποιηθεί, αλλά στις 25 Ιουλίου, οι Νιγηριανοί, με την υποστήριξη της φρεγάτας «Nigeria», αποβιβάστηκαν αιφνιδιαστικά στο Bonny, καταλαμβάνοντας τα τοπικά διυλιστήρια και αποκόπτοντας τη δίοδο προς το σπουδαιότερο λιμάνι της Μπιάφρα, το Port Harcourt.

Η αντεπίθεση της Μπιάφρα εκδηλώθηκε στις 9 Αυγούστου, όταν η Ταξιαρχία «S» του στρατού της πέρασε αιφνιδιαστικά το Νίγηρα ποταμό στο Asaba και, εκμεταλλευόμενη την έλλειψη οργάνωσης των αντιπάλων της, άρχισε να προωθείται προς τη νιγηριανή πρωτεύουσα, το Λάγος. Έως τις 20 Αυγούστου, η Ταξιαρχία είχε φτάσει στο Ore και πιθανότατα θα πετύχαινε το στόχο της αν δεν αποκαλυπτόταν η συνωμοσία μερίδας αξιωματικών κατά του Ojuwu. Το επιχειρούμενο κίνημα κατεστάλη, αλλά η προσωρινή ανακοπή της προέλασης εξανέμισε οριστικά την ευκαιρία για την κατάληψη του Lagos.

Με τη δυτική ουδετερότητα εξασφαλισμένη, οι Νιγηριανοί απευθύνθηκαν στην ΕΣΣΔ για την προμήθεια πολεμικών αεροσκαφών και «συμβούλων», αίτημα που τελικά ικανοποιήθηκε. Ο ενισχυμένος από τους Σοβιετικούς Νιγηριανός Στρατός άρχισε και πάλι να προελαύνει, ανακαταλαμβάνοντας το Benin στις 22 Σεπτεμβρίου. Λίγες μέρες μετά, οι Νιγηριανοί διέσπασαν το βόρειο μέτωπο και έως τα τέλη του μήνα βρίσκονταν σε απόσταση βολής πυροβολικού από την πρωτεύουσα της Μπιάφρα, το Enugu. Η πόλη έπεσε τελικά στις 4 Οκτωβρίου, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση της Μπιάφρα να μεταφερθεί νοτιότερα, στο Umuahia. Ταυτόχρονα καταλήφθηκε και η παραλιακή κωμόπολη Καλαμπάρ, ενώ στο ίδιο διάστημα η φρεγάτα «Nigeria» και τρία περιπολικά έλαβαν θέσεις μάχης στα παράλια της περιοχής, επιβάλλοντας στους Μπιαφρανούς ναυτικό αποκλεισμό. Καθώς οι Ίμπο δεν διέθεταν ναυτικό, οι ομοσπονδιακές δυνάμεις κατόρθωσαν να απομονώσουν την Μπιάφρα σχεδόν ολοκληρωτικά, επιβάλλοντας αποκλεισμό. Από το Calabar, τα νιγηριανά στρατεύματα εφορμούσαν για επίθεση μεγάλης κλίμακας, στα τέλη Νοεμβρίου του 1967, παρά τις προσπάθειες της αεροπορίας της Μπιάφρα να πλήξει τις συγκεντρώσεις τους.

Για τους Ίμπο, η κατάσταση ήταν πλέον κρίσιμη, αφού άρχισε να υπάρχει έλλειψη στα απαραίτητα εφόδια, με τα οποία θα αναπλήρωναν τις φθορές από τις προηγούμενες επιχειρήσεις. Ο στρατός της Μπιάφρα δεν ήταν πλέον σε θέση να αντεπιτεθεί, αλλά παρ’ όλα αυτά οι Ίμπο δεν θέλησαν να παραδοθούν. Στηριζόμενες στα υπάρχοντα εφόδια και στις μικρές ποσότητες όπλων και πυρομαχικών που έφθαναν αεροπορικώς, οι δυνάμεις του Ojukwu κατάφεραν τελικά να συγκρατήσουν τους Νιγηριανούς, ανατινάζοντας ένα μεγάλο τμήμα της γέφυρας του Νίγηρα, στην περιοχή της κωμόπολης Όνιτσα.

Η επιτυχία όμως αυτή ήταν προσωρινή. Η Όνιτσα έπεσε τελικά στα χέρια των Ομοσπονδιακών Δυνάμεων στις αρχές του Μαρτίου του 1968 και το Πορτ-Χάρκουρτ στις 19 Μαΐου. Πιεζόμενοι από τις πολυμέτωπες επιθέσεις του εχθρού, οι Ίμπο αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στην περιοχή μεταξύ των κωμοπόλεων Άμπα, Οβέρι και Οκίγκβι.

Εν τω μεταξύ, οι απανωτές ήττες και η τρομακτική έλλειψη εφοδίων είχαν αναγκάσει τον Ojukwu να εγκαταλείψει την αρχική του στρατηγική και να ακολουθήσει μεθόδους ανταρτοπόλεμου (όπως άλλωστε τον είχε συμβουλέψει εξαρχής ο μισθοφόρος Συνταγματάρχης Steiner). Οι αντάρτικες αυτές τακτικές πέτυχαν μεν να καθυστερήσουν τη λήξη του πολέμου, αλλά δεν μπόρεσαν να επιδράσουν αποφασιστικά στην έκβασή του, καθώς τα αποτελέσματα του αποκλεισμού αποδείχθηκαν πολύ πιο άμεσα από εκείνα των όπλων. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1968 η κατάσταση του πληθυσμού είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο: ο λιμός και οι ασθένειες προκαλούσαν περισσότερους θανάτους από ό,τι ο πόλεμος, ενώ δεν σταματούσαν να εισρέουν νέοι πρόσφυγες από τις κατακτημένες περιοχές για να αποφύγουν τις διώξεις. Σίγουρα ο πόλεμος θα τελείωνε κάπου εδώ, αν ο Ojukwu δεν είχε προσλάβει μια ελβετική εταιρεία επικοινωνιακών συμβούλων, τη «Markpress», η οποία κατόρθωσε με διαρκείς δημοσιεύσεις και ανταποκρίσεις να ευαισθητοποιήσει τη δυτική κοινή γνώμη για το δράμα ενός χριστιανικού έθνους που λιμοκτονούσε υφιστάμενο μια πραγματική γενοκτονία.

Οι εικόνες των παιδιών με τις πρησμένες κοιλιές δεν άργησαν να προκαλέσουν παγκόσμια συμπάθεια προς τους πολίτες της δοκιμαζόμενης χώρας, με αποτέλεσμα να στηθεί μια «αερογέφυρα» με συνεχείς πτήσεις προς την Μπιάφρα μισθωμένων αεροσκαφών.

Η αυξανόμενη ροή εφοδίων (αλλά και οπλισμού) οδήγησε τον πόλεμο σε νέα αναζωπύρωση. Οι Επαναστάτες επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Onitsha το Νοέμβριο. Ο χειμώνας πέρασε με τις δυνάμεις της Μπιάφρα να πολιορκούν το Owerri το Φεβρουάριο του 1969, το οποίο υπερασπίζονταν τμήματα της 3η Νιγηριανής Μεραρχίας. Η πόλη έπεσε τελικά τον Απρίλιο, για να γίνει η νέα πρωτεύουσα της Μπιάφρα. Παρ’ όλα αυτά η θηλιά ολοένα και έσφιγγε. Στις 22 Δεκεμβρίου οι Νιγηριανοί εξαπέλυσαν την τελική τους επίθεση από τα νότια και, αφού διέσπασαν τις αμυντικές γραμμές, διείσδυσαν στην περιοχή, κόβοντάς τη στα δύο. O Ojukwu διέφυγε στην Ακτή Ελεφαντοστού στις 8 Ιανουαρίου 1970, ενώ τα υπολείμματα του στρατού του παραδόθηκαν στις 13 Ιανουαρίου 1970.

Το αξιοσημείωτο με τον πόλεμο στην Νιγηρία είναι ότι οι υπηρεσίες των μισθοφόρων χρησιμοποιήθηκαν και από τις δυο πλευρές. Οι Ίμπο προσέλαβαν μεγάλο αριθμό μισθοφόρων γαλλικής, αγγλικής και γερμανικής καταγωγής, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σαν εκπαιδευτές-καθοδηγητές του Στρατού και σαν πιλότοι.

Αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί στο Κονγκό, οι μισθοφόροι δεν συγκρότησαν αυτόνομες μονάδες, αλλά ενσωματώθηκαν στις αφρικανικές. Ενδεικτικά άλλωστε του εκπαιδευτικού-ηγετικού ρόλου των μισθοφόρων είναι και οι πληροφορίες που αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια των αντεπιθέσεων των Μπιαφρανών ακούγονταν φωνές (στα Αγγλικά) οι οποίες παρότρυναν τους στρατιώτες να προχωρήσουν. Μετά την εσπευσμένη αποχώρηση του Συνταγματάρχη Faulques λόγω τραυματισμού, το κύριο βάρος της ηγεσίας αυτών των μισθοφόρων έπεσε στον Γερμανό Rolf Steiner.Πρώην ανθυπασπιστής της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων και βετεράνος του πολέμου στην Ινδοκίνα, ο «Συνταγματάρχης» Steiner θέλησε να εφαρμόσει στην Μπιάφρα το σύστημα της Λεγεώνας, συγκροτώντας μια οργανωτική δομή λευκών αξιωματικών οι οποίοι διοικούσαν μαύρους στρατιώτες. Αποτέλεσμα ήταν ο σχηματισμός, το 1968, της επίλεκτης 4ης Ταξιαρχίας Κομάντο της Μπιάφρα, που αποδείχθηκε η καλύτερη μονάδα όλου του στρατεύματος.

Ο Steiner αποτελεί ίσως τη μοναδική περίπτωση μισθοφόρου αρχηγού που διαφώνησε με την ανώτερη ηγεσία σε θέματα τακτικής και «αποτάχθηκε» πριν από την λήξη του πολέμου. Αποσύρθηκε στο Παρίσι γράφοντας βιβλία. Ιδιαίτερα χρήσιμες υπηρεσίες προσέφεραν στην Μπιάφρα και οι μισθοφόροι πιλότοι με αρχηγό τον Σουηδό βαρόνο Carl Gustav νοn Rosen. Ικανότατος πιλότος, ο νοn Rosen επινόησε διάφορες τακτικές χάρη στις οποίες οι πιλότοι της Μπιάφρα (που πετούσαν με ελαφρά ελικοφόρα Minicon σουηδικής κατασκευής και άλλα απαρχαιωμένα αεροσκάφη) κατάφεραν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα σύγχρονα τότε σοβιετικά αεριωθούμενα μαχητικά τύπου MiG-17 της Νιγηριανής Αεροπορίας.

Από την πλευρά τους, οι Νιγηριανοί χρησιμοποίησαν αποκλειστικά μισθοφόρους πιλότους, κυρίως Αιγυπτίους και Ανατολικογερμανούς, καθώς και ορισμένους Δυτικοευρωπαίους. Από αυτούς, οι Ανατολικογερμανοί ήταν οι μόνοι που δέχονταν να πετάξουν κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Ροδεσία

Οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των εθνικιστικών ανταρτικών οργανώσεων των μαύρων και των Ενόπλων Δυνάμεων της Ροδεσίας ξεκίνησαν το 1965 για να διαρκέσουν έως το 1980, οπότε η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε και μετονομάστηκε σε Ζιμπάμπουε. Στο διάστημα αυτό, τόσο η Αεροπορία όσο και ο Στρατός της Ροδεσίας αξιοποίησαν τις υπηρεσίες σημαντικού αριθμού μισθοφόρων.

Οι περισσότεροι από τους άντρες αυτούς που προσέφεραν την πολύτιμη πείρα τους για την καταπολέμηση των ανταρτών ήταν βετεράνοι του βρετανικού ή του αυστραλιανού Στρατού, ενώ δεν έλειπαν και οι Αμερικανοί που είχαν πολεμήσει στο Βιετνάμ. Σύμφωνα με την πρακτική των Ροδεσιανών, οι αλλοδαποί μισθοφόροι υπηρετούσαν σαν αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες στις τακτικές μονάδες του Στρατού και της Αεροπορίας και αμείβονταν με μισθό ανάλογο αυτού που ελάμβαναν και τα μόνιμα Ροδεσιανά στελέχη.

Εν γένει η τακτική που ακολούθησε ο ροδεσιανός Στρατός για να αντιμετωπίσει τους αντάρτες βασιζόταν στην περιφρούρηση καίριων θέσεων (πυλώνες ηλεκτροδότησης, κέντρα επικοινωνίας κλπ), στη διεξαγωγή «αμυντικών» περιπολιών γύρω από τις περιοχές υψηλού κινδύνου, στη διεξαγωγή περιπολιών από επίλεκτες μονάδες ικανές να καταδιώκουν τους αντάρτες επί μέρες, στο σχηματισμό αερομεταφερόμενων ομάδων βραχείας αντιδράσεως, έτοιμων να επέμβουν ακαριαία σε οποιοδήποτε σημείο, στη διενέργεια επιχειρήσεων κρούσεως πέρα από τα σύνορα με στόχο την καταστροφή των ανταρτικών βάσεων και στη συνεχή βελτίωση του δικτύου πληροφοριών που αφορούσε τη δραστηριότητα των ανταρτών.

Οι ξένοι «εθελοντές» υπηρετούσαν κυρίως σε τρεις μονάδες. Η πρώτη από αυτές ήταν το ροδεσιανό Ελαφρό Πεζικό που αποτελούνταν από τρία Κομάντο (ενισχυμένους Λόχους) και ένα Λόχο Όπλων Υποστήριξης με συνολική δύναμη 1.000 αντρών. Η μονάδα αυτή έλαβε μέρος σε δεκάδες επιχειρήσεις εντός και εκτός Ροδεσίας, επιδεικνύοντας υψηλότατη αποτελεσματικότητα.

Ήταν επανδρωμένη αποκλειστικά από λευκούς, και οι μισθοφόροι αποτελούσαν το 1/3 με 1/4 της συνολικής της δύναμης. Η δεύτερη μονάδα στην οποία απορροφήθηκαν πολλοί μισθοφόροι ήταν οι Grey’s Scouts, μια μονάδα έφιππης αναγνώρισης αποτελούμενη από τρεις Ίλες μάχης και μία υποστηρίξεως. Η μονάδα αυτή ήταν επανδρωμένη από λευκούς και μαύρους εθελοντές και χρησιμοποιούνταν από το Στρατό για την περιπολία δύσβατων περιοχών. Στο διάστημα 1976-1978, διοικητής της ήταν ο Αμερικανός Ταγματάρχης Mike Williams.

Η τρίτη μονάδα στην οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ξένοι μισθοφόροι ήταν οι Selous Scouts. Επρόκειτο για μια ειδική μονάδα αναγνωρίσεως-κρούσεως που είχε σαν κύρια αποστολή τη διείσδυση στις περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες (ενίοτε και εκτός συνόρων της Ροδεσίας), τον εντοπισμό τους και τη μετάδοση των πληροφοριών στην κεντρική διοίκηση. Η μονάδα ήταν σε μεγάλο ποσοστό επανδρωμένη από μαύρους (πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην αντάρτες) αλλά είχε λευκούς υπαξιωματικούς και αξιωματικούς. Πεπειραμένοι ιχνηλάτες και ικανοί πολεμιστές, οι άντρες αυτοί θεωρούνται υπεύθυνοι για το θάνατο του 70% του συνόλου των ανταρτών καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου.

Αγκόλα

Η χώρα αυτή της νοτιοδυτικής Αφρικής ανεξαρτητοποιήθηκε από την Πορτογαλία το 1975, για να μεταβληθεί αμέσως μετά σε ένα από τα κύρια πεδία της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης στη Μαύρη Ήπειρο. Ήδη από την εποχή τις αποικιοκρατίας και εν όψει της αποχώρησης των Πορτογάλων, οι τρεις ανταρτικές οργανώσεις των μαύρων είχαν αρχίσει να συγκρούονται μεταξύ τους για την ανάληψη της εξουσίας.

Ισχυρότερο ανάμεσά τους ήταν το μαρξιστικό «Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση της Αγκόλα» (MPLA), που είχε πρωτοστατήσει στους απελευθερωτικούς αγώνες, υποστηριζόμενο από την ΕΣΣΔ με πάσης φύσεως οπλισμό, αλλά και από την Κούβα με στρατεύματα. Ανταγωνιστές του MPLA στη διεκδίκηση της εξουσίας ήταν το «Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Αγκόλα» (FNLA), που δρούσε στο βόρειο τμήμα, υποστηριζόμενο από το Ζαΐρ, καθώς και η «Εθνική Ένωση για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Αγκόλα» (UNITA) του Τζόνας Σαβίμπι, που δρούσε στο νοτιότερο τμήμα της χώρας.

