ΑΦΗΓΗΜΑ
Στο Παραλίμνι της Κύπρου είναι ημέρα γιορτής σήμερα. Η φύση γελαστή, κάτω απ' το πρωινό χάδι του ήλιου, μοιράζεται τη χαρά της νύφης λίγο πριν έρθει η μεγάλη στιγμή. Πλάι της βουίζουν, ανθρώπινο μελίσσι, οι φίλες και οι συγγένισσές της. Πιο εκεί η χήρα μητέρα καμαρώνει την μονάκριβη κόρη της με βλέμμα που πασχίζει να φανεί χαρωπό, μα προδίνεται γρήγορα απ' τις σκιές της θλίψης που συχνά-πυκνά το σκοτεινιάζουν.
Το βλέμμα της νέας σκαλώνει σ' εκείνο της μάνας της. Τα δυο μαζί σμίγουν νοερά και, θροώντας ελαφρά σαν αύρες, γλιστρούν απ' το ανοιχτό παράθυρο του νυφιάτικου δωματίου. Περνούν βιαστικά πάνω απ' τις κεραμωτές στέγες του χωριού και ταξιδεύουν ελεύθερες αγνοώντας τις Πράσινες Γραμμές και τις τούρκικες σημαίες στο πληγωμένο σώμα της μισής Κύπρου.
Τα Βαρώσια τις γνέφουν αναστενάζοντας σαν καλωσόρισμα στην υπόδουλη γη. Πιο πέρα διακρίνεται η Αμμόχωστος, η ρημαγμένη μονή του Αποστόλου Βαρνάβα και οι αρχαιότητες της Σαλαμίνας, που υψώνουν πλημμυρισμένα στα δάκρυα τα τόξα των βλεφαρίδων τους.
- Είμαστε κι εμείς εδώ!.. Μην μας ξεχνάτε!.., λένε μ' έναν λυγμό, Είμαστε κι εμείς εδώ!.., λένε και ξαναλένε πασχίζοντας να κρατήσουν την πανάρχαιη φωνή τους.
Όλη η παραλία στον κάμπο της Αμμοχώστου μέχρι ψηλά στο Ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα βογγάει ζητώντας λευτεριά. Στα βόρεια η οροσειρά του Πενταδάκτυλου υψώνει κι αυτή μεσίστια την κατοχική σημαία. Στον Άγιο Ιλαρίωνα, γη ποτισμένη με αίμα ηρώων, ο βουνίσιος αέρας μυρίζει ακόμα την καμένη σάρκα των Ελλαδιτών που λαμπάδιασαν κάτω απ' τις βόμβες 'ναπάλμ' των εχθρικών αεροπλάνων.
Το μαύρο πέπλο της σκλαβιάς απλώνεται ως το ακρωτήρι του Κορμακίτη κι ως τα μισά περίπου του κόλπου της Μόρφου. Τάφοι χορταριασμένοι παντού και καταπατημένοι, κρυφά σχολειά, προγονικές εστίες παραμορφωμένες ιστορικά, δημογραφικά και πολιτιστικά. Και οι λίγοι ψυχωμένοι που ζουν ακόμα εκεί, φυλάγοντας τις Θερμοπύλες της εθνικής συνείδησης του Κυπριακού ελληνισμού, γνωρίζουν καλά την προσωρινότητά τους με τις κάννες των όπλων του εχθρού στραμμένες για χρόνια πάνω τους.
Μάνα και κόρη παίρνουν μαζί το νοερό ταξίδι της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσουν στη γιορτή του γάμου, που στήθηκε απ' το πρωί στο Παραλίμνι, στέκουν και προσκυνούν ευλαβικά τους δυο μαρμάρινους τάφους στη δεντρόφυτη άκρη του νεκροταφείου του χωριού. Φιλούν δακρυσμένες τη θλιμμένη γη που σκεπάζει τους δυο ήρωες.
Βασιλικός και δεντρολίβανο μυρώνει τον ύπνο τους και τα αηδόνια, σαν μπολιασμένα εκεί από τις Πλάτρες του Σεφέρη, γλυκολαλούν γυροφέρνοντας τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που πήραν να θαμπώνουν, θαρρείς, από το πέρασμα του χρόνου και το λαμπρό γλυκοκοίταγμα του κυπριώτικου ήλιου.
Στην μια ο πατέρας, λίγους μήνες πριν τον κατασπαράξουν οι Γκρίζοι Λύκοι του μίσους, στέκει χαμογελαστός μες στο γαμπριάτικο κοστούμι του με τ' αχνοκάστανα μάτια του ανθισμένα από ευτυχία. Στην άλλη ο ξάδελφός του γονατισμένος στη βάση του ιστού, αυτού της τουρκικής σημαίας, πίσω απ' το συρματόπλεγμα που χωρίζει στα δύο το νησί. Το άλικο αίμα στον λαιμό του από τις σφαίρες δεν το 'χει ξεθωριάσει ούτε ο ήλιος. Το
σεβάστηκε. 'Το αίμα των ηρώων καθαγιάζεται μέσα στον χρόνο', λένε. Κι έχουνε δίκιο.
