Περίληψη Προηγουμένου. Μετά Η Διάσκεψη του Λιβάνου άρχισε στις 17 Μαϊου και τελείωσε στις 20 Μαϊου 1944 με την υπογραφή όλων ανεξαιρέτως των συνέδρων στην τελική απόφαση, «Το Εθνικό Συμβόλαιο». Στην...
πρώτη Κυβέρνηση (24 Μαϊου και 8 Ιουνίου 1944) δεν συμμετέχουν το ΕΑΜ/ΚΚΕ/ΠΕΕΑ αν και έχει αποφασιστεί η συμμετοχή με τέσσερις υπουργούς επί συνόλου 15. Καθυστερούν να στείλουν τα ονόματα των Υπουργών όχι απλώς γιατί δεν συμφωνούν στο ποιοι θα συμμετάσχουν αλλά για την ίδια την απόφαση της Διάσκεψης. Στο βουνό και μέσα στο ΚΚΕ αρχίζουν συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα. Στα ανώτατα επίπεδα ζητούν οι αντιπρόσωποί τους που την υπέγραψαν να περάσουν στρατοδικείο και να τουφεκιστούν!!.. Στέλνουν δύο τηλεγραφήματα στο πρωθυπουργό ζητώντας αλλαγές και τροποποιήσεις που, αν δεν γίνουν δεκτές, απειλούν με μη συμμετοχή.
Από την πλευρά των συμμάχων την ίδια περίοδο καταβάλλονταν σύντονες προσπάθειες να συμμετάσχει το ΕΑΜ/ΚΚΕ στην κυβέρνηση. Οι πρεσβευτές των Μεγάλων Συμμάχων, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρεττανίας επανειλημμένως συνέστησαν στην Αντιπροσωπεία των Βουνών (ΕΑΜ κλπ.) να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Η Πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης, διά του πρώτου συμβούλου της ανέθεσε στον Άγγελο Αγγελόπουλο μέλος της Αντιπροσωπείας των Βουνών να διαβιβάση στο ΕΑΜ την σύσταση να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση. Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός επί των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας, στις 2 Αυγούστου και 27 Ιουλίου, αντίστοιχα, έθεταν μετ΄ επιτάσεως την βαριά ευθύνη που αναλάμβανε η Ακρα Αριστερά στο ενδεχόμενο αποτυχίας της Ενότητας στην Ελληνική πολιτική πραγματικότητα την δεδομένη χρονική στιγμή. Υπό τις πιέσεις αυτές, αλλά και την πίεση της ηθικής και πολιτικής απομόνωσης, αλλά και της διακοπής κάθε υλικής ενίσχυσης του ΕΑΜ, η «Κυβέρνηση» του Βουνού «…ηναγκάσθη τελικώς να αποσύρη τας επιφυλάξεις της και να συμμετάσχη εις την Κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως.».
Ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ανακοινώνει προς το Υπουργικό Συμβούλιο, σε έκτακτη συνεδρίασή του στις 4 Αυγούστου 1944, την λήψη τηλεγραφήματος από την Επιτροπή του Βουνού, στο οποίο αποδέχονται «…εις το ακέραιον το Σύμφωνον του Λιβάνου…» αλλά δεν θα απέστελλαν τα 5 ονόματα των υπουργήσιμων του ΕΑΜ. Και αυτό γιατί θέτουν θέμα για το πρόσωπο του Προέδρου της Κυβερνήσεως, του Γεωργίου Παπανδρέου του οποίου ζητούν την παραίτηση. Νέο αδιέξοδο. Η θέση του Πρωθυπουργού ήταν σαφής: Θα ήταν ευτυχής να συντελεστεί η «Εθνική Ένωσις» και ότι ο ίδιος δεν θα ήταν το πρόσκομμα για την πραγματοποίησή της. Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ομοφώνως ανανέωσαν την πλήρη εμπιστοσύνη τους προς τον Πρωθυπουργό ζητώντας τον να απαντήσει καταλλήλως στην Επιτροπή των Βουνών (Σελ. 125).