Ο περιθωριοποιημένος και μακρινός αυτός εμφύλιος πόλεμος πήρε σταδιακά διεθνείς διαστάσεις όταν η ΕΣΣΔ και η Κούβα, προσπαθώντας να επεκτείνουν την επιρροή τους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, άρχισαν να ενισχύουν σημαντικά τον MPLA. Η Ουάσιγκτον από την πλευρά της, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο κομμουνιστικού προγεφυρώματος στην περιοχή, έσπευσε να υποστηρίξει τον FNLA (που λάμβανε παράλληλα βοήθεια και από την Κίνα) και τη UNITA. Ωστόσο, οι Αμερικανοί, έχοντας τότε πρόσφατη την οδυνηρή εμπειρία του Βιετνάμ, ήταν απρόθυμοι να αποστείλουν στρατεύματα στην αφρικανική χώρα.

Φοβούμενοι τη διαβλεπόμενη επικράτηση του ΜΡLΑ, οι ηγέτες του FNLA και της UNITA αποφάσισαν να συνασπιστούν ξεκινώντας μια επιχείρηση με σκοπό να ανακόψουν, ή έστω να περιορίσουν, τη σοβιετική διείσδυση, προλαμβάνοντας την επικράτηση των αριστερών ανταρτών. Το κοινό σχέδιο δράσης εκπονήθηκε σε συνεργασία με τις νοτιοαφρικανικές μυστικές υπηρεσίες και τη CIA. Ωστόσο οι προσπάθειες της αμερικανικής υπηρεσίας να ενισχύσει τον FNLA και τη UNITA πολύ σύντομα κατέληξαν σε αδιέξοδο, καθώς οι δυνάμεις των δύο αυτών οργανώσεων ήταν κάτι περισσότερο από ανεπαρκείς.

Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε τη διενέργεια διμέτωπης επίθεσης για την κατάληψη της πρωτεύουσας Λουάντα, στις 10 Νοεμβρίου του 1975. Από το Βορρά την επίθεση θα διεξήγαγαν οι αντάρτες του FNLA, υποστηριζόμενοι από ένα τάγμα του Στρατού του Ζαΐρ και από 80 Πορτογάλους αποίκους, ενώ από το Νότο θα επιτίθεντο οι άντρες της UNITA υποστηριζόμενοι από μία μηχανοκίνητη φάλαγγα 800 αντρών του Νοτιοαφρικανικού Στρατού. Ωστόσο, η άμεση αντίδραση της ΕΣΣΔ και της Κούβας ματαίωσε το φιλόδοξο αυτό σχέδιο. Τρεις μόλις μέρες μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, ο MPLA ενισχύθηκε από μια δύναμη 650 Κουβανών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν αεροπορικώς και ρίχτηκαν κατευθείαν στο μέτωπο.

Το πεπειραμένο στον ανταρτοπόλεμο και ισχυρότερο στρατιωτικά MPLA δεν άργησε να θέσει υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας έως το 1976, οπότε και σχημάτισε κυβέρνηση. Για τους αντιπάλους του δεν υπήρχε άλλη λύση από τη διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου. Έτσι ο αρχηγός του FNLA σε συνεργασία με τη CIA προσανατολίστηκε στη στρατολόγηση μισθοφόρων. Τα πρώτα σώματα «εθελοντών» είχαν φθάσει στην Αγκόλα ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του βορειοδυτικού τμήματος της χώρας σε συνεργασία με τις μονάδες του FNLA.

Οι ολιγάριθμοι όμως μισθοφόροι ήταν ελαφρά οπλισμένοι και αδυνατούσαν να συγκρατήσουν τους αντιπάλους τους. Οι άπειροι, στην πλειοψηφία τους, νεοσύλλεκτοι μισθοφόροι που πίστευαν πως η Αγκόλα θα ήταν «περίπατος», μεταφέρονταν στο Ζαΐρ, απ’ όπου και μετέβαιναν στο μέτωπο χωρίς να λάβουν καμία απολύτως εκπαίδευση. Έτσι οι 11.000 περίπου Κουβανοί, υποστηριζόμενοι από άρματα Τ-34 και Τ-54, ρουκετοβόλα των 122 χλστ., όλμους και αντιαρματικά, δεν δυσκολεύτηκαν να συνεχίσουν την προέλασή τους σε όλα τα μέτωπα.

Στις αρχές Φεβρουαρίου ένα σημαντικό τμήμα της μισθοφορικής δύναμης εξοντώθηκε κατά τη διάρκεια μιας απελπισμένης αντεπίθεσης του FNLA στην περιοχή του Κουϊμποκόλο, ενώ λίγα 24ωρα αργότερα τραυματίστηκε και συνελήφθη ο ελληνοκυπριακής καταγωγής αξιωματικός των μισθοφόρων «Ταγματάρχης» Κάλαν (ο οποίος αργότερα δικάστηκε και εκτελέστηκε από τον MPLA μαζί με αρκετούς άλλους μισθοφόρους). Τα πλήγματα στις μισθοφορικές δυνάμεις κορυφώθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου 1976, όταν ισχυρή δύναμη της MPLA διέλυσε τις ανταρτικές ομάδες στην Κουίνμπα, καταλαμβάνοντας το προπύργιο του FNLA, την πόλη Σαν Σαλβαντόρ.

Ο Χοάρε αναφέρει στα απομνημονεύματά του πως το 1974 ένας Συνταγματάρχης του Πορτογαλικού Στρατού του ζήτησε να του διαθέσει μια δύναμη 100 μισθοφόρων, την οποία θεωρούσε αρκετή για να εξασφαλιστεί (την εποχή εκείνη) η παραμονή της Αγκόλα στη δυτική σφαίρα επιρροής. Παρά τις προσπάθειες του Χοάρε όμως η έλλειψη χρημάτων δεν επέτρεψε την υλοποίηση της πορτογαλικής πρότασης.

Ο Χοάρε θα ξαναδοκίμαζε στις αρχές του 1976. Κρατώντας σε αναμονή μια δύναμη 500 υποψηφίων μισθοφόρων, συναντήθηκε με τους υπεύθυνους της CΙA στην Πρετόρια προκειμένου να συζητήσει τις πιθανότητες χρηματοδότησης μισθοφορικών επιχειρήσεων στην Αγκόλα. Δεδομένης της αρνητικής απάντησης που έλαβε, ο Χοάρε εξεπλάγη δυσάρεστα λίγες μέρες αργότερα, όταν έμαθε πως ο αρχηγός της CIA στην Κινσάσα χρηματοδοτούσε τη στρατολόγηση 150 μισθοφόρων στο Λονδίνο και τις ΗΠΑ. Πάντως, σύμφωνα με άλλες πηγές, η CIA διαφώνησε με τον Χοάρε στο ζήτημα της τιμής και αποφάσισε να επιλέξει μια «φθηνότερη» λύση. Όπως όμως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, η «φθηνή λύση» κατέληξε σε αποτυχία.

Η κακή επιλογή στρατολόγων οδήγησε στην πρόσληψη ανθρώπων με ελάχιστη ή και καθόλου στρατιωτική εμπειρία – πόσο μάλλον πολεμική. Πέραν αυτού, η ποιότητα των μισθοφόρων που ενεπλάκησαν στον εμφύλιο της Αγκόλα ήταν στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολη. Όπως σημείωσε ο John Stockwell, πρώην επικεφαλής της επιχειρησιακής δύναμης της CIA στην αφρικανική χώρα, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης για τον Ψυχρό Πόλεμο: «Δεν μπορείς να έχεις μια καλά πειθαρχημένη δύναμη όταν έχεις απλώς μαζέψει κόσμο από τους δρόμους για να σχηματίσεις ένα Σώμα». Εκτός από ανεπαρκείς στρατιωτικά, μερικοί από τους προς ενοικίαση στρατιώτες ήταν και παράφρονες, όπως για παράδειγμα ο ίδιος ο «Ταγματάρχης» Κάλαν.

Ο ιστορικός ηγέτης του ΜΡLΑ και πρόεδρος της χώρας Αγκοστίνιο Νέτο πέθανε το 1979. Τον διαδέχθηκε ο Ζοζέ Εντουάρντο Ντος Σάντος, που ηγήθηκε των κυβερνητικών δυνάμεων καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου, ο οποίος συνεχίστηκε με φθίνουσα ένταση και σε περιορισμένη γεωγραφικά έκταση. Τελικά, τον Απρίλιο του 1991, με τις ανακατατάξεις στο ανατολικό μπλοκ, ο Ντος Σάντος αποκήρυξε το μαρξισμό. Ένα μήνα αργότερα και με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις υπέγραψαν στη Λισαβόνα μία ακόμα ειρηνευτική συμφωνία. Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσει άλλη μια δεκαετία συγκρούσεων έως τον Αύγουστο του 2002, οπότε ο Ντε Σαντος δήλωσε πανηγυρικά πως ο πόλεμος είχε οριστικά λήξει.