Οι ψυχές της μάνας και της κόρης ξαναγυρίζουν πίσω στο νυφικό γιορτάσι. Η τελετή του μυστηρίου πλησιάζει. Κι όταν ο ύμνος του Ησαΐα πλημμυρίζει την εκκλησία την ώρα του γάμου, μια σκιά πίσω απ' τον νάρθηκα γλιστρά κρυφά και τρεμοπαίζει απ' τη συγκίνηση.
Η νύφη σταματάει τον χορό και σκιρτάει από χαρά. Ο γαμπρός στρέφει το κεφάλι του απορημένος. Δε βλέπει τίποτα, έξω απ' τα πρόσωπα των καλεσμένων τους. Ο γάμος τελειώνει σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η νύφη απλώνει το χέρι για τα συχαρίκια και σκύβει μηχανικά, για να δεχτεί τα φιλιά της μάνας της και του κόσμου. Μα το βλέμμα της, φορτωμένο από συγκίνηση, μένει κολλημένο στον νάρθηκα της εκκλησίας.
Κι εκεί, μόνο αυτή, βλέπει τον πατέρα που δεν γνώρισε, τον άντρα με το γαμπριάτικο κοστούμι στους δίδυμους τάφους. Τον βλέπει 'να σκουπίζει με το μανίκι του το ξεσκισμένο φτωχό του δάκρυ' και την πιάνουν τα κλάματα.
- Πατέρα!.., ψελλίζει μες στ' αναφιλητά της και ορμάει να πέσει στην αγκαλιά του και να του σκουπίσει το ποτισμένο απ' τα δάκρυα πρόσωπο.
Μα, σαν φτάνει κοντά του, εκείνος γίνεται αέρας και γλιστρά μέσα απ' τα απλωμένα χέρια της.
- Πατέρα, μη μ' αφήνεις..., ψελλίζει έτοιμη να σωριαστεί.
Ο κόσμος γύρω της είναι ανάστατος κι αντί για γέλια και χαρές ξεσπούν όλοι σε κλάματα. Και τότε, στο άκουσμα της ραγισμένης φωνής της κόρης του, ο αδικοχαμένος πατέρας την πλησιάζει χαμογελαστός, την ασπάζεται τρυφερά στο μέτωπο και την ευλογεί.
Το κοριτσίστικο πρόσωπο, με το κεφάλι φορτωμένο λεμονανθούς, σταματά να δακρύζει. Παλεύει ένα χαμόγελο και τα καταφέρνει. Τα κουφέτα και τα λουκούμια αρχίζουν να μοιράζονται, οι καλεσμένοι σιγά σιγά να αποχωρούν. Κι ο στοργικός πατέρας, που λαχτάρησε να βρεθεί στα στέφανα της κόρης του, παίρνει τον δρόμο για το μνήμα, έτοιμος να ξαναμπεί στον τάφο του, αφού εκπλήρωσε το χρέος που όφειλε στο μονάκριβο παιδί του...
Το παρόν μικρό αφήγημα (που έχει πηγή έμπνευσης το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ”Στα στέφανα της κόρης του”) αφιερώνεται στην μνήμη των ηρώων μαρτύρων Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού.
Κρινιώ Καλογερίδου
Τα Βαρώσια τις γνέφουν αναστενάζοντας σαν καλωσόρισμα στην υπόδουλη γη. Πιο πέρα διακρίνεται η Αμμόχωστος, η ρημαγμένη μονή του Αποστόλου Βαρνάβα και οι αρχαιότητες της Σαλαμίνας, που υψώνουν πλημμυρισμένα στα δάκρυα τα τόξα των βλεφαρίδων τους.
- Είμαστε κι εμείς εδώ!.. Μην μας ξεχνάτε!.., λένε μ' έναν λυγμό, Είμαστε κι εμείς εδώ!.., λένε και ξαναλένε πασχίζοντας να κρατήσουν την πανάρχαιη φωνή τους.
Όλη η παραλία στον κάμπο της Αμμοχώστου μέχρι ψηλά στο Ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα βογγάει ζητώντας λευτεριά. Στα βόρεια η οροσειρά του Πενταδάκτυλου υψώνει κι αυτή μεσίστια την κατοχική σημαία. Στον Άγιο Ιλαρίωνα, γη ποτισμένη με αίμα ηρώων, ο βουνίσιος αέρας μυρίζει ακόμα την καμένη σάρκα των Ελλαδιτών που λαμπάδιασαν κάτω απ' τις βόμβες 'ναπάλμ' των εχθρικών αεροπλάνων.
Το μαύρο πέπλο της σκλαβιάς απλώνεται ως το ακρωτήρι του Κορμακίτη κι ως τα μισά περίπου του κόλπου της Μόρφου. Τάφοι χορταριασμένοι παντού και καταπατημένοι, κρυφά σχολειά, προγονικές εστίες παραμορφωμένες ιστορικά, δημογραφικά και πολιτιστικά. Και οι λίγοι ψυχωμένοι που ζουν ακόμα εκεί, φυλάγοντας τις Θερμοπύλες της εθνικής συνείδησης του Κυπριακού ελληνισμού, γνωρίζουν καλά την προσωρινότητά τους με τις κάννες των όπλων του εχθρού στραμμένες για χρόνια πάνω τους.
