«Δεν είναι πλημμέλημα, είναι κακούργημα αυτή η ιστορία, μία δολοφονία» είπε καταθέτοντας στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων...
η Βαρβάρα Βουκάκη, η οποία έχασε κατά την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, τον σύζυγό της Γρ. Φύτρο και τα δυο τους παιδιά, την Εβίτα και τον Ανδρέα.
«… Δεν ξέρω ποιος έδωσε εντολές, ο πρωθυπουργός, κάποιος υπουργός ή κάποιος άλλος… Θέλω να γίνει κάτι καλύτερο για το μέλλον και μόνο μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας, μιας μεγάλης αλλαγής, θα μπορούσε να γίνει αυτό» σημείωσε η μάρτυρας που, όπως είπε, είδε με τα μάτια της «την κόλαση του Δάντη».
Η κατάθεσή της προκάλεσε συγκίνηση στο ακροατήριο, αλλά και την αντίδρασή του όταν η πρόεδρος ζήτησε από τη γυναίκα που έχασε εκείνη την ημέρα την οικογένειά της να είναι πιο σύντομη…
Μάρτυρας: Συγνώμη αν μακρηγορώ αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω, πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα…
Η μάρτυρας εκείνη την ημέρα δεν ήταν στο Μάτι. Ήταν η οικογένειά της. Στην αρχική συνομιλία που είχε με τον σύζυγό της αυτός ήταν καθησυχαστικός. Λίγη ώρα μετά όμως όλα άλλαξαν, κι όταν έφτασε «Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι. Σε ένα μικρό στενό ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου, άρχισα να φωνάζω πιο δυνατά, χωρίς να απαντάει κανείς. Δεν μπόρεσα να τους βρω… Άλλωστε ποιος να μου απαντήσει; Δεν ζούσε κανένας».
Όπως είπε ο σύζυγος της υποχρεώθηκε από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι, ενώ πήγαινε στη Ραφήνα, πράγμα που τους οδήγησε κατευθείαν στη φωτιά. «Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… δεν ενημέρωσαν τους ανθρώπους μας να φύγουν, κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η αστυνομία».
Η μάρτυρας περιέγραψε και όσα έγιναν στη συνέχεια.
«Η υπάλληλος στο λιμεναρχείο με ενημέρωσε για μια φωτογραφία από ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Εβίτα, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχα να τη δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δίκη μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο, ήταν από τους τελευταίους στο οικόπεδο Φράγκου.
Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν, σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Νωρίτερα στο δικαστήριο κατέθεσαν άλλοι έξι μάρτυρες για τα όσα έζησαν εκείνες τις μέρες. Η Βασιλική Κατσαργύρη, είπε πως έψαχνε τον σύζυγο της στο Νέο Βουτζά, ο οποίος απανθρακώθηκε: «Ρώτησα έναν πυροσβέστη, “έχουμε θύματα στο Βουτζά;” και απάντησε “θα μάθετε από τα μέσα”. Δεν μας ενημέρωσαν ούτε ότι υπάρχει δυνατός άνεμος, τώρα τουλάχιστον χρησιμοποιούν το 112. Ούτε εναέρια μέσα, ούτε ενημέρωση, ούτε ειδοποίηση. Μόνο αν θέλετε μένετε ή φεύγετε…».
Ευθύνες στον τότε Δημάρχο Ραφήνας, Ευαγγ. Μπουρνούς, επειδή μέσω των ΜΜΕ καθησύχαζε τους κατοίκους, απέδωσε ο Θεοφ. Χατζησταματίου, που έχασε τον γιο του ηλικίας 5,5 ετών. «Υπήρχε σχέδιο δημοσίων σχέσεων για να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους. Ακούσαμε για παράνομη δόμηση αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως.
Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την απομάκρυνση. Προσπάθησαν να ρίξουν ευθύνη ότι έφταιγε ο καιρός, ήταν άστατος αλλά όχι απρόβλεπτος. Ήταν προφανές ότι η φωτιά θα έμπαινε στην περιοχή. Αυτό που έγινε ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3000 κόσμος σώθηκε γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε μια οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση να μας ενημερώσουν νωρίτερα που βρίσκεται η φωτιά…Ο Μπουρνούς στις 6 παρά βγήκε και καθησύχασε τους ακροατές για να μην βγούμε στους δρόμους και εμποδίσουμε το έργο της πυροσβεστικής».