Νησιά Κομόρος

Τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου 1978, η «Δύναμη Ωμέγα», αποτελούμενη από 50 μισθοφόρους μέσα σε ελαστικές λέμβους, έπλεε προς τις ακτές του νησιού Γκραν Κομόρο στον Ινδικό Ωκεανό. Οι άντρες είχαν επιβιβαστεί στις βάρκες από ένα φορτηγό πλοίο το οποίο είχαν μισθώσει, και είχαν ως αποστολή τη σύλληψη του προέδρου του νησιού και την αντικατάστασή του με τον Αμέντ Αμπντάλα, που ήταν και ο χρηματοδότης τους.

Κάθε άντρας είχε λάβει από τον Ντενάρ, ως προκαταβολή, το ποσό των 1.000 λιρών Αγγλίας. Οι μισθοφόροι αποβιβάστηκαν χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και πραγματοποίησαν πορεία 4,8 χιλιομέτρων με κατεύθυνση προς την προεδρική κατοικία. Με τις διόπτρες νυχτερινής όρασης, ο Ντενάρ είδε πως την προεδρική κατοικία φρουρούσαν τέσσερα άτομα.

Δύο βρίσκονταν στην είσοδο του κτιρίου και άλλα δύο περιπολούσαν στον περίβολο. Ο Ντενάρ έκανε νεύμα σε τέσσερις άντρες του και αυτοί κατευθύνθηκαν αθόρυβα προς τους φρουρούς. Οι τέσσερις πρώην λεγεωνάριοι, χρησιμοποιώντας μαχαίρια, μέσα σε δευτερόλεπτα σώριασαν τα άψυχα σώματα των φρουρών στο χώμα.

Ένας λεγεωνάριος τραυματίστηκε κατά τη συμπλοκή. Οι μισθοφόροι εισήλθαν στο κτίριο και βρήκαν τον πρόεδρο να κοιμάται. Πριν ο τελευταίος προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, δύο μισθοφόροι τον σήκωσαν από το κρεβάτι, τον μετέφεραν στο διπλανό δωμάτιο και τον έδεσαν σε μια καρέκλα. Ο Ντενάρ και οι εισβολείς εγκαταστάθηκαν στην προεδρική κατοικία περιμένοντας την άφιξη του Αχμέντ Αμπντάλα. Ο ίδιος αποφάσισε να εξασφαλίσει την προεδρική διαδοχή και έδωσε εντολή για την δολοφονία του αιχμάλωτου προέδρου. Ένας πρώην λεγεωνάριος πέρασε στο δωμάτιο όπου κρατούνταν ο πρόεδρος και τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Ο νέος πρόεδρος έφθασε με αεροσκάφος στο Γκραν Κομόρο συνοδευόμενος από τους σωματοφύλακές του. Όταν ο Αχμέντ Αμπντάλα συνάντησε τον Ντενάρ, το πρόσωπό του έλαμπε από ικανοποίηση και ευγνωμοσύνη. Μια από τις πρώτες πράξεις του νέου προέδρου ήταν ο διορισμός του Ντενάρ στο υπουργείο Άμυνας της νέας κυβέρνησης και η τοποθέτηση των 50 συναδέλφων του στα υπουργεία Τουρισμού και Οικονομικών και σε θέσεις συμβούλων οργανισμών.

Αριθμός μισθοφόρων πλαισίωσε τη νέα προεδρική φρουρά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Ντενάρ και οι μισθοφόροι του γέμισαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους με δημόσιο χρήμα, αφού οι μισθοί τους ήταν παχυλοί και οι προμήθειές τους από τη σύναψη διαφόρων συμφωνιών τεράστιες. Οι μισθοφόροι συμμετείχαν και σε κοινωνικές εκδηλώσεις του νησιού, προκαλώντας την περιέργεια των ξένων επενδυτών, οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν σαν αξιοπερίεργα φαινόμενα.

Με την πάροδο του χρόνου, ο πρόεδρος Αχμέντ Αμπντάλα αντιλήφθηκε ότι οι μισθοφόροι κάθε άλλο παρά συνεισέφεραν στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Η ιδιότυπη αυτή συνεργασία, προέδρου και μισθοφόρων, διατηρήθηκε μέχρι το 1987, οπότε ο πρόεδρος απαίτησε από αυτούς να φύγουν από το νησί.

Σε μια θυελλώδη συζήτηση που είχε ο Αμπντάλα με ομάδα μισθοφόρων, ένας από αυτούς, εξαγριωμένος καθώς ήταν, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ο Ντενάρ και οι σύντροφοί του ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του νησιού. Η διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από μισθοφόρους ήταν μόλις δύο εβδομάδες, και αποτελεί μοναδική περίπτωση στη σύγχρονη εποχή. Η διεθνής κατακραυγή υποχρέωσε τη Γαλλία να στείλει στην πρώην αποικία της 3.000 στρατιώτες της Δυνάμεως Ταχείας Επεμβάσεως για να αποκαταστήσει την τάξη.

Όμως, άγνωστο πώς, οι μισθοφόροι ειδοποιήθηκαν και διέφυγαν από τη χώρα πριν καταφθάσουν οι Γάλλοι.

Την 1η Οκτωβρίου 1995, ο Ντενάρ οργάνωσε νέα επιχείρηση ανατροπής του καθεστώτος στο νησί. Η γαλλική κυβέρνηση αντέδρασε αμέσως και, ενώ το πραξικόπημα βρισκόταν σε εξέλιξη, Ειδικές Δυνάμεις των Γάλλων πραγματοποίησαν αστραπιαία αεροναυτική επιχείρηση και συνέλαβαν τον Ντενάρ και τους άντρες του. Ο Ντενάρ κατέληξε στη φυλακή Λα Σαντέρ στο Παρίσι. Το κελί του βρισκόταν στον ίδιο διάδρομο με εκείνο του περίφημου τρομοκράτη Ραμίρεζ Σάντσες ή «Κάρλος, το τσακάλι».

Σεϋχέλλες

Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Σεϋχελλών βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό, 1.600 περίπου χλμ. ανατολικά της Κένυας και 3.200 χλμ. νοτιοδυτικά της Βομβάης. Μετά την ανεξαρτητοποίηση από τους Βρετανούς, στις 29 Ιουνίου 1976, την εξουσία στο νησί ανέλαβε μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό τους James R.M. Manchem, που ορκίστηκε πρόεδρος, και France-Albert Rene που ανέλαβε την πρωθυπουργία.

Τον Ιούνιο του 1977 και ενώ ο Μάντσαμ συμμετείχε σε μια διάσκεψη της Κοινοπολιτείας στο Λονδίνο, ο Ρενέ τον ανέτρεψε αναλαμβάνοντας την προεδρία. Το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο, καθώς το νησιωτικό κρατίδιο δεν διέθετε στρατό, παρά μόνο ένα μικρό Σώμα χωροφυλακής που προσχώρησε στον Ρενέ όταν τα πάντα είχαν λήξει. Ο νέος πρόεδρος είχε σπουδάσει νομικά στο Λονδίνο και, αντίθετα από τον Μάντσαμ (που ήταν ένα πλούσιος Βρετανός άποικος και γνωστός κοσμοπολίτης), διαπνεόταν από σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, τις οποίες και εφάρμοσε αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία. Διέθεσε πόρους για την παιδεία και την περίθαλψη, ενώ δημιούργησε και ένα μικρό σώμα Εθνοφυλακής από 500 άντρες, εκπαιδευμένους από Τανζανούς συμβούλους που απέστειλε στο νησί ο πρόεδρος της Τανζανίας Νιερέρε.

Προσπαθώντας να ανακτήσει την εξουσία στο διάστημα μεταξύ 1980 και 1981, ο Μάντσαμ, από τη συνοικία Πάτναμ του Λονδίνου, όπου είχε εγκατασταθεί, άρχισε να έρχεται σε επαφή με διάφορους μισθοφόρους (ανάμεσα στους οποίους και ο Schroeder), προσπαθώντας να βρει τον καταλληλότερο για την οργάνωση ενός πραξικοπήματος. Την πρότασή του δέχτηκε τελικά ο Χοάρε, ο οποίος την εποχή εκείνη εργαζόταν ως λογιστής στη Ν. Αφρική. Όταν ο παλαιός του συμπολεμιστής από το Κονγκό, Τζέρι Πιούρεν, τον ενημέρωσε για τις προθέσεις του έκπτωτου προέδρου, ο παλιός διοικητής του 5ου Κομάντο, που αδημονούσε να ξεφύγει από τη βαρετή δουλειά του γραφείου, άδραξε αμέσως την ευκαιρία και άρχισε να καταστρώνει τα σχέδιά του.