Μάνα και κόρη παίρνουν μαζί το νοερό ταξίδι της επιστροφής. Λίγο πριν φτάσουν στη γιορτή του γάμου, που στήθηκε απ' το πρωί στο Παραλίμνι, στέκουν και προσκυνούν ευλαβικά τους δυο μαρμάρινους τάφους στη δεντρόφυτη άκρη του νεκροταφείου του χωριού. Φιλούν δακρυσμένες τη θλιμμένη γη που σκεπάζει τους δυο ήρωες.
Βασιλικός και δεντρολίβανο μυρώνει τον ύπνο τους και τα αηδόνια, σαν μπολιασμένα εκεί από τις Πλάτρες του Σεφέρη, γλυκολαλούν γυροφέρνοντας τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που πήραν να θαμπώνουν, θαρρείς, από το πέρασμα του χρόνου και το λαμπρό γλυκοκοίταγμα του κυπριώτικου ήλιου.
Στην μια ο πατέρας, λίγους μήνες πριν τον κατασπαράξουν οι Γκρίζοι Λύκοι του μίσους, στέκει χαμογελαστός μες στο γαμπριάτικο κοστούμι του με τ' αχνοκάστανα μάτια του ανθισμένα από ευτυχία. Στην άλλη ο ξάδελφός του γονατισμένος στη βάση του ιστού, αυτού της τουρκικής σημαίας, πίσω απ' το συρματόπλεγμα που χωρίζει στα δύο το νησί. Το άλικο αίμα στον λαιμό του από τις σφαίρες δεν το 'χει ξεθωριάσει ούτε ο ήλιος. Το
σεβάστηκε. 'Το αίμα των ηρώων καθαγιάζεται μέσα στον χρόνο', λένε. Κι έχουνε δίκιο.
Οι ψυχές της μάνας και της κόρης ξαναγυρίζουν πίσω στο νυφικό γιορτάσι. Η τελετή του μυστηρίου πλησιάζει. Κι όταν ο ύμνος του Ησαΐα πλημμυρίζει την εκκλησία την ώρα του γάμου, μια σκιά πίσω απ' τον νάρθηκα γλιστρά κρυφά και τρεμοπαίζει απ' τη συγκίνηση.
Η νύφη σταματάει τον χορό και σκιρτάει από χαρά. Ο γαμπρός στρέφει το κεφάλι του απορημένος. Δε βλέπει τίποτα, έξω απ' τα πρόσωπα των καλεσμένων τους. Ο γάμος τελειώνει σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Η νύφη απλώνει το χέρι για τα συχαρίκια και σκύβει μηχανικά, για να δεχτεί τα φιλιά της μάνας της και του κόσμου. Μα το βλέμμα της, φορτωμένο από συγκίνηση, μένει κολλημένο στον νάρθηκα της εκκλησίας.
Κι εκεί, μόνο αυτή, βλέπει τον πατέρα που δεν γνώρισε, τον άντρα με το γαμπριάτικο κοστούμι στους δίδυμους τάφους. Τον βλέπει 'να σκουπίζει με το μανίκι του το ξεσκισμένο φτωχό του δάκρυ' και την πιάνουν τα κλάματα.
- Πατέρα!.., ψελλίζει μες στ' αναφιλητά της και ορμάει να πέσει στην αγκαλιά του και να του σκουπίσει το ποτισμένο απ' τα δάκρυα πρόσωπο.
Μα, σαν φτάνει κοντά του, εκείνος γίνεται αέρας και γλιστρά μέσα απ' τα απλωμένα χέρια της.
- Πατέρα, μη μ' αφήνεις..., ψελλίζει έτοιμη να σωριαστεί.
Ο κόσμος γύρω της είναι ανάστατος κι αντί για γέλια και χαρές ξεσπούν όλοι σε κλάματα. Και τότε, στο άκουσμα της ραγισμένης φωνής της κόρης του, ο αδικοχαμένος πατέρας την πλησιάζει χαμογελαστός, την ασπάζεται τρυφερά στο μέτωπο και την ευλογεί.
Το κοριτσίστικο πρόσωπο, με το κεφάλι φορτωμένο λεμονανθούς, σταματά να δακρύζει. Παλεύει ένα χαμόγελο και τα καταφέρνει. Τα κουφέτα και τα λουκούμια αρχίζουν να μοιράζονται, οι καλεσμένοι σιγά σιγά να αποχωρούν. Κι ο στοργικός πατέρας, που λαχτάρησε να βρεθεί στα στέφανα της κόρης του, παίρνει τον δρόμο για το μνήμα, έτοιμος να ξαναμπεί στον τάφο του, αφού εκπλήρωσε το χρέος που όφειλε στο μονάκριβο παιδί του...
Το παρόν μικρό αφήγημα (που έχει πηγή έμπνευσης το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ”Στα στέφανα της κόρης του”) αφιερώνεται στην μνήμη των ηρώων μαρτύρων Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού.
Κρινιώ Καλογερίδου