Στην δική της κατάθεση η Γεωργία Μοσχού, που έχασε τη μητέρα και την αδελφή της σχεδόν έξω από το σπίτι τους, μίλησε για την απουσία των εναέριων μέσων. «Δεν υπήρξε ούτε για δείγμα βοήθεια. Ακούω τους προηγούμενους μάρτυρες που είναι τόσο ήπιοι και τρελαίνομαι. Αυτά που περάσαμε… η αδιαφορία… είχα σκοπό να φύγω αλλά δεν είχαμε ρεύμα και άρπαξε φωτιά το σπίτι. Μέχρι 11 παρά δεν υπήρξε τίποτα, κανείς… η αδελφή και η ανίψια μου βγήκαν να φύγουν και κάηκαν έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου άντεξε 11 ημέρες και η ανίψια μου 51 ημέρες… Ζητούσαμε να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε και οι πυροσβέστες έλεγαν πως δεν είχαν εντολή. Δεν είχαν εντολή για τίποτα! Λες και είχαν έρθει για βόλτα!».
«… Δεν ξέρω ποιος έδωσε εντολές, ο πρωθυπουργός, κάποιος υπουργός ή κάποιος άλλος… Θέλω να γίνει κάτι καλύτερο για το μέλλον και μόνο μέσω της παραδειγματικής τιμωρίας, μιας μεγάλης αλλαγής, θα μπορούσε να γίνει αυτό» σημείωσε η μάρτυρας που, όπως είπε, είδε με τα μάτια της «την κόλαση του Δάντη».
Η κατάθεσή της προκάλεσε συγκίνηση στο ακροατήριο, αλλά και την αντίδρασή του όταν η πρόεδρος ζήτησε από τη γυναίκα που έχασε εκείνη την ημέρα την οικογένειά της να είναι πιο σύντομη…
Μάρτυρας: Συγνώμη αν μακρηγορώ αλλά αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου…
Πρόεδρος: Το καταλαβαίνω, πολλοί θέλουν να πουν την ιστορία της ζωής τους, αλλά λίγο πιο σύντομα…
Η μάρτυρας εκείνη την ημέρα δεν ήταν στο Μάτι. Ήταν η οικογένειά της. Στην αρχική συνομιλία που είχε με τον σύζυγό της αυτός ήταν καθησυχαστικός. Λίγη ώρα μετά όμως όλα άλλαξαν, κι όταν έφτασε «Φώναζα τα ονόματα της Εβίτας, του Ανδρέα και του Γρηγόρη, αλλά δεν υπήρχε κανείς να μας απαντήσει. Σαν να ήμασταν φαντάσματα, σε ένα νεκρικό τοπίο. Μαύρα όλα και μύριζε καμένη σάρκα. Μέσα στα αυτοκίνητα κάποιοι όγκοι. Είδα ανθρώπους καμένους και ανθρώπους ξαπλωμένους και εγώ ήλπιζα να μην δω και τους δικούς μου έτσι. Σε ένα μικρό στενό ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο του συζύγου μου, άρχισα να φωνάζω πιο δυνατά, χωρίς να απαντάει κανείς. Δεν μπόρεσα να τους βρω… Άλλωστε ποιος να μου απαντήσει; Δεν ζούσε κανένας».
Όπως είπε ο σύζυγος της υποχρεώθηκε από περιπολικό να επιστρέψει στο Μάτι με το αμάξι, ενώ πήγαινε στη Ραφήνα, πράγμα που τους οδήγησε κατευθείαν στη φωτιά. «Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ των φορέων, κάποιος… κάτι… δεν ενημέρωσαν τους ανθρώπους μας να φύγουν, κινήθηκαν κατά βούληση. Ο Γρηγόρης μου έριξε τη ζαριά του και θα είχε σωθεί, αν δεν τον είχε γυρίσει πίσω η αστυνομία».
Η μάρτυρας περιέγραψε και όσα έγιναν στη συνέχεια.
«Η υπάλληλος στο λιμεναρχείο με ενημέρωσε για μια φωτογραφία από ένα κορίτσι που έμοιαζε με την Εβίτα, αλλά δεν ήξερε αν θα άντεχα να τη δω. Είδα το κοριτσάκι και ήταν η Εβίτα μου. Φορούσε τα ίδια ρούχα, όπως είχε στείλει ένα βίντεο το μεσημέρι που τραγουδούσε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε ζωή, δεν ήταν καμένη, ήταν με τα ρούχα και τα βραχιολάκια της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας περιγράψω τι ένιωσα, ήθελα να χαθεί και η δίκη μου ζωή. Έμαθα ότι βρισκόταν στο οικόπεδο, ήταν από τους τελευταίους στο οικόπεδο Φράγκου.
