Τα πολυκαταστήματα πολυτελείας Harrods του Λονδίνου ζήτησαν συγγνώμη σχετικά με...
τους ισχυρισμούς ότι ο πρώην ιδιοκτήτης τους, ο Αιγύπτιος δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Μοχάμεντ αλ Φαγέντ, βίασε και επιτέθηκε σεξουαλικά σε πολλές γυναίκες πρώην υπαλλήλους.
Ντοκιμαντέρ και podcast του BBC μετέδωσαν μαρτυρίες περισσότερων από 20 γυναικών πρώην υπαλλήλων που είπαν πως ο αλ Φαγέντ, που πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, τις είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, με τα περιστατικά να λαμβάνουν χώρα στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Σεν Τροπέ και το Αμπού Ντάμπι.
Μία από τις γυναίκες που κατηγόρησε τον αλ Φαγέντ ότι τη βίασε όταν ήταν έφηβη τον χαρακτήρισε «τέρας»: «Καλλιεργούσε ενεργητικά τον φόβο».
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του BBC, που μεταδόθηκε χθες, Πέμπτη, τα Harrods δεν παρενέβησαν και συνέβαλαν ώστε να συγκαλυφθούν οι κατηγορίες για κακοποίηση όσο ο αλ Φαγέντ ήταν ιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος από το 1985 μέχρι το 2010. Όλες οι γυναίκες με τις οποίες μίλησε το BBC είπαν πως αισθάνθηκαν εκφοβισμό στον χώρο εργασίας τους.
“Είμαστε απολύτως συγκλονισμένοι από τους ισχυρισμούς για κακοποίηση που διαπράχθηκαν από τον Μοχάμεντ αλ Φαγέντ”, ανέφεραν σε ανακοίνωση τα Harrods. «Αυτές ήταν ενέργειες ενός ατόμου που ήταν αποφασισμένος να καταχραστεί την εξουσία του»
«Αναγνωρίζουμε επίσης πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου απογοητεύσαμε τους υπαλλήλους μας που έπεσαν θύματά του και γι΄ αυτό ζητάμε ειλικρινά συγγνώμη», ανέφεραν τα Harrods, προσθέτοντας πως το πολυκατάστημα είναι σήμερα ένας «πολύ διαφορετικός οργανισμός» από εκείνον που ανήκε και ελεγχόταν από τον αλ Φαγέντ.
Ντοκιμαντέρ και podcast του BBC μετέδωσαν μαρτυρίες περισσότερων από 20 γυναικών πρώην υπαλλήλων που είπαν πως ο αλ Φαγέντ, που πέθανε πέρυσι σε ηλικία 94 ετών, τις είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, με τα περιστατικά να λαμβάνουν χώρα στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Σεν Τροπέ και το Αμπού Ντάμπι.
Μία από τις γυναίκες που κατηγόρησε τον αλ Φαγέντ ότι τη βίασε όταν ήταν έφηβη τον χαρακτήρισε «τέρας»: «Καλλιεργούσε ενεργητικά τον φόβο».
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του BBC, που μεταδόθηκε χθες, Πέμπτη, τα Harrods δεν παρενέβησαν και συνέβαλαν ώστε να συγκαλυφθούν οι κατηγορίες για κακοποίηση όσο ο αλ Φαγέντ ήταν ιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος από το 1985 μέχρι το 2010. Όλες οι γυναίκες με τις οποίες μίλησε το BBC είπαν πως αισθάνθηκαν εκφοβισμό στον χώρο εργασίας τους.
“Είμαστε απολύτως συγκλονισμένοι από τους ισχυρισμούς για κακοποίηση που διαπράχθηκαν από τον Μοχάμεντ αλ Φαγέντ”, ανέφεραν σε ανακοίνωση τα Harrods. «Αυτές ήταν ενέργειες ενός ατόμου που ήταν αποφασισμένος να καταχραστεί την εξουσία του»
«Αναγνωρίζουμε επίσης πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου απογοητεύσαμε τους υπαλλήλους μας που έπεσαν θύματά του και γι΄ αυτό ζητάμε ειλικρινά συγγνώμη», ανέφεραν τα Harrods, προσθέτοντας πως το πολυκατάστημα είναι σήμερα ένας «πολύ διαφορετικός οργανισμός» από εκείνον που ανήκε και ελεγχόταν από τον αλ Φαγέντ.
Αρκετοί οργανισμοί μέσων ενημέρωσης έχουν δημοσιοποιήσει ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίηση σε βάρος του αλ Φαγέντ κατά το παρελθόν, περιλαμβανομένου του Vanity Fair το 1995, του ITV το 1997 και του Channel 4 το 2017. Πολλές από τις γυναίκες αισθάνθηκαν ότι ήταν σε θέση να μιλήσουν δημόσια μόνο μετά τον θάνατό του πέρυσι.
«Αφότου νέες πληροφορίες ήρθαν στο φως το 2023 σχετικά με σεξουαλική κακοποίηση κατά το παρελθόν από τον αλ Φαγέντ, ήταν προτεραιότητά μας να διευθετήσουμε τις απαιτήσεις με το ταχύτερο δυνατό τρόπο, αποφεύγοντας μακρές νομικές διαδικασίες για τις εμπλεκόμενες γυναίκες», ανέφεραν τα Harrods.
Η διαδικασία εξακολουθεί να είναι διαθέσιμη για οποιανδήποτε νυν ή πρώην υπάλληλο των Harrods.
Το 2009, οι εισαγγελείς είχαν αποφασίσει να μην απαγγείλουν κατηγορίες σε βάρος του αλ Φαγέντ για σεξουαλική επίθεση σε μία 15χρονη στο κατάστημά του, λέγοντας πως δεν υπήρχε «ρεαλιστική προοπτική καταδίκης».
Έδωσε εθελοντικά κατάθεση στην αστυνομία και αρνείτο πάντοτε τις κατηγορίες.
Ο αλ Φαγέντ πούλησε τα Harrods στο επενδυτικό σχήμα της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ με μια συμφωνία το ύψος της οποίας φέρεται να έφθασε το 1,5 δισ. στερλίνες το 2010.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο αλ Φαγέντ ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του πουλώντας αναψυκτικά και στη συνέχεια εργάστηκε ως πωλητής ραπτομηχανών. Έφτιαξε την περιουσία της οικογένειάς του στα ακίνητα, στη ναυτιλία και στις κατασκευές, πρώτα στη Μέση Ανατολή και στη συνέχεια στην Ευρώπη.
Ο αλ Φαγέντ προσπάθησε επί δέκα χρόνια να αποδείξει ότι η πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο γιος του Ντόντι δολοφονήθηκαν όταν το αυτοκίνητό τους συνετρίβη σε οδική σήραγγα στο Παρίσι το 1997 καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από φωτογράφους παπαράτσι που τους ακολουθούσαν με μοτοσικλέτες.
Οι ισχυρισμοί του δεν είχαν υποστηριχθεί από οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την έρευνα για τον θάνατο της Νταϊάνα.
Πηγή: ΑΠΕ