Σε πρώτη φάση επισκέφθηκε δύο φορές τις Σεϋχέλλες με πλαστό διαβατήριο. Η μια επίσκεψη πραγματοποιήθηκε κατά την επέτειο της ανεξαρτησίας του νησιού, με σκοπό να αξιολογηθεί η μαχητική ικανότητα της πολιτοφυλακής στην παρέλαση των «Ενόπλων Δυνάμεων». Εκτιμώντας από την εμφάνισή τους πως οι πολιτοφύλακες δεν θα αποτελούσαν αξιόλογο αντίπαλο για επαγγελματίες μισθοφόρους, ο έμπειρος Χοάρε υπολόγισε το κόστος του εγχειρήματος σε 5 εκατομμύρια δολάρια. Τα κεφάλαια όμως που μπορούσε να διαθέσει ο Μάντσαμ δεν υπερέβαιναν το μισό εκατομμύριο, κι έτσι ο Ιρλανδός υποχρεώθηκε να αναπροσαρμόσει ανάλογα τα σχέδιά του.

Όπως αποδείχθηκε, ο Χοάρε ήρθε σε επαφή με υψηλόβαθμα στελέχη των νοτιοαφρικανικών μυστικών υπηρεσιών από τις οποίες προμηθεύθηκε τον απαραίτητο οπλισμό. Παράλληλα, ψάχνοντας για εθελοντές στο Ντάρμπαν και το Γιοχάνεσμπουργκ, οι άνθρωποί του συγκέντρωσαν μια 50μελή ομάδα μισθοφόρων, από τους οποίους 26 ήταν Νοτιοαφρικανοί, 9 Βρετανοί, 7 Ροδεσιανοί, 2 Γερμανοί, 2 Ιρλανδοί, 2 Αμερικανοί, ένας Αυστραλός και ένας Αυστριακός. Ανάμεσά τους υπήρχαν βετεράνοι του Κονγκό και άτομα που είχαν εκπαιδευτεί από τις Ειδικές Δυνάμεις της Ροδεσίας και της Ν. Αφρικής. Κίνητρο των περισσοτέρων αποτελούσαν φυσικά τα χρήματα, χωρίς όμως να λείπουν και εκείνοι που απλά διψούσαν για περιπέτεια, όπως π.χ. ο Γιόχαν Φριτς, γόνος εύπορης οικογένειας του Γιοχάνεσμπουργκ, που απλώς προσπαθούσε να ξεφύγει από την αφόρητα βαρετή ζωή του. Κατά κάποιο τρόπο το κατάφερε… πέφτοντας νεκρός κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.

Το σχέδιο του Χοάρε περιελάμβανε τρία σκέλη: Σε πρώτη φάση θα μετέβαινε στις Σεϋχέλλες μια μικρή ομάδα πέντε ατόμων που θα αναλάμβανε την προπαρασκευή της επιχείρησης. Στη συνέχεια, το κύριο σώμα θα ταξίδευε αεροπορικώς προς το νησί, «μεταμφιεσμένο» σε ομάδα κρίκετ που βρισκόταν σε διακοπές, και θα συνενωνόταν με την πρώτη ομάδα στο ξενοδοχείο. Η τρίτη και τελευταία φάση θα λάμβανε χώρα την επόμενη μέρα όταν οι μισθοφόροι θα χτυπούσαν το γραφείο του Ρενέ, τις βάσεις του στρατού και το αρχηγείο της αστυνομίας, στην πρωτεύουσα Βικτόρια.

Κατά την άφιξή του στο νησί κάθε «παίκτης» θα μετέφερε μαζί και τον οπλισμό του (ένα αυτόματο τυφέκιο, χειροβομβίδες και πυρομαχικά) μέσα σε βαλίτσες με διπλό πάτο και σάκους του γκολφ. Ήταν προφανές πως η επιτυχία του εγχειρήματος βασιζόταν στο υποτυπώδες επίπεδο της ασφάλειας του τοπικού αεροδρομίου και στην πολύ μεγάλη πιθανότητα που αυτό συνεπαγόταν να μην γίνει αντιληπτή η εισαγωγή του οπλισμού.

Όπως είχε διαπιστώσει ο Χοάρε κατά τις επισκέψεις του, οι τελωνειακές αρχές ακολουθούσαν το λεγόμενο «σύστημα τιμής», βάσει του οποίου όποιος είχε κάτι να δηλώσει περνούσε από την κόκκινη είσοδο (και οι αποσκευές του ερευνούνταν από τις αρχές), ενώ οι υπόλοιποι περνούσαν ανενόχλητοι από την πράσινη είσοδο.

Περί τα μέσα Νοεμβρίου 1981, το πρώτο τμήμα της μισθοφορικής δύναμης είχε ήδη φθάσει στην πρωτεύουσα Μαχέ, με τον οπλισμό στις αποσκευές του κρίκετ και χωρίς να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Αυτό το τμήμα-προπομπό αποτελούσαν ο Μπομπ Σιμς, η φίλη του, Σου lνγκλ, και ο Μάρτιν Ντόλιντσεκ, αξιωματούχος της υπηρεσίας Πληροφοριών της Ν. Αφρικής (ο οποίος ισχυρίστηκε αργότερα ότι βρισκόταν σε κανονική άδεια και ότι είχε λάβει μέρος στην επιχείρηση εν αγνοία των προϊσταμένων του). Το πρωινό της Τετάρτης 25 Νοεμβρίου 1981, το μοναδικό αεροσκάφος των «Βασιλικών Αερογραμμών της Ζουαζιλάνδης» ένα Fokker F-28, απογειώθηκε από τη χώρα αυτή πετώντας προς τις Σεϋχέλλες. Με εξαίρεση δύο γυναίκες που αποβιβάστηκαν στα νησιά Κομόρες, όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες φορούσαν το επίσημο ένδυμα της ομάδας κρίκετ της Ν. Αφρικής και συνοδεύονταν από τους δύο «προπονητές» τους, τον Πιούρεν και τον Χοάρε. Στο αεροδρόμιο της Μαχέ κανένας δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στους 50 άντρες με αθλητικό παρουσιαστικό που κατευθύνθηκαν προς τον έλεγχο αποσκευών.

Οι 49 άντρες όδευσαν προς την πράσινη θύρα με την επιγραφή «Άτομα που δεν έχουν να δηλώσουν τίποτα», αλλά ένας νεαρός Νοτιοαφρικανός μισθοφόρος, ο Κέβιν Μπεκ, έχοντας προφανώς μπερδευτεί, κατευθύνθηκε προς τη θύρα για όσους είχαν αντικείμενα να δηλώσουν. Ο τελωνειακός υπάλληλος, παρά τους ισχυρισμούς του Μπεκ ότι επρόκειτο περί λάθους, επέμεινε να ερευνήσει την αποσκευή του, για να ανακαλύψει στη συνέχεια τον κρυμμένο οπλισμό. Ακολούθως ο Μπεκ κλήθηκε σε ιδιαίτερο δωμάτιο για σωματική έρευνα, ενώ παράλληλα ανακρινόταν. Ο νεαρός, χάνοντας την ψυχραιμία του, διέπραξε το δεύτερο μεγάλο σφάλμα, λέγοντας ότι ήταν μέλος μια ομάδας που μετέφερε πανομοιότυπες αποσκευές! Ένας λοχίας της υπηρεσίας ασφαλείας, αντιλαμβανόμενος τι συνέβαινε, έσπευσε τρέχοντας προς την έξοδο του αεροδρομίου.

Οι υπόλοιποι μισθοφόροι, μην έχοντας αντιληφθεί την κατάσταση, είχαν αρχίσει να επιβιβάζονται σε μικρά λεωφορεία που τους περίμεναν έξω από το αεροδρόμιο για να μεταφερθούν στο ξενοδοχείο τους. Βλέποντας τον λοχία της ασφάλειας να βγαίνει από την είσοδο του αεροδρομίου φωνάζοντας, ο Πιούρεν έβγαλε το όπλο του και τον πυροβόλησε στο στήθος. Το αεροδρόμιο δεν άργησε να μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Βγάζοντας τα όπλα τους, οι μισθοφόροι κατέλαβαν τα κτίρια και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των αστυνομικών και των πολιτοφυλάκων που συνέρρεαν. Το πανδαιμόνιο επεκτάθηκε καθώς το σούρουπο εμπόδιζε την καλή ορατότητα.

Ήταν τότε, μέσα στη σύγχυση και στους πυροβολισμούς, που σκοτώθηκε ο Φριτς. Μπροστά στο αδιέξοδο και γνωρίζοντας πως μέσα σε λίγα λεπτά ο χώρος θα πλημμύριζε από αστυνομικές δυνάμεις, ο Χοάρε διέταξε τους άντρες του να θέσουν υπό κράτηση το προσωπικό του αεροδρομίου ενώ έστειλε 4 από αυτούς να καταλάβουν τους κοιτώνες του προσωπικού ασφαλείας. Προσεγγίζοντας τους κοιτώνες, οι 4 άντρες συνάντησαν σθεναρή αντίσταση και οι δυο τραυματίστηκαν, αποτυγχάνοντας να ολοκληρώσουν την αποστολή τους.