Στις 17 Αυγούστου ανακοινώνεται από τον Πρωθυπουργό προς στο Έθνος ότι η ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία βρίσκεται στο Ιταλικό μέτωπο για «…να αποπλύνη την εντροπήν της Στάσεως και ανανεώση το Αλβανικόν έπος», στέλνοντας και τηλεγράφημα στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα το οποίο και βεβαιώνονει ότι «…στην πορεία σας προς την Δόξαν και την Ελευθερία σας συνοδεύουν αι ευχαί και αι προσδοκίαι του Έθνους.»
Στις 21 Αυγούστου 1944 συναντώνται στην Ρώμη, στην Βρεττανική Πρεσβεία, οι πρωθυπουργοί Τσώρτσιλ και Παπανδρέου για μία ανταλλαγή απόψεων για το παρόν και το μέλλον. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός που πήρε το λόγο αφού αναφέρθηκε κυρίως στο μέλλον και ιδιαίτερα στην διασφάλιση εσωτερικής ειρήνης στην χώρα καθώς το Ελληνικό Κράτος είναι άοπλο μετά τον Ιταλοελληνικό πόλεμο και την ξένη κατοχή με τα ό,ποια όπλα που βρίσκονται στην Ελλάδα να κατέχονται από οργανώσεις που αποτελούν μειονότητες. Στόχος λοιπόν ήταν να ελεγχθούν οι οργανώσεις αυτές και να δημιουργηθεί Εθνικός Στρατός και Αστυνομία και γι΄αυτό ζητάει τη συνδρομή των Βρεττανών. Ζητάει ο Παπανδρέου για το σκοπό αυτό την ένοπλη βοήθεια και αποστολή βρεττανικών δυνάμεων στην Ελλάδα που θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ομαλότητας στη χώρα. Ο Τσώρτσιλ δεν απαντάει στο πρώτο και αποκλείει ακόμη και την πιθανότητα να δοθεί έστω και υπόσχεση για το δεύτερο (Αποστολή Βρεττανικών Στρατιωτικών δυνάμεων). Προτείνει όμως τη μεταφορά της εδρας της Ελληνικής Κυβέρνησης από την «δηλητηριώδη ατμόσφαιρα των ελληνικών ραδιουργιών του Καϊρου» σε κάποιο σημείο της Ιταλίας, σε επικοινωνία με το Στρατηγείο του Ανωτάτου Συμμάχου Διοικητή. Μία κίνηση που θα «αποτελούσε μίαν προειδοποίησιν προς τον ΕΛΑΣ και θα ενεθάρρυνε τον νομιμόφρονα πληθυσμό της Ελλάδος.». Για τα Εθνικά θέματα όπως η ανάγκη άμεσης αποχώρησης των Βουλγάρων από την Αν. Μακεδονία-Θράκη, τη διευθέτηση συνοριακών προβλημάτων στα οποία επέμεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός, η θέση του Τσώρτσιλ ήταν ότι συμφωνούσε με τα αιτήματα αλλά ζητούσε χρόνο για να επιτευχθούν. Για τα θέματα περιθάλψεως και οικοδόμησης, που απαιτούσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός να δοθεί στην Ελλάδα απόλυτη προτεραιότητα από τα Ηνωμένα Έθνη, ο Τσώρτσιλ αναγνωρίζοντας το πόσον υπέφεραν οι Έλληνες δέχθηκε το δικαίωμα τους «…για την αρίστην δυνατήνμεταχείρισιν…».
Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου ενημερώνεται η Κυβέρνηση στο Κάϊρο από το ΕΑΜ ότι αποσύρουν την αξίωση τους για παραίτηση του Γ. Παπανδρέου αποδεχόμενοι να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση του. Συμμετείχαν μάλιστα και στο Υπουργικό Συμβούλιο της 31ης Αυγούστου όπου συζητήθηκαν οι όροι της Βουλγαρικής Ανακωχής που συνυπογράφονταν και από την Ελλάδα. Σε εκείνο το Υπουργικό Συμβούλιο παρίσταντο και οι υποδειχθέντες αλλά μη ορκισθέντες ακόμη ΕΑΜικοί Υπουργοί.(ΤΣΑΤΣΟΣ, ΘΕΜ., 1974, σελ. 127). Δύο ημέρες αργότερα δηλ. την 2α Σεπτεμβρίου 1944 έγινε στο Κάϊρο η τελετή ορκωμοσίας των έξι (6) Υπουργών της Άκρας Αριστεράς δηλ. του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ, ήτοι: Γ. Ζέβγου, Μιλτ. Πορφυρογένη, Αλ. Σβώλου, Ηλ. Τσιριμώκου, Ν. Ασκούτση και Αγγ. Αγγελόπουλου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου γίνεται η μεταφορά της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Ιταλία. Η προσωρινή της έδρα βρίσκεται στη περιοχή Κάβα ντέϊΤιρρένι, κοντά στην Νεάπολι. Η Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε σε έπαυλη η οποία παραχωρήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση και όπου λίγο πριν ήταν η έδρα της Ιταλικής προσωρινής Κυβέρνησης υπό τον Στρατηγό Μπαντόλιο.
Τα οικονομικά θέματα που ταλαιπωρούν το χειμαζόμενο Ελληνικό Λαό ενώ αποτελούν κύρια και συνεχή απασχόληση της Κυβέρνησης τα αγωνιώδη θέματα για τον Πρωθυπουργό ήταν: 1) Η απροθυμία ή δυστροπία, όπως λέει ο ίδιος αναφέρει, των Βουλγάρων να εγκαταλείψουν τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και 2) Η βαθμιαία επέκταση της τρομοκρατικής κατοχής της Ελλάδος από το ΕΑΜ τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών. Φοβούνταν μήπως οι Βούλγαροι εμφανιστούν να πολεμούν τους Γερμανούς εντός του Ελληνικού εδάφους και παρουσιαστούν ως ελευθερωτές της Ελλάδος. Και ακόμη περισσότερο όταν υπήρχαν πληροφορίες ότι αυτό γινόταν σε συνεργασία και του ΕΑΜ με τους Βούλγαρους παρτιζάνους…γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε ο στρατηγός Μάντακας ο «Υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού.
(Συνεχίζεται)
Από την πλευρά των συμμάχων την ίδια περίοδο καταβάλλονταν σύντονες προσπάθειες να συμμετάσχει το ΕΑΜ/ΚΚΕ στην κυβέρνηση. Οι πρεσβευτές των Μεγάλων Συμμάχων, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρεττανίας επανειλημμένως συνέστησαν στην Αντιπροσωπεία των Βουνών (ΕΑΜ κλπ.) να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Η Πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης, διά του πρώτου συμβούλου της ανέθεσε στον Άγγελο Αγγελόπουλο μέλος της Αντιπροσωπείας των Βουνών να διαβιβάση στο ΕΑΜ την σύσταση να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση. Ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός επί των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας, στις 2 Αυγούστου και 27 Ιουλίου, αντίστοιχα, έθεταν μετ΄ επιτάσεως την βαριά ευθύνη που αναλάμβανε η Ακρα Αριστερά στο ενδεχόμενο αποτυχίας της Ενότητας στην Ελληνική πολιτική πραγματικότητα την δεδομένη χρονική στιγμή. Υπό τις πιέσεις αυτές, αλλά και την πίεση της ηθικής και πολιτικής απομόνωσης, αλλά και της διακοπής κάθε υλικής ενίσχυσης του ΕΑΜ, η «Κυβέρνηση» του Βουνού «…ηναγκάσθη τελικώς να αποσύρη τας επιφυλάξεις της και να συμμετάσχη εις την Κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως.».
Ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ανακοινώνει προς το Υπουργικό Συμβούλιο, σε έκτακτη συνεδρίασή του στις 4 Αυγούστου 1944, την λήψη τηλεγραφήματος από την Επιτροπή του Βουνού, στο οποίο αποδέχονται «…εις το ακέραιον το Σύμφωνον του Λιβάνου…» αλλά δεν θα απέστελλαν τα 5 ονόματα των υπουργήσιμων του ΕΑΜ. Και αυτό γιατί θέτουν θέμα για το πρόσωπο του Προέδρου της Κυβερνήσεως, του Γεωργίου Παπανδρέου του οποίου ζητούν την παραίτηση. Νέο αδιέξοδο. Η θέση του Πρωθυπουργού ήταν σαφής: Θα ήταν ευτυχής να συντελεστεί η «Εθνική Ένωσις» και ότι ο ίδιος δεν θα ήταν το πρόσκομμα για την πραγματοποίησή της. Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου ομοφώνως ανανέωσαν την πλήρη εμπιστοσύνη τους προς τον Πρωθυπουργό ζητώντας τον να απαντήσει καταλλήλως στην Επιτροπή των Βουνών (Σελ. 125).
Στις 17 Αυγούστου ανακοινώνεται από τον Πρωθυπουργό προς στο Έθνος ότι η ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία βρίσκεται στο Ιταλικό μέτωπο για «…να αποπλύνη την εντροπήν της Στάσεως και ανανεώση το Αλβανικόν έπος», στέλνοντας και τηλεγράφημα στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα το οποίο και βεβαιώνονει ότι «…στην πορεία σας προς την Δόξαν και την Ελευθερία σας συνοδεύουν αι ευχαί και αι προσδοκίαι του Έθνους.»
Στις 21 Αυγούστου 1944 συναντώνται στην Ρώμη, στην Βρεττανική Πρεσβεία, οι πρωθυπουργοί Τσώρτσιλ και Παπανδρέου για μία ανταλλαγή απόψεων για το παρόν και το μέλλον. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός που πήρε το λόγο αφού αναφέρθηκε κυρίως στο μέλλον και ιδιαίτερα στην διασφάλιση εσωτερικής ειρήνης στην χώρα καθώς το Ελληνικό Κράτος είναι άοπλο μετά τον Ιταλοελληνικό πόλεμο και την ξένη κατοχή με τα ό,ποια όπλα που βρίσκονται στην Ελλάδα να κατέχονται από οργανώσεις που αποτελούν μειονότητες. Στόχος λοιπόν ήταν να ελεγχθούν οι οργανώσεις αυτές και να δημιουργηθεί Εθνικός Στρατός και Αστυνομία και γι΄αυτό ζητάει τη συνδρομή των Βρεττανών. Ζητάει ο Παπανδρέου για το σκοπό αυτό την ένοπλη βοήθεια και αποστολή βρεττανικών δυνάμεων στην Ελλάδα που θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της ομαλότητας στη χώρα. Ο Τσώρτσιλ δεν απαντάει στο πρώτο και αποκλείει ακόμη και την πιθανότητα να δοθεί έστω και υπόσχεση για το δεύτερο (Αποστολή Βρεττανικών Στρατιωτικών δυνάμεων). Προτείνει όμως τη μεταφορά της εδρας της Ελληνικής Κυβέρνησης από την «δηλητηριώδη ατμόσφαιρα των ελληνικών ραδιουργιών του Καϊρου» σε κάποιο σημείο της Ιταλίας, σε επικοινωνία με το Στρατηγείο του Ανωτάτου Συμμάχου Διοικητή. Μία κίνηση που θα «αποτελούσε μίαν προειδοποίησιν προς τον ΕΛΑΣ και θα ενεθάρρυνε τον νομιμόφρονα πληθυσμό της Ελλάδος.». Για τα Εθνικά θέματα όπως η ανάγκη άμεσης αποχώρησης των Βουλγάρων από την Αν. Μακεδονία-Θράκη, τη διευθέτηση συνοριακών προβλημάτων στα οποία επέμεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός, η θέση του Τσώρτσιλ ήταν ότι συμφωνούσε με τα αιτήματα αλλά ζητούσε χρόνο για να επιτευχθούν. Για τα θέματα περιθάλψεως και οικοδόμησης, που απαιτούσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός να δοθεί στην Ελλάδα απόλυτη προτεραιότητα από τα Ηνωμένα Έθνη, ο Τσώρτσιλ αναγνωρίζοντας το πόσον υπέφεραν οι Έλληνες δέχθηκε το δικαίωμα τους «…για την αρίστην δυνατήνμεταχείρισιν…».
Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου ενημερώνεται η Κυβέρνηση στο Κάϊρο από το ΕΑΜ ότι αποσύρουν την αξίωση τους για παραίτηση του Γ. Παπανδρέου αποδεχόμενοι να συμμετάσχουν στην Κυβέρνηση του. Συμμετείχαν μάλιστα και στο Υπουργικό Συμβούλιο της 31ης Αυγούστου όπου συζητήθηκαν οι όροι της Βουλγαρικής Ανακωχής που συνυπογράφονταν και από την Ελλάδα. Σε εκείνο το Υπουργικό Συμβούλιο παρίσταντο και οι υποδειχθέντες αλλά μη ορκισθέντες ακόμη ΕΑΜικοί Υπουργοί.(ΤΣΑΤΣΟΣ, ΘΕΜ., 1974, σελ. 127). Δύο ημέρες αργότερα δηλ. την 2α Σεπτεμβρίου 1944 έγινε στο Κάϊρο η τελετή ορκωμοσίας των έξι (6) Υπουργών της Άκρας Αριστεράς δηλ. του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ, ήτοι: Γ. Ζέβγου, Μιλτ. Πορφυρογένη, Αλ. Σβώλου, Ηλ. Τσιριμώκου, Ν. Ασκούτση και Αγγ. Αγγελόπουλου.
Στις 7 Σεπτεμβρίου γίνεται η μεταφορά της Ελληνικής Κυβέρνησης στην Ιταλία. Η προσωρινή της έδρα βρίσκεται στη περιοχή Κάβα ντέϊΤιρρένι, κοντά στην Νεάπολι. Η Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε σε έπαυλη η οποία παραχωρήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση και όπου λίγο πριν ήταν η έδρα της Ιταλικής προσωρινής Κυβέρνησης υπό τον Στρατηγό Μπαντόλιο.
Τα οικονομικά θέματα που ταλαιπωρούν το χειμαζόμενο Ελληνικό Λαό ενώ αποτελούν κύρια και συνεχή απασχόληση της Κυβέρνησης τα αγωνιώδη θέματα για τον Πρωθυπουργό ήταν: 1) Η απροθυμία ή δυστροπία, όπως λέει ο ίδιος αναφέρει, των Βουλγάρων να εγκαταλείψουν τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και 2) Η βαθμιαία επέκταση της τρομοκρατικής κατοχής της Ελλάδος από το ΕΑΜ τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών. Φοβούνταν μήπως οι Βούλγαροι εμφανιστούν να πολεμούν τους Γερμανούς εντός του Ελληνικού εδάφους και παρουσιαστούν ως ελευθερωτές της Ελλάδος. Και ακόμη περισσότερο όταν υπήρχαν πληροφορίες ότι αυτό γινόταν σε συνεργασία και του ΕΑΜ με τους Βούλγαρους παρτιζάνους…γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε ο στρατηγός Μάντακας ο «Υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού.
(Συνεχίζεται)