Ο Γρηγόρης βρέθηκε καμένος, λίγο πιο πίσω ο Ανδρέας. Και η Εβίτα στην τελευταία προσπάθεια, έφυγε προς τα βράχια. Υπήρχαν άνθρωποι που την είδαν, σε μια τελευταία προσπάθεια πήδηξε και έπεσε στα βράχια, στην παραλία. Και ένας από αυτούς έτρεξε να δει, να δώσει μια βοήθεια και είδε το παιδί μου και κάλεσε την πυροσβεστική αλλά δεν ήρθε κανείς. Και η Εβιτούλα μου ζούσε και της κρατούσε το χέρι, μέχρι που ξεψύχησε εκεί. Θα μπορούσα να είχα έστω ένα παιδί αν υπήρχε ενημέρωση, αν ένας λιμενικός, ένας πυροσβέστης… δεν ξέρω. Θα είχα το παιδί μου όπως κι αν ήταν, ζωντανό».
Νωρίτερα στο δικαστήριο κατέθεσαν άλλοι έξι μάρτυρες για τα όσα έζησαν εκείνες τις μέρες. Η Βασιλική Κατσαργύρη, είπε πως έψαχνε τον σύζυγο της στο Νέο Βουτζά, ο οποίος απανθρακώθηκε: «Ρώτησα έναν πυροσβέστη, “έχουμε θύματα στο Βουτζά;” και απάντησε “θα μάθετε από τα μέσα”. Δεν μας ενημέρωσαν ούτε ότι υπάρχει δυνατός άνεμος, τώρα τουλάχιστον χρησιμοποιούν το 112. Ούτε εναέρια μέσα, ούτε ενημέρωση, ούτε ειδοποίηση. Μόνο αν θέλετε μένετε ή φεύγετε…».
Ευθύνες στον τότε Δημάρχο Ραφήνας, Ευαγγ. Μπουρνούς, επειδή μέσω των ΜΜΕ καθησύχαζε τους κατοίκους, απέδωσε ο Θεοφ. Χατζησταματίου, που έχασε τον γιο του ηλικίας 5,5 ετών. «Υπήρχε σχέδιο δημοσίων σχέσεων για να πέσει το φταίξιμο στους κατοίκους. Ακούσαμε για παράνομη δόμηση αλλά οι περισσότεροι πέθαναν σε κομμάτι εντός σχεδίου πόλεως.
Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για αυτή την απομάκρυνση. Προσπάθησαν να ρίξουν ευθύνη ότι έφταιγε ο καιρός, ήταν άστατος αλλά όχι απρόβλεπτος. Ήταν προφανές ότι η φωτιά θα έμπαινε στην περιοχή. Αυτό που έγινε ήταν μια μη οργανωμένη απομάκρυνση, 3000 κόσμος σώθηκε γιατί έτρεξαν να ξεφύγουν. Δεν ζητήσαμε μια οργανωμένη απομάκρυνση, αλλά για αυτή τη μη οργανωμένη απομάκρυνση να μας ενημερώσουν νωρίτερα που βρίσκεται η φωτιά…Ο Μπουρνούς στις 6 παρά βγήκε και καθησύχασε τους ακροατές για να μην βγούμε στους δρόμους και εμποδίσουμε το έργο της πυροσβεστικής».
Στην δική της κατάθεση η Γεωργία Μοσχού, που έχασε τη μητέρα και την αδελφή της σχεδόν έξω από το σπίτι τους, μίλησε για την απουσία των εναέριων μέσων. «Δεν υπήρξε ούτε για δείγμα βοήθεια. Ακούω τους προηγούμενους μάρτυρες που είναι τόσο ήπιοι και τρελαίνομαι. Αυτά που περάσαμε… η αδιαφορία… είχα σκοπό να φύγω αλλά δεν είχαμε ρεύμα και άρπαξε φωτιά το σπίτι. Μέχρι 11 παρά δεν υπήρξε τίποτα, κανείς… η αδελφή και η ανίψια μου βγήκαν να φύγουν και κάηκαν έξω από το σπίτι. Η αδελφή μου άντεξε 11 ημέρες και η ανίψια μου 51 ημέρες… Ζητούσαμε να σβήσουν τη φωτιά που σιγόκαιγε και οι πυροσβέστες έλεγαν πως δεν είχαν εντολή. Δεν είχαν εντολή για τίποτα! Λες και είχαν έρθει για βόλτα!».
Πηγή: .enikos.gr