Στο μεταξύ οι εθνοφύλακες που κατέφθασαν επιτέθηκαν στους μισθοφόρους υποστηριζόμενοι από τζιπ και ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Καθώς οι δεύτεροι δεν διέθεταν παρά μόνο αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες, το τεθωρακισμένο όχημα παρέμεινε ακέραιο, μέχρις ότου έπεσε σε ένα χαντάκι λόγω της αδεξιότητας του οδηγού του! Μερικοί μισθοφόροι περικύκλωσαν το ακινητοποιημένο όχημα απειλώντας το προσωπικό που βρισκόταν στο εσωτερικό πως, αν δεν παραδιδόταν, θα περιέλουζαν το αυτοκίνητο με πετρέλαιο και θα έβαζαν φωτιά.

Λίγο αργότερα, οι μισθοφόροι είχαν πλέον στην κατοχή τους το όχημα, αλλά αυτό ελάχιστα βελτίωσε τη θέση τους. Οι περισσότεροι είχαν αντιληφθεί πως το εγχείρημα έπρεπε να εγκαταλειφθεί αφού, χωρίς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, η επιχείρηση ήταν καταδικασμένη. Ο Χοάρε όμως και οι βετεράνοι του Κονγκό επέμεναν να συνεχίσουν. Καθώς στο αεροδρόμιο δεν υπήρχαν αεροσκάφη και κανένας από αυτούς δεν επιθυμούσε να γνωρίσει το εσωτερικό των σωφρονιστικών καταστημάτων των Σεϋχέλλων, ο Χοάρε διέταξε τους άντρες του να οργανώσουν αμυντική περίμετρο και να αμυνθούν μέχρις εσχάτων.

Την κρισιμότερη στιγμή φάνηκε σαν «από μηχανής θεός» ένα αεροσκάφος των Ινδικών Αερογραμμών, που άρχισε να τροχοδρομεί στον αεροδιάδρομο μεταξύ σταθμευμένων αυτοκινήτων και στρατιωτών που έτρεχαν πυροβολώντας! Η πλειοψηφία των μισθοφόρων αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την απρόσμενη ευκαιρία για να διαφύγει από τη δεινή θέση, παρότι ο Χοάρε και ο Πιούρεν είχαν αντιρρήσεις, φοβούμενοι πως η κατάληψη του αεροσκάφους ήταν πιθανό να προκαλέσει θύματα ανάμεσα στους αθώους επιβάτες.

Όταν όμως οι μισθοφόροι Τούλιο Μονέτα και Κουρτ Πρίφερτ κατέστησαν σαφές στους διοικητές τους ότι οι μισθοφόροι ήταν έτοιμοι να φύγουν ακόμα και χωρίς εκείνους, οι αρχηγοί υποχρεώθηκαν να τους ακολουθήσουν. Πράγματι, οι άντρες επιβιβάστηκαν στο αεροσκάφος και με την απειλή των όπλων υποχρέωσαν τον πιλότο να απογειωθεί με κατεύθυνση τη Ν. Αφρική. Εκτός από το νεκρό Φριτς είχαν αφήσει πίσω τους άλλους επτά συναδέλφους τους (συμπεριλαμβανομένου του Πιούρεν), που συνελήφθησαν από τις αρχές των Σεϋχελλών.

Φθάνοντας στο αεροδρόμιο Λούις Μπόθα, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, και μετά από διαπραγματεύσεις με τις αρχές, οι 45 μισθοφόροι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Ζοντερβάτερ κοντά στο Κούλιναν. Παρά τις κατηγορίες που δέχθηκε η κυβέρνηση της Ν. Αφρικής πως είχε γνώση της μισθοφορικής επιχείρησης, στις 2 Δεκεμβρίου 1981 οι 39 από τους 44 μισθοφόρους αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους, ενώ ο Χοάρε και άλλοι 4 απελευθερώθηκαν με εγγύηση.

Στην υπόθεση όμως αναμείχθηκε αιφνιδιαστικά ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, κατηγορώντας τις νοτιοαφρικανικές αρχές πως υπέθαλπαν αεροπειρατές. Την παραδειγματική τιμωρία των μισθοφόρων ζήτησε και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Μπράιαν Μπάμφορντ, καυτηριάζοντας παράλληλα τη «συγκάλυψη του σκανδάλου», όπως αποκάλεσε την επιχείρηση.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1981, οι αρχές των Σεϋχελλών εμφάνισαν στα ΜΜΕ τον αιχμάλωτο Ντόλιντσεκ, ο οποίος παραδέχτηκε ότι ήταν μέλος των νοτιοαφρικανικών μυστικών υπηρεσιών. Έτσι, την 1η Ιανουαρίου 1982, και μπροστά στην εντεινόμενη διεθνή κατακραυγή, ο εισαγγελέας του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ν. Αφρικής διέταξε εκ νέου τη σύλληψη όσων είχαν συμμετάσχει στην επιχείρηση. Η δίκη των 46 μισθοφόρων διήρκεσε από τις 10 Μαρτίου έως τις 30 Ιουλίου 1982 και διεξήχθη «κεκλεισμένων των θυρών», λόγω του «ευαίσθητου» υλικού που θα παρουσιαζόταν κατά τη διάρκειά της. Οι μισθοφόροι δεν κατηγορούνταν για φόνο, πρόκληση ζημιών στο κράτος των Σεϋχελλών ή μισθοφορική δράση (η τελευταία δεν αποτελούσε καν αδίκημα στη Ν. Αφρική) παρά μόνο για… αεροπειρατεία!

Στην απολογία του, ο Χοάρε δήλωσε ότι πριν από το εγχείρημα είχε στενή συνεργασία με τον διευθυντή και δύο ταξίαρχους της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ν. Αφρικής, οι οποίοι του προμήθευσαν όπλα και πληροφορίες. Εν τέλει, 39 άτομα καταδικάστηκαν σε ποινή 6 μηνών (επειδή έθεσαν σε κίνδυνο το αεροσκάφος), 7 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο ετών (για αεροπειρατεία) ενώ στον Χοάρε επιβλήθηκε 10ετής κάθειρξη με αναστολή. Στην πραγματικότητα, λίγους μήνες αργότερα οι μισθοφόροι πλην του Χοάρε απελευθερώθηκαν, ενώ ο τελευταίος τους ακολούθησε το Μάιο του 1985, όταν το ζήτημα είχε πλέον ξεχαστεί. Παράλληλα στις Σεϋχέλλες δικάστηκαν οι 7 μισθοφόροι που είχαν συλληφθεί.

Η Σου Ινγκλ και ο Μπομπ Σιμς αθωώθηκαν, οι υπόλοιποι όμως καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ, καθώς στους καταδικασθέντες απονεμήθηκε χάρη από τον Ρενέ και, μετά από ολιγόμηνη φυλάκισή, τους επιτράπηκε να εγκαταλείψουν το νησί.

Οι πρωταγωνιστές στην Αφρική

Με την από-αποικιοποίηση και με την οργάνωση των αφρικανικών Στρατών, το πεδίο δράσης των μισθοφόρων άρχισε να συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να εξαφανιστεί εντελώς. Ακόμα και σήμερα, όταν τυχαίνει να ακούμε συχνά-πυκνά για μια διένεξη σε κάποια μακρινή χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές των μακρινών, ξεχασμένων πολέμων της Αφρικής, ποζάρουν ξανά στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων και των ειδικών περιοδικών.

Πρόκειται για ονόματα όπως αυτό του Χοάρε και του Ντενάρ, συνώνυμα κάποτε με πραξικοπήματα, βίαιους φυλετικούς πολέμους και αιματηρές διαμάχες για τον έλεγχο πλούσιων σε κοιτάσματα περιοχών της Αφρικής ή γενικά του Τρίτου Κόσμου, που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπάθησαν να εξερευνήσουν, να λαφυραγωγήσουν και να ελέγξουν. Ανάμεσα στα πολλά που έχουν γραφτεί για τους πολεμιστές αυτούς, περιλαμβάνονται και αρκετά μπεστ σέλερ διάσημων συγγραφέων, αλλά και ένας αριθμός χολιγουντιανών ταινιών. Ποιοι ήταν όμως οι άντρες αυτοί που η αναφορά του ονόματός τους και μόνο είναι αρκετή για να εξάψει την φαντασία;

Η πιο γνωστή φυσιογνωμία στον χώρο των μισθοφόρων ήταν αναμφισβήτητα ο Ιρλανδός Μάικλ Χοάρε, ο οποίος γεννήθηκε το 1920. Υπηρέτησε στο Βρετανικό Στρατό κατά τον Β’ Π.Π. ως λοχαγός του πυροβολικού στη βόρεια Αφρική και την Ιταλία, ενώ έλαβε μέρος και σε επιχειρήσεις στη ζούγκλα της Βιρμανίας. Μετά τον πόλεμο απέκτησε υπηκοότητα Ν. Αφρικής και εγκαταστάθηκε στο Durban, όπου εργάστηκε ως οδηγός σε σαφάρι, ως λογιστής και ως έμπορος αυτοκινήτων. Το 1961-1962 έλαβε μέρος στην προσπάθεια απόσχισης της Κατάνγκα κατά την οποία του απονεμήθηκε από τον Τσόμπε ο βαθμός του ταγματάρχη.

Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο «Mad Mike», όπως ήταν το προσωνύμιο του Χοάρε, επέστρεψε στο Κονγκό ύστερα από 20 μήνες και ανασχημάτισε το αγγλόφωνο 5ο Κομάντο που αποτέλεσε την κύρια μονάδα κρούσεως εναντίον των Σίμπας. Η δύναμη αυτή αποτελούνταν από άντρες 19 διαφορετικών εθνικοτήτων (με κυριότερους τους Βρετανούς, τους Ροδεσιανούς, τους Νοτιοαφρικανούς, τους Βέλγους και τους Έλληνες) και ονομάστηκε «Άγριες Χήνες» (WiId Geese) προς τιμήν των Ιρλανδών μισθοφόρων που υπηρέτησαν στο γαλλικό Στρατό κατά το 17ο και 18ο αιώνα.

Πολλοί από τους μισθοφόρους του 5ου είχαν στοιχειώδη στρατιωτική εμπειρία, άλλοι ήταν πρώην μέλη της Λεγεώνας των Ξένων, ενώ ορισμένοι ήταν πρώην στρατιώτες της Βέρμαχτ, όπως ο Ζίγκφριντ Μίλερ, ο οποίος είχε παρασημοφορηθεί με τον Σιδηρούν Σταυρό Πρώτης Τάξης. Ο Χοάρε υπέβαλε τους άντρες του σε εντατική εκπαίδευση και αυστηρότατη πειθαρχία, υιοθετώντας τους κανονισμούς και την οργάνωση του βρετανικού Στρατού. Το 5ο Κομάντο, κινούμενο ταχύτατα σε φάλαγγες με τζιπ και δια μέσου εχθρικών περιοχών, προσέβαλε τα προπύργια των επαναστατών αιφνιδιάζοντάς τους και στερώντας τους την ευκαιρία να οργανώσουν αποτελεσματική άμυνα. Έτσι, μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο ο Χοάρε είχε επιτύχει την αποστολή του με επιστέγασμα την ανακατάληψη της Στάνλεϊβιλ. Το Νοέμβριο του 1965, όταν η εξέγερση είχε κατασταλεί πλήρως, στον Χοάρε απονεμήθηκε από τον ηγέτη του Κονγκό, στρατηγό Μομπούτου, ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών τους, οι μισθοφόροι έσωσαν μεγάλο αριθμό λευκών ιεραποστόλων και Ευρωπαίων αποίκων από βέβαιο θάνατο, κατορθώματα στα οποία ο δυτικός Τύπος έδωσε διαστάσεις θρύλου.

Προσωπικός φίλος του Τσόμπε, ο «Mad Mike» αποχώρησε από το Κονγκό το Δεκέμβριο του 1965, παραδίδοντας τη διοίκηση στον Βρετανό John-John Peters. Στη δεκαετία του 1970 επισκέφθηκε την Καμπότζη και το Λάος, όπου φημολογείται πως παρείχε τις υπηρεσίες του. Επανήλθε στην ενεργό δράση οργανώνοντας απόπειρα πραξικοπήματος στις Σεϋχέλλες. Η απόπειρα απέτυχε και ο Χοάρε καταδικάστηκε σε φυλάκιση 133 μηνών από δικαστήριο της Ν. Αφρικής. Αποφυλακίστηκε το 1985, και έκτοτε αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.

Ο John-John Peters είχε υπηρετήσει στην επίλεκτη μονάδα SAS του βρετανικού Στρατιού και ξεκίνησε τη μισθοφορική του δράση ως Λοχίας στο 5ο Κομάντο. Ήταν ένας άνθρωπος ατρόμητος και ανελέητος σε βαθμό τέτοιο που (μετά την αποχώρηση του Χοάρε) πολλά μέλη του 5ου αρνήθηκαν να υπηρετήσουν υπό τις διαταγές του, και έφυγαν ή μετατέθηκαν. Ο Peters αποσύρθηκε πλούσιος, στα τέλη του 1966 για να τον διαδεχθεί στην αρχηγία ο Νοτιοαφρικανός George Schroeder, παλιό στέλεχος του 5ου Κομάντο. Ο Schroeder διακρίθηκε στη δευτερεύουσα ζώνη πυρός. Αποστρατεύθηκε με τη διάλυση του 5ου και αποσύρθηκε στη Ν. Αφρική.

Ένας ακόμα μισθοφόρος που συνέδεσε το όνομά του με τους εμφύλιους πολέμους στο Κονγκό ήταν ο Βέλγος Jean «Black Jack» Schramme, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1930. Ο Schramme υπηρέτησε επί δύο χρόνια σε μονάδα Βέλγων καταδρομέων στην Αφρική και, αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του, εγκαταστάθηκε στο Κονγκό αγοράζοντας μια φυτεία καφέ. Η καταστροφή της φυτείας αυτής κατά τις ταραχές του 1960 τον ώθησε να καταταγεί στην πολιτοφυλακή του Τσόμπε ως μισθοφόρος αξιωματικός. Δημιούργησε το 10ο Κομάντο, του οποίου και ηγήθηκε στα γεγονότα του ‘60-’62.

Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο «Black Jack» λόγω του μεγάλου αριθμού Αφρικανών που περιλάμβανε το 10ο Κομάντο. Στη διάρκεια της εξέγερσης των Σίμπας, το 10ο Κομάντο ήταν λίγο-πολύ ανεξάρτητο. Δεν συμμετείχε στην εξέγερση της Στάνλεϊβιλ το 1966, αλλά οργάνωσε την ανταρσία του 1967. Μετά τον τραυματισμό του Denard οδήγησε τους άντρες του στο Μπουκαβού. Επαναπατρίστηκε το 1968 για να συλληφθεί λίγο αργότερα από τη βελγική αστυνομία για το φόνο ενός συμπατριώτη του μισθοφόρου. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος και εγκαταστάθηκε στη Βραζιλία. Το 1985 η βελγική κυβέρνηση ζήτησε την έκδοσή του, αλλά το αίτημα απερρίφθη.

Ο Βέλγος Συνταγματάρχης Lamouline ήταν κατά πάσα πιθανότητα άνθρωπος της κυβέρνησης. Εξαίρετος στρατιώτης, αν και όχι μισθοφόρος με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, μετέβη στο Κονγκό πιθανόν κατόπιν εντολής της κυβέρνησής του. Διηύθυνε το 6ο Κομάντο από το 1964 έως το 1965, οπότε παρέδωσε τη διοίκηση στον Denard και αποχώρησε.

Ο προαναφερθείς Robert «Bob» Denard ήταν Γάλλος και, σε αντίθεση με τις φήμες που κυκλοφορούσαν, δεν είχε υπηρετήσει στη Λεγεώνα των Ξένων, αλλά στο σώμα των Γάλλων Πεζοναυτών (Infanterie de Marine), στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, όπου είχε την ευκαιρία να πολεμήσει στο πλευρό των Λεγεωνάριων. Αργότερα έγινε αστυφύλακας στην αποικιακή Αλγερία και το Μαρόκο.

Μέλος δεξιών εξτρεμιστικών οργανώσεων, στρατολογήθηκε σαν μισθοφόρος κατά τη διάρκεια της απόσχισης της Κατάνγκα. Έφυγε για την Υεμένη, όπου και διοίκησε μια γαλλική επιχείρηση μισθοφόρων, για λογαριασμό του Jaques Fokkar. Επέστρεψε στο Κονγκό το 1964, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του 6ου Κομάντο (γαλλόφωνου), μετά την αποχώρηση του Lamouline και μέχρι το 1967. Πήρε μέρος στη δεύτερη εξέγερση της Στάνλεϊβιλ το 1967. Πληγώθηκε άσχημα στο κεφάλι από εξοστρακισμένη σφαίρα. Προσπάθησε να οργανώσει νέα εισβολή μισθοφόρων στο Κονγκό από τα νότια του Nτιλόλο, επιχείρηση η οποία κατέληξε σε φιάσκο – πιθανόν εξαιτίας της CIA. Έκτοτε αποσύρθηκε στο Παρίσι.

Συμπατριώτης του Denard, ο Lucien Vrun, γνωστός και σαν Paul Leroy, πολέμησε ως αξιωματικός στην Αλγερία. Έφτασε το 1964 στο Κονγκό με νοποαφρικανική μονάδα, και, καθώς μιλούσε με ευχέρεια τα αγγλικά, ενώθηκε με το Κομάντο του Χοάρε. Ικανός πολεμιστής, αποχώρησε προσωρινά μετά τον τραυματισμό του στα τέλη του 1964, αλλά επέστρεψε τον επόμενο χρόνο. Αρνήθηκε να υπηρετήσει υπό τον Peters και μετατέθηκε στο 6ο Κομάντο του Denard. Έφυγε από το Κονγκό το 1966 νιώθοντας τον ερχομό της εξέγερσης. Υπηρέτησε υπό τον Faulques στον εμφύλιο της Νιγηρίας.

Τραυματίστηκε και επαναπατρίστηκε. Ξαναγύρισε και προσπάθησε με δικό του Κομάντο. Απέτυχε και επέστρεψε στη Γαλλία το 1968, αποσυρόμενος στο Παρίσι. Ένας ακόμα Γάλλος, ο πολυπαρασημοφορημένος Roger Faulques ήταν επαγγελματίας αξιωματικός της Λεγεώνας των Ξένων. Στάλθηκε (πιθανόν από τη γαλλική κυβέρνηση) στην Κατάνγκα κατά τη διάρκεια του σχίσματος. Διοίκησε αργότερα τον Denard στις επιχειρήσεις της Υεμένης. Κατόπιν γαλλικής εντολής οργάνωσε μικρή επιχείρηση στη Νιγηρία, την εποχή του εμφυλίου. Αν και πολύ γενναίος, αναγκάστηκε ωστόσο να αποχωρήσει λόγω του τραυματισμού του.

Ο Αμερικανός Ταγματάρχης Mike Williams υπηρέτησε στην Κορέα με ειδικό Τάγμα Καταδρομών (Partizan Infantry) του Αμερικανικού Στρατού, αλλά και σαν Αξιωματικός των Ειδικών Δυνάμεων από το 1952 έως το 1960. Πολέμησε στο Κονγκό το 1964, ενώ υπηρέτησε και ως διοικητής Μονάδας Εφίππων Αναγνωριστών του Ροδεσιανού Στρατού από το 1976 έως το 1978. Έκτοτε ασχολήθηκε με την παροχή «συμβουλευτικών» υπηρεσιών στη Λατινική Αμερική. Ο συμπατριώτης του Ben Jones ήταν επίσης πρώην Αξιωματικός του Αμερικανικού Στρατού και των Πεζοναυτών. Υπηρέτησε ως ταγματάρχης σε επίλεκτη μονάδα του Ροδεσιανού Στρατού.

Ένας ακόμα βετεράνος της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, ο Γερμανός Rolf Steiner άρχισε τη μισθοφορική του καριέρα με την ομάδα που οργανώθηκε από τον Faulques συμμετέχοντας στον εμφύλιο της Νιγηρίας. Ίδρυσε την 4η Ταξιαρχία Κομάντο της Μπιάφρα, την οποία και διοίκησε. Αποτάχθηκε στα τέλη του 1969. Προσλήφθηκε στο νότιο Σουδάν. Κατά πάσα πιθανότητα, έκτοτε αποσύρθηκε. Με την προσπάθεια απόσχισης της Μπιάφρα συνδέθηκε και ο Σουηδός βαρόνος Carl Gustav νοn Rosen, ένας εξαίρετος πιλότος που έδρασε και διακρίθηκε σαν μισθοφόρος πιλότος στον εμφύλιο της Νιγηρίας, μετά την αποστρατεία του Steiner. Αποσύρθηκε πλούσιος με την πτώση της Μπιάφρα.

Ένα όνομα που ξεχωρίζει ανάμεσα στους μισθοφόρους που δραστηριοποιήθηκαν στην Αγκόλα ήταν ο Ελληνοκύπριος πρώην αλεξιπτωτιστής του βρετανικού Στρατού, Κώστας Γεωργίου, περισσότερο γνωστός ως «Ταγματάρχης» Tony Callan.

Ο Callan ενσωματώθηκε στις δυνάμεις του FNLA, και αρχικά φαινόταν ένας απόλυτα ικανός αξιωματικός. Σε μια δεδομένη στιγμή όμως, η συμπεριφορά του μεταβλήθηκε απότομα, και ο Callan άρχισε να γίνεται επικίνδυνα επιθετικός. Σύμφωνα με μαρτυρίες, συνήθιζε να εξευτελίζει τους Ζαϊρινούς διοικητές των μονάδων που συνόδευαν το κομάντο τους, τραβώντας τους από τα ρούχα και χτυπώντας τους μπροστά στους άντρες τους, ενώ οι «πειθαρχικές» ποινές σε πολλές περιπτώσεις έφταναν ως την εκτέλεση: όταν μια ομάδα μισθοφόρων που είχε υπό τις διαταγές του επιτέθηκαν κατά λάθος εναντίον ενός από τα δικά τους θωρακισμένα αυτοκίνητα, ο Κάλαν συνέλαβε και εκτέλεσε 14 από αυτούς. Η «καριέρα» του έληξε όταν συνελήφθη από τον MPLA, δικάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με αρκετούς άλλους μισθοφόρους, συμπεριλαμβανομένου του Αμερικανού Daniel Gearhart, πατέρα 4 παιδιών, ο οποίος είχε βρεθεί στην Αγκόλα μόλις μερικές εβδομάδες πριν τη σύλληψη του.

Αν και στη σημερινή εποχή η λέξη «μισθοφόρος» ακούγεται κάπως παρωχημένη, στην πραγματικότητα οι σκληροτράχηλοι αυτοί στρατιώτες εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται. Ασφαλώς, η άνοδος του επιπέδου των περισσοτέρων στρατών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, σε συνδυασμό με την απλόχερη προσφορά «στρατιωτικών συμβούλων» από τις μεγάλες δυνάμεις, περιόρισε κατά πολύ τη δραστηριότητά τους, όχι μόνο στην Αφρική αλλά και στον υπόλοιπο Τρίτο Κόσμο. Ωστόσο, πολλοί επαγγελματίες στρατιώτες εξακολουθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε διάφορες χώρες.

Και θα εξακολουθήσουν να το πράττουν, όσο η ανάγκη για έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία θα κινητοποιεί εκπαιδευμένα άτομα, πρόθυμα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής, όπως συμβαίνει ακόμα και κατά τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές σε πολλά μακρινά, «ξεχασμένα» μέρη του πλανήτη. Παρότι όμως λαμβάνουν χρήματα για την υπηρεσία τους, στις περισσότερες περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί διαπνέονται από έναν ιδιότυπο «κώδικα τιμής» σε σχέση με τον ποιον θα υπηρετήσουν, ενώ από πολιτικής απόψεως είναι, σχεδόν κατά κανόνα, αντικομμουνιστές. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τα χρήματα δεν αποτέλεσαν παρά δευτερεύοντα παράγοντα για τις επιλογές τους.

Η ρίζα της λέξης soldier (στρατιώτης) είναι η λατινική solde, που σημαίνει αμοιβή ή πληρωμή. Η ετυμολογική αυτή προσέγγιση έλκει την καταγωγή της από τους ρωμαϊκούς χρόνους και δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την πορεία του «δεύτερου αρχαιότερου επαγγέλματος» ανά τους αιώνες. Τις τελευταίες δεκαετίες, με τη διαρκή μετεξέλιξη των γεωπολιτικών συνθηκών, πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο οργάνωσης και δράσης των μεμονωμένων μισθοφόρων αλλά και των μισθοφορικών σωμάτων.

Τα καθήκοντά τους, από συμμετοχή σε επαναστάσεις και πραξικοπήματα, τώρα περιλαμβάνουν παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, απασχόληση ως σωματοφύλακες για επιχειρηματίες και πολιτικούς και –συνηθέστερα– συμμετοχή σε μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε εύφλεκτα σημεία του πλανήτη, έχοντας μισθωθεί από κυβερνήσεις μεγάλων κρατών.

Στην πραγματικότητα οι μισθοφόροι δεν εξαφανίστηκαν ποτέ, απλά συνεχίζουν να προσαρμόζονται σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο. Όπως λέει και μια παλιά βρετανική παροιμία: «Οι παλιοί στρατιώτες δεν πεθαίνουν ποτέ, απλά ξεθωριάζουν…».

pronews.gr